Μετά από αρκετά μεγάλη καθυστέρηση στην τελική ημερομηνία κυκλοφορίας του, λόγω προβλημάτων στην παραγωγή του φυσικού προϊόντος, την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου, θα βρει τον δρόμο του στα ράφια των δισκοπωλείων το “The last will and testament” των ΟΡΕΤΗ, ένας από τους πιο πολυαναμενόμενους δίσκους της χρονιάς, δίχως άλλο. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, μαζευτήκαμε με τη συντακτική μας ομάδα και είπαμε να κάνουμε μία ομαδική παρουσίαση του άλμπουμ.
Με τους OPETH, έχω ένα φοβερό θέμα. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι δίσκοι τους από το “Still life” μέχρι και το “Watershed”, και ιδιαίτερα οι πιο prog rock στιγμές τους, σε σημείο που ήθελα να το γυρίσουν πιο πολύ σ’ αυτόν τον ήχο. Και όταν το γύρισαν, δεν μου άρεσαν!!! Ή για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσαν αποσπασματικά, λίγα κομμάτια.
Το “The last will and testament”, ο 14ος δίσκος τους σε 30 χρόνια καριέρας, είναι αυτό που τώρα επιθυμούσα να ακούσω. O(ld)PETH δηλαδή, επιστροφή στον παλιό τους ήχο, με τον οποίο τους λάτρεψα. Δεν πίστευα ότι θα το έκαναν, διότι η δημοτικότητά τους είχε εκτοξευθεί (παρότι εμείς εδώ ζούμε στη φούσκα μας και νομίζουμε ότι είχαν ξεπέσει) κι όμως ο Mikael Akerfeldt, αποφάσισε μετά από πάρα πολλά χρόνια να επαναφέρει τα growls και να μας προσφέρει κι έναν concept δίσκο, ύστερα από το “Still life”.
Επειδή όμως, δεν δίνω καμία σημασία στις ταμπέλες και στις μουσικές κατευθύνσεις αν το περιεχόμενο δεν με ικανοποιεί, το “The last will and testament”, είναι απλά ένας δίσκος που έχει εξέχουσα θέση στο ranking της δισκογραφίας τους (αφού μας είχε σταλεί πάνω από 2-3 μήνες πριν λόγω της καθυστέρησης αυτής) και πλέον, μετά από αρκετές δεκάδες ακροάσεων, συνεχίζω να μένω με ανοιχτό το στόμα με την έμπνευση των Σουηδών.
Περιπετειώδης μουσική από ένα συγκρότημα που όρισε ουσιαστικά το progressive metal με τις death metal επιρροές και τα 70s πλήκτρα, Έχει αυτό που με κρατάει σε εγρήγορση όταν ακούω τέτοιους είδους δίσκους, δηλαδή εκτός από εμπνευσμένος είναι και απρόβλεπτος, δημιουργεί μία μοναδική ατμόσφαιρα και δεν έχεις ιδέα τι θα ακολουθήσει τα επόμενα δευτερόλεπτα της ακρόασης. Όλα αυτά, αριστουργηματικά δεμένα μεταξύ τους, έχοντας ως αποτέλεσμα έναν από τους επικρατέστερους δίσκους για τα καλύτερα της χρονιάς, ιδιαίτερα για τους old school οπαδούς τους.
Δεν είμαι παρελθοντολάγνος, θέλω να πιστεύω το αντίθετο. Αλλά μετά από μία σειρά άλμπουμ που άρχισαν να «βαλτώνουν» στο 70s prog metal, οι OPETH έριξαν μία ματιά στο παρελθόν τους και αποφάσισαν να μας εκπλήξουν με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Μ’ ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να είναι μία μίξη του “Deliverance” και του “Ghost reveries”. Αλλά το γεγονός ότι μας προσφέρουν το “The last will and testament”, τελείως out of the blue, το κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακό. Όπως και οι τρομερές απαγγελίες του Ian Anderson των JETHRO TULL σε αρκετά τραγούδια, που δίνουν ΑΚΡΙΒΩΣ τον τόνο που χρειάζονται. Από την άλλη, ακόμα ψάχνω να βρω που κάνει δεύτερα φωνητικά ο Joey Tempest (EUROPE), αλλά για να τον έχουν στα credits, δεν μπορεί, θα συμμετείχε.
Το οξύμωρο, στην όλη υπόθεση, είναι πως ενώ το ατού του άλμπουμ, είναι οι περίπλοκες, prog συνθέσεις, με τις ξαφνικές και συνεχείς εναλλαγές μουσικού ύφους και συναισθημάτων, νομίζω πως το highlight είναι το “A story never told”, που κλείνει το άλμπουμ, μία μπαλάντα (εντός ή εκτός εισαγωγικών), που βασίζεται κυρίως στα πλήκτρα με μία γλυκιά και κολλητική μελωδία. Ακριβώς το αντίθετο απ’ όλον τον υπόλοιπο δίσκο… Αλλά ποιος είπε ότι οι OPETH είναι ένα συνηθισμένο συγκρότημα;
9 / 10
Σάκης Φράγκος
Επιστροφή για τους μεγάλους Σουηδούς με το πολαυαναμενόμενο νέο τους δίσκο που τους φέρνει πίσω στον γνώριμο prog/death metal ήχο που τους αγαπήσαμε. Γιατί η αλήθεια είναι ότι παρόλο που αγαπάω υπερβολικά το prog rock των 70s και κάθε τους άλμπουμ το αγόραζα πάντα τις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας του, κανένα από τα πολύ καλά άλμπουμ από το “Heritage” και έπειτα δεν με συνεπήρε όπως προηγουμένως, παρότι πάντα υποστήριζα και υποστηρίζω φανατικά τον κάθε καλλιτέχνη να κάνει αυτό που θέλει ο ίδιος, αφήνοντας τον καθένα μας να κρίνει ανάλογα τα ακούσματα που έχει το τελικό αποτέλεσμα.
Δεν μου έλειπαν τα growls του Akerfeldt, όσο το heaviness που είχε αποχωρήσει από τη μουσική της μπάντας τελικά. Γιατί με την εισαγωγή του περιπετειώδους πρώτου κομματιού (που εδώ για τις ανάγκες του concept το κάθε κομμάτι αναφέρεται σαν παράγραφος, §1 κτλ) καταλαβαίνεις ότι αυτή η prog ατμόσφαιρα με τις heavy κιθάρες, τα death/μελωδικά φωνητικά που εναλλάσσονται, τα πλήκτρα που διανθίζουν την σύνθεση και τα εξαιρετικά τύμπανα του νεοφερμένου Waltteri Vayrynen (PARADISE LOST/ VALLENFYRE/BLOODBATH) είναι αυτό που σου είχε λείψει κατά βάθος.
Σε γενικές γραμμές κάθε κομμάτι από τα οκτώ του concept είναι ένα κομψοτέχνημα που σε κάθε ένα από αυτά θα βρεις όλα τα στοιχεία που ξέρεις και γνωρίζεις από τα φοβερά άλμπουμ της περιόδου 1998-2008, όχι ως απλό αναμάσημα ή ξαναζέσταμα, αλλά ως φρέσκια καλλιτεχνική πρόταση που θα σε συνεπάρει αν έστω και λίγο είχες στο παρελθόν ευθυγραμμιστεί με την μουσική του Akerfeldt και της παρέας του.
H συμμετοχή των Joey Τempest και Ian Anderson καλλιτεχνικά προσθέτει στο status του δίσκου στην ουσία όμως είναι το αποτέλεσμα από μόνο του τόσο άρτιο και αριστοκρατικά δομημένο που ουσιαστικά ελάχιστη ανάγκη τους έχει στο να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που απαιτείται. O Τempest πιο συγκεκριμένα συμμετέχει στα backing vocals του δεύτερου κομματιού, ένα κομμάτι που ακροβατεί ανάμεσα στην τεχνικό death metal και στο καθαρό prog rock των 70s με τις εναλλαγές του στους ρυθμούς και στην ατμόσφαιρα.
Το §3 είναι και αυτό που είχε δοθεί στην δημοσιότητα, στο οποίο μπορούμε να θαυμάσουμε τις ανατολίτικες κλίμακες και την prog metal αισθητική που εδώ απογειώνεται. Χαρακτηριστικό OPETH κομμάτι, πανέμορφο αν μι τι άλλο που θα δώσει την σκυτάλη στην παράγραφο τέσσερα που βρίσκουμε άλλο ένα prog metal λεπτούργημα με επιρροές από το folk rock και το art rock των 70s και φυσικά με φλάουτο και απαγγελία από τον Ian Anderson αλλά και μαγικές λυρικές κιθάρες από τον παιχταρά Fredrik Akesson που ανασταίνουν και νεκρούς.
Ο Ian Anderson συμμετέχει με το φλάουτό του σε άλλο ένα κομμάτι, στο §7 πιο συγκεκριμένα, και απαγγέλει σε αυτό και σε τρία από τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου. Το §7 είναι και αυτό ένα κομμάτι με ανατολίτικους αλλά και jazz rock ρυθμούς που παντρεύονται υπέροχα κάτω από τον λυρικό progressive metal πυρήνα του κομματιού. Το §6 δε, είναι ότι πιο τυπικό στο παραδοσιακό progressive metal όπως το γνωρίζουμε που τελειώνει στο τελευταίο του λεπτό με ένα κιθαριστικό solo αλά David Gilmour που αμβλύνει τις αισθήσεις μας.
Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου είναι το μόνο που έχει τίτλο και ονομάζεται “A story never told” , μια μπαλάντα που στιχουργικά συνοψίζει το concept του δίσκου (το οποίο αξίζει να τα διαβάσετε, αφορά την ιστορία ενός πλούσιου πατριάρχη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο που η διαθήκη του θα αποκαλύψει σοκαριστικά μυστικά) και μουσικά κλείνει τα παραπάνω κεφάλαια με μια αίσθηση λυρικότητας και γλυκιάς μελαγχολίας, βάζοντας τέλος στο πενηντάλεπτο αυτό ταξίδι, προσφέροντας σου το ίδιο συναίσθημα που αποκτάς όταν τελειώνεις ένα ωραίο μυθιστόρημα και το μυαλό σου ταξιδεύει σε όλες αυτές τις ιστορίες που σου ξεδιπλώθηκαν κατά την ανάγνωση του. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, μόνο που σε αυτό το μουσικό έργο σου δίνεται η δυνατότητα της πιο γρήγορης επανάληψης απλά πατώντας το play στο format που εσύ θα επιλέξεις να ακούσεις αυτό το concept.
Ομολογώ ότι δεν περίμενα τέτοιο μεγάλο αριστούργημα από τους OPETH και σοκαρίστηκα από την ποιότητα του την πρώτη φορά που το άκουσα. Αν και μάλλον είναι από τα τελευταία άλμπουμ της χρονιάς που κυκλοφορούν, για μένα αλλά φαντάζομαι και για πολλούς ακόμα θα είναι σίγουρα στο top 10 της. Απλά ακούστε το!
9 / 10
Γιάννης Παπαευθυμίου
Σύμφωνοι, τα πάντα στην μουσική είναι υποκειμενικά και τα πάντα στην μουσική είναι θέμα γούστου. Υπάρχει όμως ή θα πρέπει να υπάρχει έστω, μία αντικειμενική άποψη, η οποία να αναγνωρίζει το καλό και το ποιοτικό, ασχέτως αν είναι ή όχι του γούστου μας.
Οι OPETH λοιπόν, είναι ένα χαρισματικό, ιδιαίτερα τεχνικό και προοδευτικό σχήμα, που τουλάχιστον από άποψης ποιότητας, κανείς δεν μπορεί να του χρεώσει ουδέν, σε αυτόν κυρίως τον τομέα.
Τα πρώτα μεγαλειώδη άλμπουμ του συγκροτήματος, τα τελευταία χρόνια, τα έχουν διαδεχθεί λοιπόν, πολύ ενδιαφέρουσες prog rock κυκλοφορίες, οι οποίες φυσικά και δεν στερούνται ταλέντου ή δημιουργικότητας, είναι όμως τόσο μακριά από τις ρίζες του συγκροτήματος, που καταλήγουν να απαξιώνονται, απλά και μόνο γιατί «αν θέλω αν ακούσω PORCUPINE TREE, θα ακούσω τους PORCUPINE TREE». Από τους OPETH περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό. Δεν το δίνουν γιατί ο κάθε καλλιτέχνης, δίνει αυτό που τον εκφράζει την στιγμή που το δημιουργεί.
Με τα πολλά τελευταία χρόνια, ο Mikael Åkerfeldt, να δηλώνει ότι δεν εκφράζεται πλέον από τις καταβολές των OPETH, η ελπίδα για να κυκλοφορήσει κάτι αντίστοιχο ή έστω κοντινό στα άλμπουμ – γίγαντες του παρελθόντος, δίσκο τον δίσκο εξανεμιζόταν. Και τότε συνέβη το “§1”. Και ξαφνικά ο ακροατής βρίσκεται σε μία χρονομηχανή που τον στροβιλίζει και τον πετά πάνω σε μία θεόρατη κατασκότεινη ριφάρα, την οποία διαδέχεται το χαρακτηριστικό (και ίσως καλύτερο growl από καταβολής growl, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Fredrik Nordström) του Åkerfeldt, για να σε αφήσει να αναρωτιέσαι «από πότε είναι αυτή η εφημερίδα».
Το νέο άλμπουμ των OPETH, ονομάζεται “The last will and testament” και έχει πολλά πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να το συνοδεύουν.
Αρχικά, είναι το πρώτο πλήρως concept άλμπουμ μετά το μνημειώδες “Still life” του 1999. Διηγείται μια ιστορία, η οποία εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, και πρόκειται για την ιστορία ενός πλούσιου, συντηρητικού πατριάρχη του οποίου η τελευταία διαθήκη αποκαλύπτει συγκλονιστικά οικογενειακά μυστικά. Ο δίσκος ξεκινά με την ανάγνωση της διαθήκης του πατέρα στο αρχοντικό του. Μεταξύ των παρευρισκομένων είναι τρία αδέρφια, δίδυμα αγόρια και ένα νεαρό κορίτσι, το οποίο, παρά το γεγονός ότι είναι ορφανό και έχει πολιομυελίτιδα, έχει μεγαλώσει από την οικογένεια. Η παρουσία της στην ανάγνωση της διαθήκης εγείρει υποψίες και ερωτηματικά στα δίδυμα. Κατά την ανάγνωση της διαθήκης τα δίδυμα διαπιστώνουν ότι δεν έχουν συγγένεια με τον πατριάρχη και κατά συνέπεια μένουν εκτός διαθήκης. Το κορίτσι είναι το μοναχοπαίδι του πατριάρχη εξ αίματος και έτσι είναι η αληθινή κληρονόμος του, αν και είναι κόρη της υπηρέτριάς του.
Όλα τα τραγούδια του δίσκου, πλην του τελευταίου, δεν έχουν όνομα, παρά μόνο το σύμβολο της παραγράφου και έναν αριθμό. §1, §2 και ούτω καθ’ εξής, παραπέμποντας με αυτόν τον τρόπο στις παραγράφους της διαθήκης του πρωταγωνιστή πατριάρχη και παράλληλα, κάθε ένα κεφάλαιο αποκαλύπτει όλο και περισσότερα πράγματα για την οικογένεια και το ποιόν της. Το μόνο «επωνυμο» τραγούδι, είναι το τελευταίο, το οποίο ονομάζεται “A story never told” και αφήνει ανοιχτά ενδεχόμενα και υπονοούμενα για τις ίδιες τα αποκαλύψεις όλων των παραπάνω κεφαλαίων της εξαιρετικής αυτής ιστορίας, η οποία τόσο κινηματογραφικά, εξελίσσεται σε αυτό το άλμπουμ – επιστροφή στην παράδοση, των μεγάλων Σουηδών.
ΔΕΝ είναι όλο το άλμπουμ γεμάτο growl και ΔΕΝ είναι ένα άλμπουμ πλημμυρισμένο με death metal στοιχεία. Είναι ένας progressive κατά βάση δίσκος, μέσα στον οποίο όμως υπάρχουν τόσα όσα στοιχεία, από την μαγιά εκείνη, την κλασική, την γοτθική, την σκοτεινή, που έκαναν τους OPETH μεγάλους και σίγουρα είναι ένας δίσκος που θα ξυπνήσει υπέροχες αναμνήσεις. Ο Åkerfeldt βέβαια δήλωσε ενοχλημένος που το σημείο στο οποίο όλοι στέκονται είναι η βαρύτητα της μουσικής και τα growl. Μα τι περίμενε;
8,5 / 10
Φανούρης Εξηνταβελόνης
Δεν περίμενα να γράψω παρουσιάση για τους ΟΡΕΤΗ, όχι επειδή δεν τους ακούω, αλλά επειδή πίστευα πως είχαν λοξοδρομήσει και δεν είχα ευχαριστηθεί τις τελευταίες δουλειές τους. Οπότε και η προακρόαση αυτή έγινε με αρκετά χαμηλές προσδοκίες. Ευτυχώς, όμως, διότι έτσι έδωσα το δικαίωμα στους Σουηδούς ώστε να με εκπλήξουν ευχάριστα.
Το “The last will and testament” είναι ένα σκοτεινό, ολίγον παρανοϊκό και αρκετά prog metal για να με ευχαριστήσει. Εύκολα θα χαρακτηριστεί ως μια επιστροφή στις ρίζες τους, αν και όχι τις βαθύτερες. Πάντως, είναι αρκετά σκληρό, αρκετά περιπετειώδες και σίγουρα εμπνευσμένο. Ο Mikael Åkerfeldt αντλεί από τις πιο πρόσφατες μακροσκελείς και ταξιδιάρικες jazz prog στιγμές του, αλλά παράλληλα επαναφέρει στο προσκήνιο, τόσο τις κιθάρες του Fredrik Åkesson, όσο και τα ακραία του, death φωνητικά μετά από πολλά χρόνια. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει και σίγουρα θα χαροποιήσει όλους τους παλιόφιλους των ΟΡΕΤΗ. Το “The last will and testament” γεφυρώνει όλες τις επιρροές και όλα τα μουσικά στιλ του συγκροτήματος, με ένα concept (μετά από 25 χρόνια) που θυμίζει σκοτεινή νουβέλα μυστηρίου. Ήχοι και breakdowns που σε ανατριχιάζουν, ανακατεμένα growls και καθαρά φωνητικά, κιθάρες με όγκο την μια και τελείως απαραμόρφωτες την άλλη. Όλα ντυμένα με πολλά πλήκτρα, αλλά και πολλές μουσικές εκπλήξεις.
Το “§1” – δηλαδή το πρώτο από τα 7 μέρη – κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις τους (ωραία κίνηση να βάλει και την κόρη του να κάνει μια αφήγηση εδώ) και τα υπόλοιπα 6 ακολουθούν. Τα αγαπημένα μου θα έλεγα πως βρίσκονται ακριβώς στην μέση του δίσκου. Τα “§4” και “§5” είναι περισσότερο του γούστου μου, κυρίως για τα μουσικά τους μέρη και
λιγότερο λόγω φωνητικών. Οι βάσεις στο πειραματικό prog rock των 70s είναι στιβαρές ενώ η χρήση φλάουτου, κάνει ακόμα και τον Ian Anderson περήφανο (αφού αυτός παίζει). Πάνω εκεί χτίζουν με τα δικά τους χαρακτηριστικά και μια σύγχρονη παραγωγή, και αρκετά μέρη ηχογραφημένα με ορχήστρα. Ηχητικά το 14ο άλμπουμ των ΟΡΕΤΗ είναι άρτιο, παρά τα πολλά του πρόσωπα. To τελευταίο τραγούδι, “A story never told” είναι το πιο απαλό και στα 7 λεπτά του, αναβλύζει όλο το συναίσθημα και η πολύχρωμη φαντασία τους.
Σίγουρα οι μουσική τους δεν είναι εύκολη και απαιτεί ακούσματα, για να αναγνωρίσεις τα πολλά κρυμμένα της μυστικά, αλλά δύσκολα θα σας αφήσει ασυγκίνητους, αν ασχοληθείτε. Μετά από τόσα άλμπουμ και τον Åkerfeldt να έχει πατήσει τα 50 πλέον, δεν περίμενα μια τέτοια ανάκαμψη, οπότε πρέπει να τους το αναγνωρίσω.
Δοκιμάστε το με ακουστικά.
7,5 / 10
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
Η δισκογραφική διαδρομή των OPETH έχει ενδιαφέρον εάν την εξετάσεις και την κατατμήσεις ανά δεκαετία. Η δεκαετία των 90s ήταν αυτή της αναζήτησης της μουσικής ταυτότητας της μπάντας και της ανόδου. Η δεκαετία των 00s ήταν αυτή της καλλιτεχνικής καταξίωσης και της εδραίωσης της μπάντας, ως μια από τις μεγάλες δυνάμεις του prog metal ήχου. Η δεκαετία των 10s, αν και έκλεισε με έναν εξαιρετικό δίσκο, το “In cauda venenum”, δίχασε πολλούς από τους οπαδούς της μπάντας με τους πειραματισμούς του Mikael Åkerfeldt, ιθύνοντα νου του group. Βέβαια ακόμα και οι πιο αμφιλεγόμενες στιγμές της μπάντας, στα μέσα της εν λόγω δεκαετίας, απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ως κακές, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Από την τελευταία κυκλοφορία των Σουηδών έχουν περάσει ήδη 5 χρόνια και έχουμε αλλάξει και δεκαετία. Έχοντας διανύσει το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ διαδοχικών studio δουλειών τους, η πεντάδα από τη Στοκχόλμη επιστρέφει στη δισκογραφία με τη 14η studio δουλειά της και ο τίτλος αυτής είναι “The last will and testament”.
Στο σημείο αυτό να επισημάνω πως ο κος Åkerfeldt μας επιφυλάσσει κάποιες εκπλήξεις στο καινούργιο άλμπουμ. Πρώτη και καλύτερη είναι η επιστροφή των death metal growls, που στην ουσία θα αποτελέσει και το talk of the day μόλις κυκλοφορήσει ο δίσκος. Είναι η πρώτη φορά μετά το 2008 και το “Watershed” που ο Åkerfeldt χρησιμοποιεί τα growls, μιας και όλες οι δουλειές που το ακολούθησαν ήταν όλες με καθαρά φωνητικά. Δεύτερη έκπληξη που μας επιφυλάσσει η μπάντα είναι πως το “The last will and testament” είναι ένας concept δίσκος, ο πρώτος μάλιστα μετά το αγαπημένο “Still life” (1999). Το concept του δίσκου εκτυλίσσεται στην αρχική περίοδο του Μεσοπολέμου και πραγματεύεται τα ένοχα οικογενειακά μυστικά που άφησε πίσω ο πατέρας δύο αδερφιών, αφού πέθανε και έρχονται στην επιφάνεια με το άνοιγμα της διαθήκης του.
Από μουσικής άποψης το “The last will and testament” είναι ένα πολυεπίπεδο έργο με μεγάλη ποικιλία ήχων, αλλά σταθερά σκοτεινό και με έντονη αφηγηματική διάθεση. Αναμφίβολα το επίσης σκοτεινό concept έπαιξε το ρόλο του σε αυτό, και ακούγοντας τη μουσική, ο ακροατής αντιλαμβάνεται εύκολα πόσο όμορφα αυτή ντύνει την ιστορία που έγραψε ο Åkerfeldt. Τα κομμάτια στερούνται τίτλων και φέρουν τον αύξοντα αριθμό παραγράφων, παραπέμποντας στις αντίστοιχες παραγράφους της διαθήκης του concept. Μόνο το κομμάτι που κλείνει το δίσκο έχει κανονικό τίτλο (“A Story Never Told”). Οι συνθέσεις παρόλο που δεν είναι μακροσκελείς, είναι φορτωμένες αρκετά με πολλές αλλαγές, με τα riffs ή τους ρυθμούς να εναλλάσσονται με γρήγορη συχνότητα κάποιες φορές. Το μεγάλο ατού τους είναι η συνοχή, μιας και ακούγοντας το δίσκο νιώθεις ότι δεν περισσεύει τίποτα.
Τα growls δένουν όμορφα με τα πιο βαριά riffs του άλμπουμ και τα καθαρά φωνητικά του Åkerfeldt είναι για ακόμα μια φορά μοναδικά. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει και στο εκτελεστικό κομμάτι από τα μέλη. Απέριττη είναι η κιθαριστική δουλειά από τους κυρίους Åkerfeldt και Åkesson. To rhythm section πραγματικά κλέβει την παράσταση, με τον Méndez να εμπλουτίζει τα κομμάτια με εξαιρετικές γραμμές στις χαμηλές συχνότητες, ενώ εντυπωσιακός είναι και ο νεοφερμένος Waltteri Väyrynen στα drums. Ο Joakim Svalberg έχει κάνει παρομοίως εξαιρετική δουλειά στα πλήκτρα, ενώ στο δίσκο συναντάμε και μια όμορφη guest συμμετοχή από τον τεράστιο Ian Anderson, ο οποίος συμμετέχει σε δύο κομμάτια με το φλάουτό του, αλλά αναλαμβάνει να ενσαρκώσει και το ρόλο του πατέρα μέσα από τις αφηγήσεις του. Ο δίσκος κλείνει με τον καλύτερο τρόπο, με το εξαιρετικό “A Story Never Told”, όπου μέσα από τη γαλήνη του και τις χαραμάδες φωτός του, επέρχεται η κάθαρση.
Το “The last will and testament” δεν εγκαινιάζει μόνο την είσοδο των Σουηδών στην καινούργια δεκαετία, αλλά κατά πως φαίνεται αποτελεί και το εναρκτήριο σημείο μιας νέας εποχής για τη μπάντα. Ισορροπημένη, συνεκτική, ουσιαστική, σκοτεινή, μελαγχολική και υπέρ το δέον προοδευτική, η καινούργια δουλειά των OPETH ανταποκρίνεται σε αυτό που μπορεί να προσδοκά ένας λάτρης της μουσικής από αυτή τη μπάντα.
8 / 10
Θανάσης Μπόγρης