“Come, follow us, far from the morning light…”
Κάποτε, αυτή εδώ η χώρα πέρασε τον πυρετό του “europower” metal. Υπήρχε μια επταετία-οκταετία, κάπου τόσα ήταν τα χρόνια, όπου τα παιδιά του Blackmore, του Malmsteen, του Norum και του Hansen μονοπωλούσαν σε βαθμό «σκανδαλώδη» τα γούστα ακροατών-οπαδών, Μουσικού Τύπου, ραδιοφωνικών παραγωγών και διοργανωτών συναυλιών. Δικαίως εννοείται, αφού τα αριστουργήματα που ακούσαμε, δικαιολόγησαν απόλυτα τη «φρενίτιδα» εκείνη. Τα «χρυσά χρόνια» βέβαια μπορεί να πέρασαν ανεπιστρεπτί και το “europower” να παρήκμασε, ωστόσο πού και πού βλέπουμε κάποιες ελάχιστες μπάντες να ξεχωρίζουν μέσα από τον σωρό της αβάσταχτης μετριότητας και να καταθέτουν αξιολογότατες δουλειές. Μια από αυτές είναι και οι συμπατριώτες μας PALADINE, οι οποίοι πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησαν το δεύτερό τους άλμπουμ με τίτλο “Entering the abyss”. Το Rock Hard άκουσε τον δίσκο, απέδωσε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και περνά στο επόμενο στάδιο, το οποίο δεν είναι άλλο από μια συζήτηση με τον Χρήστο Στεργιαννίδη, μπασίστα, στιχουργό και αρχηγό του group.
Καταρχάς, Χρήστο, καλωσορίζοντας τους PALADINE στο Rock Hard, να σας δώσουμε συγχαρητήρια για αυτήν τη τόσο αξιόλογη δεύτερη δισκογραφική σας δουλειά!
Ευχαριστούμε πάρα πολύ! Είναι πολύ ευχάριστο και τιμητικό όταν ακούμε πολύ καλά σχόλια για την δουλειά μας.
Για τους αναγνώστες που δεν σας γνωρίζουν, ας κάνουμε ένα μικρό flashback. To 2017 κάνατε την επίσημη «πρώτη» σας, με το “Finding solace”. Από εδώ ξεκινά η δισκογραφική ιστορία της μπάντας. Πες μας για εκείνον τον πρώτο καιρό…
Όλα ήταν πολύ πειραματικά τότε. Είχαμε απλά τα κομμάτια, ήμασταν τρία άτομα που παίζαμε παρέα και τίποτα άλλο. Εξαρχής δεν ήταν στα σχέδια μας να κάνουμε κάτι παραπάνω, από το να έχουμε τα κομμάτια για το εαυτό μας και να τα ακούμε και να γουστάρουμε. Όμως στη πορεία και βλέποντας πως όλο αυτό ήταν αρκετά καλύτερο από ότι νομίζαμε είπαμε «γιατί όχι;». Μετά βρεθήκαν τα σωστά άτομα για να αναδείξουμε περαιτέρω την δουλειά μας και να πάμε για κανονική ηχογράφηση, μίξη, mastering και εύρεση δισκογραφικής εταιρείας. Πολύ άγνωστα πράγματα για όλους μας, μιας και κανένας δεν είχε συμμετάσχει ως τότε σε ηχογράφηση για κάποιον δίσκο, και στη διαδικασία μιας κανονικής παράγωγης. Ο Θύμιος (σ.σ: Κρίκος, κιθαρίστας των INNERWISH και παραγωγός ήχου) μας βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό και μετά από συζητήσεις με τον Χρήστο από τη No Remorse Records, έπεσαν και οι υπογραφές. Από εκεί και πέρα το “Finding Solace” ήταν στα ράφια των δισκοπωλείων και η χαρά μεγάλη.
Πως το υποδέχτηκε ο κόσμος; Και τι αποκομίσατε εσείς οι ίδιοι ως μπάντα από αυτό;
Ο κόσμος το υποδέχτηκε πολύ «ζεστά». Ήταν μια μπάντα που ήρθε «από το πουθενά», βγάζοντας ένα full length άλμπουμ το οποίο αποκόμισε πολλά θετικά σχόλια από τους ακροατές, κυρίως γιατί ήταν «αληθινό». Αυτό σίγουρα μας έδωσε δύναμη για την συνέχεια, ωθώντας μας να δούμε όλα τα προβλήματα και λάθη του “Finding Solace”, να τα διορθώσουμε και έτσι να συνεχίσουμε ακόμα πιο δυνατά στην πορεία. Αποκομίσαμε εμπειρία που χρειάζεται πάντα σε μια μπάντα, όπως και δημιουργικό πνεύμα. Ήταν η αρχή μιας ωραίας ιστορίας…
Πάμε τώρα στο “Entering the abyss”. Υπάρχουν κάποιες αλλαγές στη σύνθεση του group.
Ναι! Οι αλλαγές στα line up των συγκροτημάτων είναι κάτι το πολύ φυσιολογικό πιστεύω, διότι στην πορεία φαίνεται αν κάποια άτομα στην μπάντα ταιριάζουν, τόσο μουσικά, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Στην αρχή είναι όλα πειραματικά. Έτσι, πέρα από έμενα φυσικά και τον Νικό Πρωτονοτάριο (σ.σ: η φωνή του group), στην μπάντα ήρθαν κατά σειρά ο Σωτήρης Παρασκευάς (κιθάρα), ο John Kats (κιθάρα) και ο Μπάμπης Τσολάκης (τύμπανα).
Τα νέα μέλη ήξεραν από πριν τη μπάντα, ή τους προσέγγισες εσύ;
Εκτός από το John, στον οποίο είχα κάνει και παλαιοτέρα πρόταση από την εποχή του “Finding Solace”, τα άλλα δυο παιδιά δεν ήξεραν την μπάντα. Άκουσαν, τους άρεσε το στυλ μουσικής μας και με μεγάλη μου χαρά είναι πλέον στις τάξεις μας.
Ξέρω πως οι PALADINE είναι δικό σου «παιδί». Πως μοιράζονται οι αρμοδιότητες, ποιοι συνθέτουν και ποιοι συμμετέχουν στις όποιες αποφάσεις στο group, εκτός από σένα; Παραχωρείς πρωτοβουλίες; Τι έδωσαν τα νέα μέλη στη μπάντα, συνθετικά ή/και εκτελεστικά;
Ναι, είναι δικό μου «παδί» και είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό. Ο κύριος συνθέτης του “Entering the Abyss” είναι ο Νίκος, γράφοντας τα επτά από τα δέκα κομμάτια του δίσκου και έπειτα ο Σωτήρης. Ο Σωτήρης συνέθεσε τα άλλα τρία γράφοντας και όλα τα σόλο εκτός από το σόλο του “Mighty heart” (σ.σ: ένας από τους ύμνους της χρονιάς) που το έγραψε ο John. Εγώ ασχολήθηκα με τους στίχους και έστησα όλο το concept story για να ξεδιπλώνεται σε κάθε κομμάτι του δίσκου. Μόνο και μόνο από αυτό καταλαβαίνεις πόσες πρωτοβουλίες δίνω στα παιδιά από την μπάντα. Εκτιμώ πάρα πολύ τις δυνατότητες του κάθε μέλους μέσα στην μπάντα. Ειδικά στο κομμάτι των συνθέσεων. Εγώ προσωπικά σε μουσικό επίπεδο μέχρι το “Finding Solace” μπορώ να φτάσω (γέλια) και δεν το κρύβω, ο Νίκος και ο Σωτήρης αλλά και ο John με τον Μπάμπη, είναι πολύ ανώτεροι από εμένα και χαίρομαι πραγματικά γι’ αυτό. Παρόλα αυτά, μπορεί όλες τις αρμοδιότητες να τις μοιράζω εγώ, αλλά όλες οι αποφάσεις είναι κοινές και έτσι έχουμε ένα αρμονικά δεμένο σύνολο. Έτσι και αλλιώς το έχω πει πολλές φορές, πως πρώτα το κάνουμε όλο αυτό για να γουστάρουμε και να ξεφεύγουμε από την καθημερινότητά μας και μετά για όλα τα αλλά.
Στο εξώφυλλο του “Finding Solace” βλέπουμε μια ομάδα ηρώων να αγναντεύει ένα βουνό. Το εξώφυλλο του “Entering the abyss” δείχνει το εσωτερικό του βουνού, σωστά; Οπότε, νομίζω ήρθε η ώρα να μας πεις τα πάντα γύρω από το concept με το οποίο καταπιάνεστε.
Τρομερή ερώτηση και με πολύ βάθος (σ.σ: ευχαριστώ)… Αλλά όχι, δεν είναι έτσι (σ.σ: κρίμα τη χαρά που πήρα). Στιχουργικά και τα δυο άλμπουμ έχουν να κάνουν με την θεματολογία του κόσμου του Dragonlance. Στο “Finding Solace” σε πολύ γενικές γραμμές με ότι αφορά τον κόσμο και στο “Entering the abyss” με μια ιστορία πολύ συγκεκριμένη. Στο πρώτο εξώφυλλο οι ήρωες απλά αγναντεύουν ένα βουνό, ένα εξώφυλλο που το σχεδίασε ο Jimmy Ling, το είδα και το «πήρα έτοιμο» γιατί μου άρεσε πολύ. Δεν είναι τόσο «δεμένο» με το concept. Στον δεύτερο δίσκο τώρα, επειδή δουλέψαμε εξαρχής με τον Jimmy του είπα πάνω κάτω πως ήθελα κάτι απολύτως βασισμένο στο concept και το έκανε. Του είπα να κρατήσει και τον βασικό χαρακτήρα από το “Finding Solace” για να υπάρχει μια συνέχεια. Άρα, στον πρώτο δίσκο το εξώφυλλο είναι αρκετά αόριστο, όπως ακριβώς και το concept του δίσκου και στο δεύτερο είναι ο κεντρικός ήρωας, που δυστυχώς δεν γινόταν να γίνει ακριβώς όπως είναι στα βιβλία διότι είναι trademark και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα. Γι’ αυτό κράτησα και τον χαρακτήρα του πρώτου, ο οποίος μπαίνει στην Άβυσσο για να σκοτώσει την θεά Takhisis, τον δράκο με τα πέντε κεφάλια. Άρα το δεύτερο εξώφυλλο δεν είναι η συνέχεια του πρώτου. Απλά είναι ίδιος ο ήρωας.
Πόσο συνυφασμένη είναι η fantasy θεματολογία με το στυλ μουσικής που υπηρετείτε;
Πιστεύω πως η απολυτή μουσική μεταφορά μιας fantasy θεματολογίας είναι μέσω του power metal ή της κλασσικής μουσικής. Δεν μπορώ να βρω κάτι άλλο. Το power metal σου δίνει μέσα από τα επικά του χαρακτηριστικά, τα ανθεμικά ρεφρέν, τις εισαγωγές με τα πλήκτρα και γενικά όλο το στήσιμο που μπορεί να έχει ένα power metal κομμάτι, «πάτημα» για να γράψεις πράγματα για πολέμους, μάχες, δράκους, μάγους και όλα αυτά που αποτελούν ένα fantasy κόσμο. Όσο για την κλασσική μουσική πολύ απλά άκου Βασίλη Πολυδούρη (σ.σ: και πιο πίσω Miklós Rózsa θα προσθέσω εγώ) και θα καταλάβεις…
Μουσικά, ο δεύτερός σας δίσκος είναι σαφέστατα πλουσιότερος και πιο αναβαθμισμένος. Αυτό ήταν κάτι που σας βγήκε στη πορεία, ή το είχατε σχεδιάσει πριν τη σύνθεση των τραγουδιών;
Είχαμε πει εξαρχής ο επόμενος δίσκος να ήταν πιο μοντέρνος σίγουρα, και αρκετά πιο τεχνικός, από ότι ήταν ο πρώτος. Εννοείται έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι συνθέσεις του Νίκου και του Σωτήρη, γιατί πάνω από όλα οι συνθέσεις των κομματιών είναι αυτές που κάνουν την μπάντα. Είναι πιστεύω το 80% μια επιτυχίας ή μιας αποτυχίας όσο καλή και να είναι η παραγωγή. Ήταν όλα προσχεδιασμένα για να γίνουν έτσι.
Υπήρξαν guest συμμετοχές τη φορά αυτή; Έχεις κάποιο μικρό όνειρο πάνω σε αυτό; Να δεις κάποιον αγαπημένο σου καλλιτέχνη να σε τιμά με τη παρουσία του στους PALADINE;
Ο μοναδικός guest ήταν ο Thomas Sykes, ο οποίος μας έδωσε την φωνή του στο intro του δίσκου. Όνειρο για guest εμφάνιση; Θα έλεγα τον Eric Adams σε κάποιο κομμάτι και τον πολύ αγαπημένο Sascha Paeth σε κάποιο άλλο στις κιθάρες. Πολύ μεγάλο όνειρο αλλά δεν πειράζει, χεχε (σ.σ: δωρεάν είναι Χρήστο, και ποτέ δεν ξέρεις).
Ο Νίκος, ο τραγουδιστής σας, είναι απ’ όσο ξέρω κάτοικος Αγγλίας. Ήταν εύκολη η διαδικασία της σύνθεσης των νέων τραγουδιών από απόσταση;
Η δυσκολία ήταν για τον ίδιο τον Νίκο στις ηχογραφήσεις επειδή για κάθε κομμάτι που έγραφε έπρεπε να κάνει ταξίδι από το Brighton στο Λονδίνο (σ.σ: τέσσερις ώρες πήγαιν’-έλα), αυθημερόν. Οι συνθέσεις είχαν γραφτεί σε μεγάλο βαθμό προτού φύγει. Παρόλα αυτά, στις μέρες μας, η εργασία εξ αποστάσεως είναι κάτι πάρα πολύ απλό και μην πω και καλύτερο όσον αφορά την αποτελεσματικότητα. Το μόνο φυσικά που χάνεται είναι η ανθρώπινη επαφή και ό,τι συνεπάγεται με αυτό. Μπορώ να πω πως μας έλειψε αρκετά.
Ποια τραγούδια γράφτηκαν πρώτα; Έχεις να μοιραστείς μαζί μας κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία;
Κοίτα, να σου πω την αλήθεια δεν υπάρχει κάποια τρομερή ιστορία πίσω από την όλη διαδικασία. Είχε ο Νίκος τα μισά κομμάτια από καιρό γραμμένα σε ένα μεγάλο βαθμό. Έφτιαξε στην πορεία και τα άλλα μισά. Είχε και ο Σωτήρης τα δικά του κομμάτια γραμμένα από παλιά, τα «φέραμε» λίγο στο ύφος της μπάντας για να μην είναι τόσο progressive (γέλια) και όλα έγιναν όπως έπρεπε. Έχω την εντύπωση πως το πρώτο κομμάτι που ήρθε στην επιφάνεια ήταν το “War of the Lance”. Ένα κομμάτι που ο Νίκος το είχε γράψει αρκετά πιο παλιά, όχι για την μπάντα αλλά για προσωπική του χρήση. Το είχα ακούσει λίγο μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου μας και χάρηκα πολύ που στο τέλος το άφησε για τους PALADINE. Να μια ιστορία λοιπόν, χαχα! Κατά τ’ άλλα, επειδή πολλά πράγματα έγιναν online, δεν υπάρχει η προσωπική επαφή και άρα δεν υπάρχουν και πολλές ιστορίες για να πεις.
Για μιαν ακόμη φορά, ο Θύμιος Κρίκος έχει το γενικό κουμάντο πίσω από την κονσόλα. Βρήκατε τον μόνιμο παραγωγό σας;
Ο Θύμιος είναι ένας άνθρωπος που συνδυάζει το «επαγγελματικό» με το «φιλικό» σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πιστέψαμε σε αυτόν, όπως νομίζω και εκείνος σε εμάς, και είναι αυτό που μετράει πάνω από όλα. Όπως είπα και πριν, θέλουμε πρώτα να γουστάρουμε αυτό που κάνουμε και μετά όλα τα αλλά και στον Θύμιο περνάμε πάντα πολύ καλά κάνοντας ταυτόχρονα την δουλειά που θέλουμε.
Έχετε εμφανιστεί στη σκηνή μαζί με τους Q5 και MANILLA ROAD. Τι αποκόμισες από εκείνες τις συναυλίες; Και ποιοι καλλιτέχνες, εγχώριοι και μη, θα ήθελες να ακολουθήσουν στη πορεία;
Τρομερή εμπειρία! Πρώτη μας ζωντανή εμφάνιση με τους MANILLA ROAD! Πιστεύω πως κάθε μπάντα θα το ήθελε αυτό. Δεύτερη στο κατάμεστο The Crow Club με Q5. Μπάντα που ξέρω κάθε στίχο στα κομμάτια τους. Ήταν ένα όνειρο για μένα και κάτι παραπάνω! Αποκομίσαμε σίγουρα αυτοπεποίθηση, ύφος επάνω στην σκηνή και πάρα πολλή εμπειρία, κάνοντας και εμείς με την σειρά μας πολύ καλές εμφανίσεις. Για εγχώριες μπάντες δεν σου κρύβω πως αγαπημένη μου είναι οι DARK NIGHTMARE. Όταν με το καλό γυρίσουμε στην πραγματικότητα θα θέλαμε να κάνουμε ένα release live του “Entering the abyss” και σίγουρα θα ήταν πολλές οι μπάντες με τις οποίες θα θέλαμε να παίξουμε μαζί από την εγχώρια σκηνή. INNERWISH, WARDRUM, SACRED OUTCRY, ILLUSORY, είναι κάποιες από αυτές. Τώρα για μη εγχώρια σχήματα, αυτό είναι ένα άλλο θέμα.. από την στιγμή που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να «ανοίξουμε» για τους ELOY (σ.σ: γέλια, καθώς ο Χρήστος είναι πολύ φανατικός οπαδός του group) τότε σίγουρα για μπάντες σαν BLOODBOUND, PRIMAL FEAR, KAMELOT θα ήταν κάτι το φοβερό.
Μιας και πιάσαμε αυτό το ζήτημα, πως τα βλέπεις τα πράγματα γενικά; Θα σκεφτόσασταν να δώσετε μια συναυλία μέσω streaming;
Είμαι πολύ αισιόδοξος και πιστεύω αρκετά στο ανθρώπινο γένος πως θα τα καταφέρει. Να πω την αλήθεια ένα live streaming δεν με αντιπροσωπεύει σαν άνθρωπο. Έχω ζήσει τις εποχές που στις συναυλίες δεν υπήρχαν κινητά και καταλαβαίνεις πως όσον αφορά στο κομμάτι αυτό θέλω να πηγαίνω πίσω. Δεν είμαι οπισθοδρομικός καθόλου αλλά στο κομμάτι των συναυλιών έχει χαθεί το feeling. Πόσο μάλλον αν είναι live χωρίς να…είναι live. Είμαι πολύ κατά των live streaming επομένως.
Χρήστο σε ευχαριστώ πολύ για τη κουβέντα μας. Μπορείς να κλείσεις τη συνέντευξη όπως εσύ θες!
Εγώ ευχαριστώ που φιλοξενήσατε έμενα και την μπάντα μου στις σελίδες σας. Εύχομαι να είστε καλά όλοι και να στηρίξετε όσο μπορείτε την ντόπια σκηνή. Όταν θα ξεκινήσουν και πάλι οι συναυλίες, θα την έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη. Να κρατάτε την φλόγα πάντα αναμμένη. Ευχαριστώ πολύ!
Δημήτρης Τσέλλος