PARADISE LOST – “Ascension” (Nuclear Blast) (ομαδική κριτική)

0
1745
Paradise




















Paradise

Ο νέος δίσκος των Βρετανών PARADISE LOST, με τίτλο “Ascension”, βρίσκεται ante portas και η συντακτική ομάδα του Rock Hard, επιδόθηκε στο αγαπημένο της hobby, δηλαδή στην ομαδική ακρόαση του δίσκου και την παρουσίασή του! Διαβάστε την άποψή μας, λοιπόν:

 

Με τους PARADISE LOST έχω μία σχετικά ταραχώδη σχέση. Υπάρχουν στιγμές που τους λατρεύω και στιγμές που μου τη δίνουν στα νεύρα. Έχω περάσει τρομερές στιγμές με τις μουσικάρες τους, αλλά μου την έχουν δώσει στα νεύρα κάποιοι αρκετά επιτηδευμένοι δίσκοι τους που προσπαθούσαν να επιστρέψουν στον παλιό τους ήχο, όπως και κάποια εντελώς διεκπεραιωτικά live που έδειχναν να βαριούνται τη ζωή τους.

Το “Ascension”, έρχεται μετά από μακρά δισκογραφική απουσία και μου δείχνει μία μπάντα με όρεξη για μουσική, κάτι που είναι πάρα πολύ καλό. Παρότι ο ζόφος και η μιζέρια που έχει η μουσική τους, δύσκολα βγάζει θετικά συναισθήματα, εντούτοις, ακούγοντας το άλμπουμ, έσκαγα χαμόγελα. Βλέπετε, από τις πρώτες νότες του “Serpent on the cross”, καταλαβαίνεις ότι η επανηχογράφηση του “Icon”, έχει παίξει το ρόλο της και μεγάλο μέρος του δίσκου, φαίνεται να έχει τα vibe εκείνου του δίσκου.

Φυσικά υπάρχει και μπόλικο “Draconian times”, επιρροές από παλαιότερους δίσκους τους, αλλά και νεότερους. Θα έλεγα ότι οι PARADISE LOST, περισσότερο απ’ όλα, ακούγονται απελευθερωμένοι και αβίαστοι, βγάζοντας ένα feeling ότι γουστάρουν πολύ αυτό που παίζουν. «Περνάμε καλά κι αυτό βγαίνει προς τα έξω» ένα πράγμα, κάτι που σε κάποιους δίσκους της ύστερης καριέρας τους, δεν μου έβγαινε με τίποτα.

Υπάρχουν χιτάρες όπως το “Tyrants serenade”, γκρουβάτα τραγούδια σαν το “Silence like the grave”, “One second” θύμησες (“Lay a wreath upon the world”), doomίλες όπως το “Diluvium”.

Μοναδική μου ένσταση; Ότι προς το τέλος του δίσκου, υπάρχουν κάποια τραγούδια που ρίχνουν το μέσο όρο. Δεν μου χαλάει πολύ τη γενική εικόνα του “Ascension”, αλλά μετά από τόσα χρόνια απουσίας, περίμενα να είναι λίγο πιο εκλεκτικοί. Όπως και να έχει, η επιστροφή των LOST, είναι όπως ακριβώς τη θέλουμε όλοι όσοι αγαπάμε το συγκρότημα και με άφησε ιδιαίτερα ικανοποιημένο. Είναι μέσα στην πεντάδα των καλύτερων δίσκων τους; Σε καμία περίπτωση. Είναι παραπάνω από αξιοπρεπής; Σαφώς. Και μετά από 30+ χρόνια, είναι σημαντικό ένα σχήμα να διατηρεί την αξιοπρέπειά του και να βγάζει δίσκους που έχουν να προσφέρουν πράγματα και δεν κυκλοφορούν μόνο και μόνο για να υπάρχει μία αφορμή για περιοδεία.

8 / 10

Σάκης Φράγκος

Photo by Ville Jurrikkala

Aυτός είναι ο δεύτερος δίσκος για τους PARADISE LOST σε αυτή τη δεκαετία, την τέταρτη δισκογραφική δεκαετία για τους Βρετανούς. Mπορεί το “Obsidian” να βγήκε τo 2020 αλλά στο ενδιάμεσο η μπάντα κυκλοφόρησε και το “Ιcon 30”, την ηχογράφηση για τα 30 χρόνια του θρυλικού “Icon” που μάλιστα πέρασε και από τα μέρη μας, σε μια εξαιρετική ομολογώ βραδιά.

Με τις μνήμες νωπές ακόμα από την εμφάνιση των Βρετανών στο φετινό Rockwave Festival με τον King Diamond, μας έρχεται ο νέος τους δίσκος, ο δέκατος έβδομος κατά σειρά studio δίσκος της μπάντας σε μια πορεία που μετρά μέχρις στιγμής 35 έτη συνεχομένης και αδιάλειπτης πορείας, μιας πορείας που είχε ups & downs όπως κάθε μπάντας που δισκογραφεί συνεχόμενα αυτά τα χρόνια.

Φαίνεται ότι οι ηχογραφήσεις και η περιοδεία για τα 30 χρόνια του “Icon” τους έκανε καλό μιας και ξαναθυμήθηκαν και οι ίδιοι θα λέγαμε αστειευόμενοι (ή και όχι) το τι μεγαλειώδη άσματα έγραφαν το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90. Έτσι, αυτό το κλίμα μου έβγαλαν ακούγοντας τον νέο δίσκο και ειδικά τα πέντε πρώτα κομμάτια αυτού. Γιατί τα πέντε πρώτα θα πείτε, περισσότερα παρακάτω.

Ο δίσκος ξεκινά με ένα κομμάτι που είχε βγει και σε single, το “Serpent on the cross” ένα death /doom αριστούργημα με λυρισμό και prog διάθεση που σε γυρνά πίσω στις μεγαλειώδεις στιγμές του παρελθόντος. Το “Tyrants serenade” που ακολουθεί, κυκλοφόρησε και αυτό σαν single και είναι ένα εξαιρετικό μελαγχολικό αργόσυρτο doom κομμάτι που εναλλάσσονται τα καθαρά και τα death φωνητικά ενώ οι κιθάρες του Mackintosh κερνάνε πόνο. Ο πήχης ανεβαίνει πολύ πιο ψηλά με το “Salvation” που ακολουθεί, το πένθιμο death/doom εξυψώνεται στα έμπειρα χέρια της μπάντας. Αργό, λυρικό, με τρομερό refrain σε ταξιδεύει πίσω στον χωρόχρονο του doom/death και ας διαρκεί επτά ολόκληρα λεπτά, δεν θες να τελειώσει. Άσμα ασμάτων, το καλύτερο κομμάτι του δίσκου!

Το “Silence like a grave” ήταν το πρώτο κομμάτι που είχε δοθεί στην δημοσιότητα από τον δίσκο πριν 3 μήνες, και όσοι δεν το έχετε ακούσει μέχρι τώρα μιλάμε για ένα doom/death κομμάτι στα χνάρια του ύφους του “Icon”, ένα εξαιρετικό κομμάτι με ωραίες lead κιθάρες.

Άλλη μια κομματάρα ακολουθεί και δεν είναι άλλη από το “Lay a wreath upon the world”, ένα ατμοσφαιρικό doom κομμάτι με καθαρά φωνητικά και με άπλετο λυρισμό να ξεχύνεται από τα ηχεία καθ’ όλη την διάρκειά του.

Και από εδώ και κάτω ξεκινούν τα προβλήματα, όσο καλή ήταν η “πρώτη” πλευρά του δίσκου τόσο άνιση και υποδεέστερη ακούγεται η “δεύτερη” του πλευρά που ακολουθεί. To “Diluvium” είναι ένα κομμάτι που δεν θα το έλεγα κακό, αλλά δεν είναι στο ύψος των προηγηθέντων κομματιών. Το δε “Savage days” είναι ωραίο μελαγχολικό κομμάτι, πολύ καλό αλλά σε λάθος σειρά. Δυο πολύ μέτρια κομμάτια ακολουθούν σε ένα δίσκο που θα μπορούσε να απογειωθεί και χαλάνε το συνολικό αποτέλεσμα,  τα “Sirens” και “Deceivers”. To πρώτο είναι λες και το έχεις ξανακούσει δεκάδες φορές, απλοϊκό τελείως και το δεύτερο δεν έχει να προφέρει κάτι αν εξαιρέσεις τα φωνητικά του Holmes. Αδιάφορο θα το χαρακτήριζα.

Η μέτρια παρένθεση αλλά και ο δίσκος κλείνει με ένα πραγματικά όμορφο κομμάτι όπως το “The precipice”, μια λυρική μπαλάντα στο αργόσυρτο doom /death ύφος της μπάντας με πιάνο, εξαιρετικά μελωδικά αλλά και death φωνητικά που ρίχνουν αυλαία με τον καλύτερο τρόπο μεταφέροντας μας νοερά πίσω στην δεκαετία του 90.

Όπως καταλάβατε από τα παραπάνω, και εγώ ο ίδιος δεν το πίστευα στην αρχή ότι υπήρχαν τέτοια κομμάτια αν αυτά που περιέγραψα που χαλούσαν το αποτέλεσμα του δίσκου που υπό διαφορετικές συνθήκες (λίγο ήθελε) θα πήγαινε για αποθέωση από την πλευρά μου,  έδωσα ιδιαίτερη προσοχή στα παραπάνω κομμάτια μπας και είχα κάνει λάθος, αλλά μάταια.

Το κακό είναι ότι υπάρχουν και δύο bonus κομμάτια (ψάξτε τις εκδόσεις που θα βγουν) στον δίσκο που είναι πολύ καλά και φυσικά καλύτερα από αυτά που ανέφερα παραπάνω σαν μέτρια η αδύναμα. Το “This stark town” με τον doom /death χαρακτήρα του και το “A life unknown” με τον δυναμισμό του και τον up tempo χαρακτήρα του θα μπορούσαν κάλλιστα να πάρουν την θέση τους στο κύριο track listing του δίσκου και τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για όλους μας.

Να προσθέσω σαν θετικά την κρυστάλλινη παραγωγή και το τρομερό εξώφυλλο που είναι ο πίνακας “The Court of Death” του Βρετανού ζωγράφου του 19ου αιώνα George Frederic Watts.

Το “Ascension” είναι ένας καλός δίσκος που αξίζει να ακούσετε, παρόλο τις όποιες αδυναμίες του στέκεται με θετικό πρόσημο στην δισκογραφία της μπάντας και φυσικά θα ικανοποιήσει όσους δεν περιμένουν άλλο ένα ακόμα “Icon” ή ένα ακόμα “Draconian times”.

7,5/10

Γιάννης Παπαευθυμίου

 

Ακούγοντας το “Ascension” σκεφτόμουν, πώς θα ήθελα τους PARADISE LOST να ηχούν. Αυτό, διότι οι Βρετανοί έχουν πατήσει σε πολλά διαφορετικά μονοπάτια και η δισκογραφία τους, αν μην τι άλλο, έχει τεράστιο εύρος. Εγώ τους PARADISE LOST τους έμαθα με το “Icon” και τους αγάπησα με τον ήχο αυτό, ενώ εξίσου λάτρεψα το “Draconian times”. Έτσι για μένα ο ήχος τους εκείνη την εποχή, παραμένει το σημείο αναφοράς και δύσκολα θα βάλω να ακούσω ολόκληρο κάποιο άλλο άλμπουμ τους. Παρακολουθώ την πορεία τους κι έχω επενδύσει αρκετά χρήματα στις κυκλοφορίες τους, οπότε έδωσα αρκετή προσοχή στην νέα τους δουλειά.

Το αρχικό ερώτημά μου λοιπόν απαντάται απλά. Τριάντα χρόνια μετά, οι PARADISE LOST ακούγονται έτσι όπως θα τους ήθελα εγώ. Λίγο πειραματικοί, αρκετά doom, σκληροί αλλά γεμάτοι μελαγχολικές μελωδίες και με έντονο gothic πέπλο. Τόσο στη φωνή του Nick Holmes, όσο και στις κιθάρες του Greg Mackintosh (o μόνος Mackintosh που γουστάρω), θα βρείτε μια σκοτεινή ζεστασιά, ένα γνώριμο συναίσθημα.

Μετά από σχεδόν 4 δεκαετίες μαζί, οι δυο συνοδοιπόροι είναι συνειδητοποιημένοι για την μουσική που γράφουν και το “Ascension” θα αφήσει τους πάντες ευχαριστημένους, αφού πατάει πάνω στις πιο πετυχημένες τους συνταγές. Επίσης μετά από 17 άλμπουμ, δεν ανησυχούν για το τι παίζουν και μάλλον αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος που υπάρχει μια συνοχή και συνέχεια στα δέκα τραγούδια του. Πιστεύω τα “Diluvium”, “Serpent on the cross”, “Tyrants serenade” και το “Salvation” ακούγονται τόσο ευχάριστα, σαν ένα deja vu. Αργοί ρυθμοί, βαριές ρυθμικές κιθάρες, λίγο wah-wah, καθαρά φωνητικά αλλά και growls, το φέρνουν κοντά στο “Obsidian”, αλλά τολμώ να πω ότι μου ακούγεται πιο καλό και καθόλου κουραστικό. Είναι πολλά τα 5 χρόνια δίχως δίσκο για ένα συγκρότημα που μέχρι το 2020, είχε 16 σε σε 32 χρόνια ύπαρξης.  Εγώ έτσι απολαμβάνω τους PARADISE LOST και δεν περιμένω κάτι δραματικά διαφορετικό.

8 / 10

Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

Οδεύοντας ολοταχώς για τα σαράντα χρόνια ύπαρξης, η παρέα από το Halifax δεν έχει να αποδείξει απολύτως τίποτα. Οι PARADISE LOST στην δέκατη έβδομη δουλειά τους, έχοντας προηγουμένως πειραματιστεί με σχεδόν το σύνολο του ηχητικού φάσματος στη σκοτεινή μουσική, οφείλουν (ή και όχι) να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή. Και εν μέρει, την υποχρέωση τη μετουσιώνουν σε πράξη.

Το “Ascension” είναι ένα πολυποίκιλο άλμπουμ, όπου οι PL βρίσκονται συνεχώς μέσα σε μια χρονομηχανή. Κατά τη περιήγησή τους σε αυτή τη χρονομηχανή, κάνουν στάσεις σε όλα τα κομβικά τους άλμπουμ, οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι εδώ έχουμε μια σύνοψη της δισκογραφίας τους. Κάθε σύνθεση τιμά λοιπόν ένα διαφορετικό άλμπουμ, με τη διαφορά όμως ότι πάντοτε υπάρχει ο ξεχωριστός PL ήχος.

Έχεις για παράδειγμα το “Lay a wreath upon the world” (το αγαπημένο μου) και δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναφωνήσεις “One second”. Πιο πριν έχεις το “Tyrants serenade” και πιστεύεις ότι είναι μια σύνθεση που έφαγε σκόνη στα “Draconian times” sessions. Και βέβαια έχεις και Icon-ic στιγμές όπως το “Sirens”  που σε κάνουν να ψάχνεσαι.

Εννοείται βέβαια ότι στο “Ascension” υπάρχουν φόροι τιμής και στο “Gothic” και στο “Shades of God”, όπως υπάρχουν και στον αντίποδα και οι “Believe in nothing” στιγμές και τα “In requiem” περάσματα. Και εδώ έρχεται το «ναι μεν αλλά», αυτό που σου αφήνει στο τέλος μια γλυκόπικρη επίγευση με τη δωδεκάδα των συνθέσεων. Όπως και οι δεκαέξι προκάτοχοι του “Ascension” δεν είναι ισάξιοι, το ίδιο συμβαίνει και με τα τραγούδια του επερχόμενου PL άλμπουμ.

Ζητήματα εκτελεστικής και ηχητικής αρτιότητας δεν τίθενται ούτε κατά διάνοια, όμως υπάρχουν εδώ και εκεί αστερίσκοι σε θέματα έμπνευσης. Ή αν θέλεις καλύτερα, αν ήταν όντως επιβεβλημένη η στάση σε κάποια albums που δεν βρίσκονται στη shortlist ενός μέσου PL οπαδού. Επειδή λοιπόν το “Ascension” μου ξύπνησε κάποιες όμορφες μουσικές αναμνήσεις της εφηβείας μου, θα προσπαθήσω να μη δώσω τόσο έμφαση στα fillers (αν και θα έπρεπε), δείχνοντας τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.

7 / 10

Γιώργος Κόης

 

Κάμποσα πράγματα συνέβησαν από τότε που η μπάντα από το Halifax έβγαλε τον τελευταίο δίσκο της, “Obsidian” (2020): ένας ιός έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έγινε η πρώτη επίθεση ενός ευρωπαϊκού κράτους σε άλλο μετά τον Β’ ΠΠ, o Greg Mackintosh και ο Nick Holmes έβγαλαν τον πρώτο ομώνυμο δίσκο του dark wave project τους, “Host”, ξαναηχογράφησαν τον δημοφιλή δίσκο τους “Icon” (1993), ένας ακόμα ντράμερ ήρθε κι έφυγε από την μπάντα (ο Guido Montanarini, που ηχογράφησε αυτόν τον δίσκο, έφυγε τον περασμένο Μάϊο και αντικαταστάθηκε από τον Jeff Singer που είχε παίξει στην μπάντα από το 2004 μέχρι το 2008)… αυτό όμως που δεν άλλαξε ούτε και τώρα είναι το υψηλό ποιοτικό επίπεδο των δίσκων της μπάντας. Δεν νομίζω να υπάρχει έστω κι ένας φαν που να έχει παράπονα από τον δίσκο “Paradise Lost” (2005) κι έπειτα. Εγώ ο ίδιος, ως φαν, διατρέχω τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ ως μεροληπτικός στην κριτική μου εάν πω ότι η μπάντα είναι σαν το κρασί, που όσο μεγαλώνει (παλιώνει) τόσο γίνεται καλύτερη.

Μιλάμε για μια μπάντα που έχει βρει τον δικό της ήχο, την δικιά της ηχητική ταυτότητα εδώ και πολλά χρόνια, που ξέρει να κινείται με άνεση μεταξύ του death doom και gothic, της μελαγχολίας και της επιθετικότητας, του επικού και του προσιτού ήχου με άνεση και ευελιξία, κάτι που μόνο η κατασταλαγμένη εμπειρία τριών δεκαετιών και βάλε, μπορεί να δώσει.

Ο ίδιος o Holmes παραδέχθηκε ότι η βασικότερη έμπνευση για αυτόν τον δίσκο ήταν η επανηχογράφηση του “Icon” γιατί τους έκανε να θελήσουν να επανακτήσουν κάτι από το vibe εκείνου του δίσκου, αλλά η αλήθεια είναι ότι, εάν εξαιρέσουμε την ηλεκτρονική τους περίοδο (“One Second”, “Host”) και το ντεμπούτο τους, όλες οι άλλες πτυχές τους είναι παρούσες σε αυτόν τον δίσκο.

To “Serpent οn The Cross” μας θυμίζει “Embers Fire” or “Mortals Watch the Day”, “Tyrants Serenade” μας πηγαίνει στο 1995 (“Draconian Times”), ενώ το “Salvation” παίζει να είναι ότι πιο gothic/epic έχουν συνθέσει, με vibes α λα DEAD CAN DANCE. Η φωνή του Holmes δίνει ρέστα επίσης σε αυτό το κομμάτι. Tα ίδια vibes, με αυτά τα πνευστά της Αποκάλυψης στην intro του επόμενου κομματιού, “Silence Like a Grave” συνδυάζονται με μια αίσθηση που υπάρχει σε δίσκους όπως “Gothic” και “Medusa” ενώ το “Lay A Wreath Upon The World” μου θυμίζει κομμάτια όπως “Impending Hell” ή “Victim of the Past”. “Savage Days” θα μπορούσε να ήταν σε δίσκους όπως “Believe in Nothing” ή “Symbol of Life” ενώ το δεν θα φαίνονταν αταίριαστο σε δίσκους όπως το “Draconian Times” (πάλι) ή το *γκουχ γκουχ* “Black Album” των METALLICA. Νομίζω ότι έχετε πια μια ιδέα ως το που βρίσκονται αυτήν την στιγμή οι PL. Μιλάμε για ένα δίσκο εκλεκτικό, που μας προσφέρει ότι καλύτερο είχαν οι διάφορες φάσεις από όπου πέρασε η μπάντα, σαν ένα best of αλλά με καινούργια τραγούδια. Σίγουρα μέσα στους 5 καλύτερους δίσκους τους.

9 / 10

Γιώργος Γκούμας

Photo by Elena Vasilaki

Οι PARADISE LOST επιστρέφουν το 2025 με το 17ο στούντιο άλμπουμ τους “Ascension”, την πρώτη ολοκληρωμένη κυκλοφορία υλικού ύστερα από το “Obsidian” του 2020. Το άλμπουμ αυτό σηματοδοτεί όχι μόνο την επιστροφή μιας θρυλικής μπάντας, αλλά και μια δυναμική και σύγχρονη αναθεώρηση της σκοτεινής τους κληρονομιάς, σμιλεμένη από πέντε χρόνια αναμονής και μουσικής αναζήτησης. Η βασική θεματολογία αγγίζει την ανθρώπινη πάλη με την ύπαρξη, την πίστη και τον φόβο, αποτυπωμένη με μελαγχολική ευαισθησία, υπό τον τίτλο-συμβολισμό του “Ascension”, της ανόδου προς ένα «καλύτερο μέρος», παρά την τελική αναπόδραστη μοίρα του θανάτου.

Η παραγωγή του άλμπουμ ανέλαβε ο κιθαρίστας Gregor Mackintosh, ενώ η μίξη και το mastering έγιναν από τον Lawrence Mackrory. Αυτό αντικατοπτρίζεται στον ήχο καθώς ο δίσκος βασίζεται σε μια στιβαρή, πλούσια παραγωγή που συνδυάζει βαριά doom/metal riffing με αέρινα gothic περάσματα και μελωδικά κορυφώματα όλα μέσα σε μια μελαγχολία που φωτίζει αλλά και καταβυθίζει ταυτόχρονα τον ακροατή. Το αποτέλεσμα αναδεικνύει ότι οι PARADISE LOST όχι απλώς εξελίσσονται (όπως πάντα δηλαδή), αλλά πατούν γερά σε κάθε περίοδο της πορείας τους, χωρίς να θυσιάζουν την αυθεντική τους ταυτότητα.

Για το εξώφυλλο του άλμπουμ έχει επιλέγει ο πίνακας «The Court of Death» του George Frederic Watts (1870–1902), μια συμβολιστικής φόρμας ερμηνεία του θανάτου ως βασιλική μορφή, με τη σιωπή και το μυστήριο να τον περικλείουν, όπως και η ελπίδα με την μορφή ηλιαχτίδας. Το έργο αυτό προσδίδει μια προφητική, σχεδόν μυθική διάσταση στον ήχο του δίσκου. Σκοτεινή, υπαρξιακή και επιβλητική. Ο ίδιος ο Nick Holmes περιγράφει το “Ascension” ως «ένα καραβάνι καυτής θλίψης», μια βουτιά σε έναν «κακό κόσμο γεμάτο μεγαλείο και τραγωδία».

Όλες αυτές οι αφηγηματικές, αισθητικές και θεματικές συνιστώσες συνηγορούν στο ότι το “Ascension” δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ, αλλά είναι μια φρέσκια, επίκαιρη «επίδειξη» της εξελικτικής δύναμης των PARADISE LOST. Ξεφεύγει από τη ρετρολαγνία που παγιδεύει ορισμένες μπάντες, και αναπνέει τη σοφία και την πειθαρχία μιας μπάντας με σχεδόν 35 χρόνια δημιουργίας. Μας δείχνει ότι και μπορούν  και θέλουν να γράψουν νέα κεφάλαια, χωρίς να ξεπέσουν σε σκιαμαχίες του παρελθόντος.

Τίποτε δεν είναι τυχαίο εδώ. Από τη σύνθεση και τις ηχητικές επιλογές έως την αισθητική αφήγηση της μισανθρωπίας και του θανάτου με τη γλώσσα της τελετουργίας. Το “Ascension” δείχνει ότι οι Paradise Lost παραμένουν σπουδαίοι, όχι επειδή είναι παλιοί, αλλά επειδή είναι πλέον πιο συνειδητοί, πιο πλούσιοι σε εμπειρίες, πιο ζωντανοί, όσο και αν μιλάνε για θάνατο. Ένα άλμπουμ που αξίζει να σταθείς και να ακούσεις με την προσοχή που του πρέπει γιατί είναι φρέσκο, επίκαιρο, και γεμάτο σκοτεινή ομορφιά.

9 / 10

Φανούρης Εξηνταβελόνης

Photo by Elena Vasilaki

Οι PARADISE LOST είναι μεγάλη λατρεία για τον υποφαινόμενο, οπότε κάθε κείμενο που αφορά την αφεντιά τους, είναι τεράστια χαρά και τιμή. Τους παρακολουθώ από τον ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ομώνυμο δίσκο του 2005 σε πραγματικό χρόνο, ήτοι 20 γεμάτα χρόνια, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή να πω πως ό,τι ακούσματα έχω από αυτό το χώρο, τα οφείλω σε αυτούς που πρώτοι άναψαν τη σπίθα. Από το 2005 ως και σήμερα, όπου γίνονταν σταδιακά βαρύτεροι, δεν με απογοήτευσαν ΠΟΤΕ. Φυσικά διαφορές υπήρχαν σε ποιότητα, αλλά οι δουλειές τους πάντα με κέρδιζαν και χτυπούσαν ευαίσθητα σημεία από μόνες τους. Και αυτό μετράει πάνω από όλα. Ειδικά όταν στο μεσοδιάστημα έχουν διευρυνθεί κατά πολύ τα ακούσματα μου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Φτάνουμε λοιπόν στο 2025. Το 17ο άλμπουμ των Βρετανών “Ascension” κυκλοφορεί στις 19 Σεπτεμβρίου από την Nuclear Blast. Μοναδική studio ηχογράφηση νέου υλικού (γιατί ήταν και στην τιμιότατη επανηχογράφηση του “Icon”) για τον ήδη εκτός μπάντας drummer Guido Zima (παίζει στους φοβερούς STRIGOI του Mackintosh, κάντε τη χάρη στον εαυτό σας και ακούστε τους!) και διάολε, τι παράσημο να ηχογραφείς τέτοιο αποτέλεσμα! Γιατί ναι, το “Ascension” ΣΚΟΤΩΝΕΙ και εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Δεν ακούμε απλά τους PARADISE LOST του “Paradise lost”/”In requiem” που γύριζαν στο “Draconian times”/”Icon” μοτίβο, ούτε εκείνους τους PARADISE LOST που από το “Faith divides us, death unites us” και πέρα λοξοκοιτούσαν προς το “Shades of God”, ακόμα και το “Gothic” μουσικά/φωνητικά.

Οι PARADISE LOST του “Ascension”, αγκαλιάζουν πλήρως και με αρτιότητα το γκάζι και την στρυφνότητα του “Shades of God”, τη μαγκιόρικη βαρύτητα του “Icon”, συνδυάζοντας τα με τη μοντέρνα βαρύτητα δίσκων όπως το “In requiem” και το “The plague within”, νιώθω με τον πιο πειστικό και πλήρη τρόπο που θα μπορούσαν να το κάνουν. Έχοντας τη πολυτέλεια να ακούσω προ της κυκλοφορίας του το άλμπουμ αρκετές φορές, θεωρώ πως έχουν μεστώσει πλήρως το μοτίβο τους, μετά από μια 20ετία όπου δοκιμάστηκαν διάφορα πράγματα. Το μεγαλοπρεπές “Salvation” (από τις αγαπημένες μου συνθέσεις του δίσκου) αποτελεί χαρακτηριστικότατο δείγμα του σε πόσο καλό φεγγάρι είναι συνθετικά. Φυσικά, δεν είναι μόνο του σε αυτό το ρόλο, αλίμονο!

Τόσο το “Silence like the grave”, το “Tyrant’s serenade” αλλά και το μαρσαριστό “Serpent on the cross” (μόνο εγώ όταν μπήκε το γκαζωμένο riff σκέφτηκα το “Mortals watch the day”;), δείχνουν ένα συγκρότημα που αποδίδει με φρεσκάδα το χαρακτηριστικό του doom/death ύφος, με έμπνευση και κυρίως με πάρα πολλή όρεξη. Το “Lay a wreath upon the world” σοφά τοποθετημένο στο κλείσιμο του πρώτου μισού του δίσκου, με τις ακουστικές κιθάρες στην εισαγωγή αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια του, ξεχωρίζει επίσης, για το ιδιαίτερο ύφος του. Είναι ατού να δοκιμάζεις πράγματα μετά από 35 χρόνια δισκογραφίας και αυτά να σου βγαίνουν έτσι. Και έρχεται καπάκια το “Dilivium” και στρώνεις χαρακτήρα με το γκαζωμένο μεσαίο μέρος!

Στο “Savage days” έχουμε τα πλήκτρα να ντύνουν υπέροχα ένα από τα πλέον μελαγχολικά κομμάτια του δίσκου. Και κάτι έλεγα πιο πάνω για μαγκιόρικη βαρύτητα ε; Ε αυτό ακριβώς είναι το “Sirens”. Κοιτάζει προς “Icon” ως προς αυτό, έχει και μια ωραία βρωμιά στο riffing του! Το φινάλε έρχεται με δύο “αντίθετα” κομμάτια: το γκαζωμένο “Deceivers” και το δραματικό, ασήκωτο “The precipice”, το οποίο οδηγούν πολύ όμορφα τα πλήκτρα ως μεγάλο επίλογο του δίσκου.

Ξεχωριστά θέλω να σταθώ στα bonus κομμάτια: “This stark town” και “A life unknown”. H μεν πρώτη πιο κοντά στο doom/death υλικό του “Ascension”, η δε δεύτερη με μια ελαφρά επίγευση THE SISTERS OF MERCY μια και κάνει χρήση των καθαρών φωνητικών του Holmes. Εξαίρετες συνθέσεις ποιότητας που θα μπορούσαν και να είναι και singles κάποιου άλλου δίσκου των PARADISE LOST. Σιγά το νέο θα μου πείτε, δεδομένου ότι υπάρχουν κομμάτια όπως το “Sweetness”, το “Master of misrule” από το παρελθόν της μπάντας που ουδέποτε κατέληξαν σε δίσκο της παρά μόνο στα σχετικά EP/singles. Ένας λόγος παραπάνω, προσωπικά να πάρω την έκδοση με τα έξτρα κομμάτια!

Εν κατακλείδι, ένας από τους κορυφαίους PARADISE LOST δίσκους των τελευταίων 20 ετών, δείχνοντας πως κάποιες μπάντες ωριμάζουν σαν το παλιό καλό κρασί. Και τώρα θέλω να τους ξαναδώ!

8,5 / 10

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here