PARADISE LOST – ON THORNS I LAY (Fuzz, 10/12/2023)

0
916












Paradise Lost

Το να πει κάποιος ότι οι PARADISE LOST, η μπάντα από το Halifax έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα είναι πια κάτι το αυτονόητο μιας που στα 35 χρόνια καριέρας, πρέπει να έχουν παίξει ζωντανά 35 φορές, συμπεριλαμβανομένης αυτής (ούτε οι SCORPIONS να ήταν πια) όπου έπαιξαν ολόκληρο το εμβληματικό τους άλμπουμ, “Icon”, γιορτάζοντας την 30η επέτειό του. Kάτι τέτοια γεγονότα, μας θυμίζουν από την άλλη τον χαμένο παράδεισο της νιότης που εξαφανίζεται τόσο γρήγορα με το πέρασμα του χρόνου… αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Ευτυχώς, μπορώ να πω ότι επιτέλους μπόρεσα να δω ζωντανά τους Αθηναίους ON THORNS I LAY, μια εκκρεμότητα που είχα λόγω της πολύχρονης απουσίας μου στο εξωτερικό, ιδιαίτερα τώρα που μόλις κυκλοφόρησαν το ομώνυμο, και κατά γενική ομολογία, ένα από τα καλύτερα (αν όχι το καλύτερο) άλμπουμ της καριέρας τους (είναι ήδη στην λίστα μου με τους 20 καλύτερους φετινούς δίσκους).

Απ’ ότι φαίνεται από την επιλογή του setlist και οι ίδιοι θεωρούν ότι από το 2018 κι έπειτα η μπάντα ζει μια δεύτερη νιότη με μια ανοδική ποιοτική δισκογραφική πορεία, γι’ αυτό και έπαιξαν δύο κομμάτια από το “Aegean Sorrow”, δύο από το “Threnos” και τρία από το τελευταίο, ομώνυμο. Μ’ έναν ήχο κρυστάλλινο κι έναν επιβλητικό καινούργιο τραγουδιστή, κέρδισαν τις εντυπώσεις από την πρώτη στιγμή και πραγματικά λίγες άλλες Ελληνικές μπάντες μου έρχονται στον νου ως ιδανικές για να κάνουν support στους Άγγλους. Φανταστικό death/doom για εκλεπτυσμένα γούστα· μακάρι, έστω και τώρα, να αποκτήσουν μια πιο διευρυμένη αναγνώριση.

Οι Άγγλοι ήξεραν ότι μας είχαν ήδη στο τσεπάκι τους προτού καν να βγουν στην σκηνή (το sold out αυτό προμήνυε) και γι’ αυτό φαίνεται ότι βγήκαν με μεγάλα κέφια. Ακόμα και ο συνήθως μαγκούφης Nick Holmes. Mε τo outro του “Icon”, “Deus Misereatur”, να χρησιμεύει ως intro τώρα, η μπάντα ξεκινάει ήδη με τρεις ύμνους σερί: “Embers Fire”, “Remembrance” και “Forging Sympathy” (κάποια κομμάτια είναι πιο αγαπημένα, πως να το κάνουμε).

Μιλώντας για το κέφι του Holmes, το γεγονός ότι ο καινούργιος τους ντράμερ, ο Ιταλός Guido Zima Montanarini, ο έκτος στην σειρά ντράμερ τους (μια καθαρή περίπτωση SPINAL TAP), προερχόμενος από το side project του Greg Mackintosh, STRIGOI) έσπασε το snare drum στο τρίτο κομμάτι, έκανε τον Holmes να αναλάβει και καθήκοντα stand up κωμικού για να καλύψει το κενό μέχρι να αλλαχθεί το τύμπανο (δεν θα επαναλάβω το αστείο που είπε, αλλά ας πούμε ότι δεν θα άρεσε στους vegan), κάνοντάς τον να μετονομάσει το επόμενο κομμάτι, “Joys Of The Emptiness”, σε “Joys Of The Snaredrum”.

Ο Guido όμως, μη ικανοποιημένος με μόνο ένα σπασμένο τύμπανο, ξανακάνει την ζαβολιά του και ο Holmes μας λέει να μην ανησυχούμε γιατί τα σπασμένα τύμπανα συμπεριλαμβάνονται στην τιμή του εισιτηρίου· όπως ήταν αναμενόμενο, το “Dying Freedom” μετονομάστηκε σε “Dying Snaredrum”. Έχοντας πάρει τα πάνω του ως κωμικός, μας παρουσίασε το “Widow” ως ένα κομμάτι γρήγορο αλλά όχι τόσο όσο το “Reign In Blood”.

Το πραγματικά κολοσσιαίο “Colossal Rains” το αφιέρωσε σε μας που γεμίσαμε την αίθουσα κι ας έβρεχε εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα ενώ το “Weeping Words” ήταν για “όλους εκείνους που παραπονιούνται συνεχώς…  κάτι το οποίο ξέρω να κάνω εξαιρετικά καλά” τόνισε με όλη την ειλικρίνεια και σαρκασμό του κόσμου ο Holmes (πιο Άγγλος, πεθαίνεις). Μετά το “Poison”, ως γνήσιος Master of Ceremony, o Holmes μας προετοίμασε για τον επόμενο ύμνο, φωνάζοντας “All I want is…” κάνοντάς μας έτσι να βροντοφωνάξουμε “…TRUE BELIEF!”, άλλη κορυφαία στιγμή της συναυλίας. Και με τα “Shallow Seasons” και “Christendom” φτάσαμε στο τέλος του δίσκου.

Μετά από καμιά πενταριά λεπτά ξαναβγήκαν στην σκηνή και ξεκίνησαν το encore με το “Sweetness” το οποίο ήταν το επόμενο κομμάτι στην σειρά, το 13ο, στην επανέκδοση του δίσκου το 2007 αλλά και το μόνο καινούργιο τότε κομμάτι στο ΕΡ τους, “Seals the Sense” (1994). Με το “Pity the Sadness” έγινε και η πρώτη εμφάνιση ενός “διακριτικού” mosh pit, ενώ με το “No Hope in Sight” και “Ghosts” έπεσε η αυλαία με τα αυτά πιο καινούργια, αλλά καθ’ όλα άξια τραγούδια.

Μια αξιομνημόνευτη βραδιά με μια μπάντα σε μεγάλα κέφια, με τον Mackintosh να σπέρνει με τα riffs του που θα έπρεπε να αποτελούν πια μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς και με τον Aaron Geddy να μην σταματά να χτυπιέται σαν χταπόδι (έχει γίνει πια το σήμα κατατεθέν του). Κι όσο για τον Steve Edmondson, τρόμαξα να τον αναγνωρίσω (στην αρχή νόμιζα ότι έβλεπα τον Kirk Windstein των CROWBAR) αλλά όπως και να το κάνουμε είναι μια σταθερή αξία με το μπάσο του.  Αν χρειαστεί να κάνω έστω κι ένα παραπονάκι, θα έλεγα ότι 80 λεπτά μου φάνηκαν λίγα με το επακόλουθο μάλιστα να μην ακουστούν άλλα κλασικά κομμάτια τους (είπε κάνεις “As I Die” ή “One Second”;).

Κλείνοντας, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είμαι φίλος των remakes, οπότε η ιδέα να ξαναηχογραφήσουν ολόκληρο το “Icon”, ήταν κάτι που με άφηνε μέχρι και αδιάφορο και ομολογώ επίσης ότι ακόμα δεν έχω ακούσει την καινούργια εκδοχή ολόκληρη. Ίσως ο αρχικός δίσκος να είναι τόσο ενσωματωμένος στην μνήμη μου που να με εμπόδισε να ακούσω τις όποιες ηχητικές διαφορές στο live, αλλά όπως και να έχει, οι καινούργιες ηχογραφήσεις ήταν μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για να ξανάρθουν από τα μέρη μας.

Γιώργος Γκούμας
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here