PARKWAY DRIVE – “Darker still” (Epitaph)

0
472












Αυτοί εδώ οι Αυστραλοί, είναι μάλλον η αγαπημένη μου μπάντα των τελευταίων ετών, όσον αφορά το γενικότερο metalcore ήχο. Αν και ο όρος metalcore δεν αρκεί να τους περιγράψει, ειδικά μετά την κυκλοφορία του φανταστικού “Reverence” το 2018, ενός δίσκου που τους άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της ακόμα μεγαλύτερης αναγνωρισιμότητας απ’ ότι είχαν και που τους έφερε να παίζουν headliners στο Wacken του 2019 μεταξύ άλλων. Και αναφέρω συγκεκριμένα το Wacken, γιατί δεν βλέπουμε εκεί συχνά μπάντες του metalcore χώρου να είναι headliners. Και είναι το Wacken. Πως να το κάνουμε. Το ιστορικότερο εν ενεργεία metal festival της Ευρώπης και του κόσμου βασικά.

Το “Reverence” το λιώνω ακόμα. Όπως και τον προκάτοχό του, το “Ire”. Βασικά μου αρέσουν πολύ όλα τα άλμπουμ τους, απλά αυτά τα δύο ήταν προσωπικά εκείνα στα οποία βρήκαν απόλυτα το δικό τους ηχητικό δρόμο και έδειξαν ότι με αυτή τη συνταγή νιώθουν και οι ίδιοι πιο άνετα. Η ισορροπία μεταξύ εμπορικότητας, τσαμπουκά, groove-ας, όλων των στοιχείων μίας σύγχρονης μπάντας που υπάρχει για να πετύχει και το κάνει και εξαιρετικά.

“Darker still” λοιπόν. Το έβδομο. Πάντα είναι δύσκολο για ένα σχήμα να κυκλοφορήσει ένα δίσκο που διαδέχεται ορόσημα της καριέρας του. Και από ότι φάνηκε, τα μέλη του σχήματος δυσκολεύτηκαν πολύ μετά το 2019, κατά τη διάρκεια της πανδημίας και πριν την κυκλοφορία αυτού του δίσκου, αφού επί της ουσίας είχαν “παγώσει” τη μπάντα τον Απρίλιο που μας πέρασε, ακυρώνοντας μάλιστα περιοδεία με HATEBREED και THE BLACK DAHLIA MURDER στην Αμερική. Το Μάιο, έδωσαν εξήγηση για το διάλειμμα αυτό, αναφερόμενοι στην ψυχική τους υγεία. Μιλάμε για ένα σχήμα με ίδιο lineup στην ουσία εδώ και 19 χρόνια που υπάρχουν, με την τελευταία αλλαγή μέλους να έγινε το 2006. Άρα είναι πρώτα μία παρέα, φίλοι και μετά μπάντα. Και αυτό ήταν μάλλον και το κρυφό συστατικό της τεράστιας επιτυχίας τους μέχρι τώρα, πέραν προφανέστατα του συνθετικού τους ταλέντου. Αυτός ο δίσκος λοιπόν, είναι περίεργος εν τη γενέσει του. Συναισθηματικά ιδιαίτερος και φορτισμένος και λίγο πολύ μία δήλωση του σχήματος ότι είναι ακόμα εδώ (όχι κι αυτό το καλοκαίρι, όχι άλλο παρακαλώ!).

Όπως και να έχει, ένα άλμπουμ κρίνεται πρωτίστως για τη μουσική του και μετά για όλα τα άλλα. Αυστηρά μουσικά λοιπόν, όσο και αν περίμενα τρελά αυτό το δίσκο, όσο και αν του έδωσα πάμπολλες ευκαιρίες και ακροάσεις, δεν μπορώ να τον βρω ισάξιο των δύο προηγούμενων. Πιστεύω, πως λόγο της όλης κατάστασης, αποφάσισαν να το πάνε πιο safe. Και για αυτό το άλμπουμ είναι πολύ κοντά ηχητικά με το “Reverence”. Για μία μπάντα που μας είχε συνηθίσει στην εξέλιξη του ήχου της, αυτό δεν ήταν απόλυτα αναμενόμενο. Θα μου πεις, “ρε φίλε, χτύπησαν κορυφή με αυτό το ύφος, λογικό δεν είναι να το ακολουθήσουν;”. Και θα συμφωνήσω. Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα και 10 σχεδόν ίδιους ηχητικά δίσκους να έχεις, όλα ξεπερνιόνται από την ποιότητα των τραγουδιών. Και εδώ, δεν είναι στο επίπεδο που ξέραμε.

Το πρώτο μισό του δίσκου τσουλάει μια χαρά. “Ground Zero” και “Like napalm” είναι και τα δύο super, σε βαθμό που απορώ πως δεν τα έχουν κάνει βίντεο. Είναι PARKWAY DRIVE των 2 τελευταίων δίσκων και μια χαρά ποιοτικά. Τα τρία επόμενα (“Glitch”, “The greatest fear” και “Darker still”) ήταν τα κομμάτια που επέλεξαν για το promo και προφανώς έκαναν τη δουλειά τους και δικαίως επιλέχθηκαν από το σύνολο. Όμως το πρόβλημα ξεκινάει μετά. Το δεύτερο μισό του άλμπουμ, δεν είναι σε καμία των περιπτώσεων αντίστοιχο ποιοτικά με το πρώτο. Κάπου η δοκιμασμένη και πετυχημένη συνταγή κουράζει, γιατί δεν υπάρχει το ίδιο επίπεδο έμπνευσης, με αποτέλεσμα να έχουμε 5 τραγούδια (συν 1 ιντερλούδιο ας πούμε) ακόμα, τα οποία κινούνται στη μετριότητα (κάποια κάτω αυτής δυστυχώς) και με εξαίρεση το “Land of the lost”, δεν σου κάνουν αυτό το κλικ. Εκτός αν σου αρκεί να ακούγεται κάτι πάρα πολύ heavy (υπάρχει και μία εξαιρετική και πάλι παραγωγή που βοηθάει σε αυτό φυσικά), όπως για παράδειγμα το “Soul bleach”, οπότε είσαι καλυμμένος. Μιλώντας για παραγωγή, η μίξη έγινε από τα χεράκια του σπουδαίου Zakk Cervini (BRING ME THE HORIZON, LIMP BIZKIT, BLINK-182, ARCHITECTS, AVICII, MACHINE GUN KELLY κλπ διαφόφων ειδών), με το mastering να είναι δουλειά του τεράστιου Ted Jensen, του οποίου ο κατάλογος ζαλίζει. Επομένως μιλάμε για πολύ σοβαρή δουλειά εκεί και πολλά χρήματα για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αλλά.

Όλα τα στοιχεία των τελευταίων δύο δίσκων ειδικά είναι και πάλι εδώ. Groove-α, ωραία πολυφωνικά ρεφρέν, εναλλαγές στα φωνητικά, εναλλαγές από ατμοσφαιρικά σημεία και full ογκώδη, mid tempo τραγούδια, up tempo, άλλα λυρικά, άλλα μελωδικά, άλλα τσαμπουκαλίδικα απλά. Όλα εδώ είναι. Απλά αυτήν τη φορά, δεν είναι το ίδιο καλά τα τραγούδια στο σύνολο. Συμβαίνει. Βέβαια, από τους κορυφαίους (γιατί αυτό είναι πλέον στο είδος τους οι PARKWAY DRIVE) περιμένεις πάντα το καλύτερο και έχεις και μεγαλύτερες απαιτήσεις, επομένως ίσως είσαι πιο αυστηρός λίγο. Γιατί μπορεί άλλη μπάντα να έβγαζε το “Darker still” και με αυτό να έκανε το “μπαμ” της. Για τους κορυφαίους όμως, αυτός δεν είναι και ο καλύτερός τους δίσκος, αφού αποδεδειγμένα (και όχι μία φορά) μπορούν ΠΟΛΥ καλύτερα. Ακόμα κι έτσι, ας το βάλω ακόμη μία φορά να παίξει και εύχομαι να τους ξαναδούμε στα μέρη μας!

6,5 / 10

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here