Τρέφω απεριόριστο σεβασμό στον Paul Gilbert. Είναι ένας από τα πιο σεβαστά ονόματα στην κοινότητα κιθαριστών, μαθητών και εν γένει rock/metal μουσικών. Πρόκειται για έναν από τους πιο συμπαθητικούς και χαμογελαστούς μουσικούς πάντοτε με όρεξη να μοιραστεί τις εμπειρίες και γνώσεις του με όλο τον κόσμο. Είναι επιπλέον οπαδός που δεν ντρέπεται να δείξει μια εντελώς παιδική όψη του εαυτού του όταν μιλάει για τους KISS ή τον Yngwie Malmsteen. Το πιο σημαντικό όμως… αν ψάξετε στο λεξικό της ηλεκτρικής κιθάρας τον όρο «τεχνική κατάρτιση» θα βρείτε σίγουρα το όνομά του στην κορυφή της λίστας. Δεν υπάρχουν αρκετοί κιθαρίστες που να μπορούν να παίξουν ΤΟΣΟ γρήγορα και απαιτητικά περάσματα χωρίς τρελά εφέ και τσιτωμένη την ένταση όπως ο Paul Gilbert και αυτό είναι μεγάλη μαγκιά (με άλλα λόγια, δεν μιλάμε για έναν gear head με υπέρ διογκωμένο ήχο που συχνά καλύπτει σφάλματα στην παραγωγή και εκτέλεση). Ο άνθρωπος είναι η ζωντανή απόδειξη πως αν κάτσεις για αρκετά χρόνια στο παιδικό σου δωμάτιο (έχοντας φυσικά παρατήσει το σχολείο) και παίζεις κάθε μέρα για οχτώ ώρες σερί ασκήσεις δεξιοτεχνίας, τότε θα μπορείς και συ να ακουστείς σαν guitar God. Ο Gilbert όμως δεν είναι μόνο ένας γνώστης τεχνικής αλλά και ιδιωμάτων και ένας ώριμος μουσικός με προσωπικό ήχο και παίξιμο χωρίς όμοιο του. Στον 16ο σόλο δίσκο του με τον τίτλο “Werewolves of Portland”, συναντάμε την ωριμότερη ίσως εκδοχή του, με όλα τα συν και τα πλην.
Εν έτει 2021 λοιπόν, ο Gilbert φανερώνεται ως ένας έμπειρος και μεστός μουσικός που ισορροπεί με μαεστρία διάφορες συχνά αντικρουόμενες τάσεις. Εδώ θα βρείτε κομμάτια που αντιπροσωπεύουν όλη σχεδόν τη γκάμα της σκληρής μουσικής αναμεμειγμένα με τρομερή προσοχή: μπλουζ, ροκ, prog rock, rockabilly, μπαλάντες, funk, νεοκλασικό heavy metal και άλλα. Τα δύο πρώτα single και ειδικά το “Argument about pie” τα ‘χει όλα και χωρίς να κουράζει ή χωλαίνει γενικά. Τρομερή σύνθεση με καταπληκτικές και απρόσμενες εναλλαγές, θέμα νεοκλασικό, πιασάρικο και περίπλοκο, χωρίς τρελά και ανούσια shred σόλο αλλά και με γερές δόσεις κιθαριστικής βιρτουοζιτέ που μας θυμίζουν τι εστί Paul Gilbert. Πάνω απ’ όλα όμως, το κομμάτι έχει έναν λαϊκό χαρακτήρα, κοινώς ακούγεται από κιθαρίστες και μη, ευχάριστα, χάρη στη μελωδία του. Σε γενικές γραμμές, ο Gilbert εξάρει τη μελωδία, τον γλυκό ήχο και ένα εξίσου γλυκό παίξιμο (ειδικά με το slide να κυριαρχεί σε μεγάλο κομμάτι του δίσκου) έναντι μιας επιθετικής τεχνοτροπίας στη οποία συχνά οι guitar heroes δεν μπορούν να αντισταθούν. Τα κομμάτια είναι όλα γενικά πολύ καλογραμμένα, με έξυπνες εναλλαγές και έναν χαρακτήρα που μαρτυρά συνθετική ωριμότητα. Ο Gilbert δεν φαίνεται να υπηρετεί ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής και ούτε γράφει ένα κομμάτι που να αντιπροσωπεύει κάθε αγαπημένο του είδος (πράγμα που έκανε συχνά στο παρελθόν και που χαλούσε τη ροή του εκάστοτε δίσκου). Επιπλέον, απουσιάζουν τα ποπ τραγούδια όπως μας είχε συνηθίσει στο παρελθόν και στα οποία συχνά τραγουδούσε. Ο δίσκος είναι όλος instrumental και ομολογώ πως, αν και δεν είναι τρομερά απαιτητικός στο αυτί (όπως συχνά συμβαίνει με τον Steve Vai για παράδειγμα), δεν τον καταλαβαίνεις μονάχα με δύο ή τρεις ακροάσεις. Όλα αυτά μαρτυρούν πως πραγματικά ο Gilbert, όπως είχα συμπεράνει και με τους πιο πρόσφατους του δίσκους, διανύει την πιο ώριμη περίοδο της μουσικής του καριέρας.
Το μοναδικό μου παράπονο είναι αυτό που είχα σχεδόν πάντοτε με τον Gilbert και αυτό είναι το γεγονός πως η κιθάρα του είναι ξερή, χωρίς πολλά εφέ, χρώματα και όψεις. Ό,τι ακούς είναι αποκλειστικό προϊόν της τεχνικής του (ενώ ένας John Petrucci για παράδειγμα εμπλουτίζει πολύ τον ήχο του και γενικά φημίζεται για τον ογκώδη, πλούσιο και ευκρινή ήχο). Ο Gilbert συνήθως παίζει με, το πολύ, τρία πετάλια και έχει μόνο μια κιθάρα. Τα ρυθμικά μέρη είναι επίσης κάπως ξερά, με ωραία μεν ριφ, αλλά έναν ήχο που δεν σε γραπώνει ούτε εκπλήσσει. Στο τέλος, ακόμα και μετά από πολλές ακροάσεις, δεν μπορώ να πω πως άκουσα κάτι μοναδικό μιας και αυτό που μένει δεν είναι ολοκληρωμένα κομμάτια, αλλά κυρίως το παίξιμο του Gilbert και οι ομολογουμένως πολύ όμορφες μελωδίες. Ενώ όταν ακούω έναν Joe Satriani, Petrucci, Marty Friedman, μου μένει ΟΛΟ το σύνολο καρφωμένο στο κεφάλι γιατί οι συγκεκριμένοι κιθαρίστες έχουν μια πλούσια ηχητική παλέτα, πέρα από μοναδική δεξιοτεχνία. Μικρό όμως το κακό αφού το “Werewolves of Portland” είναι 100% αντιπροσωπευτικό του Paul Gilbert, του άπιαστου παιξίματος του, έχει καλογραμμένες μελωδίες και σε αφήνει μ’ ένα χαμόγελο και εκείνη την έκφραση που έχουμε όταν αναρωτιόμαστε πως διάολο παίζει αυτά που παίζει.
7,5 / 10
Φίλιππος Φίλης