Ο ήχος του “Second glance” είναι μοντέρνος, ενώ η μουσική είναι παραδοσιακή, κλασική. Το πάντρεμα των δύο, αν και ψηφιακό, έχει αρκετά επίπεδα και βγάζει μια θέρμη. Ιδιαίτερα στις πιο απαλές στιγμές του, το άλμπουμ έχει ατμόσφαιρα και ξεχειλίζει συναίσθημα. Το βασικό συστατικό του είναι το blues/rock και πάνω στις φόρμες που έχουν διδάξει τόσοι και τόσοι κορυφαίοι καλλιτέχνες από την δεκαετία του ’70 και του ’80.
Το αξιοσημείωτο όμως, είναι πως αυτό είναι το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ ενός drummer, που έχει συνθέσει τα τραγούδια και τραγουδάει σε αυτά! Τουλάχιστον σεβαστό και ειλικρινά, αρκετά επιτυχημένο. Βέβαια ο Peter Hermansson δεν είναι ένας drummer της σειράς, αλλά όπως αποδεικνύει περίτρανα, ένας ολοκληρωμένος και πολυτάλαντος μουσικός. Αν και η βασική του ασχολία, είναι να κρατά το ρυθμό με τις μπαγκέτες του στους 220 VOLT, η καριέρα του έχει αρκετές αξιόλογες στιγμές, όπως η συνεργασία του με τον John Norum (EUROPE) στο “Total control”, με τον οποίο έχει και συνθετικά credits. Εκεί συνεργάστηκε με τον Marcel Jacob με τον οποίο ξεκίνησαν τότε τους TALISMAN, αν και δεν μακροημέρευσε μαζί τους.
Ο πολύπειρος Σουηδός, μας ξεδιπλώνει όλες του τις μουσικές αρετές, πέραν του να παίζει τύμπανα. Η φωνή του είναι μελωδική, με σκληρό μέταλλο και βάθος που θυμίζει τον Richie Kotzen. Σε συνδυασμό με την μουσική που γράφει, εύκολα κάνεις παραλληλισμούς με τους WINERY DOGS, αν και οι δικές του επιρροές σίγουρα έχουν ρίζες παλιότερες. Αυτό μας δείχνει και με την επιλογή του να διασκευάσει HUMBLE PIE και DEEP PURPLE. Τόσο το “I don’t need no doctor” όσο και το “Soldier of fortune” είναι πονηρές διασκευές, τραγούδια με ρίσκο, όμως ταιριάζουν στην ροή και οι εκτελέσεις τους είναι πετυχημένες.
Στα ακουστικά “Set me free”, “Send me an angel” και “Last goodbye” η φωνή του μπορεί να εκτιμηθεί πιο σωστά. Είναι τρία διαφορετικά τελείως τραγούδια, σε στήσιμο, ατμόσφαιρα και ύφος, που γλυκαίνουν το άκουσμα του “Second glance”. Από την άλλη όμως, αυτό που γουστάρει να παίζει ο Hermansson είναι πιο ξεκάθαρο στο “Moving on”, στο “Heroes end” ή στο “A revolution”. Τραγούδια δυνατά, όπου ροκάρει και τα σπάει.
Στα ατού του δίσκου, οι συμμετοχές από γνωστά ονόματα, πρώην και νυν συνεργατών του, όπως άλλα μέλη των 220 VOLT, ο μπασίστας Bjorn Enlen (Malmsteen, MacAlpine, Uli Roth), o John Levén (EUROPE) και πολλοί άλλοι. Γενικά μου άρεσε η ροή του δίσκου, όσο κι αν βρίσκω πως δύσκολα θα ξεχωρίσει σε μελλοντικές μου επιλογές για συντροφιά. Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη τραγουδιών που κάνουν την διαφορά.
6,5 / 10
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης