Νέο album από τους PHARAOH;;; Ε, να κάτι που δεν περίμενα σε καμία των περιπτώσεων! Από το 2012 έχουν να μας επισκεφτούν δισκογραφικά οι Αμερικανοί, όταν κυκλοφόρησαν το πολύ καλό “Bury the light”. Θεωρώ πως ο περισσότερος κόσμος, όπως κι εγώ άλλωστε, τους έμαθε λόγω της συμμετοχής του τραγουδιστή τους, Tim Aymar, στον ένα και μοναδικό, καταπληκτικό δίσκο των CONTROL DENIED και έκτοτε, με αυτό το στοιχείο ως αφορμή, έψαξε και άκουσε τη δισκογραφία του group, είτε συγχρόνως με τη δημιουργία της, είτε κατόπιν αυτής. Μικρή σημασία έχει όμως αυτό. Για μένα το σημαντικό δεν είναι το πότε θα ακούσεις τόσο το “Bury the light” όσο και τα “After the fire” (2003), “The longest night” (2006), “Be gone” (2008) και το EP “Ten years” (2011). Αυτό είναι κάτι που έχει να κάνει με την ηλικία σου, την αλλαγή στα γούστα σου και διάφορους άλλους παράγοντες. To σημαντικό είναι …να τα ακούσεις.
Η κλασσική πεντάδα των Chris Black (drums), Matt Johnsen (κιθάρες και συνάδελφος στο Metal Maniacs), Tim Aymar και Chris Kerns (μπάσο) δεν επιστρέφει όμως μόνη της. Μαζί της έχει τον Daniel “Chewy” Mongrain των VOIVOD και τον Jim Dofka (γνωστός σε όλους όσους ασχολούνται με το US metal), με τον πρώτο να συνεισφέρει με τα leads του στο ομότιτλο τραγούδι και τον δεύτερο στο “Ride us to Hell”. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που κάθε φίλος του group περίμενε. Πρώτης γραμμής αμερικανικό power metal, γεμάτο μελωδίες, με τεχνοκρατική/βιρτουόζικη άποψη ίδια με αυτή των CONTROL DENIED, NEVERMORE, SANCTUARY, με σκούρα (μη πω σκοτεινή) ατμόσφαιρα, ευφάνταστες κιθάρες, «ευλύγιστο» rhythm section και πάνω σε αυτά φωνητικά από έναν master της σκηνής, τον οποίον, κάποιος, κάποτε, χαρακτήρισε “man of a thousand voices”. Μοναδική «εξαίρεση» ως προς το στυλ και την ατμόσφαιρα το “Freedom”, που δεν θυμίζει σε τίποτα αμερικανικό ήχο και άνετα θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί σε κάποιον από τους καλούς RUNNING WILD δίσκους. Η «σκούρα» essence εκτός από τη μουσική περικλείει και τους γραμμένους κατά τη τελευταία χρονική περίοδο στίχους. Λογικό όλα τα λίγο-πολύ γνωστά τεκταινόμενα στις Η.Π.Α αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο να επηρεάσουν προς αυτή τη κατεύθυνση τη μπάντα. Πανδημία, πολιτικοκοινωνικοί προβληματισμοί, προσωπικοί αγώνες… Χωρίς να υπάρχει ένα συγκεκριμένο concept από πίσω, οι στίχοι είναι γραμμένοι έτσι ώστε να προβληματίσουν και συνάμα εξυπηρετούν τη θέληση του group να «αναγκάσει» με τον τρόπο του τον ακροατή να τους μελετήσει και να τους μεταφράσει όπως αυτός νομίζει, σύμφωνα με τις δικές του εμπειρίες, αποφεύγοντας το… «κήρυγμα». Όσο για τη κορυφαία στιγμή του δίσκου; Σίγουρα το “Waiting to drown,” ένα ηλεκτρακουστικό κομμάτι που φλερτάρει με τη dark country και θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί σε soundtracks σειρών σαν το “Westworld” ή post-apocalyptic ταινιών, με τον Aymar να συναντάται σε μια υπέροχη, βαρύτονη ερμηνεία, αποδεικνύοντας πως είναι μεγάλη φωνή.
Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, αν είσαι οπαδός του αμερικάνικου ήχου, για να μην ακούσεις τούτο το album. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, αν είσαι φίλος του heavy metal γενικά και το θες artistic, προσεγμένο και μελετημένο, για να μη στρέψεις το βλέμμα σου κατά δω. Ευτυχώς, υπάρχουν κάποιοι δίσκοι που θα κάνουν καλή παρέα στο τελευταίο θεούργημα των WITHERFALL, στη φετινή του βόλτα. Κάποιοι δίσκοι που ξεχωρίζουν τους πραγματικά ποιοτικούς και ικανούς, από τους «δήθεν» και τους «τίμιους». Το “The powers that be” είναι ένας από αυτούς. Μόνο του μειονέκτημα, η παραγωγή που στερεί τον όγκο από τη μουσική της μπάντας και μισό πόντο από τη τελική βαθμολογία. Τώρα μένει να μάθουμε το επόμενο «χτύπημα» του πολυπράγμονα Chris Black και με ποια από τις 150 μπάντες του θα μας το δώσει.
8 / 10
Δημήτρης Τσέλλος