Νομίζω ότι ο Phil Campbell δεν χρήζει ιδιαίτερων συστάσεων στο κοινό, αφού για 30 χρόνια ήταν το άλλο μισό του Lemmy Kilmister στην front line των MOTORHEAD. Μετά την αναγκαστική διάλυση του group μας σύστησε δισκογραφικά τους γιους του με τους οποίους έχει κυκλοφορήσει ήδη ένα ep το 2016 (“Phil Campbell and his bastard sons”) και ένα full length album το 2018 (“The age of absurdity”).
Φέτος σκέφτηκε να υλοποιήσει δισκογραφικά ένα θέλω του πολλών ετών που ήταν η δημιουργία ενός solo δίσκου. Και τι καλύτερο από το να καλέσει όσους περισσότερους καλλιτέχνες μπορούσε να τον βοηθήσουν είτε στην σύνθεση είτε στην παρουσία τους, σαν μουσικοί απλά στο τραγούδι. Κάπως έτσι οι Leon Stanford (THE PEOPLE THE POET), Rob Halford (JUDAS PRIEST,HALFORD), Ben Ward (ORANGE GOBLIN), Alice Cooper, Nev MacDonald (SKIN), Nick Oliveri (ex-KYUSS, ex-QUEENS OF THE STONE AGE), Dee Snider (ex-TWISTED SISTER, ex-DESPERADO, ex-WIDOMAKER, DEE SNIDER), Whitfield Crane (ex-UGLY KID JOE), Benji Webbe (SKINDRED) και Danko Jones «χάρισαν» τις φωνές τους στα τραγούδια του δίσκου.
Περαιτέρω με την παρουσία τους κοσμούν τον δίσκο μεταξύ άλλων συμμετέχοντας στα τραγούδια οι Christopher Michael “Chris” Fehn (ex-SLIPKNOT), Mark King (LEVEL 42), Raymond Lee “Ray” Luzier (KORN), Mick Mars (MOTLEY CRUE), Matt Sorum (ex-GUNS ‘N’ ROSES, ex-VELVET REVOLVER,ex-JEFF PARIS,ex-Y KANT TORI READ,ex-SLASH’S SNAKEPIT,ex-NEUROTIC OUTSIDERS, ex-HAWK, ex-THE CULT, ex-JOHNNY CRASH), Chuck Garric (ALICE COOPER) οι 3 γιοι του Dane,Todd και Tyla και ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες που κατοικούν στην γη, ο Joe Satriani, του οποίου οι εξαιρετικές κιθαριστικές μελωδίες «κλείνουν» τον δίσκο με το μόνο instrumental κομμάτι που υπάρχει.
Με τόσους καλεσμένους μουσικούς και τραγουδιστές ίσως πριν ακούσει κάποιος τον δίσκο θα είχε σαφή περιέργεια του πως θα ηχούσαν τα τραγούδια αφού όλοι προέρχονται από διαφορετικές μουσικές σχολές. Μετά τις πρώτες 2-3 ακροάσεις, σου έρχεται στο μυαλό άμεσα το project που είχε κάνει ο πρώην NIRVANA και νυν FOO FIGHTERS drummer/κιθαρίστας/τραγουδιστής Dave Grohl, το 2004 με τους PROBOT, μια all-star μάζωξη τραγουδιστών. Ο Campbell έκανε κάτι παρόμοιο αλλά όχι το ίδιο. Κάθε σύνθεση είναι ελαφρώς προσαρμοσμένη σε κάθε τραγουδιστή που κρατεί το μικρόφωνο, σαφώς μια κάπως ασφαλής επιλογή.
Αυτό που όμως κεντρίζει άμεσα το ενδιαφέρον είναι ότι όλος ο δίσκος ακούγεται μονομιάς, χωρίς να σε νοιάζει ποιος τραγουδάει, αφού υπάρχει μια πολύ ωραία ροη χωρίς «κενά» στην ακρόαση. Φυσικά λόγω της καριέρας όλων των τραγουδιστών που συμμετέχουν, ο οπαδός θα ακούσει heavy, rock, hard rock, blues, grunge, stoner και φυσικά MOTORHEAD-ικά ρίφ και μουσικά μέρη, τα οποία όμως είναι τόσο όμορφα και παιγμένα και δοσμένα στον ακροατή, που σε καμία στιγμή δεν θα βαρεθεί ή θα απηυδήσει με ότι βγαίνει από τα ηχεία. Ο Campbell έχει βάλει το κάθε τραγούδι στην σωστή του σειρά, έχει γράψει συνθέσεις εκθειάζοντας κάθε μουσική σχολή, ηχητικό στυλ έκφρασης και είδους των συμμετεχόντων. Δίνει όμως αρκετή συνθετική βαρύτητα, στην «βάση» των τραγουδιών, στην δική του καριέρα με τους MOTORHEAD, στην οποία το σκληρό rock ‘n’ roll ήταν όλη του η ζωή. Όσοι τον έχουν ακούσει έστω και λίγο παρελθοντικά στο σχήμα που τον έκανε γνωστό, θα αναγνωρίσουν άμεσα όλα τα ηχητικά και μουσικά του στοιχεία, αφού είναι παρόντα και διάσπαρτα σε όλο το νέο project.
Μεγάλο ατού στο δίσκο βεβαίως, εκτός των «δυνατών» τραγουδιών που έχει γράψει ο Campbell, είναι και οι ίδιοι οι καλεσμένοι που συμμετέχουν, αφού με την εμπειρία και την ερμηνεία τους, «κρατούν» το album γερά και δεν το αφήνουν να αποτύχει. Κάθε τραγούδι που λένε θα μπορούσε να εμπεριέχεται σε οποιαδήποτε είτε μέχρι στιγμής δουλειά τους ή και μελλοντική, δείγμα που πόσο «ισχυρές» στο χρόνο φαίνεται να είναι οι συνθέσεις για κάθε συμμετέχοντα.
Ο Phil Campbell χωρίς να πρωτοπορήσει μουσικά, με την βοήθεια γνωστών καλλιτεχνών, έφταιξε ένα πολύ ενδιαφέρον σύνολο τραγουδιών που δεν τα βαριέσαι επουδενή και τηρούν ευλαβικά τον ρόλο της μουσικής που είναι η αμέριστη καθημερινή παρέα για καθένα από εμάς. Τραγούδια που ηχούν φρέσκα όσο και το λογοπαίγνιο του τίτλου του δίσκου και αν μη τι άλλο αποτελούν μια συνολική αξιόλογη προσπάθεια που αξίζει πολλές ακροάσεις.
8 / 10
Θοδωρής Μηνιάτης