PORTRAIT – “At one with none” (Metal Blade)

0
234

Σήμερα, θα μιλήσουμε για μια πολύ αγαπημένη μπάντα του γράφοντα. Ξεκάθαρα την αγαπημένη Σουηδική heavy metal μπάντα, βάσει ύφους και συνεχόμενου παικτικού ενδιαφέροντος, κατόπιν σημαντικών ανακατατάξεων, μια και στην αρχή δεν μου είχαν τραβήξει τόσο τη προσοχή (όσο άξιζαν). Ο λόγος για τους PORTRAIT από το Kristianstad της Σουηδίας. Οι κύριοι, ως θιασώτες αυτού που μου αρέσει να αποκαλώ “μαύρο heavy metal”, παραδίδουν με βάση τους MERCYFUL FATE, JUDAS PRIEST και πάει λέγοντας, ένα εκπληκτικό αμάλγαμα heavy metal με ακραία ψήγματα που προσθέτουν σοφά στην ατμόσφαιρα της μουσικής τους (θα δείτε παρακάτω τι εννοούμε). Από τις τάξεις των κυρίων έχει περάσει, για τους λάτρεις των trivia, ο Mikael Castevall ως μπασίστας (επίσης κιθάρα/φωνή στους αδικημένους thrash ήρωες HYPNOSIA – “Extreme hatred” και τα μυαλά στο τοίχο!). Ο εν λόγω κύριος αποχώρησε το 2014 για να φτιάξει τους DREADFUL FATE (ακούτε χθες, το ντεμπούτο τους “Vengeance” (2018) οι σεσημασμένοι thrashers – μου στέλνετε μετά το λογαριασμό του ορθοπεδικού).

Εκείνη τη περίοδο οι PORTRAIT, ήταν στον τρίτο τους δίσκο ήδη (“Crossroads”, 2014), και ετοίμαζαν το τέταρτο τους χτύπημα. Το οποίο με τίτλο “Burn the world” κυκλοφόρησε το 2017. Αποτελεί, το άλμπουμ με το οποίο άρχισα σοβαρά να τους παρακολουθώ όταν κυκλοφόρησε (είχε προηγηθεί το φοβερό split με τους RAM “Under command”). Συν τοις άλλοις, είναι το άλμπουμ που κλόνισε τη πρωτοκαθεδρία των ENFORCER όσον αφορά το Σουηδικό heavy metal. Και με τους πολυδιαφημισμένους συμπατριώτες των PORTRAIT να μη φτάνουν επ’ ουδενί στο “Zenith” τους προ διετίας (κατώτερος των προσδοκιών δίσκος, κακά τα ψέματα), η αλλαγή στη κορυφή ήταν γεγονός. Χώρια που η συνθετική κλάση, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησης για την ανωτερότητα τους. Κάπως έτσι, φτάνουμε στο 2021 και στον δίσκο υπ’ αριθμόν 5 σε 13 χρόνια δισκογραφίας “At one with none”, που κυκλοφόρησε αρχές του μήνα από τη Metal Blade. 

Μπάσιμο του δίσκου με το φερώνυμο κομμάτι του, το οποίο μας φέρνει στο μυαλό μπάντες όπως οι BATHORY στα πιο επικά τους, ή και μια ιδέα από πρώιμους, ορθόδοξους DISSECTION σε ένα μαύρο heavy metal μοτίβο. Τα δε φωνητικά του Per Lengstedt, είναι ο καρπός του απαγορευμένου έρωτα μεταξύ του King Diamond και του Rob Halford, με μια έντονη δραματική χροιά που προσθέτει στην σκοτεινή ατμόσφαιρα του συγκροτήματος. Ήδη ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια φυσική συνέχεια του “Burn the world” στο πιο “απλωμένο” και πιο μαύρο. Ήδη, μας αγκαλιάζει το πειστικό σκοτάδι του δίσκου και οι riff-άρες που εξαπολύουν κατά πάνω μας οι Lindell/Gustafsson χωρίς έλεος. Τα γκάζια ανεβαίνουν στο “Curtain (the dumb supper)” με το ρεφρέν να κατεβάζει στροφές, προκειμένου να μας μαγέψει με την εθιστική κύρια μελωδία του. Το “Phantom fathomer” μας γυρίζει στο επικό συναίσθημα, με το μπάσο να αναπνέει στην εισαγωγή του αλλά και στο ρεφρέν του, που μας ταξιδεύει σε μέρη σαν το εξώφυλλο του δίσκου. Παρεμπιπτόντως, τι φανταστικό εξώφυλλο; Σχεδιασμένο στο χέρι, σαν παλιά γκραβούρα, με την άμορφη σιλουέτα στη μέση, σαν σκοτεινός ιερέας. Τι πιο ταιριαστό για την αισθητική αυτής της μπάντας αλήθεια; Πίσω στο κομμάτι το φινάλε με την αφήγηση δίνει χαρακτήρα soundtrack στο κομμάτι.

Το “He who stands” με τα εκπληκτικά ακουστικά του κοψίματα, και τα φωνητικά-ψαλμωδίες του Lengstedt από πάνω, αποτελεί ένα πρώτη τάξεως μοντέρνο ύμνο, με τις τσιρίδες να δημιουργούν ωραία αντίθεση με τις προαναφερθείσες ψαλμωδίες. Τα σχεδόν black-ίζοντα φωνητικά του δίσκου, κλείνουν το μάτι στους κλασσικούς DISSECTION, τονίζοντας τη βαθιά heavy metal φύση του έργου του Jon Nodtveidt. Μιλώντας για τον μεγάλο αυτό συνθέτη, το στίγμα του αφήνεται και στο “Ashen” και στο “A murder of crows”, τα ξεκάθαρα πιο ποτισμένα με black metal της χώρας κομμάτια του δίσκου, με τα riffs εδώ (όπως και σε όλο το δίσκο) να διπλώνουν το σβέρκο στα δύο και ταυτόχρονα να γοητεύουν το αυτί με τη δεξιοτεχνία τους, δείχνοντας τη φινέτσα των παικτών που απαρτίζουν το συγκρότημα. Ο δε Lengstedt, μας αποδεικνύει το ποιόν του, σε μια δραματική κατά τόπους ερμηνεία. Και μιλώντας για δραματικό συναίσθημα, γκαζώνουμε μαζί με την υπέροχη εισαγωγική μελωδία του “Shadowless” που χτίζεται σιγά – σιγά σε ένα heavy metal αριστούργημα, όπως θα ήθελε κάθε οπαδός του είδους να ακούγεται, με τις ενδιαφέρουσες αλλαγές του σε συνδυασμό με το ατόφιο συναίσθημα. Τον επίλογο του δίσκου, ρίχνει το “The gallows crossing”, που από το βαρύτονο ξεκίνημα του, μετατρέπεται σε ένα σεμινάριο ανάπτυξης σε έναν οδοστρωτήρα, ο οποίος στο ρεφρέν του ανατριχιάζει και τον τελευταίο ακροατή που έμεινε ασυγκίνητος ως τώρα, με τη μπάντα να τα δίνει όλα στο φινάλε. 

Να μου επιτρέψετε, να σταθώ ξεχωριστά στα bonus κομμάτια του δίσκου, που κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν και κομμάτι της κανονικής κυκλοφορίας. Πρώτο στη σειρά, το “The blood is the life” (and it shall be miiiiine…καλά, σταματάω!), με τη φανταστική του riff-άρα, φτιαγμένη για γερό κοπάνημα, και ένα ρεφρέν όπου πολλοί συνοδοιπόροι τους θα ήθελαν να το έχουν σε κάποιο single τους, όχι σε bonus κομμάτι! Δεύτερο και ουσιαστικά τελευταίο, το “Farewell to the flesh”. Ψαρωτικός τίτλος, εκπληκτικό κομμάτι, που ξεκινάει με μια ομοβροντία στα τύμπανα, σε μια επική heavy metal σύνθεση, το “αντίο” πριν περάσει ένας άνθρωπος, στην μετά θάνατον ζωή, με τιμές, με δύναμη, με συγκίνηση για όσα αφήνει πίσω και για όσα έπονται πέραν του τάφου. 

Έχοντας ακούσει μπόλικες φορές μέσα στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τούτο εδώ το άλμπουμ (που με 64 λεπτά διάρκεια καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για τη ποιότητά του), καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: εδώ κύριες και κύριοι, έχουμε το απόλυτο κλασσικό heavy metal άλμπουμ του 2021. Μπήκε μετά συνοπτικότατων διαδικασιών στη τελική λίστα. Απλά, λιτά και χωρίς περιστροφές. Ένας δίσκος και ένα συγκρότημα που με κάθε κυκλοφορία του, ανανεώνει το πολυχρονεμένο τούτο ιδίωμα και του ανοίγει απίστευτους δρόμους έκφρασης και φρεσκάδας. ΆΞΙΟΙ!

9 / 10

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here