“Procession to the gallows” – a tribute to the doom metal masters pt. I

0
389












Πρόλογος…

 

Πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80. Σε μια εποχή που οι περισσότερες μεγαθηριακές μπάντες σε Ευρώπη και Η.Π.Α ήταν στο απόγειό τους, κάποιες άλλες είχαν από καιρό ξεκινήσει ένα έντονο φλερτ με την ταχύτητα (thrash και speed metal) και οι τιτάνες του US metal είτε γνώριζαν ήδη μέρες μεγάλης ακμής είτε περίμεναν την δική τους «στιγμή», ήρθαν κάποιοι «πρωτοπόρα αναχρονιστικοί» μουσικοί οι οποίοι, συνθέτοντας σε ως επί το πλείστον αργούς ρυθμούς και χρησιμοποιώντας έναν ιδιαίτερο, χαμηλοκουρδισμένο και ογκώδη ήχο στη κιθάρα, πήραν τον 70’s ήχο των BLACK SABBATH και τον έκαναν την βάση ενός ολόκληρου νέου ιδιώματος. Αυτό το νέο τότε είδος ονομάστηκε αργότερα, και συγκεκριμένα μετά την κυκλοφορία του “Epicus, doomicus, metallicus” των CANDLEMASS οι οποίοι εν πολλοίς έθεσαν τα μετέπειτα standards του, DOOM METAL. Κι επειδή εκ φύσεως ήταν και είναι από τα πλέον ανοικτά σε πειραματισμούς υποείδη στον χώρο του «σκληρού ήχου», με την σειρά τους εντός του δημιουργήθηκαν νέες υποκατηγορίες. Power/doom, sludge, doom/death, stoner, desert doom, drone metal, funeral doom, ατμοσφαιρικό gothic doom… και η συνέχεια γνωστή.

 

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, θεωρήσαμε σωστό να «περιοριστούμε» (βέβαια περιορισμός με τόσους δίσκους δεν νοείται) μόνο στις βασικές αρχές του ιδιώματος. Αφήσαμε στην άκρη τις υποκατηγορίες και προσηλωθήκαμε στο DNA του ήχου. Στην βάση του. Επίσης θεωρήσαμε σωστό να παρουσιάσουμε και κάποιες σχετικά υποτιμημένες κυκλοφορίες, που δεν έχουν λάβει την αναγνώριση που τους αξίζει. Με αφετηρία το ντεμπούτο των BLACK SABBATH, αυτό το Ένα (1) άλμπουμ, οι δίσκοι που παρουσιάζονται εδώ θεωρούνται άκρως σημαντικοί στον χώρο και έχουν γράψει, γράφουν ή και θα γράψουν, την δική τους ιστορία. Κοιτάζοντας για μια ακόμη φορά την λίστα, όσο και να προσπαθήσαμε να ανοίξουμε χρονολογικά την «βεντάλια», παρατηρείται πως τελικά η χρυσή εποχή του doom, είναι σίγουρα τα 00’s. Σε αυτό μάλλον έβαλαν ξανά το χεράκι τους οι CANDLEMASS με την δεύτερη επανασύνδεσή τους, οδηγώντας τις εξελίξεις εκ νέου και πολύ κόσμο στο κοντινότερο studio για πρόβες και ηχογραφήσεις . Αναλογιζόμενοι λοιπόν τι έρχεται στο μέλλον, η χρυσή αυτή εποχή δεν έχει επουδενί τελειώσει. 70 + 1 δίσκοι από 70 + 1 μπάντες στο σύνολο λοιπόν, τους οποίους διαλέξαμε από κοινού και σας τους παρουσιάζουμε σε αλφαβητική σειρά, σε δύο μέρη. Διαβάστε το αφιέρωμα, ακούστε τους και νιώστε με την σειρά σας συναισθήματα που μόνο το DOOM METAL μπορεί να «γεννήσει». Doom…or be doomed!

 

Δημήτρης Τσέλλος, Άγγελος Κατσούρας, Γιάννης Σαββίδης

 

Το Ένα (1) Άλμπουμ…

BLACK SABBATH – “Black Sabbath” (Vertigo, 1970)

Το ημερολόγιο γράφει 13 Φεβρουαρίου 1970, και ο σκληρός ήχος αλλάζει για πάντα. Τέσσερα παιδαρέλια από το Birmingham με έρωτα για τα blues, είχαν τη φαεινή ιδέα να τα παίξουν βαρύτερα. Και πως έγινε αυτό; Όλα ξεκίνησαν από ένα ατύχημα σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας μετάλλου (σημαδιακή επιλογή επαγγέλματος όπως φάνηκε) στο οποίο δούλευε ο πατέρας όλων των riffs, Tony Iommi. Κατά την εργασία του λοιπόν στο εργοστάσιο, οι άκρες των δαχτύλων του κόβονται. Έτσι, προκειμένου οι χορδές να μη πιέζουν πολύ τα δάχτυλα του, κουρδίζει μισό τόνο κάτω από το φυσιολογικό τη κιθάρα του. Που να φανταζόταν τι είχε μόλις κάνει. Ηχογραφημένο σε μια μέρα, το ομότιτλο άλμπουμ των BLACK SABBATH, ξεκινάει με αυτό το αρρωστημένα βαρύ ομώνυμο κομμάτι, προσφέροντας στο κόσμο την πρώτη doom metal σύνθεση που γράφτηκε ποτέ. Σε κομμάτια τώρα όπως το “The wizard” με την έξυπνη χρήση φυσαρμόνικας και το “N.I.B.” με την θρυλική μπασογραμμή του Geezer Butler, ο γράφων απλά σιωπά και ευγνωμονεί τη θρυλική τετράδα για όσα από αυτό το δίσκο ξεκίνησε να μας προσφέρει. Ας μη πιάσουμε τα “Behind the walls of sleep” και “Sleeping village” που είναι η πιο ψυχεδελική πλευρά των SABBATH που και αυτή κι αν επηρέασε τις μετέπειτα μπάντες, οπωσδήποτε στον doom χώρο κιόλας. Ακόμα και οι διασκευές τους σε blues rock μπάντες (“Evil woman (don’t you play your games with me)” των CROW και “The warning” των THE AYNSLEY DUNBAR RETALIATION) είναι δοσμένες με μια πιο σκοτεινή, και συνάμα σχεδόν ειρωνική χροιά. Σαν να κλείνει τη πόρτα μια για πάντα στη δεκαετία του ‘60 (με ότι αυτή συνεπάγεται) και να ανοίγει την νέα εποχή για τον σκληρό ήχο. Βαρύτερη, δυσοίωνη, αστική όσο τίποτα και μπαρουτοκαπνισμένη!

(Σ.Γ)

 

…και οι απόγονοί του:

ABSTRAKT ALGEBRA – “Abstrakt algebra” (Megarock Records, 1995)

Το δεύτερο πνευματικό παιδί του Leif Edling των CANDLEMASS, «γεννήθηκε» αφού οι τιτάνες του είδους είχαν διαλύσει οριστικά (ή έτσι νομίζαμε τότε). Ένα και μοναδικό άλμπουμ κατάφεραν να κυκλοφορήσουν, αλλά αρκούσε και περίσσευε για να είναι πολλοί αυτοί οι οποίοι μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχει συνθέσει ο κορυφαίος αυτός συνθέτης από το 1992 και μετά (εντός ή εκτός CANDLEMASS). Είναι και η πρώτη φορά που θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με την Φ-Ω-Ν-Α-Ρ-Α του Mats Levén σε metal πλαίσια (τρίτη συνολικά μετά τους SWEDISH EROTICA και τους TREAT, αλλά δεν την μετράμε εδώ) η οποία και θα μας «στοίχειωνε» μελλοντικά. Καταπληκτικό τεχνικό doom στα όρια του power metal, με την dream team των Mike Wead/Simon Johansson στις κιθάρες να κεντάνε τριπλοβελονιές και στο τέλος, μεταξύ ίσων σε μία ώρα τελειότητας, το κλείσιμο με το 15λεπτο (+) “Who what where when” να κλέβει την παράσταση. Ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της τελευταίας 25ετίας γενικά, ανεξαρτήτως είδους και προτιμήσεων, αποτέλεσε κίνητρο στη συνέχεια για τον Leif να δημιουργήσει εκ νέου (για λίγο) τους CANDLEMASS, ως την δεύτερη διάλυσή τους.

(A.K)

 

ALTAR OF OBLIVION – “Sinews of anguish” (Shadow Kingdom, 2009)

Η μπάντα του Martin Mendelssohn (LORDS OF TRIUMPH, THE VEIN) από το Aalborg της Δανίας, κλείνει φέτος 14 χρόνια ζωής. Όταν το 2009 κυκλοφόρησε τούτο εδώ το εξαιρετικό ντεμπούτο, το οποίο κέρδισε στο νήμα το επόμενο “Grand gesture of defiance” όσον αφορά την εκπροσώπηση των ALTAR OF OBLIVION στο παρόν αφιέρωμα, οι απανταχού αναλυτές και οπαδοί του είδους «άφησαν το θαύμα τους». Το “Sinews of anguish” είναι ένα concept άλμπουμ με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα την ιστορία ενός νεαρού στρατιώτη στο Ανατολικό Μέτωπο, την οποία και αφηγείται ο ίδιος. Ένα άλμπουμ το οποίο περικλείει την πεμπτουσία του όρου “epic doom metal”. Όταν η μουσική είναι αργή, νιώθεις, βιώνεις την καταστροφή. Όταν οι ρυθμοί ανεβαίνουν, τα θέματα γίνονται επικά, εξυψωτικά. Έτσι, η μπάντα ξεφεύγει και από την παγίδα της επανάληψης και της μονοτονίας, με αρωγό σε αυτό φυσικά και το μέγεθος των κομματιών, τα οποία είναι μεγάλα σε διάρκεια και «σηκώνουν» τις όποιες αλλαγές. Μεγάλο ατού οι εξαιρετικές κιθάρες και τα βιρτουόζικα σόλο, ενώ τα βαρύτονα φωνητικά που τραγουδούν υπέροχους, «εσωτερικούς» στίχους, είναι περίπτωση “love ‘em or hate ‘em”. Οι Δανοί φέτος κυκλοφορούν και το νέο τους πόνημα, το πολύ καλό “The seven spirits”, κάνοντας το «πέντε στα πέντε», συνυπολογίζοντας και τα eps “Salvation” και “Barren grounds”. Άξια μπάντα.

(Δ.Τ)

 

ANATHEMA – “Pentecost III” (Peaceville, 1995)

Early 90’s. Η Αγγλία είναι διαιρεμένη όσον αφορά τις ηχητικές της προσεγγίσεις. Από τη μια, κυριαρχεί ο ευρύτερος ακραίος χώρος, από punk/hardcore/thrash μέχρι death metal/grindcore. Η άλλη πλευρά περιλαμβάνει ένα κίνημα από μπάντες που αγάπησαν πιο πολύ τους BLACK SABBATH, την ατμόσφαιρα των πρώιμων CANDLEMASS, αλλά και τους CELTIC FROST κυρίως εκείνου του του εκπληκτικά ρηξικέλευθου “Into the pandemonium”. Αυτό το κίνημα, το αγκάλιασε η Peaceville records (όπως και την άλλη πλευρά της σκηνής, μη ξεχνιόμαστε) συνεισφέροντας τα μέγιστα στην ανάπτυξη του, με αιχμές του δόρατος τους MY DYING BRIDE από το Halifax, τους PARADISE LOST από το Yorkshire και φυσικά, τους ANATHEMA από το Liverpool. Στην πρώτη τους δισκογραφική δουλειά που κυκλοφόρησε το 1995, οι ANATHEMA του Darren White και των αδερφών Cavanagh μας παρουσιάζουν από τις πρώτες νότες και στίχους του “Kingdom” μια μουσική πιο «εσωτερική», πιο θρηνώδη, με στίχους σχεδόν απολογητικούς σε βαθμό που συγκλονίζουν, μεταφέροντας τον ακροατή την εικόνα του μουντού και σκοτεινού ουρανού της πόλης τους. Από τις περιπτώσεις όπου η μουσική λειτουργεί ως μια ελεγεία, με στόχο και σκοπό τη κάθαρση του καλλιτέχνη μπροστά στα μάτια και αυτιά των ακροατών. Μπορεί πάντοτε να προτιμούσα τους έτερους 2 της Αγίας Βρετανικής Τριάδας του doom/death metal αλλά η προσφορά των ANATHEMA δεν αμελείται από κανέναν, και ορθώς συμβαίνει αυτό, ειδικά στην Ελλάδα που λατρεύτηκαν σαν θεοί.

(Γ.Σ)

ARDUINI & BALICH – “Dawn of ages” (Cruz del sur, 2017)

Ένα από τα πλέον πρόσφατα αριστουργήματα του είδους. Όταν μάθαμε πως ο Victor Arduini (κιθάρα κάποτε στα δύο πρώτα των FATES WARNING) θα συνεργαζόταν με τον Brian “Butch” Balich (ARGUS), «τα κάναμε πάνω μας» η αλήθεια είναι. Σκεφτόμασταν αυτές τις τρομερές maiden-ικές κιθάρες του “The spectre within” με την υπερ-φωνή του Balich και ανυπομονούσαμε να ακούσουμε το αποτέλεσμα της συνεργασίας αυτής. Όταν όμως αυτό έγινε, δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. IRON MAIDEN κιθάρες δεν ακούσαμε ποτέ. Ακούσαμε όμως ένα εξαιρετικό μείγμα doom metal της μεγάλης των SOLITUDE AETURNUS (των CANDLEMASS δηλαδή) σχολής, ενισχυμένο με το επικό, σκληροτράχηλο μέταλλο των ARGUS και διανθισμένο με μια ουσιαστική progressive αισθητική, το οποίο ήρθε να μας κάνει να βγάλουμε αφρούς από το στόμα μέσα από έξι υπέρτατες κομματάρες που το έστειλαν στα ουράνια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η έκδοση του βινυλίου περιείχε και τις απολαυστικές διασκευές στο “Sunrise” των URIAH HEEP, στο “Wolf of velvet fortune” από THE BEAU BRUMMELS και στο “After All (The Dead)” των BLACK SABBATH. Δυσκολεύεστε να πιστέψετε πως είναι τόσο καλό; Ακούστε το “Into exile”, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του έπους. Με ευχαριστείτε άλλη φορά, δεν χανόμαστε.

(Δ.Τ)

 

ARKHAM WITCH – “On Crom’s mountain” (Barbarian Wrath, 2011)

Μία από τις πιο κλασσικομεταλλικές doom μπάντες που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο είναι και οι ARKHAM WITCH από το δυτικό Yorkshire της Αγγλίας. Σίγουρα ακούγοντας τους μπορείς να αντιληφθείς πολύ εύκολα ότι αντί για τους BLACK SABBATH, όπως οι περισσότεροι, λάτρεψαν ιδιαίτερα τους SAINT VITUS, PENTAGRAM και WITCHFINDER GENERAL, ενώ δε λείπουν και κάποιες «ύπουλες» THIN LIZZY πινελιές στον ήχο τους. Παρότι πρόκειται για μπάντα που ακούγεται συμπαγής και με κάθε παίχτη να προσφέρει το κατιτίς του, τα μάτια λογικά πέφτουν πάνω στην παρουσία της Emily Ningauble (αληθινό όνομα Emma Luby) στα τύμπανα. Το “On Crom’s mountain” είναι το ντεμπούτο τους, ενώ για κάποιο παράξενο λόγο, έχουν μόλις ένα ακόμα άλμπουμ (“Legions of the deep” την επόμενη χρονιά) κι από εκεί και πέρα έχουν μπει σε μία λογική του να κυκλοφορούν μόνο ΕΡ, όπου έχουν φτάσει τα 5 σερί σε αριθμό. Σίγουρα μπάντα που αξίζει της προσοχής σας.

(Α.Κ)

 

ATLANTEAN KODEX – “The Golden Bough” (Cruz del Sur, 2010)

Ποιος είπε ότι το επικό στοιχείο απέχει από το doom metal; Ο λυρισμός του πολεμιστή που ρίχνεται στη μάχη μέχρις εσχάτων, κι ας είναι όλα εναντίον του, άπτεται και του doom ιδιώματος με χαρακτηριστική επιτυχία. Οι ATLANTEAN KODEX με το ντεμπούτο τους “The golden bough” που κυκλοφόρησε το 2010, αποτελούν ένα υπέροχο παράδειγμα αυτού. Μη περιμένετε γραφικότητες, βαρύγδουπες δηλώσεις και κοκορομαχίες φυσικά. Εδώ ο πολεμιστής, έχει βάθος χαρακτήρα, έχει ψυχή και πυγμή, παίρνοντάς σε μαζί του στο ταξίδι του. Πατώντας και πάνω στο αθάνατο επικό riffing των BATHORY του “Hammerheart” αλλά και στους MANOWAR πρώιμης περιόδου, οι Γερμανοί δημιουργούν και παρουσιάζουν με το γλαφυρότερο των τρόπων τις εικόνες που περιέγραψα παραπάνω. Πάνω από όλα όμως, οι ATLANTEAN KODEX γράφουν Τ-Ρ-Α-Γ-Ο-Υ-Δ-Ι-Α με riff-άρες! Δεν έχει σημασία να είναι 3 λεπτά ή 23 λεπτά ένα τραγούδι. Αν έχει αρχή-μέση-τέλος, είναι καλό τραγούδι, πάει και τελείωσε. Τα πρώτα 2 κομμάτια (“Fountain of Nepenthe” και ”Pilgrim”) φερ’ ειπείν, είναι 21 λεπτά σύνολο. Και όμως, δεν το καταλαβαίνεις, με την τόσο όμορφη ροή που έχει ο δίσκος. Μελωδίες, κόντρα μελωδίες, riffs, κόντρα riffs και ένας έντονος εμβατηριακός ρυθμός παντρεμένος με τον doom όγκο, δίνοντας ένα μοναδικό αποτέλεσμα στον ακροατή. Η επιτομή αυτού που στη τελική λέμε «ταυτότητα». Συγκρότημα με καθαρές μουσικές επιρροές προσωπικό στίγμα, όραμα και σκοπό, ο Τσέλλος θεωρεί πως το επικότερο ίσως κομμάτι των τελευταίων 15 τουλάχιστον ετών, τους ανήκει. “Who will remember the hidden folk… far from the rule of modern throne….”

(Γ.Σ)

AVATARIUM – “Avatarium” (Nuclear Blast, 2013)

Οι AVATARIUM προέρχονται από τη θρυλική και τιμημένη Στοκχόλμη. Αποτελούν project του μέγιστου Leif Edling των CANDLEMASS, το οποίο ξεκίνησε ένα χρόνο μετά το προτελευταίο άλμπουμ τους “Psalms of the dead” (2012). Χωρίς να χάνουν το παραμικρό χρόνο, κυκλοφορούν το πρώτο τους ομώνυμο άλμπουμ μόλις έναν χρόνο μετά. Με τα εναρκτήρια κομμάτια “Moonhorse” και “Pandora’s Egg”, o ακροατής μπαίνει στο κλίμα και καταλήγει σε ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Όχι, δεν αποτελεί δίσκο με απομεινάρια ιδεών του Edling από τους CANDLEMASS, ούτε ένα πάρεργό του, όταν θέλει να ξεκουράζεται από τις περιοδείες με τους Σουηδούς μάστορες του doom. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο συνδυασμό τόσο στοιχείων των κλασσικών CANDLEMASS δοσμένων με έναν πιο λυρικό και ατμοσφαιρικό τρόπο, όσο και των πολύ ιδιαίτερων φωνητικών της Jessie-Anne που πότε βαραίνουν το κλίμα με τον επιθετικό τους και στοιχειωμένο τόνο, και πότε είναι γαλήνια και σχεδόν αιθέρια. Το υπέροχο είναι ότι όλο το αποτέλεσμα ηχεί αβίαστο, έχει συνέχεια και λόγο ύπαρξης. Δίκαια λοιπόν, κερδίζει την θέση του σε αξιομνημόνευτα άλμπουμ του είδους, και όχι στις ξεφουσκωμένες all-star/supergroup απόπειρες που πνίγονται στη μετριότητα και βυθίζονται κάτω από το βάρος των βιογραφικών. Αν προτιμάτε τις πιο hard rock-ίζουσες συνθέσεις, πάντα υπό ένα doomy περίβλημα, χτυπήστε και τα δύο επόμενα, “The girl with the raven mask” και “Hurricanes and halos”.

(Γ.Σ)

 

BELOW – “Across the dark river” (Metal Blade, 2014)

Κάποιο λάθος έγινε εδώ. Κανονικά αυτός ο δίσκος θα έπρεπε να έχει πάνω στο εξώφυλλο το λογότυπο των CANDLEMASS. Αντ’ αυτού, έχει των άγνωστων ως τότε νεανίσκων, BELOW. Ή όχι και τόσο άγνωστων αν είχες ακούσει MALISON ROGUE, ο τραγουδιστής και ο τυμπανιστής των οποίων έχουν τις αντίστοιχες θέσεις και σε αυτό το line up. Μέγας μάγκας ο Brian Slagel, μόλις μυρίστηκε ταλέντο, τους γράπωσε. Ειλικρινά σας λέω, αν αφαιρέσεις το μικρόφωνο από τον Zeb (κατά κόσμον Sebastian Jansson) και το δώσεις στον Messiah ή στον Johan Längquist, τότε μπορείς πολύ εύκολα να παρουσιάσεις το “Across the dark river” σαν την ακυκλοφόρητη, εκπληκτική κυκλοφορία των CANDLEMASS κάπου εκεί στα 1989-1990. Το ίδιο πένθιμοι, το ίδιο επικοί, το ίδιο καταστροφολόγοι, με την ίδια ΑΚΡΙΒΩΣ ατμόσφαιρα (το ομότιτλο κομμάτι είναι κραυγαλέα τέτοια περίπτωση), κατέθεσαν ένα από τα καλύτερα «πρώτα» του ιδιώματος και μάλιστα χωρίς να χαρακτηριστούν αντιγραφείς. Βλέπετε, πάντα όταν υπάρχουν καλές συνθέσεις, οι όποιες κακεντρέχειες ηττώνται κατά κράτος. Και το “Across the dark river” έχει μνημειώδη κομμάτια. Οι λάτρεις και τα απανταχού «αρρωστάκια» οφείλετε να το κατέχετε, όπως και το επόμενο, ισάξιό του, “Upon a pale horse”.

(Δ.Τ)

 

BLACK OATH – “Ov Qliphoth and darkness” (High roller, 2013)

Από την γείτονα Ιταλία, ένας ύμνος στο σκοτάδι, στον θάνατο, στον αποκρυφισμό, στις δεισιδαιμονίες, στην μαγεία και στις εσωτερικές αναζητήσεις της ψυχής. Τα «πισσοσκόταδα» των BLACK SABBATH συναντούν τους DEATH SS; Το λες και έτσι, και δεν υπάρχει πρόβλημα κανένα. Διαβάστε τίτλους τραγουδιών: “Esbat (Lamiae sinagoge Pt. 2)”, “Scent of a burning witch”, “Ov Qliphoth and darkness”, “Drakon, its shadow upon us”… Χωρίς νότα, καταλαβαίνει κανείς εύκολα τι συμβαίνει εδώ. Μιλάμε για πραγματικά τελετουργικό doom metal, όπου το στοιχείο της θεατρικότητας είναι εντονότατο αλλά δεν υπερσκελίζει την μουσική. Με την κιθάρα να έχει φυσικά επηρεαστεί από τον μεγάλο Paul Chain, ελέω κοινής καταγωγής (Ιταλός γαρ), οι συμπατριώτες του δεν παρασύρονται από το έπος των CANDLEMASS, ATLANTEAN KODEX, SOLSTICE κλπ σχημάτων όπως έκαναν στο πρόσφατο “Behold the abyss” (όχι τόσο επιτυχημένα αν με ρωτάτε), αλλά ακολουθούν το αρχικό Iommi μονοπάτι, πριν αρχίσουν οι μεγάλες και πολλές διακλαδώσεις. Όσο για τα φωνητικά που θυμίζουν αυτά των GHOST, είναι πολύ ταιριαστά με την μουσική και σαφώς καλύτερα από τα αντίστοιχα του Πάπα. Μαζί με το “To below and beyond” (2015), μια δυάδα που θα πρέπει σίγουρα να σας απασχολήσει, όσον αφορά τους Μιλανέζους doomsters.

(Δ.Τ)

CANDLEMASS – “Epicus, doomicus, metallicus” (Black Dragon, 1986)

Σωτήριον έτος 1986, ένα συγκρότημα από τη Στοκχόλμη με βαθιά αγάπη στους πατέρες BLACK SABBATH, ξεκίνησε το ‘82 – ‘84 ως NEMESIS, συνεχίζοντας μετά με το θρηνητικό όνομα CANDLEMASS. Μετά από 2 demo το 1985, το καλοκαίρι του 1986 οι ουρανοί σκοτεινιάζουν και κυκλοφορεί το “Epicus, doomicus, metallicus”. Με το μπάσιμο του ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΥ “Solitude”, o ακροατής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ανήκουστη ως τότε θρηνωδία στο metal. Ο ύμνος ενός ανθρώπου που δεν αντέχει το άλγος της ίδιας της ύπαρξης, και ονειρεύεται τον μοναχικό θάνατο. Λυρισμός, βαρύτητα (στα χέρια του βασικού συνθέτη και μπασίστα της μπάντας, Leif Edling) αλλά και μια υποβόσκουσα αιχμηρότητα στο riffing που συναντάται στο δίσκο αυτό αλλά και στον επόμενο (“Nightfall”), που προσδίδει την απαραίτητη ορμή σε κομμάτια όπως το “Crystal ball” και “Demon’s gate”. Αισθητική τόσο αγνή, τόσο σπουδαία και βαθιά μεταλλική, που έγινε σηματωρός ολόκληρης της Σουηδικής σκηνής (αν δε με πιστεύετε, ρωτήστε οποιοδήποτε Σουηδικό death metal της Στοκχόλμης φερ’ ειπείν). Ο τραγουδιστής της μπάντας, Johan Langquist, μπορεί εν τέλει να τραγούδησε μόνο σε έναν δίσκο (πριν το φετινό “The door to doom”), αλλά αυτές οι ερμηνείες, ειδικά στα αργόσυρτα κομμάτια (“A sorcerer’s pledge” – τα ρέστα μου! Ο θρήνος και η μαγεία αυτού!) αρκούσαν για να αλλάξουν ζωές επί ζωών. Και ανατριχιάζω σκεπτόμενος ότι αυτό ήταν η αρχή ενός σερί δίσκων – ορισμού του ιδιώματος. Καθολικός σεβασμός.

(Σ.Γ)

 

CAPILLA ARDIENTE – “Bravery, truth & the endless darkness” (High Roller, 2014)

Το 2006, στην Χιλή, συναντήθηκαν μέλη των DESTROYER 666, PROCESSION (θα τους ανταμώσουμε στην συνέχεια του αφιερώματος), POEMA ARCANVS και άλλων, μικρότερων μπαντών και «έβαλαν μπροστά» αυτό το συγκρότημα με το περίεργο όνομα. «Capilla Ardiente» σημαίνει στα Ισπανικά «Φλεγόμενο εκκλησάκι», δηλαδή μια μεταφορική ονομασία του τόπου όπου οι προσφάτως θανόντες κηδεύονται, υπό το φως πολλών κεριών. Το 2014, μετά από ένα δυνατό EP (“Solve et coagula”), κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ που μέσω τεσσάρων μακροσκελών συνθέσεων (10:04 η μικρότερη), έσπρωξε και αυτό με την σειρά του το παραδοσιακό doom των Βρετανών μεντόρων του ήχου (ερωτήσεις για το ποιοι είναι δεν δέχομαι) ακόμη πιο βαθιά στη λίμνη των MANOWAR και RAINBOW, ώστε να αναδυθεί σε όλη του την δόξα. Τα riffs θυμίζουν σφυρί που χτυπά αμόνι, το rhythm section ακολουθεί με έναν μονολιθικό αλλά τεχνικά επαρκέστατο τρόπο παιξίματος και τα φωνητικά, που εντέχνως δεν επισκιάζουν ποτέ τη μουσική, ακούγονται σαν τη φωνή ενός εσχατολογικού προφήτη, λίγο πριν το τέλος του κόσμου. Φυσικά και θυμίζει PROCESSION, δεν θα γινόταν διαφορετικά. Ποιος όμως οπαδός όχι μόνο των τελευταίων, αλλά γενικά του ηρωικού doom, δεν θα ήθελε μια ακόμη «δόση» από ένα τόσο ωραίο «ναρκωτικό»;

(Δ.Τ)

 

CASTLE – “In witch order” (Van Records, 2011)

Πόσες φορές έχει τύχει ένα συγκρότημα να αποτελείται από τρία μέλη και να είναι κακό; Ελάχιστες θα έλεγα. Οι CASTLE είναι ο ορισμός αυτού που λέμε “power trio” και εκπροσωπούν την «τάξη» τους επάξια στον doom χώρο. Έχουν μάλιστα την τύχη όλοι τους να είναι μαζί από τις αρχές του συγκροτήματος και, συγκεκριμένα οι Al McCartney (τύμπανα), Mat Davis (κιθάρες, φωνητικά) και Elizabeth Blackwell (φωνητικά, μπάσο), να πηγαίνουν τον ήχο τους όλο και παραπέρα με κάθε άλμπουμ τους. Το ντεμπούτο τους του 2011 είχε κάνει ιδιαίτερη αίσθηση, με τη φωνή της Blackwell να είναι σωστή τονικά αλλά να προσθέτει όπου πρέπει και μία obscure-ίλα που προσθέτει επιπλέον ιδιαιτερότητα στο τελικό αποτέλεσμα. Γενικά το συγκρότημα έχει υπάρξει ποιοτικότατο στα πέντε συνολικά άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει. Τελευταίο πολύ καλό τους δείγμα το πάρα πολύ καλό “Deal thy fate” πέρυσι. Από τις προσωπικά πολύ αγαπημένες μου μπάντες αυτού του ήχου τα τελευταία χρόνια, είναι από αυτές που ξεχωρίζουν από τις αναρίθμητες οι οποίες ασχολούνται με τον αποκρυφισμό και τα occult θέματα.

(Α.Κ)

CATHEDRAL – “The carnival bizarre” (Earache, 1995)

Lee Dorrian. Άλλη μια περίπτωση σεβασμού στο έπακρο. Από τις grindcore μέρες του όπου έσπερνε το φωνητικό τρόμο με τους NAPALM DEATH στα “Scum”/“From enslavement to obliteration”, στην ίδρυση των CATHEDRAL στο άλλο άκρο της μουσικής. Ίσως και μόνο έτσι να δικαιολογείται η συμμετοχή τους στην Gods of grind περιοδεία του ‘92 με το “Forest of equilibrium” στις αποσκευές τους (για το “Forest of equilibrium” διαβάσατε στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στο 1991, γι’ αυτό και το αφήσαμε εκτός). Σκοπός του λοιπόν ήταν να τιμήσει τις σπουδαίες και εφαλτήριες μπάντες του doom metal ιδιώματος, με πρώτους τους BLACK SABBATH, και δευτερεύοντες τους PENTAGRAM, ST. VITUS, TROUBLE και άλλους. Το τρίτο άλμπουμ τους “The carnival bizzare” του ‘95 είναι όντως ένα περίεργο (ηχητικό) καρναβάλι. Εκεί που άλλες doom μπάντες, είναι αργόσυρτες, θρηνητικές και πιο ατμοσφαιρικές ούτως ειπείν, οι CATHEDRAL λένε μέσω της μουσικής τους “εμείς να ροκάρουμε θέλουμε και να δώσουμε badass riffs στον ακροατή”. Έτσι εξηγείται το αίσθημα τζαμαρίσματος που περνάει, κάθε χτύπημα της μπαγκέτας στο ταμπούρο, κάθε riff, κάθε λέξη που τραγουδάει ο Dorrian. Αν μου έλεγε κάποιος ότι είναι live ηχογράφηση δίσκου, θα το πίστευα. Τέτοιοι δίσκοι χρειάζονται, γιατί στη τελική, αν δεν περνάς καλά παίζοντας τη μουσική σου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνεις. Και οι CATHEDRAL γι’ αυτό χρειάζονταν, χρειάζονται και θα χρειάζονται στο σκληρό ήχο, όπως και όλοι οι ομοιδεάτες τους. Απλά πράγματα. My name is Hopkins, I’m the witchfynder general!

(Σ.Γ)

 

CIRITH UNGOL – “King of the dead” (Enigma, 1984)

Ίσως η μπάντα αυτού του αφιερώματος με τον πιο ατόφιο heavy metal χαρακτήρα. CIRITH UNGOL κυρίες και κύριοι, όνομα βαρύ σαν ιστορία για τους πιο σεσημασμένους οπαδούς του παραδοσιακού, underground και με μια υπόνοια επικού metal. Με το ντεμπούτο τους “Frost and fire” (1981) έδειξαν ότι αξίζουν της προσοχής των οπαδών του είδους, με τη μικρή διάρκεια του δίσκου (οριακά πάνω από 30 λεπτά) να είναι απόρροια, σύμφωνα με δικά τους λεγόμενα, της προσπάθειας τους να αποκτήσουν ραδιοφωνική προβολή. Κάτι που θα άλλαζε στο διάδοχο του. Το “King of the dead” (1984), μεγαλύτερο σε διάρκεια κατά 20 λεπτά μόλις, δείχνει ένα πιο περιπετειώδες, πιο αργόσυρτο, SABBATH-ίζον (doom εν ολίγοις) πρόσωπο της μπάντας, με τα χαρακτηριστικότατα φωνητικά του Tim Baker να ανατριχιάζουν σε κομμάτια όπως το “Black machine”, και να συμπληρώνουν ιδανικά το πρωτόγονο heavy/doom metal των κυρίων από την California. Αρχέγονο σκότος, παντρεμένο με ατσάλι, βγαλμένο από τις σελίδες του J.R.R. Tolkien. Αλλά μη γελιέστε, η πώρωση δε θυσιάζεται ούτε για ένα δευτερόλεπτο. “Master of the pit”, “Finger of scorn” και φυσικά ο ομώνυμος ύμνος, αρκούν για να βάλουν το άλμπουμ αυτό στην elite με τα παντοτινά διαμάντια αυτής της μουσικής. “Crown upon his head – King of all the dead!”, ίσως η θρυλικότερη στριγκλιά στην ιστορία του heavy metal. Με αυτήν ο Βασιλιάς των Νεκρών σας καλωσορίζει. Ποιος θα αρνηθεί το κάλεσμα του;

(Γ.Σ)

 

CONCEPT OF GOD – “Visions” (Massacre, 2007)

Γυρίζουμε πίσω στο 1999 και στο Texas των ΗΠΑ. Τα ¾ των μεγάλων και τρανών SOLITUDE AETURNUS (δηλαδή η μπάντα πλην του κιθαρίστα John Perez) δημιουργούν ένα νέο συγκρότημα. Τους CONCEPT OF GOD. Παρά το γεγονός ότι προέρχονται από τους SOLITUDE AETURNUS, δεν έχουν τη παραμικρή σχέση ηχητικά με εκείνους. Όσοι περιμένατε τις θλιμμένες ελεγείες και τα αργόσυρτα μοιρολόγια των SOLITUDE AETURNUS, ξανακούστε τα πρώτα άλμπουμ. Οι CONCEPT OF GOD συστήνουν εαυτούς ως εκπροσώπους μιας άλλης σχολής doom. Πιο ξεσηκωτικό, με κοφτό riffing, με έναν Robert Lowe να επιβάλλεται με τη φωνή του, συμμετέχοντας στο μαζικό ξεβίδωμα που λαμβάνει χώρα τη στιγμή που αυτός ο δίσκος πηγαίνει από riff σε riff και από κομμάτι σε κομμάτι. Γίνεται εμφανής η ανάγκη τους να ξεφύγουν από τη μελαγχολία και να βγάλουν άλλα συναισθήματα προς τα έξω. Πιο άμεσα και πιο ροκάδικα. Το κερασάκι στη τούρτα αποτελεί η διασκευή στο αθάνατο “Man on the silver mountain” των RAINBOW, δείγμα μιας μπάντας που ποτέ δε ξέχασαν από που ξεκινήσανε. Αλήτικο, βαρύ σαν αμόνι και όσο μοντέρνο χρειάζεται για να μη χαρακτηριστεί παρωχημένο, το μοναδικό άλμπουμ των CONCEPT OF GOD αποτελεί σημαντική κληρονομιά των μελών που το απαρτίζουν, μια και πρόκειται περί ενός κεφαλαίου του ιδιώματος, που οι οπαδοί του ιδιώματος δεν πρέπει να αγνοήσουν.

(Γ.Σ)

CONFESSOR – “Condemned” (Earache, 1991)

Αδικημένοι από πολλούς, λατρεμένοι από λίγους (ο γράφων εις εξ αυτών). Αλλόκοτοι όσο κανένας. Συγκρότημα μια κατηγορία από μόνο του, ένα είδος από μόνο του (το εντάσσουμε στη κατηγορία του technical doom για να συνεννοούμαστε και μόνο). Η δε Earache τους έβαλε το ‘92 σε ένα tour ονόματι “Gods of grind” αγκαζέ με ENTOMBED, CARCASS και CATHEDRAL. Δε ξέρω αν ήταν συνειδητή απόφαση να τους πετάξουν σε τόσο ετερόκλητο line up, ή αν απλά δεν ξέρανε πως να τους προωθήσουν, η ουσία όμως είναι μια: οι CONFESSOR αποτέλεσαν και αποτελούν το πιο όμορφο κρυμμένο μυστικό του αμερικάνικου doom ήχου και ο παράδεισος του φιλόκαινου doomster. Το ντεμπούτο τους “Condemned” κυκλοφόρησε το ‘91, με τη προσέγγιση τους, να κάνει πάταγο στο underground: riffs και κοψίματα εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση, παρανοικές δομές, φωνητικά αλλοπρόσαλλα και μοναδικά στο metal (όχι μόνο στο doom). Δεδομένου του ότι, ο Scott Jeffreys (φωνητικά), είχε περάσει για ένα φεγγάρι από τους πατέρες του progressive metal, WATCHTOWER, η παράνοια δικαιολογείται εν μέρει. Κλειστοφοβία, παράνοια, ορυμαγδός από riffs που συνθλίβουν κάθε κομμάτι του σβέρκου και αφηρημένοι/αλληγορικοί στίχοι για την απελπισία, την μοναξιά και το καταδικασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν οι WATCHTOWER του “Control and resistance” ή οι DEATH του “Indivual thought patterns”, αποφάσιζαν να παίξουν ποτέ doom metal, θα ακούγονταν κάπως έτσι. Απλά απαραίτητο.

(Γ.Σ)

 

COUNT RAVEN – “Storm warning” (Active records, 1990)

Αυτοί οι πανέμορφα ξεροκέφαλοι πρωτευουσιάνοι – εκ Στοκχόλμης ορμώμενοι – Σουηδοί, γεννήθηκαν για να κάνουν το βάρος του κόσμου να γέρνει προς τη μεριά τους με κάθε κυκλοφορία τους. Το παρθενικό τους άλμπουμ “Storm warning” προκρίθηκε για το αφιέρωμα, αφενός μεν διότι ο υποφαινόμενος το θεωρεί το κορυφαίο τους, αφετέρου δε επειδή είναι και το μοναδικό με τον υπέρτατο Christian “Chritus” Linderson στα φωνητικά (ο οποίος έχει τιμήσει ΚΑΙ τη βαριά φανέλα των SAINT VITUS το 1992 στο “C.O.D.”, για να μην ξεχνιόμαστε). Μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της ύπαρξης τους (αλλά και της ύπαρξης γενικά του doom) έχουν θέση εδώ μέσα, όπως τα “True revelation”, “Social warfare”, “A devastating age”, ενώ δεν υπάρχει δίσκος εκεί έξω που δε θα ήθελε να ανοίγει με μπάσιμο όπως το “Inam naudemina”. Μόνο και μόνο για το ΧΟΥ που κάνει ο Chritus στην αρχή, αξίζει καθεμιά από τις ανατριχίλες που προκαλεί. Για καλή μας τύχη, η μπάντα είναι σε διαδικασία δημιουργίας δίσκου, ελπίζουμε να μην αργήσει πολύ και να είναι όπως τα πέντε προηγούμενα αριστουργήματα τους.

(Α.Κ)

 

CROMLECH – “Ave mortis” (My Graveyard productions, 2013)

Κοιτάζουμε το καταπληκτικό εξώφυλλο και διαβάζουμε στο booklet το εξής: «Το εναρκτήριο “Ave mortis” είναι βασισμένο στον μεσαιωνικό ψαλμό των Ναϊτών “Da Pacem Domine”, στην μνήμη όλων όσων πολέμησαν και πέθαναν στα πεδία των μαχών, σύμφωνα με το πνεύμα και το ήθος ενός πραγματικού πολεμιστή». Παρένθεση: το “Da Pacem Domine” μπορείτε να το ακούσετε από τους ENSEMBLE ORGANUM στο τρομερό “Le Chant des Templiers”. Κλείνει η παρένθεση, πίσω στον δίσκο τώρα. Με την πρώτη νότα, όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Δίσκοι σαν αυτόν εδώ, συντηρούν εν πολλοίς την δίψα όλων ημών για αγνό, ατόφιο, ΕΠΙΚΟ metal. Ξεφεύγουν από τα όρια του doom, αν και μουσικά το υπηρετούν πιστά, και μπαίνουν στα «χωράφια» των BATHORY, MANOWAR και των υπολοίπων μεγάλων διαπιστευμένων επικών, με μεγάλη άνεση. Τέτοιοι δίσκοι είναι βέλος αλάνθαστο στη φαρέτρα όσων πιστεύουμε πως δεν υπάρχει “epic – σκέτο – metal”, αλλά “epic – κάτι – metal”. “Epic heavy”, “Epic power”… ή “Epic doom”, καλή ώρα. Βαριά, ατσαλένια riffs, «απλωτές» μελωδίες, ακουστικές κιθάρες, samples από την καθημερινή ζωή στον Μεσαίωνα, βάρβαρα φωνητικά, οι γρήγορες ταχύτητες των IRONSWORD, η ανάσα του Quorthon, η «ευχή» του Πολυδούρη και το όραμα του Howard. Oι Roman L. (κιθάρα) και Kevin Loghnane εναλλάσσονται στα φωνητικά με μεγάλη επιτυχία ενώ οι Brandon Keddy (μπάσο), Jacob Jezovit (τύμπανα) και David Baron (κιθάρα), με το παίξιμό τους, θυμίζουν Κιμμέριους σε μάχη με Πίκτες στο Venarium. “LEND ME YOUR STEEL! For the arrows lie broken, the bow unstrung… For the hearth and the home lie smoking, for the center once lost is once more found… For Ares and Hades await! LEND ME YOUR STEEL!”

(Δ.Τ)

CRYPT SERMON – “Out of the garden” (Dark Descent Records, 2015)

Οι CRYPT SERMON, από την Pennsylvania των ΗΠΑ, με το μοναδικό τους ως τώρα άλμπουμ. Με το που πατήσεις play, ένα Μεσαιωνικού τύπου σκοτάδι αγκαζέ με βαριά riffs και ένας συνδυασμός διαφορετικών σχολών του doom metal βγαίνουν στην επιφάνεια. Από τη μια, η σχολή των CANDLEMASS (και των SOLITUDE AETURNUS κατ’ επέκταση) με τα μελωδικά και ατμοσφαιρικά riffs και περάσματα, που δίνουν την αιθέρια διάσταση στα κομμάτια. Από την άλλη, το αστικό, αμερικάνικο και παραδοσιακό doom όπως οι TROUBLE το δόξασαν. Οι CRYPT SERMON ακροβατούν ανάμεσα στις σχολές αυτές με άνεση, ενώ εντύπωση κάνουν τα έξυπνα κιθαριστικά κοψίματα, δίνοντας μια άλλη δυναμική και φρεσκάδα στο υλικό του συγκροτήματος. Ακόμα αξίζει να αναφερθούμε στα αρπίσματα που προσθέτουν στην ατμόσφαιρα του δίσκου, ο οποίος είναι πολύ λιτός σε θέμα διάρκειας για τα δεδομένα του είδους (42 λεπτά μόλις, θεωρείται διάρκεια EP παρά full-length για άλλες μπάντες). Συν τοις άλλοις τα φωνητικά του Brooke Wilson δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, με τη ζεστή και δυναμική τους χροιά, μη θυμίζοντας ιδιαίτερα κάτι πέρα από τον ίδιο τους τον εαυτό. Και αν αυτό σε ένα ιδίωμα που μετράει αισίως 3-4 δεκαετίες και βάλε δεν είναι σημείο αναφοράς και αναγνώρισης, αναρωτιέμαι τι μπορεί να είναι!

(Γ.Σ)

 

DARK COVENANT – “Eulogies for the fallen” (Emanes Metal Records, 2011)

Καναδικό επικό doom metal… πόση πιθανότητα είχε να μην είναι σούπερ; Προσκυνώντας ξεδιάντροπα CANDLEMASS και SOLITUDE AETURNUS, δηλαδή τις δύο καλύτερες μπάντες του είδους, οι DARK COVENANT στο μοναδικό – δυστυχώς – άλμπουμ που μας χάρισαν μέχρι σήμερα, επιδίδονται σε υμνικό doom με το αίσθημα ότι κραδαίνουν σφιχτά το σπαθί στο χέρι και σκαρφαλώνουν βουνοκορφές μέσα σε χιόνια και αντίξοες συνθήκες για να πολεμήσουν τα τέρατα που απειλούν την αέναη μεταλλική πίστη. Στην αποστολή τους τα κατάφεραν περίφημα, παραδίδοντας ένα πολύ όμορφο άλμπουμ, εξαφάνισαν από προσώπου γης τα προαναφερθέντα τέρατα, και θεωρώντας ότι δεν έχουν κάτι άλλο να προσφέρουν, στη συνέχεια διέλυσαν άδοξα. Η μοναδική τους προσφορά ήταν κάτι παραπάνω από άξια αναφοράς, γι’ αυτό και πήραν δίκαια τη θέση τους σ’ αυτό το αφιέρωμα. Kρίμα που δε συνέχισαν ή που δε βγαίνουν ανάλογου ύφους άλμπουμ από περισσότερες μπάντες. H μουσική μας θα ήταν ακόμη πλουσιότερη.

(A.K)

 

DARKHER – “Realms” (Prophecy Productions, 2016)

Αν αυτός ο δίσκος ήταν πίνακας, θα ήταν ζωγραφισμένη πάνω του η εικόνα σου την ώρα που βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο, γοτθικού ρυθμού βικτωριανό κοιμητήριο, από εκείνα με τους ογκώδεις τάφους και τα πολλά αγάλματα, κάτω από έναν ουρανό γεμάτο γκριζόμαυρα σύννεφα, με τις πρώτες σταγόνες της βροχής να πέφτουν στο κρύο μάρμαρο… Κάπως έτσι θα μπορούσα να φανταστώ την εικόνα της μουσικής αυτής. «Πνευματικό τέκνο» της Jayn H. Wissenberg, μίας μουσικού από τη Μ. Βρετανία το “Realms”, μέσα από το οποίο παρουσιάζεται ο φόβος του θανάτου, της μοναξιάς, η περιέργεια για την μετά θάνατον ζωή και η διαρκής πνευματική αναζήτηση, με όχημα μια μουσική όχι απλά λυπητερή αλλά πραγματικά σκοτεινή και καταθλιπτική. Οι ακουστικές κιθάρες σε πρώτο πλάνο, σε δεύτερο και διακριτικό οι βαριές ηλεκτρικές, πλήκτρα και ατμόσφαιρες, ατμόσφαιρες, ατμόσφαιρες… Η φωνή της Jayn σε «στοιχειώνει» καθώς θρηνεί μέσα από ambient ελεγείες, θυμίζοντας ακόμη και την μεγάλη Loreena McKennitt. Ίσως το ιδανικό soundtrack της καταπληκτικής σειράς “Penny Dreadful” (τσεκάρετε άμεσα). Εκ φύσεως πεσιμιστές, λάτρεις του σκοταδιού, του γκρίζου του φθινοπώρου και της χειμωνιάτικης καταθλιπτικής ατμόσφαιρας… μόλις βρήκατε τον νέο σας σύντροφο. Godspeed to all of you.

(Δ.Τ)

DOOMOCRACY – “Visions & creatures of imagination” (Steel Gallery, 2017)

Η ελληνική εκπροσώπηση στο αφιέρωμα. Το επικό, οπερατικό doom metal είναι ένα από τα πιο απαιτητικά είδη του σκληρού ήχου όπου μετριότητες, έστω «χρυσές», δεν χωρούν και χάνονται μοιραία στη λήθη. Το παρθενικό “The End is written” ήταν ένα εξαιρετικό δείγμα επικολυρικού doom που κοιτούσε με το ένα μάτι στην Σουηδία (CANDLEMASS), και με το άλλο στο Texas των Η.Π.Α (SOLITUDE AETURNUS). Τόσο, που αμέσως σταμπάρισε τους Κρητικούς ως ένα “next big thing” για τη συνεχώς βρισκόμενη σε ανοδική πορεία ελληνική σκηνή αλλά και για το παγκόσμιο doom στερέωμα. Μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια, μελετημένα μέχρις εσχάτων με πλούσιες εναλλαγές, αποδώσεις άριστες από κάθε μουσικό ξεχωριστά και με τον Μιχάλη Σταυρακάκη και τις υπέροχες ερμηνείες του να κλέβουν την παράσταση. Ύμνοι όπως το μυστικιστικό-ανατολίτικο “Lucid plains of Ra”, το εξίσου επικό “Guardian within” και το “A taste of absinthe” (μεγάλη σύνθεση) μπαίνουν άνετα σε οποιαδήποτε “best” συλλογή με τα καλύτερα του είδους, ενώ τα πλήκτρα παιγμένα από τον μαέστρο Miguel Robaina των MEMENTO MORI και η παραγωγή σεμιναριακού όπως πάντα επιπέδου από τον τεράστιο Jim Morris, ο οποίος σεβάστηκε τους DOOMOCRACY και τους αντιμετώπισε όπως θα αντιμετώπιζε ένα φτασμένο συγκρότημα, αποτελούν bonus «κανονάκι».

(Δ.Τ)

 

DOOMSHINE – “Thy Kingdoom come” (Iron Glory Records, 2004)

Από τις περιπτώσεις εκείνες που το πρώτο άλμπουμ ποτέ δεν θα ξεπεραστεί, και που αν δηλώνεις «πρωτοδισκάκιας» είναι περίπου τίτλος τιμής. Οι Γερμανοί από την Βάδη-Βυρτεμβέργη με το “Thy Kingdoom come” έκαναν ταυτόχρονα στον εαυτό τους μεγάλο καλό και μεγάλο κακό. Το θετικό ήταν πως το ντεμπούτο τους θεωρείται σήμερα, 15 χρόνια μετά, ως ένα άριστο δείγμα λυρικού doom, εκτελούμενο σύμφωνα με την κλασσική, “Nightfall – Tales of Creation” συνταγή. Το αρνητικό, είναι πως ακριβώς επειδή ήταν (και είναι), τόσο καλό, δύσκολα θα μπορούσαν να το ξεπεράσουν οι ίδιοι οι δημιουργοί του. Όπως και έγινε. Ακολούθησαν το “The piper at the gates of doom” το 2010 (ένας ακόμη τίτλος – λογοπαίγνιο) και το “The end is worth waiting for” το 2015, τα οποία μπορεί σαν αυτόνομες μονάδες να θεωρούνται αρκετά καλά άλμπουμ, μπαίνοντας όμως μαζί με το “Thy Kingdoom come” σε τριάδα, δείχνουν σαφώς πιο αδύναμα. Αν σας αρέσουν οι CANDLEMASS και έχετε «λιώσει» το “Nightfall” κυρίως, ακούστε οπωσδήποτε αυτό το εξαίρετο δείγμα πένθιμου λυρισμού. Μόνο και μόνο για κομμάτια σαν το “Shine on sad angel (chapter of doom)”, ένα από τα καλύτερα τραγούδια, στον χώρο των τελευταίων 15 ετών ή το απαστράπτον διαμάντι “Valiant child of war”.

(Δ.Τ)

 

DOOMSWORD – “Doomsword” (Underground Symphony, 1999)

Υπάρχουν δίσκοι και δίσκοι. Υπάρχουν αυτοί που μνημονεύονται ως αριστουργήματα, αλλά υπάρχουν και τα λεγόμενα «μνημεία» στο κάθε μουσικό είδος. Σε τι διαφέρουν τα μεν από τα δε; Στην σημασία τους για το είδος που υπηρετούν. Χωρίς τα «μνημεία», τίποτα δεν θα ήταν ίδιο. Η στιγμή που κυκλοφόρησαν και το πώς επηρέασαν και επίδρασαν στις εξελίξεις, είναι παράγοντες που συχνά «γέρνουν την πλάστιγγα» υπέρ τους. Ένας τέτοιος δίσκος είναι και το ντεμπούτο των Λομβαρδών από το Gallarate. Έθεσε νέα δεδομένα στον όρο “επικό doom”, έριξε ως άλλος πανίσχυρος πολιορκητικός κριός τα πιο ισχυρά τείχη ώστε να αλώσουν τις ψυχές μας τα αριστουργήματα που ακολούθησαν, δημιούργησε μια καινούργια «φουρνιά» συγκροτημάτων που τους θεωρούν «πατέρες» του ηρωικού μετάλλου όσον αφορά την υπόστασή του στον 21ο αιώνα. Το “Doomsword” λοιπόν, μπορεί ίσως να είναι λιγότερο καλό σε σχέση με τα άλμπουμ που ακολούθησαν, αλλά σαν αυτόφωτη, αυτόνομη μονάδα είναι ένα ακατέβατο «δεκάρι». “Helms Deep”, “One – eyed god”, “One the march”, “Sacred metal” και φυσικά το υπέρτατο, τιτάνιο έπος “Warbringers”, φέρνουν μαζί τους την καταχνιά του ιταλικού Βορρά, μητρική γη των τεσσάρων μουσικών που τα υπογράφουν και σε μεταφέρουν στα πεδία των μαχών της Απουλίας, όπου οι πρόγονοί τους Λογγοβάρδοι κείτονται νεκροί, ηττημένοι αλλά δοξασμένοι, στο τέλος μιας ακόμη μάχης. “The curse has been cast, no place to hide or flee… We were named Warbringers…”. 20 χρόνια έπους και ψυχικής ανάτασης. 20 χρόνια DOOMSWORD.

(Δ.Τ)

ELECTRIC WIZARD – “Electric wizard” (Rise Above Records, 1995)

To ομότιτλο άλμπουμ των Βρετανών ELECTRIC WIZARD ίσως να είναι και το μόνο που έχει θέση στο αφιέρωμα αυτό, καθώς στην συνέχεια ο ήχος τους βάρυνε τόσο αισθητά που δίκαια θεωρούνται εκ των πιονιέρων του sludge/drone ύφους, που με την πάροδο των ετών ευδοκίμησε και καθιερώθηκε ως «σπίτι» πολλών συγκροτημάτων εκεί έξω. Άμεση επιρροή οι ELECTRIC WIZARD για όλα αυτά τα σχήματα. Μετά από αρκετές αλλαγές ονομάτων (LORD OF PUTREFACTION, THY GRIEF ETERNAL, ETERNAL), τελικά το συγκρότημα κατέληξε στο γνωστό κι αγαπημένο μέχρι σήμερα ELECTRIC WIZARD. Το πρώτο τους άλμπουμ ακούγεται ευθύ και άμεσο, χωρίς τον πνιγηρό όγκο των επόμενων κυκλοφοριών τους και θα ήταν παράλειψη να μη συμπεριληφθεί σ’ αυτό το αφιέρωμα. Γνωρίζω ότι πολλοί θα θέλατε να δείτε το “Dopethrone” στη θέση του, αλλά η λογική του αφιερώματος είναι να μείνει όσο πιο κοντά γίνεται στον πρωτόλειο doom ήχο και γι’ αυτό επιλέχθηκε αυτό το άλμπουμ. Αριστουργηματικό και το εξώφυλλο του Dave Patchett, δίνει και αυτό μερικούς extra πόντους.

(Α.Κ)

 

EREB ALTOR – “By Honour” (I Hate Records, 2008)

Απλά, λιτά και χωρίς να υπάρχει το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας, μιλάμε για το αδερφάκι του “Twilight of the Gods” των BATHORY στο doom άκρο του. Ο ίδιος ο Quorthon θα ήταν περήφανος για τα άξια τέκνα του, τα οποία μέχρι και σήμερα περήφανα τον τιμούν σε κάθε τους νότα. Πραγματικές ψυχάρες οι EREB ALTOR -δηλαδή το alter ego των ISOLE – σε παραλύουν με την ειλικρινή τους έκφραση, σε κάνουν να κλείνεις τα μάτια και να ονειρεύεσαι ατέλειωτες πεδιάδες καλυμμένες από χιόνι κι εσύ ως περιπλανώμενος που έχεις χαθεί στα αχανή οροπέδια του μακρινού βορρά, να έχεις να αντιμετωπίσεις εκτός από το κρύο και τους λύκους που απειλητικά σε πλησιάζουν. Με τέτοια άλμπουμ όμως, τα θηρία όχι απλά εξημερώνονται, αλλά η καρδιά ευφραίνεται και αντέχεις όλη την παγωνιά γιατί μέσα σου νιώθεις πιο ζωντανός από ποτέ. Στο τέλος, οι λύκοι γύρω σου γίνονται παντοτινοί σύντροφοι και ενώ σου δείχνουν το δρόμο για τον πολιτισμό, επιλέγεις να μείνεις για πάντα μαζί τους, γιατί δε θα σε προδώσουν ποτέ. Οι EREB ALTOR είναι οι «λύκοι» του κάθε μεταλλά εκεί έξω, ποιος θέλει τον πολιτισμό με τέτοιους συντρόφους δίπλα του;

(Α.Κ)

 

EVANGELIST – “In partibus infidelium” (PsycheDOOMelic Records, 2011)

Οι Πολωνοί γενικότερα τα τελευταία χρόνια παρότι ήταν ανέκαθεν λαός που παρήγαγε καφρίλα (και μάλιστα ποιοτικότατη), έχουν ανοίξει το εύρος των συγκροτημάτων που ξεπετιούνται από τους «κόλπους» τους και το doom δε θα μπορούσε να λείπει από την λίστα. Περίπου παρόμοια περίπτωση όπως οι προαναφερθέντες DARK COVENANT, υμνικό επικό doom α λα CANDLEMASS/SOLITUDE AETURNUS και Άγιος ο Θεός. Στίχοι για σταυροφορίες, τον Κόναν, τα τέρατα του Lovecraft και δε συμμαζεύεται αποτελούν γερό και σίγουρο χαρτί και ταιριάζουν απόλυτα με την μουσική τους, ενώ το γεγονός ότι μέχρι σήμερα κρατάνε μυστικά τα ονόματα τους ρίχνει και λίγη παραπάνω ίντριγκα στην περίπτωση τους. Κάποιοι εξ αυτών φημολογείται ότι δραστηριοποιούνται με τους παρόμοιους ηχητικά συμπατριώτες τους MONASTERIUM, οι οποίοι δεν τα κατάφεραν να συμπεριληφθούν στο αφιέρωμα (τι να πρωτοβάλουμε κι εμείς οι άμοιροι συντάκτες). Τσεκάρετε και τα επόμενα δύο, “Doominicanes” (2013) και “Deus Vult” (2018). Έχουν πολλά να σας πουν και αυτά.

(Α.Κ)

FALL OF THE IDOLS – “Solemn verses” (I Hate Records, 2012)

Στο τρίτο και καλύτερο τους άλμπουμ, οι Φινλανδοί – εκ Tornio ορμώμενοι – FALL OF THE IDOLS τελειοποίησαν το μονολιθικό τους στυλ, το οποίο προς τιμήν τους δεν παρέπεμπε ιδιαίτερα σε κάποια μπάντα. Αν με το ζόρι έπρεπε να διαλέξω κάτι παρεμφερές, θα ήταν οι CATHEDRAL πρώτης εποχής (βαριά μέχρι δεύτερο άλμπουμ χωρίς τα χίπικα περάσματα) κι αυτό λόγω της όμορφης «ξεραΐλας» του ήχου. Από τις περιπτώσεις εκείνες του αφιερώματος που χρησιμοποιείται δίσκος πέραν του ντεμπούτου, το “Solemn verses” είναι και το τελευταίο τους μέχρι στιγμής δείγμα, καθώς τα ίχνη τους αγνοούνται από τότε, με τη μπάντα να δηλώνει κανονικά ενεργή, αλλά τα χρόνια να περνούν και να μην έρχεται νέα δουλειά. Κρίμα γιατί είχαν βρει τον ήχο τους και μάλλον έχασαν το momentum να επαναλάβουν κάτι ανάλογο, τουλάχιστον. Αν δεν κυκλοφορήσουν κάτι νέο, θα έχουμε να τους θυμόμαστε γι’ αυτό το τελευταίο άλμπουμ, χωρίς τα δύο πρώτα όμως να υπολείπονται πολύ σε αξία.

(Α.Κ)

 

FORSAKEN – “Pentateuch” (Mighty music, 2017)

Για τους γνώστες και ακόλουθους της σκηνής, οι FORSAKEN είναι πολλά περισσότερα από ένα ακόμη πολύ καλό “underground” συγκρότημα. Στις επάλξεις από το 1991, δεν έδωσαν ποτέ μέτριο δίσκο. Αντίθετα, μπορούν να ισχυρίζονται με κάθε δόση ρεαλισμού, πως έχουν προσφέρει διαμάντια πραγματικά. Δεν ξέρω αν είναι ευχή ή κατάρα το να κυκλοφορείς το καλύτερό σου (ίσως) άλμπουμ μετά από 26 (!) χρόνια, αλλά δηλώνει σίγουρα πως δεν το παρατάς και πως το όραμά σου δεν έχει ξεθωριάσει. Λέω ίσως γιατί εδώ θα μπορούσε να υπάρχει κάλλιστα το “After the Fall” (2009). Η «Πεντάτευχος» αυτή όμως είναι τόσο μεγαλοπρεπής, που δεν σου αφήνει περιθώρια σκέψης. Με θέμα Βιβλικές ιστορίες, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του άλμπουμ, η παρέα του Albert Bell, μπασίστα και αρχηγού των Μαλτέζων, δεν αστειεύεται, έχοντας έναν Leo Stivala στις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του και τους Sean Vukovic (κιθάρα) και Simeon Gatt (τύμπανα) να ακούγονται πιο CANDLEMASS από ποτέ. “Serpent bride”, “Primal wound”, “The dove and the raven” και πάνω απ’ όλα το 15λεπτο “Apocryphal winds”, θα σας μαγέψουν με την πρώτη ακρόαση. “Pentateuch”… ηρωικό όσο η αντίσταση των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου στα τείχη της Μάλτας, κατατροπωτικό όσο η ήττα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και των βάρβαρων στιφών του μπροστά από αυτά.

(Δ.Τ)

 

GRIFTEGARD – “Solemn Sacred Severe” (Van Records, 2009)

Καταπληκτικό συγκρότημα. KATAΠΛΗΚΤΙΚΟ. Τούτοι οι φίλοι μας κατάγονται από το Norrköping της Σουηδίας (θυμάται άραγε κανείς την ομάδα της πόλης που πήγε κάποτε να κάνει ένα ξεπέταγμα στο προσκήνιο του ποδοσφαίρου της χώρας;). Με αρκετά πένθιμο και ιδιαίτερο στυλάκι, οι GRIFTEGARD (Στα αρχαία Σουηδικά το νεκροταφείο) βγάλανε το 2009 το μοναδικό τους full-length, και στη συνέχεια τήρησαν σιγήν ιχθύος. Από τις πλέον ιδιαίτερες μπάντες που εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, με στίχους υπαρξιακού προβληματισμού και θλίψης και πολύ ιδιαίτερα φωνητικά από τον Thomas Eriksson. Είδαν τον ντράμερ τους Jens Gustafsson να πεθαίνει το 2013 από τραυματική ρήξη αορτής (πόσο να μη σε θέλει;) και δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα σημάδια επαναδραστηριοποίησης. Έξι (6) κομμάτια ήταν πάντως αρκετά για ένα από τα καλύτερα doom άλμπουμ όλων των εποχών.

(Α.Κ)

 

HOUR OF THIRTEEN – “Hour of 13” (Shadow Kingdom Records, 2007)

Στην ουσία εδώ δε μιλάμε για συγκρότημα αλλά για το project του παιχταρά και πολυοργανίστα Chad Davis, ο οποίος έχει παίξει τα πάντα σε κάθε δίσκο και απλά συνοδεύεται από τον τραγουδιστή Phil Swanson (SEAMOUNT, SUMERLANDS, BRITON RITES, VESTAL CLARET μεταξύ πολλών άλλων) στα τρία συνολικά άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει. Στις αρχές, ο ήχος ήταν πολύ πιο κοντά στο κλασσικό μεταλλικό ιδεώδες, ενώ στην πορεία προστέθηκαν νέα στοιχεία. Η «μπάντα» υποτίθεται ότι διέλυσε το 2014 μετά κι από 2-3 πήγαινε – έλα του Swanson, αλλά πρόσφατα σχετικά (πριν ένα μήνα περίπου) κυκλοφόρησε προς γενική έκπληξη ως ανεξάρτητη κυκλοφορία το ΕΡ “A knell within the crypt” το οποίο περιέχει και δύο διασκευάρες SAMHAIN (άμα νιώθει ο άνθρωπος). Άγνωστο αν η πορεία του(ς) θα συνεχιστεί, αλλά το ομότιτλο ντεμπούτο τους (όπως και οι άλλες δουλειές τους) αξίζουν αναφοράς και ψαξίματος από τους die-hard οπαδούς του είδους. Με την ευκαιρία, ρίξτε μια αυτιά και στο φετινό, ολόφρεσκο άλμπουμ “Latum Alterum” των THE SABBATHIAN, μιας ακόμη μπάντας του Davis.

(Α.Κ)

ISOLE – “Forevermore” (I Hate Records, 2005)

Αν και δε μπορεί να υπάρξει λιγότερο από ΤΙΜΙΟ ένα συγκρότημα παίζοντας doom, οι ISOLE ίσως και να μπορούν να υπερηφανεύονται ότι είναι οι τιμιότεροι και ποιοτικότεροι όλων, τα τελευταία 15 τουλάχιστον χρόνια. Το ντεμπούτο τους “Forevermore” αποτελεί ένα από τα κορυφαία πρώτα δείγματα της μεταλλικής ιστορίας γενικά, ένα κράμα παλιών καλών CANDLEMASS συν τον δικό τους προσωπικό ήχο, εκεί που πρέπει. Ειλικρινής θλίψη, βαρύτατες κιθάρες, κολλητικά ολέθρια (όνομα και πράγμα) φωνητικά με την κλασική ύπουλη άρθρωση που προδίδει ότι δεν πρόκειται για Άγγλους και με το “Deceiver” ειδικά να μπορεί άνετα να μπει σε μία λίστα με τα κορυφαία κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ στο είδος. Πραγματικό προσκύνημα. Ακόμα και η επανέκδοση του 2007 με το έξτρα κομμάτι “Tears of loss” είναι τεφαρίκι για όποιον δεν βρήκε ποτέ τη δυσεύρετη πλέον πρώτη έκδοση. Μέγιστοι φιλέλληνες μεταξύ άλλων, ας σημειωθεί ότι στο προβάδικο τους έχουν σημαία που έφτιαξαν για πάρτη τους οπαδοί από τα Ιωάννινα και πάντα περιμένουν τη σωστή στιγμή ώστε να μας επισκέπτονται. Η ζωή κυλάει πιο όμορφα με μπάντες σαν τους ISOLE ανάμεσα μας. Να το ξέρετε αυτό.

(Α.Κ)

 

KHEMMIS – “Hunted” (20 Buck Spin, 2016)

Khemmis (Χέμμιν ή Χέμμις) λεγόταν ένα νησάκι στο δέλτα του Νείλου, όπου η Ίσιδα γέννησε τον Ώρο την τελευταία μέρα του μηνός Επηφί, όταν τα ουράνια σώματα του Ηλίου και της Σελήνης βρίσκονταν σε συζυγία. Khemmis ονομάζεται και ένα από τα πιο “hot” doom metal ονόματα αυτή τη στιγμή, και αυτή η άποψη του ονόματος θα μας απασχολήσει εδώ. Από το Denver ερχόμενοι, με μόλις επτά χρόνια καριέρας ως τώρα και ήδη τρεις εξαιρετικούς δίσκους, οι KHEMMIS είναι μια 100% σύγχρονη πρόταση σχετικά με το πώς μπορεί (ή πρέπει για κάποιους) να ακούγεται αυτή η μουσική. Εμφανώς όμοροι με μπάντες όπως οι PALLBEARER, επηρεασμένοι όσον αφορά το παρελθόν κυρίως από τους TROUBLE αλλά και «υιοθετώντας» συγγενείς απόψεις με μπάντες όπως οι THE SWORD, BARONESS και γιατί όχι οι HIGH ON FIRE (μην ξινίζετε οι παραδοσιακοί doomsters), μπορούν να «πιάσουν» τόσο τον die – hard doomster, όσο και τον οπαδό του stoner ή του groove-άτου ήχου. Το 13λεπτο ομότιτλο κομμάτι δε, συμπυκνώνει όλα τους τα στοιχεία και κατέχει περίοπτη θέση στο κλειστό club “Τα καλύτερα τραγούδια της τελευταίας δεκαετίας».

(Δ.Τ)

 

KRUX – “Krux” (Mascot Records, 2002)

Ένα ακόμη project του Leif Edling οι KRUX, με τον φοβερό και τρομερό Mats Leven πίσω από το μικρόφωνο, γνώριμο ήδη από τους ABSTRAKT ALGEBRA. Το 2002 με την προσθήκη των Jörgen Sandström (GRAVE, ENTOMBED) στις κιθάρες και Peter Stjärnvind (MERCILESS) στα τύμπανα, κυκλοφορούν τον ομώνυμο δίσκο. Τα πλήκτρα στοιχειώνουν τον ακροατή προσδίδοντας μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, σαν βγαλμένη από ταινία τρόμου. Η υπόλοιπη μουσική, παραπέμπει εν μέρει σε CANDLEMASS, αλλά προσεγγίζει σαφώς το είδος με μια πιο «ροκάδικη» αλλά και συνάμα evil διάθεση. Σε αυτό θα έλεγα ότι συνεισφέρουν τα φωνητικά του Mats, μιας και δίνουν ένα πιο «ζεστό» χρώμα στο συνολικό αποτέλεσμα, εν αντιθέσει με το θρηνητικό ύφος του Johan Längquist ή το ψαλμωδιακό ύφος του Messiah Marcolin. Αποτέλεσμα όλου αυτού είναι ένα σύνολο, που πότε γίνεται εσωτερικό και στοιχειωμένο, πότε γίνεται ανατριχιαστικό (“Omfalos”) και πότε βαρύτερο από την ίδια τη βαρύτητα, με τον Stjärnvind να δίνει πόνο στα τύμπανα και την ορμή που δίνει ένα έντονο συναίσθημα τζαμαρίσματος στα 50 λεπτά του δίσκου. Η παραγωγή είναι ακριβώς αυτή που χρειάζεται, δεδομένου κιόλας ότι μιλάμε για λιγότερο “αστικό” doom, με σημείο αναφοράς του να είναι η Σουηδική προσέγγιση. Δίσκος που δείχνει πόσους άσσους στο μανίκι του είχε και έχει ο Leif Edling συνθετικά, καθώς και την οξυδέρκεια του στην επιλογή μελών.

(Γ.Σ)

 

LAKE OF TEARS – “Greater art” (1994, Black Mark Production)

Ξέρω ότι πολλοί αναρωτιέστε τι δουλειά έχει αυτό το άλμπουμ εδώ πέρα, αλλά πολλοί μάλλον ξεχνάτε ότι στην αρχή τους τουλάχιστον, οι LAKE OF TEARS ήταν ένα συγκρότημα με πολύ έντονο το doom στοιχείο. Τα gothic στοιχεία και η ψυχεδέλεια, άρχισαν να προστίθενται με τα χρόνια, στις επόμενες δουλειές τους. Εδώ έχουμε το ντεμπούτο τους από το 1994, ένα μικρό κι απέριττο σε διάρκεια άλμπουμ, με την χαρακτηριστική βραχνάδα του Daniel Brennare να κλέβει την παράσταση και το μεγάλο έπος του δίσκου “Upon the highest mountain” να είναι το σήμα κατατεθέν της κυκλοφορίας. Συμπαθέστατο συγκρότημα μέχρι και σήμερα, δεν έχουν βγάλει ποτέ κακό δίσκο κι αν και οι πρώιμες μέρες τους έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, είναι πάντα όμορφο να έχεις την ευκαιρία να αναφέρεσαι σε τέτοια άλμπουμ. Το επόμενο άλμπουμ “Headstones” είναι κατά πολύ ανώτερο, αλλά προκρίθηκε το “Greater art” λόγω του πιο ξερού ήχου και του πιο ακατέργαστου υλικού που περιέχει.

(Α.Κ)

 

Τέλος πρώτου μέρους. Το δεύτερο έρχεται… Ye be warned!

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here