QUEENSRYCHE – “Digital noise alliance” (Century Media) (ομαδική κριτική)

0
3434

Στις 7 Οκτωβρίου, οι QUEENSRYCHE κυκλοφορούν το 16ο στούντιο άλμπουμ τους, με τίτλο “Digital noise alliance”. Και μόνο στην είδηση της κυκλοφορίας, σύσσωμη η συντακτική ομάδα ξεσηκώθηκε ώστε να ακούσει το άλμπουμ και από κάτω μπορείτε να διαβάσετε τη γνώμη μας.

 

Την ιστορία των QUEENSRYCHE με τον Geoff Tate, είναι ανώφελο να την αραδιάσουμε. Οι QUEENSRYCHE του Todd La Torre είναι ένα διαφορετικό όσο και ίδιο συγκρότημα, με την έννοια ότι τους πήρε 1-2 δίσκους μέχρι να «απογαλακτιστούν» από την παρουσία του Tate, που τα κάλυπτε όλα. Η μεταγραφή του La Torre, είναι αυτό που αποκαλούμε «μεταγραφή αεροδρομίου», αφού πρόκειται για έναν απίστευτα ταλαντούχο μουσικό, με εκπληκτική φωνή, αλλά και πολύ σπουδαίες ικανότητες στα ντραμς. Οι τρεις –μέχρι τώρα- δίσκοι του γκρουπ με εκείνον στα φωνητικά, ήταν ο ένας καλύτερος από τον άλλον. Το “The verdict” του 2019, κατά την ταπεινή μου άποψη, θα στεκόταν επάξια δίπλα στα άλμπουμ της χρυσής τους εποχής, χωρίς να είναι καλύτερο, αλλά και χωρίς να είναι εμφανώς κατώτερο. Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ εκείνον το δίσκο ο La Torre είχε παίξει ΚΑΙ τα τύμπανα.

Φτάνουμε στο “DNA” ή αλλιώς “Digital noise alliance”. Θα είμαι λιτός. Ο δίσκος δεν με άφησε ικανοποιημένο. Θεωρώ ότι είναι ένα βήμα πίσω από το “The verdict”. Πρέπει να τονίσω ότι οι ερμηνείες του La Torre είναι από άλλο πλανήτη. Το παλικάρι είναι μία κατηγορία μόνος του. Αδιανόητη απόδοση. Παραγωγή; Εξαιρετική, για μία ακόμη φορά από τον Zeuss. Υπάρχει δε, μία υποβόσκουσα ατμόσφαιρα που σε ταξιδεύει σ’ αυτό που ονόμασα πριν «χρυσή εποχή» των ‘RYCHE, κάτι που «συγκινεί» τον ακροατή.

ΟΜΩΣ. Ποιο είναι το πρόβλημα; Μα, το βασικό. Οι ίδιες οι συνθέσεις. Άκου για παράδειγμα το “Nocturnal black”, που έχει ένα έντονο vibe του ομώνυμου τραγουδιού από το “Empire”. Βάλτα να τα ακούσεις το ένα μετά το άλλο. Οι διαφορές είναι χαοτικές, χωρίς απαραίτητα να είναι κακό τραγούδι, τουναντίον. Μου λείπουν τα μεγάλα ρεφρέν από το δίσκο, οι κολλητικές μελωδίες. Φυσικά υπάρχουν σπουδαίες στιγμές. Το “Lost in sorrow”, ας πούμε, είναι τραγούδι επιπέδου “Greatest hits”, με γκρούβα από άλλο πλανήτη. Το “Out of the black” στέκεται κι αυτό πάρα πολύ ψηλά, με ανατριχιαστική φωνητική ερμηνεία επιπέδου “Rage for order”. Το εναρκτήριο, “In extremis”, είναι αρκετά συμπαθητικό. Από την άλλη όμως, δεν μπορώ να τα συγκρίνω με το “Sicdeth”, ή το “Realms” ή το “Hold on”, που είναι εμφανώς κατώτερα. Προσοχή, όχι κακά, ούτε μέτρια, απλώς καλά όμως.

Επίσης, είμαι αρκετά παραδοσιακός τύπος και θέλω μερικά πράγματα που υπάρχουν εκεί από πάντα, να τηρούνται. Ακόμα και σε μέτριους έως κακούς δίσκους των ‘RYCHE, το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, σου έσπαγε τα κόκαλα με το συναίσθημά του, σ’ έκανε να ανατριχιάζεις. Το “Tormentum”, δεν έχει καμία σχέση με τραγούδια τύπου “Someone else”, “Anybody listening?”, “Right side of my mind”, “Open road” κτλ. Είναι ένα μεγάλο σε διάρκεια, επικό τραγούδι, με πολλές DREAM THEATER επιρροές στο τελευταίο του μέρος, αλλά σίγουρα όχι αυτό που θα ήθελα, εγώ, για τελείωμα στο δίσκο. Επίσης, δεν κατάλαβα ποιος ο λόγος να κάνουν μία πιστή επανεκτέλεση στο “Rebel yell” του Billy Idol, ως bonus track.

Έχω ακούσει το δίσκο, πάνω από 15 φορές τις τελευταίες εβδομάδες και η γνώμη μου δεν άλλαξε δραματικά μετά τις πρώτες 2-3 ακροάσεις και είναι η ίδια που μου άφησαν τα πρώτα τραγούδια που είχαν διαρρεύσει επίσημα. Καλό το “Digital noise alliance”, αλλά όχι τίποτα το ιδιαίτερο. Αν δεν έχετε ακούσει τα άλμπουμ της εποχής La Torre, πιθανώς να θεωρήσετε ότι ίσως και να πρόκειται για έπος. Το ίδιο, αν τα έχετε ακούσει και δεν τα εκτιμάτε ιδιαίτερα. Αν όμως σας άρεσαν δίσκοι όπως το “The verdict”, θεωρώ ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου. Για QUEENSRYCHE μιλάμε, διάολε, όχι για κανένα γκρουπ της σειράς. Και όπως ήμουν αυστηρός μαζί τους όταν έβγαζαν το ένα σκουπίδι μετά το άλλο, έτσι είμαι και τώρα. Διότι μιλάμε για μεγάλη και διαχρονική αγάπη.

6,5 / 10

Σάκης Φράγκος

Δηλώνω οπαδός του κυρίου La Torre. Ο άνθρωπος είναι ένας εξαιρετικός μουσικός, το ίδιο καλός και σαν drummer και σαν τραγουδιστής. Και το ότι έχει μπει στα παπούτσια δύο εκ των κορυφαίων φωνών στην ιστορία της μουσικής μας, των Midnight και Geoff Tate, και μάλιστα με απόλυτη επιτυχία, είναι τρελό παράσημο. Συν ότι είναι εξαιρετικός τύπος. Πλην; Θα δούμε παρακάτω.

16ο (!) παρακαλώ άλμπουμ QUEENSRYCHE. Και μάλιστα μετά από μία κυκλοφορία που έτυχε καθολικής αποδοχής από τον μεταλλόκοσμο (αυτών που τέλος πάντων ασχολείται και ακούει ακόμα QUEENSRYCHE και το λέω καθαρά εμπορικά, χωρίς μομφή). Ήταν μάλιστα πολύ ωραίο που σε παρόμοια περίοδο, τόσο οι ‘RYCHE όσο και οι FATES WARNING (κολλάνε) έβγαζαν πάλι δίσκους που αναζωπύρωναν το ενδιαφέρον του κόσμου προς αυτούς και έλεγες ότι θα σωθεί η παρτίδα. Οι FATES δεν είχαν θέμα ποιότητας, αλλά θέμα απουσίας 9 ετών. Οι RYCHE είχαν σοβαρό θέμα ποιότητας (ευγενικός) στα 00s, και ξαφνικά και οι δύο μαζί πήραν τα πάνω τους στα 10s. Επομένως, το “Digital noise alliance”, είναι ένας δίσκος, που αν μη τι άλλο, ήθελα να τον ακούσω με περιέργεια, αλλά και μία προσμονή. Οι προσδοκίες όμως, αυτήν τη φορά, φάνηκαν μεγαλύτερες από αυτό που αποτυπώθηκε στις νότες αυτού του άλμπουμ.

Επειδή είναι και ομαδική κριτική, δεν θα κουράσω καθόλου, ούτε θα πάω σε track by track ανάλυση και τα σχετικά. Άλλωστε και τα υπόλοιπα παιδιά (τρόπος του λέγειν παιδιά αυτοί οι άνθρωποι) θα γράψουν τα σεντόνια τους.

Οι RYCHE εδώ, είναι αυτοί του “The verdict” σαν βάση, με αναφορές (αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο) σε εποχές “Empire”, “Promised land” και “Rage for order”. Το ακούς και λες “δισκάρα θα είναι ρε φίλε”. Ναι. Άλλο οι αναφορές, άλλο αν τα τραγούδια είναι τόσο καλά. Επίσης, υπάρχει σε αρκετά τραγούδια, μία εσάνς (πιάστε μου και ένα κρουασάν παρακαλώ) από FATES WARNING των τελευταίων δίσκων, τόσο σε κάποιες μελωδικές γραμμές, όσο και σε κάποια παιξίματα. Επίσης “τέλεια” μπορεί (και δικαίως) να αναφωνήσει κάποιος. Επίσης, από την άλλη, άλλο η εσάνς (κι ένα καφεδάκι για το δρόμο) άλλο η ποιότητα. Όλα αυτά, θεωρητικά, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μίγμα. Όμως στην πραγματικότητα, δεν έχει βγει και πολύ στους ‘RYCHE. Και αυτό γιατί στο σύνολό του ο δίσκος, υστερεί σε δυνατές μελωδικές γραμμές. Ή καλύτερα, σε συνέπεια δυνατών μελωδικών γραμμών. Μιλάμε για μία μπάντα που οι μελωδικές γραμμές της ήταν πάντα από τα ατού της. Επιπροσθέτως, η πλειοψηφία των up tempo κομματιών, είναι τρομερά παρεμφερή σε αισθητική, με αποτέλεσμα να μην δίνουν το κάτι διαφορετικό και κάπου να κουράζουν (ελλείψει και των πολύ δυνατών hooks), κάτι το οποίο δίνουν τα mid tempo τραγούδια, τα οποία και έχουν διαφορετική υπόσταση το καθένα και ανεβάζουν το άλμπουμ.

Τέλος, πάντα προσωπικά μιλώντας, τα πραγματικά πολύ καλά τραγούδια του δίσκου, είναι σχεδόν όλα (με εξαίρεση ενός) μαζεμένα στα 5 πρώτα. Και αυτά είναι το “Lost in sorrow” (μάλλον το αγαπημένο μου) με αυτήν την έντονη “Empire” αισθητική και τη ρεφρενάρα με ολίγη από FATES, το καλύτερο up tempo του δίσκου, το “Sicdeth” με την ποικιλομορφία του και το ωραίο του ρεφρέν και το “Behind the walls”, ίσως το καλύτερο κομμάτι από πλευράς ενορχήστρωσης, με υπέροχες αλλαγές και σημεία. Μετά από αυτά, πάμε στο 8ο κομμάτι για να βρούμε ένα super και αυτό είναι το “The forest”, που είναι μπαλάντα από τα παλιά (ποιοτικά) των ‘RYCHE και με εξαιρετικούς στίχους (ειδικά αυτή η στροφή “Yesterday is a memory but is all I have today” είναι ποίηση). Αν εξαιρέσουμε και το opening τραγούδι, το “In extremis”, που λειτουργεί και πολύ καλά σαν εναρκτήριο και συνδέεται άμεσα με τον προηγούμενο δίσκο, τα υπόλοιπα 6 τραγούδια, μπορεί να έχουν όλα ενδιαφέροντα ή ωραία σημεία, αλλά σαν σύνολο το καθένα ξεχωριστά, είναι απλά ΟΚ, γιατί όλα έχουν καλά και αδιάφορα πράγματα. Και στα 11 τραγούδια, τα μισά και πάνω να είναι μέτρια ως καλά, είναι θέμα, πόσο μάλλον για μπάντες επιπέδου RYCHE. Η διασκευή στο “Rebel yell” δεν πιάνεται. Μια χαρά είναι, στην ουσία επανεκτέλεση, αφού δεν έχουν αλλάξει κάτι, απλά ο La Torre αποδεικνύει ότι μπορεί και τραγουδάει super Ο,ΤΙ θέλει. Το “πλην” που έλεγα πιο πάνω λοιπόν; Θα ήθελα να δω αυτόν τον άνθρωπο, σε μία μπάντα που θα μπορούσε να πάει ακόμα ψηλότερα από τους RYCHE του σήμερα. Ήταν στους CRIMSON GLORY στα χειρότερά τους (και ευτυχώς που υπήρχε αυτός εκεί!), είναι στους ‘RYCHE έχοντας βγάλει μερικά πολύ ωραία άλμπουμ μεν, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να επανέλθει αυτή η μπάντα σε πρότερο status της. Ιστορικά, σεβασμός και θαυμασμός για δύο μεγαθήρια που επηρέασαν τα μέγιστα τη σκηνή και έγραψαν διαμάντια αιώνια. Αλλά ο άνθρωπος έχει κι άλλο να δώσει και το πονάει. Επομένως θα τον ήθελα και σε κάτι άλλο. Αλλά αυτό είναι κάτι τελείως δικό μου προφανώς.

Αν υπήρχε μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ των πραγματικά πάρα πολύ καλών τραγουδιών και των πιο μέτριων στο δίσκο ή τουλάχιστον να υπήρχαν και μερικά πολύ καλά μέσα στη μέση να κρατάνε αυτήν την ισορροπία, όλα θα ήταν καλύτερα. Αλλά με την πορεία που είχαν τα τελευταία χρόνια οι ‘RYCHE και την ποιότητα των κυκλοφοριών τους, αυτό το άλμπουμ είναι νομίζω κατώτερο. Κρίμα, γιατί μερικά είναι κομματάρες!

6,5 / 10

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

Θα είμαι -όπως πάντα- ειλικρινής, ευθύς και δεν θα «μασήσω» τα λόγια μου: Για μένα, το λέω και το τονίζω, δεν υπάρχει δισκογραφικά (προσοχή, μόνο δισκογραφικά, διότι σε επίπεδο συναυλιών μια χαρά στέκουν ακόμη οι Αμερικανοί) μπάντα QUEENSRYCHE από το 1994 και μετά. Οτιδήποτε και να έκανε η μπάντα έκτοτε, κυμαινόταν από «κακό» μέχρι «μέτριο» και για μια μακρά, δυστυχώς, περίοδο, κάθε κυκλοφορία της ήταν και ένα ακόμη λιθάρι στον τάφο που η ίδια έχτιζε για να μπει μέσα. Έζησα την στιγμή του shock, πέρασα στο στάδιο της απογοήτευσης και εν συνεχεία κατέληξα σε εκείνο της απαξίωσης, μην περιμένοντας το παραμικρό. Έτσι, η αλήθεια είναι πως όταν ο αρχισυντάκτης μου με συμπεριέλαβε στην ομάδα των συντακτών που θα άκουγαν το ολοκαίνουργιο album του group, “Digital noise alliance” και θα έγραφαν την άποψή τους σχετικά με αυτό, είδα την ακρόαση του promo πρωτίστως σαν μια πρόκληση, την οποία και έκανα εννοείται δεκτή. Το σηκώσαμε λοιπόν το γάντι και να ’μαστε εδώ να μιλήσουμε για… μια μεγάλη έκπληξη! Όπως το ακούς, ή μάλλον, το διαβάζεις. Έκπληξη! Επουδενί λόγο δεν περίμενα να ακούσω μια τέτοια δισκογραφική δουλειά από τους QUEENSRYCHE του 2022. Ακούγονται «φρέσκοι», ορεξάτοι, έχουν έμπνευση και το κυριότερο, έγραψαν τραγούδια με «Ryche ταυτότητα».

Όσο ακούω το “Digital noise alliance”, τόσο διαπιστώνω πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλάνιζε το συγκρότημα τα τελευταία πολλά χρόνια, ξέχωρα από την κατακόρυφη πτώση σε συνθετικό επίπεδο. Προλαβαίνω ορισμένους παρατηρητικούς, λέγοντας πως υπάρχουν πλείστες FATES WARNING επιρροές σε αρκετά σημεία του νέου δίσκου, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα «φωνάζει» “QUEENSRYCHE!” περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια! Και μιας και αναφέρθηκαν οι FATES, δε γίνεται να μη γίνει ιδιαίτερη μνεία στον Todd La Torre, για το πώς καταφέρνει να ακούγεται τόσο κοντά στον Ray Alder. Τον «κακολογούν» ορισμένοι χαρακτηρίζοντάς τον «κλώνο του Tate και του Midnight», ορίστε, τώρα μπορούν να τον χαρακτηρίσουν και «κλώνο του Alder». Βέβαια, αν όντως κάποιος καταφέρνει να είναι μιμητής των τριών αυτών φωνητικών «θηρίων», τότε αυτομάτως έχει μια καταπληκτική φωνή, οπότε όλα τα άλλα εγώ τουλάχιστον τα ακούω βερεσέ. Εκτός και αν προτιμάμε τους τραγουδιστές με «προσωπικότητα», που τραγουδούν στο studio πάντα συντροφιά με τον καλύτερό τους φίλο (autotune τον λένε) και στην σκηνή προκαλούν απίθανο γέλιο.

Κάπου μεταξύ “Empire” και “The verdict”, με ολίγη από “Rage for order” και μπόλικους “post 2010” FATES WARNING, η νέα μορφή των QUEENSRYCHE είναι τόσο ελκυστική, που αναγκάζει έναν απογοητευμένο, πάλαι ποτέ φανατικό οπαδό τους να στρέψει ξανά το βλέμμα του επάνω τους. Γνωρίζεις ίσως το διάσημο ρητό It aint over till the fat lady sings («Τίποτα δεν έχει τελειώσει μέχρι να τραγουδήσει η χοντρή κυρία»). Η φράση αυτή βγήκε από την όπερα “Der Ring des Nibelungen” του Wagner και συγκεκριμένα από το τελευταίο μέρος της, το “Götterdämmerung”, το τέλος του κόσμου. Η «χοντρή κυρία» είναι η βαλκυρία Brünnhilde, η οποία παραδοσιακά παρουσιάζεται ως πολύ εύσωμη και η οποία όταν τραγουδά στην σκηνή του αποχαιρετισμού, σηματοδοτεί το τέλος του κόσμου, επομένως και το φινάλε του έργου. Ε λοιπόν, εδώ η τελευταία πράξη μάλλον αργεί και η Brünnhilde μπορεί να περιμένει. Συγγνώμη, πάμε καλά; Το καλύτερο album από την εποχή του “Promised land”; Όντως τώρα;

8 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

Είμαι από αυτούς που δεν έχουν πρόβλημα με τους αντικαταστάτες στα μεγάλα συγκροτήματα. Από τη στιγμή μάλιστα που, όχι μόνο δε μπαίνουν απλά στα παπούτσια του προκατόχου, αλλά έχουν την προσωπικότητα να προσθέσουν και το κάτι παραπάνω. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Todd La Torre, ο οποίος κλήθηκε να πετύχει το ακατόρθωτο, να συνεχίσει το legacy του Geoff Tate.

Το απίστευτο φωνητικό εύρος του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι μουσικός, έδωσε μια νέα πνοή στους QUEENSRYCHE και μοίρασε χαμόγελα στους οπαδούς τους. Τόσο στις συναυλίες, όπου είχε το θράσος να ερμηνεύσει “ιερά δισκοπότηρα” των 80s, όσο και δισκογραφικά. Ας μην ξεχνάμε ότι το “The verdict” είναι ότι καλύτερο έχουν ηχογραφήσει οι ‘RYCHE από το Promised land” και μετά.

Και ερχόμαστε στο προκείμενο: Είναι καλύτερο το “Digital noise alliance” από τον προκάτοχό του; Η δική μου απάντηση είναι “Σε καμία περίπτωση”. Ναι, έχει μια απλά καλή παραγωγή από τον Zeuss, η οποία όμως σε πολλά σημεία είναι flat. Όπως flat είναι και η πλειοψηφία των συνθέσεων. Υπάρχει μια προσπάθεια να γίνει ένα revival του ήχου του “Empire”, αλλά μέχρι εκεί.

Για να μη γίνομαι ισοπεδωτικός, υπάρχουν αναλαμπές στο “Digital noise alliance”, όπου δείχνουν ότι ακόμη “το έχουν” και αν θέλουν μπορούν να μας προκαλέσουν ανατριχίλες. Όπως το single “Behind the walls”, το “Nocturnal lights” που το διαδέχεται ή το “Lost in sorrow”, ένα τραγούδι που συμπυκνώνει όλα τα στοιχεία των QUEENSRYCHE που λατρέψαμε. Άντε και ο prog επίλογος του “Tormentum”, που δείχνει ότι δεν κωλώνουν να προσθέσουν νέα στοιχεία στον ήχο τους. Από εκεί και πέρα, όσο και να προσπάθησα, δε βρήκα κάτι ιδιαίτερο, τουλάχιστον σε ότι αφορά την κανονική ροή του album. Γιατί η bonus διασκευή είναι τουλάχιστον γελοία.

Συνθέσεις που δείχνουν μια βιασύνη, τα refrains που πάντα αποτελούσαν το δυνατό χαρτί των ‘RYCHE, εδώ έχουν μια εντελώς ανορθόδοξη δομή, παράγοντας αποτρεπτικός για να κάνεις το απαραίτητο singalong και, πλην αυτών που ανέφερα πιο πάνω, τα υπόλοιπα τραγούδια κλείνουν τόσο απότομα, σε φάση “άντε παιδιά να τελειώνουμε, έχουμε και άλλες δουλειές”. Και ίσως αυτό φταίει που δε με κέρδισε το “Digital noise alliance” μετά από πάρα πολλές ακροάσεις. Το αίσθημα του ανολοκλήρωτου και το γαμώτο για το ότι έπρεπε σώνει και ντε να βγάλουν ένα album με ότι είχαν έτοιμο εκείνη τη στιγμή. 

Δυστυχώς, το “Digital noise alliance” είναι η κοιλιά που απευχόμασταν στη La Torre era. Σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό, ενώ οι διάσπαρτες, φωτεινές εξαιρέσεις το αποκλείουν και από τον χαρακτηρισμό του μέτριου. Με την ελπίδα ότι θα τους δούμε ξανά στα μέρη μας να γαζώνουν, ας προσποιηθούμε ότι “α ναι, έβγαλαν το 2022 και νέο album”. Με το χέρι στην καρδιά, πόσα τραγούδια από το “Digital noise alliance” θα μπορούσαν να σταθούν ισότιμα σε ένα ‘RYCHE concert, δίπλα στο “Screaming in digital” ή στο “The needle lies”; 

6,5 / 10

Γιώργος Κόης

Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή που πριν την ακρόαση του “Digital noise alliance” φαίνονταν μάλλον φυσιολογική. Μονόδρομος… Πως οι QUEENSRYCHE δεν έχουν και πολλά να προσφέρουν στην μουσική. Η μπογιά τους έχει ξεφτίσει. Τα μεγαλεία του παρελθόντος είναι κλεισμένα ερμητικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και δεν κατάφεραν να τα επαναφέρουν στην μετά “Promised land” εποχή εκείνοι που με περίσσια έμπνευση και φώτιση τα οραματίστηκαν και τα πραγματοποίησαν. Κι ας είχαν όλα τα όπλα στην φαρέτρα τους. Κι ας είχαν γευθεί την εμπορική επιτυχία σε εμφανώς μεγαλύτερο βαθμό από την παρέα του Big 3 του progressive metal. Τίποτα δεν κρατάει αιώνια. Έχει νομοτελειακά ημερομηνία λήξης… Κι όμως…

Οι QUEENSRYCHE στο τέταρτο άλμπουμ συνεργασίας τους με τον La Torre και 16ο συνολικά, όχι μόνο βρίσκουν τα πατήματά τους, αλλά μας αποδεικνύουν πως έχουν παρόν και οραματίζονται ένα μέλλον μακριά από γραφικές αντιπαραθέσεις και εκατέρωθεν εχθροπραξίες με τον Geoff Tate. O καθένας έχει τραβήξει τον δρόμο του και η μπάντα δείχνει πως έχει αφήσει προ πολλού τα δύσβατα κα κακοτράχαλα μονοπάτια των προηγουμένων ετών. Η ουσιαστική επανασύσταση μπορεί να ήρθε με το “The verdict” αλλά θέλω να πιστεύω πως η πραγματική αναγέννηση έχει ως εφαλτήριο το “Digital noise alliance”.  Κοινό χαρακτηριστικό της συντριπτικής πλειοψηφίας όλου του υλικού τα εξαιρετικά δομημένα και to the point κιθαριστικά solos, με τον Wilton να συνεργάζεται εκ νέου με τον Mike Stone μετά από χρόνια και το αποτέλεσμα να είναι αρκούντως εντυπωσιακό, τα πιασάρικα refrain, η πολύ προσεγμένη δουλειά που έχει γίνει στις ενορχηστρώσεις που κρατούν την λιτή δομή τους και οι μεστές ερμηνείες των πέντε μουσικών. Ο πρώην KAMELOT Casey Grillo πίσω από τα τύμπανα αναβαθμίζει αισθητά το αποτέλεσμα, ο δε La Torre –έχοντας ενσωματωθεί πλήρως στο roster των prog metallers, καταρρίπτει κάθε κακεντρεχές σχόλιο περί στείρου μιμητισμού του προκατόχου του και η πληθωρική του ερμηνεία είναι ευδιάκριτη σε κάθε νότα που ερμηνεύει.

Αν θέλουμε να σταχυολογήσουμε την αφρόκρεμα του “DNA” θα στεκόμασταν κατά τι παραπάνω στα “In extremis”, “Lost in sorrow”, “Out of the black” που κρατούν άσβεστη την φλόγα του σχήματος, βουτάνε νοητά στα έπη του παρελθόντος και ηχούν ως μια σύγχρονη  -και πολύ επιτυχημένη- εκδοχή των “Operation: Mindcrime” και “Empire”. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως οι επτά πρώτες συνθέσεις στέκονται σε εξαιρετικό –υπεράνω κάθε προσδοκίας- επίπεδο για να έρθει η μπαλάντα “Forest” να “ηρεμήσει” λίγο τα πνεύματα και στην συνέχεια τα δύο επόμενα να ηχούν ένα επίπεδο πιο κάτω, δίχως αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη πως κινούνται ρε ρηχά νερά. Αν βρισκόντουσαν σε κάποιο από τα προηγούμενα τους άλμπουμ θα πανηγυρίζαμε… Είναι όμως η σύνθεση που κλείνει ιδανικά την αυλαία και σφραγίζει εμφατικά έναν υπέροχο από κάθε άποψη δίσκο. Αναφέρομαι στο “Tormentum” που μέσα σε κάτι παραπάνω από επτά λεπτά αναδεικνύει όλα τα μεθυστικά αρώματα που αναδύονται από τον μαγικό ζωμό των Αμερικανών. Το τρία πρώτα λεπτά αποτελούν τον ορισμό του στακάτου, ριφάτου metal the ‘ryche way και αμέσως μετά ξεκινά η παράνοια. Εφιαλτική ατμόσφαιρα που παραπέμπει ευθαρσώς στο “Operation…”, πειραματισμός στο full, η αποθέωση του progressive metal και αυτές οι κιθαριστικές γραμμές που σου σκίζουν τα σωθικά… Έπος πραγματικό. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για το “Behind the walls”, ουσιαστικά η αιτία που ακούγοντας το πολλοί μπήκαμε στο mood πως το πολυαναμενόμενο άλμπουμ των QUEENSRYCHE θα αποτελούσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορική τους διαδρομή από το πολύ μακρινό 1981. Μοναδική στιγμή έμπνευσης!

Επιμύθιο. Το συναίσθημα υπερίσχυσε της λογικής. Το “οπαδιλίκι” αρνείται κόφτες. Η καρδιά προτάσσει αυτό που το μυαλό βάζει προσκόμματα. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε από το 1994 και το “Promised land” να άκουσα με άκρατο ενθουσιασμό και να “ταυτίστηκα” τόσο πολύ με δίσκο των QUEENSRYCHE. Aκόμα και το πολύ αξιόλογο “The verdict” διέθετε στιγμές που δεν με συγκίνησαν ιδιαίτερα. Εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. To “Digital noise alliance” είναι ένα μουσικό έργο που όχι μόνο χαρίζει στους πικραμένους οπαδούς τους ανείπωτη χαρά και ευτυχία αλλά παράλληλα επαναφέρει τους δημιουργούς του για τα καλά στο σύγχρονο μεταλλικό γίγνεσθαι… Τι μαγεία Θεέ μου!!!

8,5 / 10

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

Το μεγαλύτερο κέρδος τελικά της post-Tate εποχής, είναι ότι στο πρόσωπο (στην φωνή καλύτερα) του Todd La Torre βρήκαν έναν τραγουδιστή που στα live αποδίδει ΤΕΛΕΙΑ οποιοδήποτε QUEENSRYCHE track της golden era (μέχρι το “Promised Land δηλαδή). Και σίγουρα δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και δισκογραφικά, από το 2013, το επίπεδο  έχει ανέβει συνθετικά (συγκριτικά πάντα με τα προηγούμενα albums που δεν ακούγονται).

Σε αυτό, το 4ο album με τον La Torre, τα πρώτα 5 τραγούδια (“In Extremis” , “Chapters”, “Lost In Sorrow”, “Sicdeth”, “Behind The Walls”) όλα σε προετοιμάζουν για τον μάλλον καλύτερο δίσκο της νέας QUEENSRYCHE εποχής. Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο όμως που αυτό δεν συμβαίνει ποτέ τελικά , ακριβώς γιατί από εδώ και μέχρι το κλείσιμο του album η ισορροπία χάνεται. Τολμώ να πω μάλιστα πως μου δίνουν την εντύπωση πως μερικές συνθέσεις ακούγονται ακόμα και βιαστικά δομημένες/τοποθετημένες. To “Nocturnal Light” ακούγεται σαν ένα φτηνό filler, τo “Out Of The Black”, ενώ ξεκινάει και φτιάχνεσαι με αυτό το απόλυτo QUEENSRYCHE feeling, τελικά αξίζει μόνο το (φανταστικό) κουπλέ. Στο “Forest” που ακολουθεί, αν πίστευαν πως κάπως έτσι θα ηχούσε το νέο “Silent Lucidity”, τότε μάλλον απέτυχαν στον σκοπό τους, ενώ στο “Hold On” έχουμε το ίδιο παρόμοιο structure, που παρότι ξεκινά με ένα συμπαθητικό προς καλό κουπλέ, το ρεφρέν καταλήγει δυστυχώς να ακούγεται απόλυτα κωλομελιφάτο. Όσο για το “Tormentum”, γίνεται κανονικό QUEENSRYCHE τραγούδι από τα παλιά μετά το bridge και αφού δηλαδή έχουν περάσει ήδη 3 λεπτά…

Ακόμα βέβαια αναρωτιέμαι ποιος είχε τη «φοβερή» ιδέα να κλείνει το album με την διασκευή στο “Rebel Yell” του Billy Idol… Εντελώς ανούσια και πιο βαρετή από την βαρεμάρα , το μόνο που συνειδητοποιείς ακόμα μια φορά, είναι το πόσο «εύπλαυστη» είναι η φωνάρα του La Torre, έχοντας την ικανότητα τελικά να τραγουδήσει ό,τι θέλει, από οποιοδήποτε είδος μουσικής.

In conclusion, αν και απεχθάνομαι τα μισά (,5) στις κριτικές, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το 6,5 όντως θα του άξίζε περισσότερο και θα έδινε καλύτερα την όλη εικόνα. Η αγάπη μου όμως για την μπάντα (το όνομα και οι αναμνήσεις εννοώ) δίνει τελικά λίγο παραπάνω.

7 / 10

Γιώργος Φακίνος

Οι QUEENSRYCHE συμπληρώνουν αισίως 10 χρόνια με τον Todd La Torre και αυτό είναι το τέταρτο studio άλμπουμ τους μετά την επεισοδιακή ρήξη με τον εμβληματικό πρώην τραγουδιστή τους, Geoff Tate. Για όσους αρέσκονται στα στατιστικά, το “Digital noise alliance” σηματοδοτεί και το επίσημο ντεμπούτο του Casey Grillo πίσω από τα τύμπανα (όσον αφορά τη δισκογραφία των Αμερικανών). Δεν ξέρω για εσάς αλλά εγώ προσωπικά ανήκω σε εκείνη τη μερίδα οπαδών της μπάντας, όπου ναι μεν θεωρώ τους δίσκους με τον La Torre αξιόλογους και στο σωστό δρόμο αλλά από την άλλη χαρακτηρίζονται από ένα μάλλον τυπικό στυλ, από ένα generic feeling που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικανοί. Με άλλα λόγια, λείπει το στοιχείο του πειραματισμού και του καλλιτεχνικού ρίσκου που τόσο πολύ αγαπούσαμε με τον Tate. «Δηλαδή, ρε Νίκα, τι θέλεις; Ένα ακόμη “Dedicated to chaos”;», θα ρωτήσει εύλογα κάποιος. Εννοείται όχι…χίλιες φορές όχι! Αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ…

Το ”Digital noise alliance” καταφέρνει να παντρέψει αυτούς τους δύο κόσμους σε ικανοποιητικό αν και όχι σε απόλυτο βαθμό. Πιθανότατα μιλάμε για τον καλύτερο δίσκο με τον La Torre πίσω από το μικρόφωνο. Αν δεν είναι αυτό, τότε σίγουρα είναι στα ίδια επίπεδα με το “The verdict”. Δεν είμαι σίγουρος. Γι’ αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι το “DNA” είναι ποικιλόμορφο, ουσιαστικό και σαφώς καλλιτεχνικά πιο ενδιαφέρον σε σχέση τουλάχιστον με την ομώνυμη δουλειά και το “Condition human”. Ο La Torre είναι ξεκάθαρα σε μεγάλη φόρμα, ο Wilton καταθέτει μερικά από τα καλύτερα solos του, ο Jackson με τον Grillo συνεργάζονται άριστα ενώ ο…στρατιώτης των ‘RYCHE, o Mike Stone είναι πάντα εκεί για να στηρίζει την προσπάθεια όποτε χρειαστεί. Μου άρεσε σε υπερθετικό βαθμό ο πειραματισμός στο “Forest”, μία μελαγχολική μπαλάντα που μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω και δηλώνω μεγάλος οπαδός του “Behind the walls” (το τρίτο πιο αγαπημένο μου κομμάτι της La Torre εποχής μετά τα “Guardian” και “In this light”). Αν όμως θα έπρεπε να παραθέσω ένα και μόνο highlight σε ολόκληρο το δίσκο αυτό θα ήταν με διαφορά το “Tormentum” που κλείνει το δίσκο αφού τα prog περάσματα με τις μελωδικές γραμμές των φωνητικών του La Torre «δένουν» απίστευτα και προσφέρουν ένα φανταστικό τελικό αποτέλεσμα.

Θα προτιμούσα καλύτερο ήχο στα τύμπανα και να έλειπε η χιλιοακουσμένη διασκευή στο “Rebel yell” αλλά ας μην είμαστε γκρινιάρηδες. Το “Digital noise alliance” είναι μία ακόμη σημαντική προσθήκη στο δισκογραφικό DNA των ‘RYCHE και μόνο χαρούμενοι μπορούμε να είμαστε για αυτό.

8 / 10

Σάκης Νίκας  

Δυόμιση χρόνια ύστερα από το “The verdict”, το οποίο επανασύστησε τους QUEENSRYCHE για όσους, καλή ώρα, νόμιζαν πως δεν έχουν πλέον κάτι αξιόλογο να προσφέρουν, έχουμε στα χέρια μας το νέο και πραγματικά πολύ δυνατό, “Digital noise alliance”, που συνεχίζει στο ίδιο μονοπάτι με τον προκάτοχο, με περισσότερη αυτοπεποίθηση και ευρηματικότητα δείχνοντας ξεκάθαρα προς το μέλλον της μπάντας. Είναι πιστεύω αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι QUEENSRYCHE του τωρινού line-up εκπλήσσουν, παρασέρνουν και παραμένουν πιστοί σε (σχεδόν) όσα πρεσβεύει το τόσο σημαντικό και ιστορικό αυτό όνομα. Χωρίς να μιλάμε για ένα αριστούργημα, μπορούμε ασφαλώς να πούμε πως η μπάντα έχει έναν λόγο ύπαρξης πέρα από την αναπαραγωγή των τόσο αγαπημένων επιτυχιών που έκαναν τους QUEENSRYCHE household name. 

Πρώτη παρατήρηση είναι πως δεν μιλάμε καθόλου για έναν εύκολο δίσκο που ακούγεται μονομιάς, αφήνοντας τον ακροατή να βγάλει ένα ασφαλές συμπέρασμα. Προσωπικά, χρειάστηκα περισσότερες ακροάσεις από το σύνηθες για να αφουγκραστώ όλες τις λεπτομέρειες και για να με παρασύρει. Χωρίς να πρόκειται για ένα prog άλμπουμ, το “Digital noise alliance” είναι σίγουρα προοδευτικό, περιπετειώδες και πολυεπίπεδο. Αν μη τι άλλο, είναι αντιπροσωπευτικό αυτού που λέμε US metal – ένα άλμπουμ μελωδικό, τραχύ, επικό, τέρμα heavy αλλά και απαιτητικό και απρόβλεπτο με όλα τα συστατικά ενός “The warning” όσο και τους πειραματισμούς του “Promised land”. Ωστόσο, η μπάντα σήμερα δεν επαναλαμβάνεται ούτε όμως ανοίγει νέους δρόμους όπως έκανε κάποτε (ένα καλό άλμπουμ δεν χρειάζεται ούτως ή άλλως να αλλάζει κάθε φορά τους κανόνες του παιχνιδιού). Αυτό από μόνο του είναι ένα σοβαρό επίτευγμα. Η επόμενη παρατήρηση είναι πως ο Todd La Torre έχει αποκτήσει με το “Digital noise alliance” την σιγουριά που ίσως έλειπε παλιότερα και πλέον η φωνή του και το στυλ του έχουν κολλήσει άψογα με το σύνολο. Επιπλέον, η μεταγραφή του Casey Grillo στα τύμπανα αποδεικνύεται ιδανική καθώς μιλάμε για έναν θηριώδη αλλά και σκεπτόμενο ντράμερ που εξαίρει το συναίσθημα όσο και δυνατές εντάσεις. Εν ολίγοις, η μπάντα έχει αποκτήσει μια συνοχή και χημεία, γεγονός που ακούγεται στις έντεκα (τι τη θέλουν τη διασκευή;) πολύ καλογραμμένες και προσεγμένες συνθέσεις. Μπορεί και να μιλάμε για τους QUEENSRYCHE version 2.0 αν θέλετε. 

Τρίτη παρατήρηση: με εξαίρεση το κάπως αδιάφορο “Forest”, δεν περισσεύει ούτε λείπει ένα μελωδικό και δυνατό ρεφραίν. Τα ριφ και οι lead κιθάρες ηχούν σαν ορμητικοί χείμαρροι, τα σόλο είναι μετρημένα αλλά έξυπνα και με υπέροχες δισολίες, τα μουσικά σκέλη απαιτητικά αλλά και πάλι προσεγμένα χωρίς πολλά-πολλά, με την έμφαση να δίνεται στο τραγούδι και τη μελωδία (ενίοτε ανεβαστική, ενίοτε σκοτεινή) στη κιθάρα, αλλά ειδικότερα στη φωνή του La Torre ο οποίος πιστεύω θα κλείσει πολλά στόματα μ’ αυτό το δίσκο και όχι μόνο επειδή είναι τόσο καλός στις trademark τσιρίδες. Λατρεύω τη χροιά του, την υφή της φωνής του στα ήρεμα όσο στα ακραία σημεία. Ο La Torre εδώ δείχνει πως κατέχει επίσης αρκετό συναίσθημα, κάτι που για μένα ήταν κάποτε το μεγαλύτερο ατού των QUEENSRYCHE και αυτό γιατί ο Geoff Tate τραγουδούσε κάθε στίχο και νότα μ’ ένα ερμηνευτικό βάθος και μια βαρύτητα που διαπερνούσαν τη ψυχή του ακροατή. Και ναι, εδώ θα βρείτε πολλά όμορφα λυρικά περάσματα αλλά είναι δύσκολο να μην πάει ο νους στο συναίσθημα του Tate. Αν έχω λοιπόν ένα παράπονο από τους QUEENSRYCHE των τελευταίων τριών ετών είναι πως λείπει αυτός ο απλησίαστος λυρισμός και η ερμηνεία. Όσο και αν δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις και να χάνομαι στην παρελθοντολαγνεία, η μπάντα αυτή είναι για πάντα συνυφασμένη με μια μοναδική άποψη στο συναίσθημα και την ερμηνεία και δυστυχώς αυτό είναι κάτι που για μένα πάντοτε θα λείπει. Ακούστε για παράδειγμα το δεύτερο single “Forest”, την μοναδική, ας πούμε, μπαλάντα που ίσως θυμίσει “Silent lucidity”. Είναι το μοναδικό κομμάτι που περισσεύει και ο λόγος είναι κυρίως γιατί τέτοια κομμάτια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το ερμηνευτικό βάθος του Tate και Tate ήταν ένας. Πέραν όμως από αυτό το ένα παράπονο, δεν βρίσκω τον λόγο όχι να μην αρέσει, αλλά γιατί όχι, να σκαρφαλώσει πολύ ψηλά στη συνείδηση σας το “Digital noise alliance” και να αποτελέσει ένα από τα highlights του 2022.

8 / 10

Φίλιππος Φίλης

Οι QUEENSRŸCHE ανήκουν πλέον σε εκείνη την κλειστή κατηγορία συγκροτημάτων που πέρασαν από τεράστιες αποχωρήσεις/απώλειες μελών-συνθετών-masterminds μαζί με την ανάλογη σαπουνόπερα, αλλά κατάφεραν τελικά να ισορροπήσουν, και συνεχίζουν σήμερα την πορεία τους στην δισκογραφία με αξιώσεις. Κάτι σχετικό δηλαδή -τηρουμένων βέβαια των αναλογιών- με την περίπτωση των DREAM THEATER, των STRATOVARIUS ή των RIOT (V).

Και χαιρόμαστε πολύ όταν αυτό συμβαίνει επειδή αποδεικνύει ότι κάποιες μπάντες τελικά είναι τεράστιες και αποτελούν κάτι περισσότερο από το άθροισμα του συνόλου των μελών τους. Μεταλαμπαδεύεται έτσι ο ήχος και η μουσική τους ταυτότητα στις επόμενες εκδοχές τους, σαν μια διαρκή σκυταλοδρομία προς το μέλλον. Τροφή για σκέψη, το ενδεχόμενο μετά από χρόνια μπάντες με ισχυρό brandname/fanbase να συνεχίζουν στις δεκαετίες περίπου σαν τις αθλητικές ομάδες, δηλαδή ανανεώνοντας το line-up όσο οι παλαιοί αποσύρονται λόγω ηλικίας. Επειδή το επαγγελματικό lifespan μάλιστα ενός μουσικού είναι πιο μακροπρόθεσμο από αυτό ενός αθλητή, κάτι τέτοιο δύναται να πραγματοποιηθεί ομαλά με την βοήθεια των παλαιότερων. Ποιος ξέρει; Αλλά ας πούμε για το δίσκο!

Το “Digital Noise Alliance” από τις πρώτες νότες του “In Extremis” σου δείχνει τις διαθέσεις της μπάντας για ένα πραγματικό QUEENSRŸCHE άλμπουμ με στοιχεία από “Rage for Order”, “Operation Mindcrime” και “Empire”. Και ας το θεωρήσουν ιεροσυλία μερικοί, θα πω ότι αν άκουγα τυχαία στο ραδιόφωνο αυτό το τραγούδι ή για παράδειγμα το “Nocturnal Light”, το “Out of the Black” ή το “Lost in sorrow” θα έλεγα αμέσως “αυτό είναι QUEENSRŸCHE!”. Βοηθά πολύ φυσικά και η φωνάρα του Todd La Torre που στα πολύ ψηλά/ψηλά και μεσαία του ακούγεται ίδιος παλιός, καλός Geoff Tate. Και φυσικά η παρουσία των Wilton/Jackson. Υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία για συγκρότημα που έχει χάσει τουλάχιστον 2 «αναντικατάστατα» μέλη (και μέσα σε αυτά τον τραγουδιστή); Ναι, θα ακούσουμε από ορισμένους ότι δεν δημιουργούν πλέον νέο είδος μουσικής με κάθε δίσκο τους. Ναι, ίσως δεν ηγούνται πλέον της πρωτοπορίας του progressive metal σήμερα. Δεκτό. Όμως τι παραπάνω πρέπει να κάνουν οι QUEENSRŸCHE το 2022 στον 16ο δίσκο τους; Ένας τραγουδιστής που σε κάνει να μην καταλαβαίνεις την απουσία του Geoff Tate είναι μικρό κατόρθωμα; Οι ριφάρες και τα άπειρα ωραία leads που ακούμε και παραπέμπουν απευθείας σε εποχές “Empire” ή “Operation: Mindcrime“ είναι κάτι αμελητέο;

Τα πράγματα είναι απλά, ευτυχώς: το Digital Noise Alliance είναι ένα πλήρες, χορταστικό QUEENSRŸCHE άλμπουμ που τιμά το όνομα και την ιστορία της μπάντας, έχει πολλές καλές στιγμές μέσα, προσφέρει καλογραμμένο ποιοτικό prog/power με ταιριαστή παραγωγή, άψογα φωνητικά και εμπνευσμένα τραγούδια. Το “Tormentum” που κλείνει την κανονική ροή του δίσκου πριν την διασκευή που ακολουθεί είναι το κερασάκι στην τούρτα, αφού από τη μέση του και μετά μας πηγαίνει σε εκείνα τα μαγικά σκοτεινά μονοπάτια που αυτή η μπάντα ήξερε να δημιουργεί με την εντελώς δικιά της ατμόσφαιρα. Μόνη παραφωνία η εντελώς αχρείαστη διασκευή στο “Rebel Yell” που είναι κάπως εκτός κλίματος. Αν το είχαν κάνει οι GAMMA RAY ή οι HEAVENLY ίσως να ήταν ταιριαστό αλλά η συγκεκριμένη εκτέλεση παραείναι πανηγυρτζίδικη για QUEENSRŸCHE. Κατά τα αλλά, για εμένα το άλμπουμ είναι ένα μεγάλο “ΝΑΙ”. 

8 / 10

Δημήτρης Μελίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here