Τα Κριάρια από το Γκέτεμποργκ (ίσως η πιο αντρίκεια μπάντα της πόλης τα τελευταία… αμέτρητα χρόνια) επιστρέφουν με ένα δίσκο ο οποίος είναι σίγουρα αχτίδα φωτός, έμπνευσης και φρεσκάδας για τον παραδοσιακό μεταλλικό ήχο. Έναν ήχο που ούτε λίγο ούτε πολύ, οι RAM πλέον υπηρετούν πιστά 20 χρόνια, καθώς συμπληρώθηκαν φέτος από τη χρονιά της ίδρυσής τους. Οι RAM δεν το παίξανε ποτέ γραφικοί υπερασπιστές του παραδοσιακού ήχου όπως πάρα πολλοί κάνανε στη θέση τους, δε διαφήμισαν ποτέ τον ξεχωριστό ήχο που ΔΕΝ είχαν και άφηναν μια ζωή τη μουσική τους να μιλάει μέσα από αγνό, απέριττο, παραδοσιακό και πάντα καλοπαιγμένο, δυνατό και ουσιώδες πρωτόλειο ΧΕΒΙ ΜΕΤΑΛ. Ναι, με κεφαλαία και στα Ελληνικά για να το εμπεδώσει κι ο τελευταίος αμφισβητίας τους. Δεν μπορώ μέχρι και σήμερα να καταλάβω πως αυτοί και οι WOLF (ειδικά αυτοί) δεν έχουν λάβει πολύ μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα και κοινό να τους ακολουθεί και αντίθετα, αυτό συμβαίνει για παράδειγμα με τους ανεκδιήγητους ENFORCER. Οι RAM είναι τα πάντα εκτός από πρωτοπόροι, δεν μπορείς με τίποτα να τους προσάψεις διαφορετικότητα, καθώς ξεκάθαρα πατάνε σε ήχο που αγάπησαν από μικροί και που για κάποιο περίεργο λόγο στο κεφάλι τους, θεώρησαν ότι πρέπει να συμβάλλουν στο να διαιωνιστεί περαιτέρω.
Οι RAM ξεκάθαρα είναι τιμητές των JUDAS PRIEST και ειλικρινά δε μπορώ να βρω λόγο που αυτό θα έπρεπε να μας χαλάει όλους μας. Είμαι βέβαιος ότι μέσα στα χρόνια, τα δωμάτια τους ήταν γεμάτα με αφίσες του συγκροτήματος που έβαλε την έννοια του metal δίπλα σ’ αυτή του heavy που είχαν δημιουργήσει οι πατέρες BLACK SABBATH, πέφτανε στα γόνατα προσκυνώντας, οι κιθαρίστες σίγουρα τελειοποίησαν τις κινήσεις των Glen Tipton/K.K. Downing και όλοι και ιδιαίτερα ο τραγουδισταράς Oscar Carlquist έπαιρναν μετάνοιες κι έπιναν νερό, νέκταρ και τόνους από μπύρες στο όνομα και τη θέα του ενός και μοναδικού μεταλλικού ΘΕΟΥ Rob Halford. Η PRIEST-ίλα των RAM στα 6 πλέον άλμπουμ και ένα ΕΡ που έχουν κυκλοφορήσει, έχει εστιάσει ξεκάθαρα στην δεκαετία 1980-1990 με αφετηρία το “British steel” και τέρμα του δρόμου το “Painkiller”. Πολλές είναι οι φορές που νιώθεις ότι έχουν πάρει την ουσία ενός παλιού ύμνου του Ιερέα και τον έχουν φέρει στα μέτρα τους για να τιμούν την ύψιστη επιρροή τους, κι αντί να τους ψέξει και να τους κράξει ο καθένας, το κάνανε και συνεχίζουν και στο νέο τους δίσκο “The throne within” να το κάνουν με τέτοιο τρόπο που ρεαλιστικά μόνο θαυμασμό μπορούν να προκαλέσουν στο τέλος.
Να ξεκαθαρίσω ότι μιλώντας για την PRIEST-ική επιρροή τους, αυτή δεν περιλαμβάνει ηχητικά κι αισθητικά το αδικημένο “Turbo”, καθώς οι RAM ανέκαθεν διατηρούσαν μία δυναμική που βασιζόταν στα πυρακτωμένα λιωμένα μεταλλικά riff που πρώτα η ΠΡΙΣΤΑΡΑ θεμελίωσε. Οι RAM έχουν ΔΥΝΑΜΗ στον ήχο τους, θαρρείς ότι ακούγονται λες και σε παίρνουν όμηρο στην φρενήρη τους και αβίαστη απόδοση, σε κάνουν να υψώνεις γροθιές στον ουρανό με την μεγαλοσύνη που σου προσφέρουν και το πώς κάνουν την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά και περήφανα. Από το άνοιγμα του δίσκου με την RUNNING WILD αρχή και το αιφνίδιο μπάσιμο α λα “All guns blazing” του “The shadowwork” θα καταλάβεις ότι τα Κριάρια αυτή τη φορά δεν αστειεύονται και χτίζουν ένα δίσκο με κεκτημένη ταχύτητα από το επίσης φοβερό “Rod” που προηγήθηκε πριν 2 χρόνια. Γενικώς έχουν στρώσει τον κώλο τους από τη μέρα που τους ανέλαβε η Metal Blade (και να ξέρετε, ο Brian Slagel ΠΟΤΕ δεν κάνει λάθος σε επιλογές συγκροτημάτων) και έχουν κυκλοφορήσει 4 άλμπουμ σε 7 χρόνια, περιοδεύουν συνεχώς και δεν τεμπελιάζουν αλλά ρίχνουν πολύ σκληρή δουλειά.
Η σκληρή δουλειά αποδίδει καθώς ναι μεν συνεχίζουν να ακούγονται ως κλώνοι αλλά σε κάθε τους δουλειά προσθέτουν και δικά τους στοιχεία, ή προσπαθούν να ξεφύγουν από την PRIEST-ίλα. 9 κομμάτια και 49’ διάρκειας θα σας πείσουν ότι το “The throne within” δεν είναι απλά ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς, αλλά και ότι πάνω του μπορούν να χτίσουν (όπως κάνανε με το “Rod” πριν από το νέο άλμπουμ) και να γίνουν ακόμα καλύτεροι. Οι κιθάρες ξερνάνε συνέχεια riff και σολάρες και πρωταγωνιστούν σε σχεδόν ηγεμονικό ρόλο στις συνθέσεις τους, οδηγούν τα κομμάτια, τα χτίζουν από την αρχή ως το τέλος, η ρυθμική βάση ουσιώδης και φρενήρης όπου χρειάζεται και το μόνο που αλλάζει είναι σε σημεία ποιο PRIEST κομμάτι θα σου θυμίσουν, έτσι στο μυαλό σου θα ακούσεις τα κομμάτια σου και θα ετοιμάζεσαι να τραγουδήσεις το “Metal gods”, το “You’ve got another thing comin’”, το “The sentinel”, το “Ram it down”, το “Metal meltdown” και όποιο άλλο κλασικό έπος εντοπίσεις. Αυτή τη φορά οι RAM τιμούν ευθέως και τους VICIOUS RUMORS στο μεγάλο έπος του δίσκου, το σχεδόν 8λεπτο “No refuge”, το οποίο ακούγεται σαν το καλύτερο κομμάτι που δεν τραγούδησε ο κορυφαίος μεταλλικός τραγουδιστής όλων των εποχών, Carl Albert. Ακόμα κι εδώ όμως, σκάει σαν αμόνι το break στο 4ο λεπτό που σε στέλνει αδιάβαστο.
Είμαι παραπάνω από βέβαιος ότι ακόμα κι ο ίδιος ο Rob Halford που είναι πάντα ενημερωμένος για ότι μεταλλικό κινείται εκεί έξω, αν άκουγε το δίσκο, θα είχε ένα χαιρέκακο και σοβαρό μαζί χαμόγελο επιβεβαίωσης και στο τέλος θα χειροκροτούσε με το γνωστό του σοβαρό και ψαρωτικό ύφος και θα φώναζε με το κλασικό ύφος του “brilliant”. Το “Blades of betrayal” που έγινε το βίντεο του δίσκου ακούγεται σαν ο πολιορκητικός κριός, αλλά κανένα κομμάτι δεν υστερεί, αφήνεις απ’ έξω χωρίς ειδική αναφορά έπη τύπου “Fang and fur”, “The trap”, “Spirit reaper” (κολλητικό μέχρι αηδίας) ή το τελειωτικό “Ravnfell” με τη συμμετοχή του Alan “Nemtheanga” Averill (ο οποίος επίσης δεν συμμετέχει όπου να ’ναι και πολλάκις έχει αναφέρει τους RAM στις αγαπημένες του μπάντες); Το “The throne within” προς τέρψη και δικαίωση προσωπική για μένα που ουρλιάζω για την αξία τους χρόνια, βρήκε από την πρώτη ακρόαση του θέση στην 20άδα της χρονιάς, με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχει ελπίδα για τον κλασικό μεταλλικό ήχο σε εποχές που καλώς ή κακώς οι καλύτεροι δίσκοι είναι πάντα ακραίοι και σίγουρα αποτελεί ένα από τα τρία καλύτερα άλμπουμ που μας έχουν προσφέρει, κι ας ξέρω μέσα μου ότι το ντεμπούτο “Forced entry” δεν ξεπερνιέται.
Υ.Γ.: Αν οποιοσδήποτε ακούσει το “You all leave” και δεν ανατριχιάσει, δεν έχει καρδιά μέσα του. ΞΕΚΑΘΑΡΑ!
8,5 / 10
Άγγελος Κατσούρας