Δέκα χρόνια πέρασαν από το “Liebe ist fur alle da” και σχεδόν είχαμε χάσει την πίστη μας ότι θα υπάρξει διάδοχός του. Αμέτρητες συναυλίες για πάρα πολλά χρόνια, ένα best-of που πέρα από το leftover “Mein land” δεν είχε τίποτε άλλο να δείξει και… αυτά, τι άλλα νέα; Όλα καλά στο σπίτι; Όσο για τα projects που έφτιαξαν τα μέλη τους, παρηγοριές για τους άρρωστους ήταν, χωρίς να έχουν να προσφέρουν κάτι το ουσιαστικό.
Κάπου εκεί στις αρχές της χρονιάς έσκασε το νέο ότι είναι έτοιμο το νέο, ομότιτλο album τους, που σύμφωνα με τα λεγόμενά τους θα είναι και το τελευταίο. Και βρεθήκαμε σε αναμμένα κάρβουνα μετά από καιρό. Πως διάολο θα ήταν; Θα ήταν αντάξιο των προσδοκιών μας και θα άξιζε την αναμονή; Θα μπορούσε να σταθεί ισότιμα δίπλα στα προηγούμενα albums των RAMMSTEIN; Πολλά ερωτήματα που ζητούσαν απαντήσεις.
Το εναρκτήριο “Deutschland” πλέον το έχετε δει/ακούσει όλοι. Μιλάμε για ΕΠΙΚΟ τραγούδι με ένα larger-than-life chorus που σου μένει αξέχαστο και ένα video clip κανονική κινηματογραφική ταινία. Οι οιωνοί πριν δύο μήνες ήταν οι καλύτεροι δυνατοί. Πάνω-κάτω συνέβη το ίδιο και με το “Radio”, που με το groove του είναι καταδικασμένο να γίνει setlist standard στην επερχόμενη περιοδεία. Τι παίζει όμως και με τα υπόλοιπα τραγούδια του “Rammstein”;
Το “Zeig dich” το οποίο στιχουργικά αναφέρεται στη θρησκευτική πίστη είναι ένας ακόμη industrial metal δυναμίτης, που είναι αδύνατο να μη σε παρασύρει με την ορμή του. Κι εκεί που λες ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αριστουργηματικό album, αρχίζουν τα προβλήματα. Και αυτό γιατί τόσο το “Auslander” που μιλά για τη ζωή στις περιοδείες, όσο και το “Sex”, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το sequel του “Pussy”, είναι με τεράστια διάφορα τα ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ τραγούδια της καριέρας των RAMMSTEIN. Και κάπως έτσι τον ενθουσιασμό τον διαδέχεται ο σκεπτικισμός.
Το “Puppe” με την απόλυτα άρρωστη θεματολογία έρχεται να διορθώσει τα πράγματα και να σκάσει ένα γέλιο στο χειλάκι μας. Θα τολμούσα να πω μάλιστα ότι, λόγω στίχων, είναι από τα highlights του album και μετά την πρώτη ακρόαση, κάντε την χάρη να διαβάσετε τους στίχους. Στο ίδιο σκοτεινό επίπεδο κινείται και το (κυριολεκτικά) καταθλιπτικό “Was ich liebe”, που μουσικά θα μπορούσε να το είχε συνθέσει ο Άγιος Trent Reznor.
Συνεχίζουμε με τη μικρή σε διάρκεια μπαλάντα “Diamant”, όπου την φωνή του Till τη συνοδεύουν μόνο μια ακουστική κιθάρα, ένα τσέλο και τα πληκτρα του Flake και η οποία είναι απλά αδιάφορη. Το “Weit weg” από την άλλη είναι ένα ακόμη RAMMSTEIN classic, με τα διαστραμμένα πλήκτρα του Lorenz να πρωταγωνιστούν και πάλι και το σύνολό του να ακούγεται λες και βγήκε από την “Rosenrot” era.
Το “Tattoo” θυμίζει επίσης κάτι από τα παλιά και ειδικά από το ντεμπούτο τους “Herzeleid”. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το σύγχρονο αδερφάκι του “Wollt ihr das bettin flammen sehen?”. Και το album κλείνει με το mid-tempo “Hallomann”, που αποδεικνύεται πολύ flat για να κλείσει το comeback των Rammstein. Ένα άδοξο τέλος λοιπόν.
Ας κάνουμε και το ταμείο, μετά τις πολλοστές ακροάσεις, ώστε να διαμορφώσουμε και τη βαθμολογία. Σε 46 λεπτά μουσικής, έχουμε έντεκα τραγούδια, εκ των οποίων τρία αριστουργηματικά, τέσσερα πολύ καλά, δύο μέτρια και δύο απαράδεκτα. Τα δύο τελευταία δε, βρίσκονται ακριβώς στη μέση και δημιουργούν μια πολύ μεγάλη κοιλιά, αδυνατίζοντας σημαντικά το τελικό αποτέλεσμα. Η βάση λοιπόν ξεπεράστηκε. Αλλά μόνο αυτό ήταν το ζητούμενο από ένα τέτοιο, τεράστιο συγκρότημα;
Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι που μπήκατε στον κόπο να διαβάσετε αυτές τις γραμμές έχετε ήδη αγοράσει/προπαραγγείλει το “Rammstein”, έχοντας ακούσει μόνο τα δύο δείγματα που αποτέλεσαν τους προπομπούς του. Επιπλέον, αρκετοί από εσάς έχετε ήδη αγοράσει εισιτήριο για να τους παρακολουθήσετε επί σκηνής σε κάποια ημερομηνία της επερχόμενης, sold-out περιοδείας τους. Άρα ο παρακάτω βαθμός μπορεί να μη σας λέει και απολύτως τίποτα. Για εμένα όμως, που απαιτώ μόνο το καλύτερο από τη Βερολινέζικη εξάδα, αυτή εδώ η δουλειά αποτελεί και την χειρότερη στη δισκογραφία τους. Τα είπα, ξεθύμανα, πάω τώρα να ψάξω τον επόμενο προορισμό για να τους ξαναδώ ζωντανά.
6,5 / 10
Γιώργος Κόης