Δεν πέρασε και πολύς καιρός από το “Burn the night”, n’est pas? Τρία χρόνια ήταν αυτά. Χρόνος ιδανικός, πρώτον για να μη χαθεί το momentum, δεύτερον να φτάσει στα ύψη η ανυπομονησία από πλευράς κοινού και τρίτον για έχει την άνεση η ίδια η μπάντα να δουλέψει σωστά για το επόμενο βήμα της. Αν δεν είχες παρακολουθήσει τους Καναδούς από το πρώτο τους βήμα, δώσε μου λίγο «τράτο» να σε κατατοπίσω για το τι προηγήθηκε. To “Burn the night” ήταν τόσο εντυπωσιακό, που «έσκασε» σαν «βόμβα μεγατόνων» σε έναν χώρο ο οποίος μετρούσε ήδη αναρίθμητες κυκλοφορίες και έπασχε από κορεσμό. Αναφέρομαι φυσικά στο NWOTHM, το οποίο πρέπει κάποια στιγμή επιτέλους να πάψει να ονομάζεται έτσι, γιατί όχι απλά πάλιωσε, αλλά «μούχλιασε». Τέλος πάντων, άλλη συζήτηση αυτή, ας επιστρέψουμε στους RIOT CITY.
Για ποιον, ή για ποιους λόγους, εντυπωσίασε το ντεμπούτο τους; Γιατί περιείχε κλασσικότροπο metal, όπως ίσως είχαμε ξεχάσει πως μπορεί αυτό να παιχτεί όταν δεν υπάρχουν προσμίξεις, εξωγενείς παράγοντες να το επηρεάζουν ή αποπροσανατολιστικά διλήμματα. Ολόκληρη η κληρονομιά των JUDAS PRIEST ακουγόταν μέσα από τα τραγούδια του, ξέχωρα απ’ το Priest-ικό εξώφυλλο που μιλούσε και μιλά ακόμη από μόνο του. Να αναφέρω τις εξόφθαλμες RIOT… «παραπομπές»; Περιττόν. Όπως καταλαβαίνεις, το άλμπουμ εκείνο αποτελούσε «παράδεισο» για όλους εμάς οι οποίοι χαιρετίσαμε μεν τη «γένεση» και την άνοδο του NWOTHM, ωστόσο δε νιώθαμε και τόσο «άνετα» με την υπάρχουσα, τελματωμένη κατάσταση και κυρίως, δε μπορούσαμε να υιοθετήσουμε και να συμμεριστούμε τον άκρατο ενθουσιασμό μεγάλης μερίδας συντακτών, οπαδών και λοιπών κοινωνικών ομάδων, προς οτιδήποτε κυκλοφορούσε και αντιμετωπιζόταν ως «αριστούργημα». Κάτι που ακόμη γίνεται, αλλά… θου, Κύριε!
Σε εκείνο το «κλίμα», καλλιεργήθηκαν μεγάλες προσδοκίες για τον διάδοχο του “Burn the night”, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω τα πήγε περίφημα σε εμπορικό επίπεδο. Προσδοκίες που λογικά θα δημιούργησαν ένα κάποιο άγχος στη μπάντα, δε χωρά καμιά αμφιβολία πάνω σ’ αυτό, εκτός αν μιλάμε για ανθρώπους που δεν κυλά αίμα στις φλέβες τους. Λαμβάνοντας αυτό σαν περίπου «δεδομένο», καταλήγω στο συμπέρασμα πως οι Καναδοί ανήκουν στο κομμάτι του πληθυσμού, που παίρνει την όποια πίεση και τη μετατρέπει σε κινητήριο δύναμη προς κάτι καλύτερο. Εν προκειμένω δε, σε έμπνευση. Όντες σε επαφή με τους ιθύνοντες της εταιρείας όλο αυτό το διάστημα, στην όποια ερώτησή μας σχετικά με το πού βρίσκεται η διαδικασία της σύνθεσης του νέου δίσκου και ποια τα πρώτα, αλλά και τα μετέπειτα, δείγματα, η απάντηση που λαμβάναμε ήταν μια: «Υπομονή λίγο καιρό και θα δείτε». Μια απάντηση που ουσιαστικά «καθρέπτιζε» το νέο υλικό και ενέτεινε τη γλυκιά αγωνία.
Αναμονή τέλος όμως, καθώς το “Electric elite” βρίσκεται καιρό τώρα στα χέρια του γράφοντος. Όπως πάντα, ήθελα να έχω όσο το δυνατόν περισσότερη άνεση, ώστε να κάνω το άλμπουμ «κτήμα» μου, να αφομοιώσω κάθε πτυχή του και να διακρίνω κάθε λεπτομέρειά του, δίχως να κινδυνεύω να πέσω στο ολίσθημα της «επιπόλαιης κριτικής», που τόσο «μαστίζει» τον δικό μου χώρο. Έτσι, αναρίθμητες ακροάσεις μετά, δύναμαι πλέον να καταθέσω την άποψή μου χωρίς ουδεμία δεύτερη σκέψη, με τις λέξεις να γράφονται σαν το γάργαρο νερό που κυλά, δίχως να βρίσκει το παραμικρό εμπόδιο στη γη. Με τη μουσική των οκτώ τραγουδιών που το απαρτίζουν, να «παίζει» από μόνη της στο μυαλό μου. Τόσο πολύ «ρούφηξα» το “Electric elite”.
Το βρετανικό ατσάλι των JUDAS PRIEST, εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή ενέργειας για τους ανανεωμένους, με νέα σύνθεση, Καναδούς. Το πόσο «φέρνει» το “Electric elite” στο “Defenders of the Faith”, δε λέγεται! Πάντα μαζί του, το αντίστοιχο αμερικανικό των RIOT της “Thundersteel” και “The privilege of power” περιόδου. Υπάρχουν όμως και νέα κομμάτια σε αυτό το ιδιότυπο, μουσικό puzzle, που δε χρειάζεται και ιδιαίτερη ικανότητα ώστε να τα διακρίνει κανείς. Αυτά είναι συγκροτήματα «ομόσταβλα» (ή «ομόσταυλα», ανάλογα πότε πήγες σχολείο) όπως οι TRAVELER, οι STRIKER, οι AIR RAID και οι ENFORCER. Λογικό κατ’ εμέ το τελευταίο, αφού ο Olof Wikstrand είναι υπεύθυνος για τη μίξη του άλμπουμ κι εκτός αυτού, μιλάμε για μια μπάντα επιδραστική όσο λίγες τα τελευταία 10-15 χρόνια, είτε μας αρέσει αυτό, είτε όχι. Όπως είναι επίσης λογικό, πάλι κατά τη δική μου άποψη, να επηρεάζεται κάποιος που θέλει να παίξει «κλασσικώ τω τρόπω» και είναι στην ηλικία των RIOT CITY, από τους… HAMMERFALL.
Αν σε παραξενεύει αυτό που μόλις έγραψα, δεν έχεις παρά να ακούσεις κάπως πιο προσεκτικά κομμάτια σαν το επικό, άκρως συναυλιακό “Tyrants” ή το “Paris nights”. Νομίζω θα εκπλαγείς. Γενικότερα, οι συνθέσεις, πιστοποιούν την εμφανέστατη αναβάθμιση την οποία έχουν υποστεί οι Καναδοί. Ποικίλουν από ταχύτατες σε αργές και επιβλητικές, μην εμπεριέχοντας filler ούτε για δείγμα, την ώρα που τα δύο «μεγάλα» κομμάτια (“Ghost of reality” και “Severed Ties”), φανερώνουν ίσως τη θέληση του group να επεκτείνει τα όριά του και παράλληλα να δείξει πως μπορεί να «μαγέψει» το κοινό και με έναν πιο ατμοσφαιρικό, υποβλητικό τρόπο. Καλοδεχούμενες τέτοιες αλλαγές, επικροτώ και ενθαρρύνω! Ο καλλιτέχνης πρέπει να πηγαίνει κατά πού προστάζουν και οδηγούν η έμπνευση και το ταλέντο του.
Ο νέος τραγουδιστής, Jordan Jacobs, είναι το μεγάλο στοίχημα που οφείλει το group να κερδίσει. Ο λόγος; Στο “Burn the night”, τα υψίφωνα φωνητικά του Cale Savy, ο οποίος πλέον έχει επικεντρωθεί στα κιθαριστικά του καθήκοντα και στα δεύτερα φωνητικά, είχαν προκαλέσει αίσθηση. Ο Jacobs τώρα, εξίσου ικανός στις υψηλές συχνότητες μα και πολυσύνθετος, ανεβάζει ακόμη πιο ψηλά τη «μπάρα» και τραγουδά στα «κόκκινα». Βασικά, ολόκληρος ο δίσκος είναι στα «κόκκινα», όλοι παίζουν σαν αφιονισμένοι, η παραγωγή είναι η ανάλογη, αλλά στέκομαι στον Jacobs γιατί είναι τόσο εντυπωσιακός, που αλήθεια, θα ήθελα πολύ να δω αν καταφέρει να «μεταφέρει» αυτές τις τεράστιες ερμηνείες στην σκηνή. Αν το κάνει και οι υπόλοιποι ακολουθήσουν σε απόδοση, τότε μπορούμε από τώρα να είμαστε βέβαιοι πως, Θεού θέλοντος, στην εμφάνισή τους στο επερχόμενο Up the Hammers, η μπάντα θα μας αφήσει άναυδους και αυτός θα είναι το νέο φωνητικό φαινόμενο των ημερών μας.
Εμπνευσμένοι, ενθουσιώδεις, ορμητικοί όσο ένας φέρελπις νέος που θέλει να καταπλήξει και να δείξει τι αξίζει, μα παράλληλα ώριμοι όσο ένας βετεράνος του χώρου, έχων τον «αέρα» ηγέτη, οι RIOT CITY μου δίνουν κάθε δικαίωμα να ισχυριστώ πως το ολοκαίνουργιό τους δημιούργημα, είναι αδικημένο από τον Χρόνο. Ναι, αυτός είναι ο πλέον κατάλληλος χαρακτηρισμός, για έναν δίσκο που θα έπρεπε να έχει κυκλοφορήσει όχι το 2022, αλλά το 1989 και να έχει ήδη τη δική του θέση δίπλα στους μεγάλους του US metal. Τέτοιο είναι το υλικό του, τέτοια η δυναμική του και η «αύρα» του. Η «αύρα» του εν δυνάμει κλασσικού. Μοναδικό «ψεγάδι», στην κρίση του λεπτολόγου (aka «ψείρας») που υπογράφει το παραπάνω κείμενο, η παραγωγή στα τύμπανα, ο ήχος των οποίων θα μπορούσε να είναι πιο δυναμικός, δίχως να θυμίζει τον αντίστοιχο «άνευρο» του τελευταίου ENFORCER… κύριε Wikstrand. Κατά τα λοιπά… a modern classic.
9,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος