Ας μου επιτραπεί ένας διαφορετικός πρόλογος…
Τον τελευταίο καιρό, λόγος πολύς γίνεται για συγκροτήματα που συνεχίζουν χωρίς τους αδιαφιλονίκητους ηγέτες τους, αυτούς που ήταν οι βασικοί ως και αποκλειστικοί συνθέτες της μουσικής τους, αυτούς που δημιούργησαν την σπουδαία κληρονομιά τους. Άλλοι αποδοκιμάζουν, άλλοι επικροτούν, κάποιοι δεν έχουν πρόβλημα τηρώντας μια πιο ουδέτερη στάση, ενώ κάποιοι άλλοι θυμίζουν ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα. Τους RIOT V όμως, δεν τους αγγίζει όλο αυτό.
Κανείς δε δύναται να αμφισβητήσει και να αμφιβάλει για τις «αγαθές προθέσεις» τους, για την συνθετική αξιοπιστία τους, ούτε να εγείρει ζητήματα «ηθικής». Κουβαλούν σαν φυλαχτό την έγκριση και την «ευχή» τόσο του ιδίου του Mark Reale, που τους την έδωσε όταν ήταν ήδη πολύ άρρωστος, όσο και του πατέρα του, Tony. Αποτελούνται κατά πλειοψηφία από ανθρώπους που έχουν τους RIOT στο DNA τους, που ήταν παρόντες όταν μαζί με τον Reale γραφόταν Ιστορία, που ήταν όχι απλοί συνεργάτες, αλλά κάτι περισσότερο… ήταν φίλοι του. Η αλλαγή δε του ονόματος, τους τίμησε ακόμη περισσότερο. Τούτων λεχθέντων, ουδένας έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει σ’ αυτούς τους μουσικούς να συνεχίσουν, τιμώντας τη μνήμη και την κληρονομιά του φίλου και μέντορά τους.
Αρκετά όμως με το παρελθόν και τις φιλοσοφικές συζητήσεις. Ήθελα να τα γράψω αυτά, έπρεπε να τα ξεκαθαρίσω, έγινε, προχωράμε. Περισσότερα για ανάλογες, παρόμοιες περιπτώσεις, έχει ο Σάκης Φράγκος στο αντίστοιχο podcast. Πάμε τώρα στο “Mean streets”, τον δίσκο που δείχνει να σπάει μια τρομερή «κατάρα»… Ποτέ ξανά οι RIOT, σε μια πορεία σχεδόν μισού αιώνα, δεν είχαν την ίδια σύνθεση για παραπάνω από δύο άλμπουμ. Ταλανίζονταν από αποχωρήσεις μελών, περισσότερο απ’ όσο ταλανιζόταν ο Σίσυφος, όταν ανέβαζε τον βράχο του γνωστού μύθου. Αντίθετα στους RIOT V υπάρχει σταθερότητα, ομόνοια, κοινό όραμα και η μπάντα περισσότερο με παρέα ή οικογένεια μοιάζει, παρά με μουσικό σχήμα.
Για κάποιον που ξέρει, αγαπά και ακολουθεί τη μπάντα, ο τίτλος και το εξώφυλλο, δημιουργούν όμορφους συνειρμούς και εξίσου όμορφες εικόνες. Τραγούδια και στίχοι του παρελθόντος αποτυπώνονται τέλεια στη ζωγραφική του (δεν θα αποκαλύψω το παραμικρό). Ο Johnny με την παρέα του (πέντε τον αριθμό, όσα και τα μέλη της μπάντας) καβαλούν τις μηχανές και ξεχύνονται στους νυχτερινούς δρόμους. Στους δρόμους που ήταν πάντα το «σπίτι» τους. Εκεί όπου δημιουργήθηκαν, ανδρώθηκαν και μεγαλούργησαν, στους «δρόμους» όπου ανησύχησαν και πόνεσαν, στους «δρόμους» όπου τελικά αναγεννήθηκαν.
Και η μουσική; Η μουσική, δε θα μπορούσε παρά να είναι εξαιρετική! Άλλωστε, για RIOT V μιλάμε, το συνθετικό όραμα είναι όσο γίνεται πιο κοντά σε εκείνο του Mark… Tο συγκρότημα πατά γερά στην περίοδο 1988-1990 (“Thundersteel”/”The Privilege of power”), με περισσότερες από ποτέ αναφορές σε προηγούμενα πεπραγμένα. Έτσι, μαζί με σαρωτικές, ταχύτατες και λυρικές US power metal συνθέσεις (εκ των οποίων η ομώνυμη είναι ένα ακόμη «τέκνο» του “Johnny’s back”), θα ακούσεις και τραγούδια σαν το “Feel the fire” με το a la “Grinder” riff (οι JUDAS PRIEST σε νυχτερινή βόλτα στην Sunset Strip), το “Mortal eyes” που είναι το “Loanshark” του 2024, το “Lost dreams” που «τρέχει» σαν το “Fire down under”, την αυθεντική rock-ιά του “Lean to it”…
Υπάρχουν όμως και μεγάλες εκπλήξεις. Το “Before this time”, έχει κιθάρες και φωνητικές γραμμές που ανήκουν, το δίχως άλλο, στο “The brethren of the Long House” και στο “Inishmore”. Επιτέλους! Πόσο μου έλειψε αυτό το πέρασμα από την εξίσου «χρυσή» εποχή του Mike DiMeo! Το “Open road” θα λογίζεται από δω και στο εξής ισάξιο του “Take me back”, ενθουσιάζοντας όλους τους φίλους του μελωδικού hard rock, που προσκυνούν μπάντες σαν τους TALISMAN! Και τέλος, έχουμε το “No more”. Τέτοιο κομμάτι, προσωπικά, θα περίμενα να το ακούσω από τον πάλαι ποτέ εμπνευσμένο Yngwie J. Malmsteen, με τον Boals ή τον Turner στο μικρόφωνο. Ή έστω από τους AT VANCE! Όχι από τους RIOT V.
Κοιτάζοντας άλλες παραμέτρους του album, βλέπουμε πως η παραγωγή είναι η καλύτερη που είχαν ποτέ οι RIOT V, από τότε που πάτησαν ξανά το γκάζι. Θα ομολογήσω πως θα ήταν ακόμη καλύτερη με μια πιο «βρώμικη» προσέγγιση στον ήχο, αλλά ok, δεν παραπονιέμαι. Επίσης, δεν υπάρχει ούτε ένα μέλος του group που να μην έχει καταθέσει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό. Οι κιθάρες των Mike Flyntz/Nick Lee είναι απίστευτα εμπνευσμένες και μελωδικές, χωρίς να χάνουν τη δυναμική τους, το μπάσο του Donnie Van Stavern τις υποστηρίζει άψογα, τα τύμπανα του βιονικού Frank Gilchriest καθηλώνουν και τα φωνητικά είναι εκπληκτικά. Ο Todd Michael Hall συναντάται εδώ στις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, ο άνθρωπος αυτός είναι σαν το «παλιό, καλό κρασί» και αν αναλογιστεί κανείς σε ποια άλμπουμ έχει τραγουδήσει και τι τραγούδια έχει πει, μάλλον του έκανα, μόλις, το καλύτερο δυνατό κομπλιμέντο.
Οι RIOT V πρέπει να αισθάνονται παραπάνω από υπερήφανοι που επεκτείνουν, με το “Mean streets”, το σερί των καλών δίσκων, στους δεκαεπτά. Μπορείς να το διανοηθείς; Δεκαεπτά κυκλοφορίες, μετρώντας από την πρώτη κιόλας, χωρίς να υπάρχει ανάμεσά τους έστω μια που να είναι όχι κακή, αλλά μέτρια. Ναι, διεκδικούν με αξιώσεις τον τίτλο της πιο άτυχης μπάντας από καταβολής heavy metal, με όσα τους έτυχαν. Έχουν όμως κάθε δικαίωμα να διεκδικούν και τον αντίστοιχο των μεγαλύτερων μαχητών, των πιο δυσκολοκατάβλητων, αυτών που θα συνεχίσουν να παλεύουν με κάθε λογής δυσκολία για το όραμα και τις ιδέες τους ακόμη κι αν κάθε ελπίδα έχει, φαινομενικά, χαθεί. Αυτών που πρέπει να αποτελούν πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση, για κάθε νεαρό παιδί εκεί έξω που απογοητεύεται με την πρώτη δυσκολία.
Ο Mark Reale συνήθιζε να λέει ότι «η μακροζωία μιας μπάντας, επιτυγχάνεται μέσω της καλής μουσικής». Ο Van Stavern πιστεύει πως «το heavy metal είναι ένα πάθος, όσο μπορείς να παίζεις και να συνθέτεις, θα είναι βαθιά ριζωμένο στην καρδιά και την ψυχή σου». Φέτος, οι δυο αυτές απόψεις, γίνονται «μια» με το “Mean streets”, ό,τι καλύτερο έχω ακούσει από αυτό το τόσο αγαπημένο μου συγκρότημα, από την εποχή του “Inishmore”! Είναι ξεκάθαρο πια… Όταν η θέληση πάει μαζί με την έμπνευση, το καύσιμο για μια τόσο καλοδουλεμένη μηχανή, μοιάζει ατελείωτο.
“Amps on eleven, the pedal to the metal and… go!”
9,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος