RIVAL SONS –“Feral Roots” (Atlantic)













    Αν δεν γνωρίζετε τους RIVAL SONS (γιατί στην Ελλάδα ακόμα να μας επισκεφτούν και να αποκτήσουν γερό fan base) το οφείλετε στους εαυτούς σας να τους μάθετε καλά και να το εμπεδώσετε πως, παρέα με τους BLUES PILLS (και όχι τους GRETA VAN FLEET!), αποτελούν ίσως το νούμερο ένα όνομα στο σύγχρονο vintage rock. Οι συναυλίες τους είναι ένα φαινόμενο που δεν περιγράφεται. Πρέπει να το ζήσετε. Εθίζεσαι στην ωμή ενέργεια που εκπέμπουν από τη σκηνή και στην ωμή ενέργεια της μουσικής τους ειδικά όταν ακούγεται ζωντανά. Η μπάντα ξεκίνησε από μεσαίου μεγέθους συναυλιακούς χώρους για ένα μικρό κοινό για να γίνει μεγάλο όνομα σε σημαντικά φεστιβάλ και sold-out σε μεγάλους χώρους όπως το Bataclan στο Παρίσι. Η Ευρώπη (και ειδικότερα το Βέλγιο και η Αγγλία) έχουν τρελό έρωτα με τη μπάντα ήδη από το δεύτερο full-length δίσκο, το πλέον κλασικό “Pressure and time” που περιέχει το ομώνυμο υπέρ-χιτ με πάνω από 4.000.000 κλικ στο YouTube. Από το δίσκο–σταυροδρόμι “Great western Valkyrie” η μπάντα έχει κάνει μια αρκετά γερή στροφή πιο κοντά στον Αμερικάνικο ήχο στοχεύοντας στην αντίστοιχη αγορά. Με το “Feral roots” η στροφή προς την Αμερικάνικη αγορά πιστεύω ολοκληρώνεται και με αυτό το δίσκο είναι βέβαιο πως θα την κατακτήσουν, πράγμα που αξίζουν και με το παραπάνω. Μην παρεξηγήσετε όμως αυτή τη στροφή για ξεπούλημα, όπως συχνά γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μιλάμε για άλλον έναν δίσκο στην μουσική εξέλιξη των RIVAL SONS και άλλο ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία τους. Και μιλάω για εξέλιξη διότι επιτέλους (και ίσως εδώ βρουν πάτημα οι GVF) φαίνεται πως η μπάντα έχει βρει τον εαυτό της, μακριά από τις έντονες Zeppelin-ικές επιρροές που βγάζανε μάτι, αυτί τα πάντα. Πλέον οι RIVAL SONS βρίσκονται στο δρόμο που μόνοι τους άνοιξαν και που οδηγεί στη κορυφή. 

    Η στροφή προς την Αμερικάνικη αγορά είναι ξεκάθαρη από το εναρκτήριο και πρώτο single “Do your worst”: Stadium arena rock στα καλύτερα του με το σούπερ πιασάρικο ρεφραίν που χαίρεσαι να κολλάει στο κεφάλι σου. Οι νοσταλγοί του παλιότερου ήχου και της ωμής Zeppelin-ικής ενέργειας φοβάμαι πως δεν θα βρουν εδώ αυτό που ψάχνουν και λογικό μιας και η μπάντα είχε αρχίσει να βγαίνει από το καλούπι της ήδη από το “Great western Valkyrie”. Στο “Do your worst” ο ήχος είναι εμφανώς πιο καλογυαλισμένος, τα πλήκτρα έχουν επιτέλους τη θέση τους ( και δεν ακούγονται ξέμπαρκα όπως συνέβαινε από τότε που μπήκε στη μπάντα ο μουσάτος Todd Ogren), ο Jay Buchanan τραγουδάει με ορμή και γρέζο όπως μας έχει συνηθίσει χωρίς όμως να σκίζει τη φωνή του ενώ τα σόλο είναι μετρημένα με μεγαλύτερη έμφαση στο ρεφραίν. Μια στενή μου φίλη είπε πως το “Do your worst” θα μπορούσε να παιχτεί σε στριπτιτζάδικο και ίσως να το άκουγε αν η ίδια έκανε pole dancing. Νομίζω πως είχε δίκιο η φιλενάδα. Φανταστείτε λοιπόν ένα κλασικό αμερικάνικο gentleman’s club, μπύρες, μηχανές, άντρες και γυναίκες με tattoo, δερμάτινα και φράντζες και ένα ολόκληρο μαγαζί να κουνιέται – και στο κέντρο ο στύλος με τη χορεύτρια. Δεν με χαλάει καθόλου. 

    Όπως και δε με χαλάει και το υπόλοιπο άλμπουμ. Κάθε RIVAL SONS δίσκος είναι λίγο-πολύ μια εγκυκλοπαίδεια του ροκ και κάτι σαν ταινία δρόμου με το την αρμόζουσα μουσική υπόκρουση (φανταστείτε κάτι μεταξύ “Easy rider” και το “Almost famous”). Θα ακούσεις από country μπαλάντες που θυμίζουν LYNYRD SKYNYRD (“Jordan”), garage rock τύπου MC-5 (“Until the son comes”), Zeppelin-ικό ροκ (“Pressure and time”, “Open my eyes”), PINK FLOYD ψυχεδέλεια (“Destination on course”), David Bowie (“The man who wasn’t there”) και φυσικά κλασικό μπλουζ από τον Robert Johnson μέχρι τους BLUESBREAKERS του John Mayall, τον Jimi Hendrix και τη Janis Joplin. Ενώ λοιπόν η μπάντα έχει εξελιχτεί και κάνει μια μεγάλη στροφή στη καριέρα της και τον ήχο, αφήνοντας πίσω αρκετούς δυσαρεστημένους οπαδούς, δεν θυσιάζουν πολλά απ όσα μας έμαθαν μέχρι τώρα: θα βρείτε εδώ τραγανό μπλουζ-ροκ με μπόλικο slide-guitar (“Back in the woods”), cowbell και τα μυαλά στα κάγκελα (“Sugar on the bone”), φολκ μπαλάντα (“Feral roots”) αλλά ακόμα και RnB ροκ (“Too bad”) και κομμάτια που θα μπορούσαν να παίζουν στους τίτλους μιας James Bond ταινίας (“The end of forever”). Ο Jay Buchanan, αν και φαίνεται να έχει χάσει μια οκτάβα, παραμένει το ίδιο ξεσηκωτικός και ηλεκτρισμένος, πράγμα που θα επιβεβαιωθεί και με το παραπάνω στη σκηνή. Ο ντράμερ Mike Miley παραμένει ο πιο γκρουβάτος συνεχιστής του John Bonham και ο Scott Holliday, ο Mr. Fuzz δεν έχει χάσει ούτε γρέζο ούτε έμπνευση στη κιθάρα. Ο δίσκος κλείνει με έναν από τους πολλούς φόρους τιμής που έχει κάνει η μπάντα στο gospel με το “Shooting stars” το οποίο σε φάσεις θυμίζει ορχήστρα αμερικάνικου κολλεγίου (marching band) στο καρναβάλι της Νέα Ορλεάνης. Ό,τι πρέπει για το encore. 

    Το τελικό αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον τρία κλικ πάνω από τον προκάτοχο “Hollow bones” που περιείχε βασικά τα απομεινάρια του “Great western Valkyrie” και τουλάχιστον δύο fillers που πάντα προσπερνώ. Ο αέρας που πνέει στη μπάντα είναι σίγουρα αμερικάνικος αλλά για κανένα λόγο φτηνός, για τα πολυκαταστήματα και fast food μπεργκεράδικα. Η μπάντα συνεχίζει και προσφέρει ατόφιο vintage rock που έχει γυρίσει πολλά μα πολλά κεφάλια (μέχρι και ο Mike Portnoy έχει γράψει στο twitter για τους RIVAL SONS) και το “Feral roots”, όπως μας μαρτυρά και ο τίτλος, μας πάει επιστρέφει στις άγριες και βρωμερές ρίζες μας χωρίς να ξεχνά πως δεν ζούμε στο παρελθόν, αλλά στο 2019!

    8,5 / 10

    Φίλιππος Φίλης

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here