
Η δεύτερη ημέρα του Rockwave 2025 χάρισε στο ελληνικό κοινό μια μουσική εμπειρία που ισορρόπησε θεατρικότητα, συγκίνηση, πειραματισμό και τεχνική δεξιοτεχνία. Πέντε ονόματα, διαφορετικά σε ύφος αλλά ενωμένα από τη σκηνική ποιότητα, παρέδωσαν μαθήματα ερμηνείας. Από την ποιητική αφωνία του Foivos έως τη θριαμβευτική, θεατρική κορύφωση του Alice Cooper, η 11η Ιουλίου χάραξε μια νέα μνήμη για τους φίλους του rock και του metal στην Ελλάδα.

Ο Foivos (Φοίβος Ζαχαρόπουλος), άνοιξε τη βραδιά με ένα instrumental set που δεν έμοιαζε με «προθέρμανση», αλλά με μουσικό μανιφέστο. Πατώντας σε progressive φόρμες με καθαρές ανατολίτικες και μεσογειακές επιρροές, έδωσε μια παράσταση που θύμισε πως το συναίσθημα δεν χρειάζεται στίχους για να ακουστεί. Θύμισε Satriani και Vai, χωρίς όμως να μιμείται – είχε προσωπικότητα και ελληνικό χρώμα.
Ο ήχος ήταν ναι μεν καθαρός, αλλά εκκωφαντικά δυνατός!!! Το set του ήταν σύντομο αλλά καθοριστικό. Χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς, ο Foivos έκανε κάτι σπάνιο: σεβάστηκε τη σιωπή, άφησε τις νότες να αναπνεύσουν, και άνοιξε ιδανικά την αυλαία.

Οι Αθηναίοι Sebia απέδειξαν γιατί το ελληνικό hard/prog έχει πλέον λόγο στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Φέρνοντας μια ισχυρή δόση καλοδουλεμένου prog metal με ευδιάκριτες hard rock ρίζες, ισορρόπησαν ανάμεσα σε μελωδικότητα, τεχνική και συναίσθημα. Οι ρυθμικές αλλαγές έδιναν και έπαιρναν με ακρίβεια σχεδόν μαθηματική, ενώ η μπάντα έβγαλε χημεία και αυτοπεποίθηση – κάτι σπάνιο για τόσο νέα σχήματα.
Ο frontman ήταν επικοινωνιακός, με φωνή γεμάτη ένταση αλλά χωρίς υπερβολές, οι κιθάρες «έπλεκαν» μελωδίες πάνω από ένα στιβαρό rhythm section με riffs καθαρά και στιβαρά. Η συνολική παρουσία τους έδειξε μπάντα με κατεύθυνση και ταυτότητα, που παρέπεμπε περισσότερο σε μπάντα με χρόνια περιοδειών, παρά σε ανερχόμενο act.

Όταν ο Manuel Gagneux και οι Zeal & Ardor ανέβηκαν στη σκηνή, όλα σαν να πάγωσαν. Ντυμένοι με μαύρες ρόμπες με τα πρόσωπα καλυμμένα με κουκούλες όλοι κοιτούσαν σαστισμένοι. Και μετά… καταιγίδα. Τα gospel φωνητικά πάνω σε black metal riffs, τα αφηγηματικά διαλείμματα και οι ρυθμικές αλλαγές γέννησαν μια εμπειρία που ήταν περισσότερο τελετουργία παρά απλό live, απλά μόνο δεν ξέρω αν κόλλαγε όλο αυτό τη συγκεκριμένη μέρα.
Η εμφάνιση των Zeal & Ardor ήταν πάρα πολύ τίμια. Ο Manuel Gagneux δεν τραγουδά· απαγγέλλει, προσεύχεται, ουρλιάζει και ψιθυρίζει – μετατρέποντας κάθε κομμάτι σε τελετουργία. Το setlist κινήθηκε έξυπνα ανάμεσα σε παλαιότερο υλικό και νεότερο υλικό από το τελευταίο τους άλμπουμ, το οποίο φλερτάρει περισσότερο με την industrial αισθητική. Η μπάντα έπαιξε δεμένα, σχεδόν μηχανικά – σαν να ήταν μέρος κάποιου τελετουργικού κύκλου. Οι τριφωνίες των backing vocals δημιουργούσαν απόκοσμες υφές, σαν εκκλησιαστική χορωδία σε black metal εκκλησία. Βίωσα ένα συνεχές συναίσθημα ασάφειας – δεν ήξερα αν έπρεπε να ακολουθήσω το ρυθμό τους ή να μείνω ακίνητος και να ακούσω. Ήταν, χωρίς υπερβολή, η πιο απρόβλεπτη καλλιτεχνική στιγμή της βραδιάς. Είναι απίστευτο πώς μια τόσο ετερόκλητη μουσική πρόταση κατάφερε να ενωθεί με το κοινό τόσο φυσικά.

Η Floor Jansen, με μία απλή κίνηση, φορώντας μάλιστα ένα μπλουζάκι HYPOCRISY (!!!), κατέλαβε τη σκηνή: δεν χρειάζεται θεάματα, δεν χρειάζεται φανταχτερά σκηνικά. Η φωνή της είναι το όπλο της – και το χρησιμοποιεί με ακρίβεια που αγγίζει το υπερφυσικό. Με μια μπάντα διακριτική αλλά στιβαρή, η Floor ξεδίπλωσε το σύνολο της σόλο καλλιτεχνικής της πορείας, με αναφορές στην εποχή των AFTER FOREVER, REVAMP, NORTHWARD αλλά και φυσικά στους NIGHTWISH.

Το σετ πέρασε από τις προσωπικές στιγμές του “Paragon” στις συμφωνικές κορυφώσεις των NIGHTWISH, αλλάζοντας διαθέσεις χωρίς να χάνει ποτέ τον έλεγχο. Στο “Storm”, η φωνή της στροβιλιζόταν ανάμεσα σε θυμό και ένταση, ενώ το κοινό την ακολούθησε σε παλαιότερα τραγούδια που γνώριζε, κυρίως από NIGHTWISH (αξίζει να πούμε ότι το “Spider silk” παίχτηκε live για πρώτη φορά στη χώρα μας).
Η Jansen, με απόλυτη σκηνική ευγένεια και δύναμη, απέδειξε ότι είναι όχι μόνο μια από τις κορυφαίες φωνές του metal αλλά και μια σπάνια παρουσία στη διεθνή σκηνή: ευγενής, επιβλητική, συγκινητική. Η αλληλεπίδραση με το κοινό ήταν φιλική αλλά όχι προχειρογραμμένη· κάθε λέξη της είχε στόχο και πρόθεση.

Και καθώς η μαγεία της Jansen υποχωρούσε στο σούρουπο, ο Alice Cooper βγήκε στη σκηνή… και έσβησε το φως. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το φως αντικαταστάθηκε από καπνό, ψεύτικο αίμα, αλυσοδεμένους χαρακτήρες και βροντερές φωνές. Ήταν η επιστροφή του Πρίγκιπα του Σκοταδιού, όπως τον γνωρίζουμε, τον αγαπάμε και τον περιμένουμε να μας τρομάξει κάθε φορά.

Η εμφάνισή του ήταν, όπως πάντα, μια πλήρης ροκ όπερα με σενάριο, χαρακτήρες, εφέ και θανάτους. Από το straightjacket του “Ballad of Dwight Fry” μέχρι τη γκιλοτίνα του “Killer”, το σκηνικό λειτουργούσε σαν διαδραστική horror performance. Το κοινό φώναζε, γελούσε, τρόμαζε, τραγουδούσε – ένα καρναβάλι αμαρτίας και ηδονής.
Ο Alice Cooper εμφανίστηκε με όλη τη φρεσκάδα και το δηλητήριο του ’75, ανοίγοντας το σετ με το “Lock Me Up” ενσαρκώνοντας τον ρόλο του μεταλλαγμένου ζωντανού-νεκρού.

Η μπάντα του Cooper ήταν εξαιρετικά σφιχτή, με την αδιανόητη Nita Strauss να σαρώνει στα solo εκτελώντας την αποστολή της: να συνοδεύσει μια θρυλική περσόνα με ταχύτητα, ακρίβεια και ύφος. Ο ήχος ήταν συμπαγής, καλοζυγισμένος και σταθερά καθαρός.
Ο Cooper είναι ο μόνος που καταφέρνει να κάνει ένα “ροκ καμπαρέ του τρόμου” χωρίς να γελοιοποιηθεί. Ξέρει πότε να είναι σαρκαστικός, πότε να σοκάρει, πότε να αυτοϋπονομεύεται. Είναι ένας μάστορας της έντασης, που οδηγεί το κοινό στα εφιαλτικά του μονοπάτια και μετά το αφήνει να γελάσει με τον ίδιο του τον φόβο.

Το σετ του Cooper δεν είναι συναυλία – είναι αφήγηση. Από το “I’m Eighteen” μέχρι το “Feed My Frankenstein”, το κοινό παρακολουθούσε ένα αφήγημα παρακμής, παράνοιας, εγκλεισμού και τελικής… αποκεφάλισης. Το “Poison” ένωσε παλιούς και νεότερους, ενώ στο “School’s Out” η σκηνή γέμισε μπαλόνια, σερπαντίνες και μια μεταλλαγμένη εκδοχή του “Another Brick in the Wall”. Ένα χαοτικό φινάλε απόλυτης rock ευφορίας.

Ο Alice Cooper δεν περιοδεύει πια απλώς για να συντηρήσει το μύθο του. Κάθε του εμφάνιση είναι μια live υπενθύμιση του γιατί αυτός ο μύθος υπάρχει: γιατί έδωσε στο rock τον ρόλο του ηθοποιού, του τρομολάγνου, του antihero. Γιατί το shock rock είναι ακόμα ζωντανό – όχι επειδή σοκάρει, αλλά επειδή ψυχαγωγεί με αρχαία, τελετουργική σοβαρότητα.
Το δεύτερη ημέρα του Rockwave 2025 μάς υπενθύμισε πως το rock δεν είναι απλώς είδος – είναι έκφραση, ιστορία, τελετουργία και τεχνική δεξιοτεχνία. Από το θεατρικό μεγαλείο του Alice Cooper ως τη φωνητική ευαισθησία της Floor και από την πειραματική ψυχεδέλεια των Zeal & Ardor ως την ελληνική φλόγα των Sebia και Foivos, το κοινό έζησε κάτι πολύ περισσότερο από απλή συναυλία.

Ήταν μια υπενθύμιση πως, όσο υπάρχουν καλλιτέχνες με πάθος και κοινό με ανοιχτά αυτιά, η μουσική έχει μέλλον.
Πέτρος Καραλής
















