
Τελευταία ημέρα του Rockwave Festival, τελευταία ημέρα εορτασμών για τα τριακοστά του γενέθλια, γνώριμος ο τόπος διεξαγωγής του «πάρτι», τo Terra Vibe Park στη Μαλακάσα. Φτάσαμε νωρίς, ανοίξαμε επιτόπια «πηγαδάκια» συζήτησης με καλούς φίλους και περιμέναμε να ανοίξουν και οι πόρτες. Όταν αυτές άνοιξαν, οι KORONA GRAMMATA (Κορώνα Γράμματα, θα τους βρεις στα social) ήδη είχαν ξεκινήσει να παίζουν το πρώτο τους κομμάτι. Πολύ λυπητερή (σαν τη «λυπημένη θλίψη» που έλεγε ο Προύσαλης) η πρώτη εικόνα που αντικρύσαμε, με τον κόσμο να είναι ελάχιστος. Προς τιμήν τους, οι Θεσσαλονικείς δεν πτοήθηκαν (ή δεν το έδειξαν, έστω) και έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό.

Όπως μαρτυρά το όνομά τους, οι KORONA GRAMMATA παίζουν το δικό μας, πατενταρισμένο ελληνικό ροκ (και όχι «ελληνόφωνο rock», έχει διαφορά, τα έχει εξηγήσει ο Πουλικάκος καλύτερα από όλους). Πρώτη παρατήρηση: Είναι πολύ καλή μπάντα, για το είδος που υπηρετούν. Δηλαδή, σε δεύτερη ανάγνωση, αν σου αρέσει αυτό το είδος μουσικής, θα σου αρέσουν και οι KORONA GRAMMATA, είναι σίγουρο. Εξάλλου, πληρούν όλες τις προϋποθέσεις και τικάρουν όλα τα «κουτάκια» του, τόσο μουσικά/φωνητικά, όσο και στιχουργικά.
Προσωπικά, βαριέμαι αφόρητα το ελληνικό ροκ, δεν έχω ούτε έναν δίσκο ακόμη κι από τις πολύ μεγάλες μπάντες του, είμαι ο πλέον αναρμόδιος και ακατάλληλος να γράψω για αυτό, αλλά το μισάωρο που είχαν στη διάθεσή τους οι Θεσσαλονικείς, πέρασε αβίαστα και χωρίς να «σιχτιρίζω», όπως έχω κάνει με ουκ ολίγα, ελληνικά και μη, metal συγκροτήματα, που νόμιζαν πως επάνω στην σκηνή σάρωναν αλλά εγώ ήθελα να βγάλω τα αυτιά μου και να τα πετάξω να τα φάνε οι κότες. Συνεπώς, οι Κορώνα Γράμματα (έτσι, για αλλαγή) κάτι κάνουν καλά, έτσι δεν είναι;

Δεύτερη παρατήρηση: Ήταν «σαν τη μύγα μες στο γάλα». Δεν μπορώ να μπω στον τρόπο σκέψης των διοργανωτών αλλά αν ήμουν στη θέση τους, τα παιδιά αυτά θα τα έβαζα να παίξουν με τον Σαββόπουλο. Σίγουρα, πολύ πιο ταιριαστή η θέση τους, εκεί. Τις «άστοχες» επιλογές support τις έχουμε δει πολλές φορές στις μεγάλες metal συναυλίες και τις συζητάμε πάντα. Φαντάσου τώρα, που μιλάμε για κάτι εντελώς «έξω από τα νερά μας». Τέλος πάντων, κουβέντα να γίνεται. Εγώ θα ευχηθώ στους Θεσσαλονικείς τα καλύτερα και να παίζουν πάντα υπό συνθήκες που θα κάνουν πρωτίστως τους ιδίους ευτυχείς. Αν παίζουν και γουστάρουν, θα γουστάρουν και οι «από κάτω».

Ώρα για μαγειρική (σ. Σάκη Φράγκου: Δεν το ξαναστέλνω το παιδί από νωρίς, το βάρεσε ο ήλιος): Τι μπορούμε να φτιάξουμε, αν πάρουμε έναν blackster, έναν που ακούει stoner και «εναλλακτικά», έναν hard rocker, έναν metalcore-ά και έναν old school death-ά, τους βάλουμε στο ίδιο καζάνι και τους αφήσουμε να βράσουν; Ένα τρομερό συγκρότημα, που παίζει επικό heavy metal.
Τους ACHELOUS.
Λίγο αν παρακολουθείς την ελληνική σκηνή τα τελευταία επτά-οκτώ χρόνια, έχεις σίγουρα πέσει επάνω σε αποθεωτικά σχόλια για την πάρτη τους. Τρείς δίσκοι (“Macedon”, “The Icewind Chronicles”, “Tower of High Sorcery”), δύο EPs (“The cold winds of Olympus”, “Northern winds” – αν βγει τρίτο κάποια στιγμή πάλι για αέρηδες θα λέει, πάμε στοίχημα;) και άπειρες συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχουν δημιουργήσει μια εικόνα για το group που πολλοί εκεί έξω, θα ζήλευαν και θα πλήρωναν όσο-όσο, για να την αποκτήσουν.

Λίγο αν διαβάζεις το Rock Hard και άλλα μέσα που ασχολούνται με το sport, θα έχεις διαβάσει επαίνους που δεν είναι παρά οι «καρποί» σκληρής, μεθοδικής δουλειάς, ατελείωτων ωρών προβαρίσματος και προσοχής στην τελευταία λεπτομέρεια. Με το περυσινό “Tower of High Sorcery” στη βαλίτσα τους να τους βγάζει ακόμη «στον δρόμο», οι ACHELOUS εξακολουθούν να εξαργυρώνουν την έμπνευσή τους και απ’ ό,τι φαίνεται, έχουν ακόμη πολύ καύσιμο στο ντεπόζιτο, μέχρι να χρειαστεί να το ξαναγεμίσουν.
Τριανταπέντε λεπτά είχαν στη διάθεσή τους, οπότε λογικό μου φάνηκε το γεγονός πως άφησαν εκτός τις πιο μεγάλες και «απλωτές» συνθέσεις τους και διάλεξαν όσο γίνεται πιο “straight forward” κομμάτια. Έναρξη ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ με “Dragon wings” και ήδη από τις πρώτες στιγμές, ο υπάρχων κόσμος άρχισε να αφήνει την σκιά και τα παγκάκια του χώρου πίσω από τον ηχολήπτη και να έρχεται μπροστά. Συνέχεια με το “Macedon” και το σαρωτικό “The Oath” και ναι, είναι ηλίου φαεινότερο πως οι ACHELOUS δεν ήρθαν στη Μαλακάσα για να «γεμίσουν» το billing, με τη μιζέρια που κάποτε (αλλά και ακόμη, δυστυχώς, σε κάποιες περιπτώσεις) χαρακτήριζε τις ελληνικές συμμετοχές, αλλά για να «κόψουν κ@λους». Όπως κάνουν πάντα δηλαδή, απλά το επαναλαμβάνω, για να μην ξεχνιόμαστε.

Η μπάντα αεικίνητη, δεν άφησε σπιθαμή της σκηνής απάτητη και έμοιαζε να θέλει άλλη τόση, για να την χωρέσει. Οι οπαδοί της (υπήρχαν αρκετοί στο Terra Vibe με μπλούζες ACHELOUS και αυτό κάτι λέει) ενθουσιασμένοι, άρα και ενθουσιώδεις, να της δίνουν «φτερά στα πόδια». Το folklore ΥΠΕΡ-ΕΠΟΣ “Savage king”, κάθε φορά που το ακούω, μου φαίνεται και πιο τεράστιο. Όπως με κάθε εκτέλεση/ακρόαση, «ψηλώνει» (και να δω πού θα φτάσει) ο US metal παιάνας που ονομάζεται “Into the shadows”. Έτσι, όταν με τούτα και με κείνα, σφυρίχτηκε η λήξη με το “Flames of war”, μέσα σε πλήρη, ειλικρινή αποθέωση, εγώ ένιωθα μια ξενέρα, ΝΑ, με το συμπάθιο. Ας είναι, δεν πειράζει, θα κάνω υπομονή μέχρι την 4η Οκτωβρίου, που θα τους δω στο δικό τους live, μαζί με τους DRAGONSKULL, στο Piraeus Academy.
Δημήτρης Τσέλλος

Οι ΑΝΩΡΙΜΟΙ ανέβηκαν στη σκηνή του Rockwave Festival και απέδειξαν για ακόμη μια φορά ότι παραμένουν οι αδιαμφισβήτητοι αρχηγοί του ελληνικού metal χιούμορ. Η εμφάνισή τους δεν ήταν απλώς μια συναυλία, αλλά μια καλά οργανωμένη μουσικο-θεατρική καταιγίδα, με τον χαρακτήρα μιας παράστασης που ισορροπεί ανάμεσα στην καρικατούρα, την υπερβολή και τον στιβαρό heavy ήχο.
Από την πρώτη κιόλας νότα, το συγκρότημα ξεδιπλώνει έναν ήχο που κινείται με ευκολία ανάμεσα σε επιθετικά ριφ και γρήγορες ρυθμικές εξάρσεις. Οι ΑΝΩΡΙΜΟΙ δεν φοβούνται να γελάσουν με τον εαυτό τους, ούτε να προκαλέσουν με τον λόγο και τον ήχο τους. Ο κόσμος είχε ήδη μαζευτεί μπροστά, έτοιμος να συμμετάσχει σε ένα πανηγύρι αυτοσαρκασμού, καφρίλας και riff που δεν χαρίζονται.
Το setlist διακρίνεται για την ποικιλία του – αποτέλεσε έναν θρίαμβο γνώριμων αγαπημένων κομματιών- περιλαμβάνοντας καυστικά τραγούδια γεμάτα κοινωνική ειρωνεία και ευφυείς στιχουργικές ανατροπές, χωρίς να λείπει η ωμή ενέργεια που τους χαρακτηρίζει.

Το “Ένα κεφτεδάκι τόσο δα” και το “Ο Μήτσος ο Λάνιστερ” ξεσήκωσαν το κοινό με τον συνδυασμό παραδοσιακής metal φόρμας και θεματολογίας που μετατρέπει το χιουμοριστικό σε ρυθμικό ξέσπασμα. Το “Κθούλου” απέδειξε πόσο εύκολα οι ΑΝΩΡΙΜΟΙ μετατρέπουν την κοσμική φρίκη του Lovecraft σε αστείο που γίνεται headbanging υλικό.
Το “Κάμα Σούτρα”, τα “12000 Πόδια” και το εκρηκτικό “Άσε το δίκανο γιαγιά” κράτησαν ψηλά τον ρυθμό, με τον κόσμο να τραγουδάει ομοβροντία στίχους που συνήθως δεν τολμάς να ψιθυρίσεις σε δημόσιο χώρο. Ο frontman, Τραμπάκουλας, επιδεικνύει εντυπωσιακή αμεσότητα και ταυτόχρονα απόλυτο έλεγχο του ρυθμού και της ατμόσφαιρας, πετώντας ατάκες που άγγιζαν τα όρια της stand-up κωμωδίας ανάμεσα στα κομμάτια, ενώ κάθε μέλος της μπάντας είχε τη δική του στιγμή λάμψης.

Ακολούθησε μια αλληλουχία στιγμών αχαλίνωτης καφρίλας με τα “Το πέος της παρηγοριάς”, “Σλατίνος Εραστής”, “Ο πανίσχυρος μεγιστάνας των Νίντζα” και “Το μέγεθος μετράει”, στα οποία η μπάντα έφτασε στο απόγειο της θεατρικότητας και του μουσικού παραλογισμού – με το κοινό να μην μπορεί να αποφασίσει αν πρέπει να γελάσει, να φωνάξει ή να ιδρώσει στο mosh pit.
Η κορύφωση ήρθε με τα “Καριόλα” και “Στο πρώτο ραντεβού”, που κατέληξαν σ’ ένα ξέφρενο ρυθμικό παραλήρημα με τη φωνή του κοινού να σκεπάζει τη μπάντα. Η βραδιά έκλεισε συνοδευόμενη από ένα κύμα επευφημιών και χειροκροτημάτων, αφήνοντας στο κοινό το αίσθημα πως παρακολούθησε κάτι παραπάνω από μια metal συναυλία: μια τελετή απόδρασης και αυτογνωσίας μέσω του αστείου και του ακραίου.
Οι ΑΝΩΡΙΜΟΙ, και με αυτή τους την εμφάνιση, απέδειξαν πως ο σαρκασμός μπορεί να έχει ρυθμό και πως η γελοιότητα – όταν σερβίρεται με δεξιοτεχνία και τεχνική αρτιότητα – μετατρέπεται σε καλλιτεχνική πράξη.
Πέτρος Καραλής

Και τώρα, πάμε να μιλήσουμε για ένα live κάπως… περίεργο. Λοιπόν, ας ξεκινήσω από το ότι οι SKYCLAD είναι όχι μόνο δική μου πολυαγαπημένη μπάντα, αλλά γενικότερα, στη χώρα μας, απολαμβάνουν status «λατρείας». Και όχι άδικα. Κανονικά, σε έναν δίκαιο κόσμο, παντού έτσι θα έπρεπε να είναι. Μιλάμε για τους πρωτοπόρους, τους δημιουργούς ενός ολόκληρου μουσικού ιδιώματος, του folk metal, εκεί που πάτησαν όλοι οι ELUVEITIE, KORPIKLAANI ή κι εγώ δεν ξέρω ποιοι, του κόσμου, και μας κάνουν τώρα τους καμπόσους.
Αφήνουμε την ιστορία και πάμε στο διά ταύτα. Οι SKYCLAD έχουν νέα σύνθεση πια, αποτελούμενη εξ ολοκλήρου από… παλαιά μέλη. Graeme English στο μπάσο, Steve Ramsey στην κιθάρα, Georgina Biddle στο βιολί και στα πλήκτρα, Arron Walton στα τύμπανα. Η αλλαγή έχει συντελεστεί στα φωνητικά, όπου την αποχώρηση του Kevin Ridley, κάλυψε ο έτερος κιθαρίστας Dave Pugh. Είχα μεγάλη περιέργεια να δω πως θα «δουλέψει» αυτή η σύνθεση. Πώς να ήταν άραγε ο Pugh στα φωνητικά; Θα ταίριαζε; Θα τραγουδούσε μόνο ή θα έπαιζε και κιθάρα ταυτόχρονα;

Καταρχάς, όπως και στην προηγούμενή τους εμφάνιση στη χώρα μας, έτσι και τώρα, οι SKYCLAD είχαν να αντιμετωπίσουν τεχνικά προβλήματα στην κιθάρα. Τη γκαντεμιά είναι αυτή που τους δέρνει, αδυνατώ να εξηγήσω. Έτσι, τα πρώτα τους κομμάτια παίχτηκαν όπως-όπως. Και είναι όντως πολύ κρίμα, γαμώτο, να ξεκινάς ένα live με τα “Penny dreadful”, “Spinning Jenny”, “Earth Mother, the Sun and the Furious Host” και “Cry of the land” και να σε έχει εγκαταλείψει η κιθάρα…
O ήχος κάπως βελτιώθηκε στην συνέχεια, αν και ποτέ δεν ακούσαμε τον Steve Ramsey όπως έπρεπε, οπότε τα “Another fine mess”, “Cardboard city” και “One piece puzzle”, μας γλύκαναν όσο μπορούσαν. Χορέψαμε με το “The Widdershins Jig” (το πρώτο SKYCLAD τραγούδι, χρονολογικά, άρα και πρώτη folk metal σύνθεση, σωστά;) και διδαχτήκαμε ξανά τι σημαίνει «σπουδαίο λογοπαίγνιο» ακούγοντας το “Great blow for a day Job”…
Η «μετά τον Martin εποχή» (μην ρωτήσεις ποιος είναι ο Martin) εκπροσωπήθηκε από τα “The parliament of fools”, “The song of No-Involvement” και “Anotherdrinkingsong”. Ωραίους δίσκους έχουν βγάλει οι Βρετανοί και μετά το 2004, να το ξαναπώ; Την «σοκολατίτσα» (“Inequality street”) ως άλλο ένα all time classic, τη θέλαμε, την περιμέναμε και φυσικά την ακούσαμε, όπως περιμέναμε και χαρήκαμε την επίσης all time classic διασκευή στο “Emerald”, το οποίο λογίζεται πια δικό τους κομμάτι. Ανάλογη περίπτωση με αυτή των JUDAS PRIEST και του “Diamonds and rust”, για να καταλάβεις τι εννοώ.
Με το τέλος του “Thinking allowed?” και τις χαιρετούρες, άρχισαν οι σκέψεις. Τι εντύπωση μου άφησε το πρώτο live με την νέα σύνθεση; Οι SKYCLAD, στην αρχή, έπαιζαν σαν να βρίσκονταν σε χαλαρή πρόβα. Αυτό, όπως και το ότι ο κόσμος τους αγαπά τόσο που δεν τους παρεξηγεί ό,τι «στραβό» και να κάνουν, τους έδωσε την άνεση να ξεπεράσουν με καλή διάθεση ΚΑΙ τα τεχνικά προβλήματα. Δεν τους ταιριάζουν οι μεγάλες σκηνές, σαν να πελαγοδρομούν λίγο. Είναι ιδανική μπάντα για μικρότερους, κλειστούς χώρους, όπου ο ενθουσιασμός τόσο ο δικός τους όσο και των οπαδών θα «συμπιέζεται», άρα θα μεγιστοποιείται.

Ο Dave Pugh έχει πολύ καλή φωνή για το ύφος τους. Βασικά είναι καλύτερος, τεχνικά, από τους προκατόχους του και το γράφω αυτό εντελώς «ψυχρά» και αντικειμενικά. Οπαδέ του Martin, ξαναδιάβασε προσεκτικά λέξη-λέξη τι γράφω, πριν κράξεις, ναι; Και το physique του, είναι ιδανικό. Συνεπώς, η προοπτική του να γίνει ο frontman του γκρουπ εμένα με βρίσκει παραπάνω από σύμφωνο. Δεν μπορεί όμως να τραγουδήσει και να παίξει κιθάρα ταυτόχρονα, φαίνεται αυτό. Ίσως δεν τον βολεύει αυτός ο συνδυασμός.
Για την σκηνική του παρουσία, μην ακούσω γκρίνιες. Ο άνθρωπος ήταν/είναι κιθαρίστας επί δεκαετίες και τώρα πρέπει να αλλάξει κινησιολογία για να γίνει frontman. Ας πάρει όσον χρόνο θέλει και χρειάζεται. Δηλαδή, ο Hansi των BLIND GUARDIAN τον πρώτο καιρό που άφησε το μπάσο, ήταν αυτός που είναι τώρα; Γιατί τότε, επειδή εν αντιθέσει με κάποιους που μιλάνε για πράγματα που δεν έζησαν, εγώ τα έζησα αυτά, κάτι σχόλια για «όρθια αγγούρια» άκουγα. Επίσης, καλό θα ήταν οι Βρετανοί να πάρουν κι έναν δεύτερο κιθαρίστα, γιατί ειδικότερα τα προ του 1996 τραγούδια, τον χρειάζονται. Graeme και Steve, μήπως να βάλετε στο κόλπο τον Russ Tippins; Τι τα 2/5 των SATAN στους SKYCLAD, τι τα 3/5… Μιλάμε για σίγουρη μεταγραφή!

Καταληκτικά, αυτοί που θα πρέπει να αισθάνονται περισσότερο χαρούμενοι μετά από αυτό το show, θα πρέπει να είναι οι ίδιοι οι SKYCLAD. Έδωσαν το πρώτο τους live με νέο line-up, είδαν τα θετικά και τις αδυναμίες τους σε ένα παραπάνω από φιλικό περιβάλλον (οικογενειακό θα το έλεγες), έβγαλαν τα συμπεράσματά τους και τώρα, μπορούν να κοιτάξουν μπροστά. Εμείς, τους περιμένουμε με τον νέο τους δίσκο, σε κλειστό χώρο, σε ένα ακόμη γνώριμο live – πανηγύρι, σαν αυτά που τόσο καλά ξέρουν να διοργανώνουν οι αγαπημένοι μας «χωριάτες».
ΥΓ: Η επιστροφή του παλαιού logo, μόνο όμορφους συνειρμούς μπορεί να δημιουργήσει. Λες να επιστρέψουμε και στον ήχο του “A burnt offering…” ή του “Jonah’s ark”; Μακάρι!
Δημήτρης Τσέλλος

Σε ένα καλοκαιρινό απόγευμα όπου η ατμόσφαιρα έβραζε από θερμοκρασία και προσμονή, οι W.A.S.P. ανέλαβαν να αποδείξουν πως, τέσσερις δεκαετίες μετά το ξεκίνημά τους, η δύναμη της σκληρής μουσικής δεν βρίσκεται μόνο στις παραμορφώσεις και τις κραυγές, αλλά κυρίως στη συνέπεια. Και αυτό ακριβώς ήταν που προσέφεραν: μια εμφάνιση σφιχτοδεμένη, καλοκουρδισμένη και γεμάτη νεύρο, χωρίς να παρασύρονται από περιττές θεατρικότητες. Το setlist, πιστό στο πνεύμα της περιοδείας Album ONE Alive, ξεδίπλωσε τη συλλογική τους ανάμνηση, σε μια εμφάνιση που συνδύασε σεβασμό, καθαρό ήχο και έντονη φυσιογνωμία.
Η σκηνή, λιτή αλλά επιβλητική, στήθηκε με γνώμονα τη θεατρικότητα της ουσίας – και όχι της υπερβολής. Στο κέντρο της, δεσπόζον όπως πάντα το “Elvis”, το εμβληματικό μικρόφωνο-stand σε μορφή σκελετού, αναπόσπαστο πλέον κομμάτι του σκηνικού αφηγήματος του Blackie Lawless. Η παρουσία του, συμβολική όσο και λειτουργική, πρόσθετε βάθος και δραματουργία χωρίς να «καταπίνει» τη μουσική.

Mια σύντομη προηχογραφημένη εισαγωγή με το “The End” των THE DOORS και το W.A.S.P. Medley, και το πραγματικό ταξίδι στο 1984 ξεκινά!!
Ο Blackie Lawless, φιγούρα-τοτέμ για την μπάντα αλλά και για ολόκληρη τη σκηνή των 80s, εμφανίστηκε στη σκηνή με το γνώριμο επιβλητικό του παρουσιαστικό – λιγότερο «showman», περισσότερο ηγέτης, πιο ήρεμος απ’ ό,τι στο παρελθόν, αλλά καθόλου άνευρος κι εμφανώς αδυνατισμένος. Η φωνή του διατήρησε χαρακτήρα, με τη σκληράδα και το βάθος που απαιτεί το υλικό. Αν και κάποια σημεία πιθανόν να υποστηρίχθηκαν τεχνικά – όπως συμβαίνει σχεδόν παντού σήμερα – η συνολική του απόδοση δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης.

O Blackie και η παρέα του, μπαίνουν στο κύριο σετ με το “I Wanna Be Somebody”, πυροδοτώντας αμέσως κλίμα έντασης και ενθουσιασμού. Ακολουθούν “L.O.V.E. Machine”, “The Flame”, “B.A.D.”, “School Daze” και “Hellion”, με κάθε τραγούδι να κρατάει τον παλμό σταθερό, και την σκηνή να διακατέχεται από ένταση, κινητικότητα, και ακρίβεια στο εκτελεστικό μέρος.
Το σύνολο της μπάντας λειτουργεί σχεδόν μηχανικά, αλλά χωρίς να χάνει την ψυχή του. Ο Doug Blair, με την άνεση ενός κιθαρίστα που διατηρεί το riffing σφιχτό, επιθετικό και ακριβές. Το μπάσο του Mike Duda, κρατάει το ρυθμικό μέρος που του αναλογεί, χαρίζοντας την απαιτούμενη βαρύτητα στο groove. Στα τύμπανα, ο Aquiles Priester προσθέτει μια μοντέρνα στιβαρότητα, με αψεγάδιαστο παίξιμο, χωρίς να απομακρύνεται από τη μανία του αρχικού ήχου.

Η ανταπόκριση του κόσμου στη μουσική των W.A.S.P. είναι ενθουσιώδης. Δεν ήταν απλώς νοσταλγοί – αν και σίγουρα υπήρχαν πολλοί από αυτούς – αλλά και νεότεροι ακροατές που έμοιαζαν να γνωρίζουν κάθε λέξη από το “L.O.V.E. Machine”. Η σύνδεση ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό είναι άμεση. Δεν υπάρχει κανένας δισταγμός στο sing-along, κανένα διάλειμμα ενθουσιασμού. Αντιθέτως, το κοινό δείχνει να απορροφά κάθε riff και να ανταποδίδει με συνεχή συμμετοχή, κάτι που δίνει και στην μπάντα μια εμφανή ώθηση. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, οι πρώτες σειρές τραγουδούν – όχι απλώς τις ρεφρενάρες τύπου “I Wanna Be Somebody” – αλλά και κουπλέ και στίχους που μαρτυρούν γνώση, όχι απλώς λατρεία.

Αλλαγή συναισθημάτων στο “Sleeping (in the Fire)” όπου η ερμηνεία του είναι σχεδόν εξομολογητική, στάζοντας μελαγχολία. Ήταν μια από τις κορυφαίες στιγμές του set, όχι για την ένταση, αλλά για το συναίσθημα που απέπνεε.
Το “On Your Knees” διαδέχτηκε με επιθετικότητα, ενώ κύριο μέρος ολοκληρώθηκε με τα εμβληματικά “Tormentor” και “The Torture Never Stops” – δύο ύμνους που αναδεικνύουν την σκοτεινή πλευρά του ήχου των W.A.S.P. Ένα διπλό «χτύπημα» που έκλεισε το άλμπουμ με θεατρικότητα και ένταση.
Το encore πρόσφερε μια σύντομη αναδρομή στα πιο μελωδικά και θεατρικά στάδια της καριέρας τους, με το medley: “Inside the Electric Circus” / “I Don’t Need No Doctor” / “Scream Until You Like It” πριν την επιστροφή σε προσωπικές στιγμές με ένα ακόμα medley των “The Real Me” / “Forever Free” / “The Headless Children”.

Κλείσιμο της βραδιάς με το επαναστατικό “Wild Child” να ξεχωρίζει για τη συναισθηματική του φόρτιση και το «αλήτικα» γιορτινό “Blind in Texas” – δύο τραγούδια που αντήχησαν δυνατά καθώς οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν μαζί, δημιουργώντας κύματα ενέργειας δίνοντας το αποχαιρετιστήριο party-vibe.
Η εμφάνιση των W.A.S.P. στο Rockwave Festival 2025 ήταν μια εμπειρία συμπαγής και δυναμική. Δεν επιχείρησαν να αναγεννηθούν, ούτε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Προσέφεραν αυτό που πάντα τους χαρακτήριζε: μια εκρηκτική εμφάνιση γεμάτη ωμή ενέργεια. Και με αυτόν τον τρόπο, απέδειξαν πως η παλιά φλόγα όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά εξακολουθεί να καίει. Ήταν η απόδειξη ότι όταν μια μπάντα παραμένει πιστή στον πυρήνα της – και δεν υποδύεται τον εαυτό της – μπορεί ακόμη να συντονίζεται με το σήμερα, χωρίς να ντρέπεται για το χθες.
Πέτρος Καραλής
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη – Πέτρος Καραλής
















