Θεωρώ ότι μερικές φορές όταν ακούμε ένα καινούργιο δίσκο, πρέπει να σκεφτόμαστε και την κατάσταση που βρίσκεται ένα συγκρότημα και να κρίνουμε ανάλογα ορισμένα πράγματα. Για την περίπτωση των RUNNING WILD η ιστορία είναι γνωστή και πριν φτάσουμε στην ανάλυση του νέου τους δίσκου, το “Blood on blood”, καλό είναι να επαναφέρουμε στην μνήμη μας κάποια πολύ σημαντικά γεγονότα, για να αντιληφθούμε καλύτερα που βρίσκεται η μπάντα του Kasparek τώρα και να γίνει μία καλύτερη αξιολόγηση του δίσκου.
Ως άρρωστος οπαδός της μπάντας, η άποψή μου είναι ότι το συγκρότημα από το ντεμπούτο του και μέχρι το “Rivlary” έχει γράψει 10 διαμάντια. Ακόμα και αν πολλοί θεωρούν ότι τα δέκα αυτά άλμπουμ δεν είναι ισάξια, δεν χωράει καμία αμφισβήτηση πως μιλάμε για την χρυσή περίοδο του συγκροτήματος. Τα “Victory” και “Brotherhood” ήταν καλά άλμπουμ αλλά όχι στο ίδιο επίπεδο και φτάνουμε στο πρώτο αδύναμο άλμπουμ της μπάντας το “Rogues en vogue”. Στο σημείο αυτό έρχονται να αλλάξουν όλα καθώς ακολουθεί η διάλυση του συγκροτήματος και ένα reunion το οποίο κατά κύριο λόγο έφερε μόνο μαύρα σύννεφα. Είναι προφανές ότι ο καπετάνιος ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό μουσικά και αυτό πήγε να το φέρει στους RUNNING WILD, κάτι που φυσικά δεν του βγήκε και φαίνεται στο χειρότερο τους άλμπουμ “Shadowmaker” και στο επίσης πολύ αδύναμο “Resilient”.
Βλέποντας την πορεία αυτή και με ένα τίμιο άλμπουμ όπως είναι το “Rapid foray”, όποιος περιμένει να βγάλουν οι RUNNING WILD άλμπουμ που να συγκρίνεται με την προ “Shadowmaker” εποχή, απλά κοροϊδεύει τον εαυτό του. Έχοντας έναν μουσικό που έχει αλλάξει, έχει μεγαλώσει και κάποια πράγματα τα βλέπει διαφορετικά, είναι αδύνατον να ακούσουμε στιγμές όπως αυτές του “Black hand inn” και του “Pile of skulls”. Οπότε το ζητούμενο είναι, στην τωρινή εποχή της μπάντας, το συγκρότημα να βγάλει έναν καλό και τίμιο, με τα τωρινά δεδομένα, δίσκο. Και με βάση τα παραπάνω το “Blood on blood” είναι ένα τέτοιο άλμπουμ.
Πάμε σε αυτό που μετράει περισσότερο και είναι τα τραγούδια. Το “Blood on blood” αποτελείται από δέκα τραγούδια, με την πλειοψηφία να έχει ένα θετικό πρόσημο. Οι συνθέσεις έχουν τις αδυναμίες τους αλλά είπαμε, η μπάντα έχει χάσει τον τσαγανό και την ταχύτητα του παρελθόντος, όπως επίσης συνεχίζουν κάποιες παθογένειες όπως η ποιότητα στα ντραμς. Δεν θα μιλήσω για drum machine, που κάπως έτσι φαίνεται να είναι, αλλά ακόμα και να μην είναι, το παίξιμο είναι πολύ απλοϊκό και είναι απλά εκεί γιατί πρέπει να υπάρχουν κρουστά. Όμως τραγούδια όπως τα “Wings of fire”, “Diamonds & pearls”, “Crossing the blades” και το καλύτερο όλων, το εντεκάλεπτο και πολύ ωραίο τραγούδι “The iron times (1618 – 1648)”, δεν σε αφήνουν να μιλήσεις για ένα κακό αποτέλεσμα. Βέβαια υπάρχουν τρεις περιπτώσεις, που αν έλειπαν από το “Blood on blood”, το άλμπουμ θα ήταν ακόμα καλύτερο. Τα party rock τραγούδια “Wild & free” και “Wild, wild nights” είναι εκτός κλίματος για RUNNING WILD και θυμίζουν όλα αυτά που μας χαλάνε με το συγκρότημα. Επίσης η μπαλάντα (και όμως ναι, μπαλάντα στους RUNNING WILD) “One night, one day”, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε σαν ιδέα, όχι να μπει στον δίσκο.
Εν κατακλείδι το “Blood on blood” δεν είναι ένα άλμπουμ που θα συγκριθεί με το ένδοξο παρελθόν της μπάντας, όσο και αν λέει ο Kasparek ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ που έβγαλε ποτέ (που να σε κυνηγάει αιώνια το φάντασμα του Black hand inn!). Είναι όμως το καλύτερο άλμπουμ της μετά “Shadowmaker” εποχής, με καλό και τίμιο υλικό. Αν θα μπορούσε να είναι καλύτερο; Ναι, αυτό είναι σίγουρο. Θα μπορούσε όμως να είναι χειρότερο; Εξυπακούεται! Το πειρατικό μπορεί να έχει χάσει την αίγλη του, η μαύρη σημαία όμως ακόμα κυματίζει, μπορεί μεσίστια αλλά είναι εκεί και στέκει αγέρωχη.
Υ.Γ. Ακούστε το “The shellback” στο YouTube σε ταχύτητα 1,25 και θα ακούσετε τους RUNNING WILD που μας λείπουν.
7 / 10
Δημήτρης Μπούκης