“Feel the anger, feel the pain, hear the sacred outcry!”
Οι Έλληνες SACRED OUTCRY «τάραξαν τα νερά» του επικού power metal στην χώρα μας με το εκπληκτικό ντεμπούτο τους, “Damned for all time” και φυσικά δεν γινόταν ο μπασίστας και ιθύνων νους της μπάντας, Γιώργος Απαλοδήμας, να μη δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις γύρω από αυτήν την τόσο εντυπωσιακή κυκλοφορία. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον και όλα όσα θα ήθελε να ξέρει κάποιος οπαδός του συγκροτήματος, διά στόματος ενός άκρως ευδιάθετου μουσικού, προς το μαγνητόφωνο ενός άκρως ενθουσιασμένου με την όλη φάση συντάκτη.
Γιώργο, το Rock Hard σε καλησπερίζει και σε συγχαίρει, όπως και τα υπόλοιπα μέλη των SACRED OUTCRY, για το ντεμπούτο άλμπουμ σας “Damned for all time”! Βασική και πρώτιστη υποχρέωσή σου, ένα βιογραφικό της μπάντας.
Καλησπέρα Δημήτρη και σε ευχαριστώ πολύ εκ μέρους όλων των ανθρώπων που δούλεψαν για το δίσκο. Να ξεκινήσω και εγώ δίνοντας τα συγχαρητήριά μου σε όλο το team σας, για την εξαιρετική δουλειά που κάνετε. Τα πρώτα βήματα της μπάντας έγιναν στα τέλη του 1997, αρχές του 1998. Σε πολύ μικρή ηλικία τότε, ξεκινήσαμε παίζοντας διασκευές σε αγαπημένα κομμάτια και σιγά σιγά κάναμε και την πρώτη προσπάθεια να γράψουμε δικό μας υλικό. Το αποτέλεσμα ήταν ένα demo τεσσάρων τραγουδιών, που ποτέ όμως δεν «κυκλοφόρησε επίσημα» και ήταν περισσότερο για δική μας «χρήση». Λίγο αργότερα, έγινε και το «restart» στη μπάντα, με την προσθήκη του Βαγγέλη στα φωνητικά και του Στέλιου στα τύμπανα. Αυτή είναι και η κλασική σύνθεση, με την οποία μας είχε γνωρίσει ο κόσμος εκείνη την εποχή και που έμεινε σταθερή μέχρι τη διάλυση της μπάντας το 2004. Με αυτήν τη σύνθεση ξεκινήσαμε στα τέλη του 2001 να ηχογραφούμε το “Damned for all time”, ενώ παράλληλα ψάχναμε την κάθε ευκαιρία να παίξουμε live, ώστε να αποκτήσουμε τα κατάλληλα «χιλιόμετρα» στη σκηνή, αλλά και να μας γνωρίσει ο κόσμος.
Πως ήταν τότε οι ηχογραφήσεις;
Η διαδικασία της ηχογράφησης ήταν ένα τεράστιο «σχολείο», καθώς δεν είχαμε καμία προηγούμενη εμπειρία με studio, μετρονόμους και το «σωστό» τρόπο που γράφει μία μπάντα, κάτι που σε συνδυασμό με κάποια τραγικά λάθη (χωρίς τη δική μας ευθύνη αυτήν τη φορά), μας πήγε πολύ πίσω, δημιούργησε πολλές τριβές, ώσπου φτάσαμε σε σημείο, οικονομικά και ψυχολογικά τσακισμένοι, να βάλουμε μία άνω τελεία για να συνεχίσουμε να συνθέτουμε υλικό και να ξαναβρούμε λίγο τα πατήματά μας. Κάπου εκεί, ο Βαγγέλης τελείωσε τις σπουδές του και έπρεπε να επιστρέψει στην Κρήτη, οπότε αυτό ήταν και το «τέλος» της μπάντας.
Δεν νιώσατε ποτέ την ανάγκη να επιστρέψετε τα αμέσως επόμενα χρόνια; Δεν έμοιαζε άδικα ημιτελής αυτή η προσπάθεια;
Ναι. Μέσα στα χρόνια, πάντα λέγαμε πως θα έπρεπε να ξαναγράψουμε ή να το μιξάρουμε και να το βγάλουμε κάποια στιγμή, να μας φύγει τουλάχιστον το προσωπικό απωθημένο. Τελικά αποφασίσαμε την πλήρη επανηχογράφηση του υλικού και καταφέραμε να ξεκινήσουμε τη διαδικασία το 2015. Πέντε χρόνια μετά, επιτέλους τα καταφέραμε.
Πόσο δύσκολο είναι λοιπόν για έναν μουσικό να κρατήσει ζωντανό το όραμά του μετά από τόσα χρόνια;
Μιλώντας αυστηρά προσωπικά, καθόλου δύσκολο. Όλα τα χρόνια που η μπάντα δεν υπήρχε σε, να το πω έτσι, «φυσική μορφή», άκουγα ό,τι είχε μείνει από τις ηχογραφήσεις του 2001-2003 και φανταζόμουν πως έπρεπε να είχε γίνει το Χ σημείο και τί έπρεπε να έχουμε κάνει στο Ψ τραγούδι. Τι θα μπορούσε να παιχτεί καλύτερα, ποιος τραγουδιστής θα μπορούσε να το πει αν το ξαναγράφαμε, πού θα μπορούσαμε να βάλουμε έναν αέρα, μία βροχή, οτιδήποτε θα έφτανε το τελικό αποτέλεσμα στο επίπεδο που το φανταζόμουν. Το δύσκολο για εμένα δεν είναι να κρατηθεί το όραμα ζωντανό, αλλά το να βρεις ανθρώπους να μοιράζονται αυτό το όραμα ή να βοηθήσουν εκεί που χρειάζεται και να το πάνε και ένα βήμα παραπέρα. Στο “Damned for all time” είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με 3 τέτοιους ανθρώπους, που «ξεκλείδωσαν» πολλά από αυτά που ήθελα να γίνουν, αλλά δεν ήξερα ακριβώς πως. Τον Γιαννη Σκαλκώτο (πλήκτρα), τον Steve Lado (mix/master) και φυσικά τον Γιάννη Παπαδόπουλο (φωνητικά).
Εσείς κυκλοφορήσατε το δίσκο σας και σε δύσκολες εποχές, με τον Covid να έχει μπει για τα καλά στις ζωές μας. Απλά έτυχε ή πήρατε το ρίσκο;
Έτυχε, καθώς ο δίσκος ήταν έτοιμος αρκετούς μήνες πριν, αλλά έπρεπε, σε συνεργασία με την No Remorse, να βρούμε και την κατάλληλη περίοδο που θα μπορούσε να παρουσιαστεί μία «νέα» μπάντα. Σίγουρα θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για κάποια αλλαγή λόγω Covid, αλλά ίσως είμαστε η μόνη μπάντα που ευνοείται από το γεγονός ότι δεν γίνονται συναυλίες, επειδή ο κόσμος ακούει περισσότερη μουσική στο σπίτι. Από την άλλη, σίγουρα μας λείπουν οι συναυλίες και όλο το κοινωνικό κομμάτι της heavy metal σκηνής. Είναι λυπηρό που δεν μπορούμε να πιούμε μία μπύρα έξω με την άνεση του παρελθόντος.
Πως κύλησε η περίοδος των σημερινών, τρόπον τινά, ηχογραφήσεων;
Ήταν μία μακρά περίοδος σχεδόν τεσσάρων ετών, οπότε τώρα μοιάζει με μακρινή ανάμνηση. Σε γενικές γραμμές ήταν δύσκολα, γιατί συνέβησαν πάλι αρκετά απρόοπτα που είτε φρέναραν τη διαδικασία ή μας καθυστέρησαν. Μεμονωμένα, είχαμε περάσει πολύ καλά σε φάσεις, πχ όταν γράφαμε την ορχήστρα παρέα με τον Γιάννη ή όταν άρχισε να παίρνει μορφή ο δίσκος και να ακούμε πλέον μία κανονική «μπάντα». Ζούμε πλέον σε διαφορετικά μέρη του κόσμου (οι μισοί μετακόμισαν εκτός Ελλάδος για επαγγελματικούς λόγους), οπότε η συνεννόηση δεν ήταν πάντα το πιο εύκολο πράγμα και σίγουρα υπήρξαν στιγμές που ήταν πολύ αγχωτικές ή στενάχωρες για όλους. Μας πήρε πολύ περισσότερο καιρό από το φυσιολογικό να κάνουμε βασικά πράγματα και «φάγαμε» ακόμα περισσότερο χρόνο στη διαδικασία της μίξης, επειδή δοκιμάσαμε διάφορες λύσεις, μέχρι τελικά να το αναλάβει ο Steve Lado, που είναι και ο υπεύθυνος για τον τελικό ήχο. Απόλυτο highlight της όλης διαδικασίας για εμένα, ήταν όταν μου έστειλε το πρώτο τραγούδι ο Γιάννης (φωνή) και δεν μπορούσα να πιστέψω στα αυτιά μου.
Η επιλογή του Γιάννη Παπαδόπουλου είναι αλήθεια πως ξάφνιασε πολύ κόσμο. Δεν τον είχαμε συνηθίσει σε μπάντες σαν τη δική σας. Καταλαβαίνεις τι εννοώ…
Και εγώ είχα την απορία γιατί δεν τον έχει πλησιάσει κάποιος για ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς από την πρώτη φορά που τον άκουσα, σκέφτηκα ολόκληρο το δίσκο με τη δική του φωνή. Ο Γιάννης έχει ένα πακέτο που θεωρώ πολύ δυσεύρετο, καθώς μπορεί να καλύψει ένα τεράστιο εύρος συναισθημάτων και να είναι το ίδιο εντυπωσιακός σε οτιδήποτε «θέλει» το τραγούδι. Έχει φοβερή αντίληψη και είχε και τεράστια ευκολία στο να μεταφράσει τα pointers και αυτά που του ζητούσα στα τραγούδια, πολλές φορές επιστρέφοντας και με δικές του προτάσεις. Το κυριότερο από ολα βέβαια, είναι πως είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος και συνολικά είχαμε μία πολύ όμορφη και εύκολη συνεργασία. Νομίζω ότι δούλεψε πολύ καλά το «πείραμα» και του δόθηκε και μία ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη φωνή του με τρόπους που πολύς κόσμος αγνοούσε ότι είχε τη δυνατότητα.
Πιστεύεις πως η επιλογή του αποτελεί ένα τόσο δυνατό όπλο για την μπάντα, που μπορεί αυτό να γυρίσει και boomerang; Μήπως σας οριοθετεί και είναι δίκοπο μαχαίρι;
Όχι ιδιαίτερα. Σίγουρα αποτελεί τεράστιο πλεονέκτημα, αλλά πιστεύαμε πολύ στο υλικό και τις δυνατότητές του, απλά χρειαζόμασταν κάποιον να το απογειώσει. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που ο Γιάννης είναι δηλωμένος ως “special guest” στο δίσκο, καθώς δεν θέλαμε να περάσουμε το λάθος μήνυμα και να δημιουργήσουμε εντυπώσεις. Ίσως σε κάποιον να φαίνεται παράξενο πως έχουμε guest στα φωνητικά, την – κατ’ εμέ – πιο σημαντική θέση στη μπάντα, καθώς συνήθως είναι μεγάλο μέρος της «ταυτότητάς» της, αλλά οι Sacred Outcry δεν είναι μπάντα με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Προσωπικά, αισθάνομαι πολύ τυχερός που μου δόθηκε η ευκαιρία να βγάλουμε το δίσκο όπως τον «ονειρευόμουν», οπότε ακόμα και αν μας περιορίσει με κάποιο τρόπο στο μέλλον, ήταν ένα ρίσκο που σίγουρα άξιζε. Σίγουρα υπάρχει πιθανότητα να μας γυρίσει boomerang, αν ο τραγουδιστής στο 2ο δίσκο δεν μπορεί να πιάσει μία αντίστοιχη απόδοση, αλλά από την άλλη, δεν νομίζω να ακούσετε ποτέ δεύτερο δίσκο αν τα πάντα δεν είναι στο επίπεδο που «πρέπει».
Πριν επανέλθουμε στα του δίσκου, πιο πάνω έγινε αναφορά στην εταιρεία σας, τη No Remorse. Πως ήρθατε σε επαφή μαζί τους;
Η πρώτη επαφή έγινε μέσω του Μανώλη Καραζέρη (σ.σ: DEXTER WARD/Up the Hammers) που είχε ένα promo του δίσκου λίγο πριν κάνουμε κάποιες τελικές διορθώσεις στο mastering. Ο Μανώλης είναι από τους λίγους ανθρώπους που «ήξερε» τη μπάντα από παλιά, οπότε τους έστειλε το δίσκο νωρίς, μας ενημέρωσε πως υπήρχε ενδιαφέρον και μας έφερε σε επαφή. Έστειλα και ένα full promo kit με όλες τις λεπτομέρειες και μιλήσαμε με τα παιδία της No Remorse για τα σχέδια και το τί περίπου έχουμε στο μυαλό μας για το μέλλον της μπάντας. Ένας λόγος που η No Remorse αυτή τη στιγμή έχει φτάσει να θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο μας, είναι ο πολύ καλός σχεδιασμός και οι προσεκτικές κινήσεις που κάνουν και μου άρεσε πολύ ο τρόπος που πάντα σκέφτονται 5 βήματα παρακάτω, οπότε συμφωνήσαμε γρήγορα. Στα συν βέβαια, η τοποθεσία και οι άνθρωποι που απαρτίζουν όλο το team, καθώς μπορούμε να βρεθούμε ανά πάσα στιγμή και να συζητήσουμε οτιδήποτε χρειάζεται χωρίς πίεση, απόσταση ή οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα.
Πάμε τώρα πάλι στο δίσκο. Μίλησέ μας για τις επιρροές της μπάντας, όσον αφορά αρχικά τον μουσικό τομέα…
Οι επιρροές μας ήταν πολλές, κυρίως οι «μεγάλες» μπάντες που ακούγαμε μεγαλώνοντας. Η πρώτη μεγάλη κοινή αγάπη ήταν οι WARLORD και η έλλειψη τότε του οτιδήποτε κοντά στον ήχο τους. Ο συνδυασμός του λυρισμού τους με την πολεμική αισθητική των MANOWAR και τις ταχύτητες που δεν δίσταζαν να ανεβάσουν οι DOMINE ήταν και το πρώιμο blueprint για τους SACRED OUTCRY.
Είναι τελικά συγκροτήματα όπως οι WARLORD, MANOWAR και DOMINE κάτι σαν “must”, για όποιον θέλει να παίξει πραγματικό επικό metal;
Σαν πρώτη σκέψη, όχι δεν είναι “must”. Κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει πως υπάρχουν αρκετές «μεγάλες» μπάντες που υπηρέτησαν το χώρο και έδωσαν διαμάντια, σαν τους MANILLA ROAD, τους CIRITH UNGOL ή τους OMEN πχ, οπότε το φάσμα των επιρροών μπορεί εύκολα να ανοίξει περισσότερο. Όμως υπάρχει κάποιος άνθρωπος να παίζει επικό metal και να μην έχει επηρεαστεί από το “Battle Hymn”, το “Black mass” ή το “Blood of my enemies”; Γίνεται να θέλεις να γράψεις μουσική που να μιλάει στην ψυχή σου και να μην δακρύζεις ακούγοντας το “My name is Man” (σ.σ: το ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΤΕΡΟ κομμάτι που έγραψε ποτέ ο Τσάμης); Υπάρχει άνθρωπος που να ασχολείται με τη σκηνή που όταν ακούει το “Chronicles of the Black Sword” ή το “The eternal champion” δεν ανατριχιάζει; Νομίζω πως κάποιες μπάντες είχαν τόσο μεγάλο εκτόπισμα και έπαιξαν τόσο μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου, που ακόμα και αν έχουν αλλάξει πλέον το στυλ τους (ή ακόμα και αν δεν υπάρχουν πια), πάντα θα αποτελούν επιρροή σε όποια μπάντα ασχολείται με το χώρο, ακόμα και αν περνούν «μασκαρεμένες» μέσα στον τελικό ήχο. Επικές στιγμές και δίσκους μνημεία μπορείς να βρεις από τους CANDLEMASS μέχρι και τους HEIR APPARENT κλπ.
Άρα, μήπως τελικά δεν υπάρχει “epic metal”, αλλά λείπει ένας σημαντικός ενδιάμεσος προσδιορισμός; “Epic doom metal”, “epic power metal” και πάει λέγοντας; Γιατί υπάρχουν σχήματα ή και κομμάτια που δεν λογίζονται “epic metal” και είναι πολύ πιο επικά από άλλα που υποτίθεται ανήκουν στην κατηγορία αυτή.
Δεν διαφωνώ καθόλου. O όρος “epic metal” είναι πολύ γενικός (σ.σ: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ), αλλά είναι μεγάλη συζήτηση αυτή! Από εκεί και πέρα, για να επιστρέψω στις επιρροές μας, σίγουρα συγκροτήματα όπως οι BLIND GUARDIAN, οι HELLOWEEN, οι VIRGIN STEELE και οι CRIMSON GLORY, έχουν βάλει ο καθένας από ένα λιθαράκι στον ήχο μας. Κάναμε αμέτρητες πρόβες τότε και προσπαθούσαμε να ενσωματώσουμε στον ήχο μας τα καλύτερα στοιχεία από όλες αυτές τις μπάντες, θέλοντας να δημιουργήσουμε κάτι που να ακούγεται φρέσκο και με την δική του ταυτότητα. Το 2017 ήρθε και η προσθήκη της ορχήστρας, που είναι ένας μικρός φόρος τιμής στον Βασίλη Πολυδούρη και το soundtrack του “Conan the Barbarian” και «έδεσε» καλά με τη μπάντα, δίνοντας αυτό το κάτι extra, χωρίς όμως να επισκιάζει το συγκρότημα.
Και στιχουργικά;
Στιχουργικά κινούμαστε στο χώρο του φανταστικού. Sword & Sorcery, high fantasy, days of high adventure γενικά! Το ομώνυμο κομμάτι, όπως και το εξώφυλλο, είναι προφανώς εμπνευσμένα από τον Elric και τη δουλειά του Michael Moorcock, που είναι μία γιγαντιαία επιρροή σε όλη την αισθητική της μπάντας. Τα τραγούδια στο δίσκο είναι γραμμένα πολύ παλαιότερα, οπότε ίσως να μην είναι 100% αντιπροσωπευτικά σε κάποια σημεία, αλλά ήθελα να τον κρατήσω ακριβώς όπως ήταν, οπότε έγιναν μόνο κάποιες πολύ μικρές αλλαγές όπου χρειαζόταν. Το μόνο τραγούδι που στιχουργικά είναι καινούργιο, είναι το ομώνυμο της μπάντας, “Sacred Outcry”, καθώς η αρχική του μορφή ήταν του 1998, οπότε χρειαζόταν την ανανέωση. Κρατήσαμε μόνο το παλιό ρεφραίν στο κλείσιμο του τραγουδιού, σαν ένα μικρό tribute στην τότε σύνθεση.
Όταν συνθέτατε και ηχογραφούσατε, είχατε μουσικά ερεθίσματα ή είχατε απομονωθεί χωρίς να ακούτε μουσική, όπως αρκετοί συνάδελφοί σας;
Όχι, καμία απομόνωση. Ειδικά την εποχή που γράφτηκε το υλικό, ακούγαμε συνεχώς μουσική, καθώς βρισκόμασταν στο τέλος της εφηβείας, που πιστεύω πως διαμορφώνει και σε τεράστιο ποσοστό το μελλοντικό σου γούστο. Μην ξεχνάς ήταν και η εποχή που το internet δεν είχε καμία σχέση με το «θηρίο» του σήμερα, οπότε η δίψα για μουσική και καινούρια πράγματα ήταν πολλαπλάσια, ενώ το «access» υπήρχε σχεδόν αποκλειστικά μέσω αγορών. Ατελείωτες βόλτες κάθε Σάββατο στα γνωστά κατατόπια για μεταχειρισμένα CD και μετά ανταλλαγές μεταξύ παιδιών στην παρέα κλπ. Μετά εννοείται πρόβα, καφές και τσακωμός για το ποια είναι η καλύτερη μπάντα ή ο καλύτερος δίσκος και γιατί ο Adams είναι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής στην ιστορία, αλλά αυτή ήταν και η ομορφιά της εποχής.
Είναι;
Είναι, τέλος! (γέλια) Ακόμα θυμάμαι πόση εντύπωση μας είχε κάνει τότε το demo των WARLORD του 2001. Πρέπει να είχα ακούσει αυτό το “Sons of a dream” κοντά τρία εκατομμύρια φορές. Οπότε καταλαβαίνεις, πολλές φορές τα πράγματα που ακούγαμε αφομοιώνονταν στη μουσική μας.
Ποια η διαδικασία σύνθεσης; Έχουμε να κάνουμε με ομαδική δουλειά ή υπάρχει «αφεντικό» πίσω από το “Damned for all time”;
Είναι σαφές πως πάντα υπάρχει κάποιος που «τρέχει» παραπάνω για όλα. Αφεντικό με την αυστηρή έννοια του όρου δεν θα το έλεγα, αλλα υπάρχει σίγουρα η κατεύθυνση και το τελικό ΟΚ από έναν άνθρωπο, κυρίως όταν υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις ή όταν βρισκόμαστε σε τέλμα. Συνθετικά, θα έλεγα πως ήταν ομαδική δουλειά. Σίγουρα κάποιες φωνές ήταν λίγο πιο «δυνατές», αλλά μιλάμε και για 20 χρόνια πριν, που η μπάντα «ζούσε» στο στούντιο, οπότε ναι, τα περισσότερα τραγούδια στο δίσκο είναι προϊόν αμέτρητων ωρών πρόβας και «ραφιναρίσματος». Είχαμε μία πολύ συγκεκριμένη προσέγγιση και επιλέξαμε συνειδητά να κάνουμε τα τραγούδια διαφορετικά το ένα από το άλλο, ώστε ο δίσκος να ακούγεται φρέσκος σε κάθε ακρόαση και το κάθε τραγούδι να έχει την ξεκάθαρη θέση του μέσα σε αυτόν. Συνήθως ξεκινούσαμε την πρόβα με μία πολύ γενική ιδέα του τί μας «έλλειπε» από το δίσκο, ίσως από κάποιο riff του Δημήτρη, κάποια ιδέα δική μου ή κάποια σύνθεση του Βαγγέλη και συνεχίζαμε να δουλεύουμε μέχρι να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, προσθέτοντας, αφαιρώντας και συνδυάζοντας ιδέες καθώς παίζαμε. Ηχογραφούσαμε τις πρόβες μας σε κασέτα (!), ώστε να μπορούμε να δουλέψουμε από το σπίτι σε κάποια πρώιμη ιδέα (να στηθεί ένα κομμάτι καλύτερα ή να γραφτούν στίχοι πχ) και κάποιες φορές γράφτηκαν τραγούδια και ήταν έτοιμα στο μεγαλύτερό τους μέρος jamm-άροντας μέσα στο studio.
Μήπως με το άλμπουμ αυτό ξεκινά ένα concept το οποίο θα επεκταθεί και σε επόμενους δίσκους;
Χμ… Αυτό που μπορώ να σου πω αυτήν τη στιγμή, είναι πως σίγουρα υπάρχει κάποια σύνδεση με το τι θα δείτε και τι θα ακούσετε στο επόμενο άλμπουμ. Γενικότερα, μου αρέσει να προγραμματίζω πολύ προσεκτικά τις επόμενες κινήσεις και να συμπεριλαμβάνω καλά κρυμμένα (ίσως όχι και τόσο) hints σε διάφορα σημεία, μουσικά και μη. Στοιχεία υπάρχουν για όποιον έχει όρεξη να ασχοληθεί, ίσως κάποια πράγματα να μην είναι τόσο ξεκάθαρα τώρα και κάποιοι συσχετισμοί να είναι αδύνατο να γίνουν προς το παρόν, αλλά θέλω να πιστεύω πως με τον καιρό όλα θα βγάλουν περισσότερο νόημα. Ξαναρώτησέ με σε δύο χρόνια και θα μπορέσουμε να τα πούμε όλα!
Στο δίσκο πήρε το αυτί μου κάποιες αναφορές σε αγαπημένες μπάντες και κάποια “easter eggs”. Για παράδειγμα, το riff του “Lonely man” φέρνει στη μελωδία του “Black diamond” των STRATOVARIUS και η εισαγωγή του θυμίζει ICED EARTH και CRIMSON GLORY (σ.σ: δεν θα σας πω τι, βρείτε το!), ενώ στο “Damned for all time” το μπάσο μου θυμίζει το αντίστοιχο του “Eagle fly free” των HELLOWEEN και το σημείο με τα έντονα χορωδιακά μέρη το “Power of thy sword” των MANOWAR. Τι άλλα πραγματάκια μας κρύβετε μέσα στα τραγούδια του δίσκου;
Θεωρώ πως δεν χρειάζεται επιτηδευμένη προσπάθεια για παρθενογένεση, χρειάζεται όμως αγάπη, σεβασμός και ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να καταφέρεις να παραμείνεις αυστηρά σε αναφορές και μικρά nods που ενισχύουν την εμπειρία και όχι να καταντήσεις κακέκτυπο κάποιας άλλης μπάντας. Γενικά, ο δίσκος είναι φτιαγμένος έτσι ώστε σε κάθε επανάληψη να «βγαίνει» στην επιφάνεια και κάτι καινούριο. Εννοείται υπάρχουν πραγματάκια σκόρπια μέσα στο δίσκο, μικρές και διακριτικές αναφορές σε αγαπημένες μπάντες, άλλες φορές εμφανείς, όπως κάποιες από αυτές που ανέφερες και άλλες λίγο καλύτερα «κρυμμένες». Αυτό μπορεί να είναι μία μελωδία, ένας στίχος ή κάτι τρομερά περίπλοκο, που όμως ΕΙΝΑΙ εκεί. Είμαι σίγουρος πως υπάρχουν 1-2 πράγματα μέσα στο δίσκο που μάλλον ποτέ κανείς δεν θα κάνει το συσχετισμό. Μην ξεχνάς πως πάνω από όλα παραμένουμε οπαδοί, οπότε δεν θα χαλάσω καμία έκπληξη και θα αφήσω όποιον θέλει να ασχοληθεί να το «βιώσει» με το δικό του τρόπο!
H εισαγωγή “Timeless” είναι στην ουσία μια retrospectiva του demo σας. Μήπως το ακουστικό finale του “Farewell” είναι μία εισαγωγή στο άλμπουμ που θα ακολουθήσει;
Πωπω… τι κάψιμο είναι αυτό; Αυτές οι ερωτήσεις θέλουν μπύρα (γέλια)! Το “Timeless” ήταν η τελευταία ιδέα που πήρε μορφή στο δίσκο, καθώς την εποχή που γράφαμε την ορχήστρα είχαμε συζητήσει να μην χρησιμοποιήσουμε την παλιά εισαγωγή (η ακουστική κιθάρα που παίζει ουσιαστικά) και να γραφτεί ένα πολύ πομπώδες intro, που θα συνδεόταν με το “Legion of the fallen”, σαν κινηματογραφικό trailer. Αυτή η ιδέα δεν προχώρησε την τελευταία στιγμή, οπότε σκέφτηκα πως θα ήταν μία πολύ καλή ιδέα να συμπεριλάβω μικρά αποσπάσματα από τις ηχογραφήσεις του 2003, μαζί με την αυθεντική εισαγωγή, συνδέοντας έτσι τους δύο δίσκους, κάτι που τελικά, τουλάχιστον σε συναισθηματικό επίπεδο, δείχνει να λειτουργεί σαφώς καλύτερα. Για το ακουστικό finale του “Farewell” τώρα, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που βλέπω να υπάρχει κόσμος που σκέφτεται όπως εγώ! Αν το ρωτούσες αυτό στον 19χρονο εαυτό μου, μάλλον θα δάκρυζε από τη χαρά του, καθώς αυτή ακριβώς ήταν η αρχική μου ιδέα το 2003! Βέβαια το 2003 υπήρχε λίγο διαφορετικό πλάνο για το 2ο δίσκο, οπότε δεν νομίζω να γίνουν ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά να είσαι σίγουρος πως κάτι θα καταφέρουμε.
Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα τραγούδι ως το πλέον αντιπροσωπευτικό του άλμπουμ, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;
Θα έλεγα το ομότιτλο, καθώς κάνει ένα πέρασμα από όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον ήχο μας. Η μπάντα δείχνει όλη τη δυναμική της, υπάρχουν πολλές εναλλαγές, με αργόσυρτα, επικά και πομπώδη μέρη να δίνουν χώρο σε πιο power metal ξεσπάσματα, οπότε το κομμάτι λειτουργεί σαν ένα μικρό preview του δίσκου. Επίσης, θεωρώ πως δείχνει καλά τον τρόπο σκέψης πίσω από το songwriting της μπάντας, καθώς χτίζει συνέχεια προς κάτι μεγαλύτερο μέχρι το τελείωμα, που προσωπικά θεωρώ από τις αγαπημένες μου στιγμές σε ολόκληρο το δίσκο. Η μεγάλη του διάρκεια σίγουρα δεν θα βοηθήσει κάποιον «ανυπόμονο» να γνωρίσει τη μπάντα (σ.σ: δεν πειράζει, να κάνει υπομονή!), αλλά ο δίσκος έτσι κι αλλιώς δεν γράφτηκε για τους βιαστικούς του σήμερα, που θα ακούσουν 30 δευτερόλεπτα στο YouTube για να σχηματίσουν γνώμη, αλλά για τους ανθρώπους που θα «επενδύσουν» τον χρόνο τους.
Μπορείς να μου περιγράψεις κάθε μέλος της μπάντας ξεχωριστά, ως προσωπικότητα, και τι έδωσε/δίνει στο group; Και εσένα, φυσικά.
Θα σου πω δυο λόγια για τους ανθρώπους που δούλεψαν τότε (2003) και τους ανθρώπους που δούλεψαν τώρα για το δίσκο, γιατί πιστεύω πως ο καθένας έφερε κάτι που βοήθησε τον ήχο μας να εξελιχθεί. Ο Δημήτρης (κιθάρες), ήταν τότε η μηχανή παραγωγής riff. Σαν ο μόνος κιθαρίστας στη μπάντα, ήταν ο άνθρωπος που συνήθως αναλάμβανε να «μεταφράσει» ένα τραγούδι κιθαριστικά, ακόμα και όταν δεν το είχε γράψει ο ίδιος. Ιδρυτικό μέλος και με μεγάλη κοινή αδυναμία στους WARLORD, ήταν κυρίως υπεύθυνος για τις πιο riff-άτες στιγμές του δίσκου. Ο Βαγγέλης (ακουστικές κιθάρες, φωνή), έφερε μαζί του τα ακουστικά περάσματα και τον έντονο λυρισμό. Μας άνοιξε την πόρτα σε έναν καινούργιο τρόπο σύνθεσης, που πλέον αποτελεί τεράστιο κομμάτι του ήχου μας. Ήταν ένας καταπληκτικός, ευγενικός άνθρωπος, με αστείρευτη έμπνευση από και προς κάθε τι επικό, πολλές φορές χωρίς να το γνωρίζει και ο ίδιος. Πλέον δεν ασχολείται με τη φάση, αλλά θα ήθελα πολύ να συμμετάσχει και στις επόμενες κυκλοφορίες, καθώς υπάρχει αρκετό υλικό από το παρελθόν που είχαμε γράψει παρέα και δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Ο Στέλιος (τύμπανα), είναι πλέον ο άνθρωπος με την περισσότερη εμπειρία, καθώς, όπως πολλοί drummers, έχει παίξει με τη μισή Ελληνική σκηνή. Δεν θέλει να μπλέκεται καθόλου σε διαδικαστικά και λεπτομέρειες και προτιμάει την δουλειά στο studio και τα live. Μπορείτε να τον βρείτε να κοπανάει τα δέρματα με τους DEXTER WARD ή με τους ON THORNS I LAY. Έφερε στη μπάντα την ταχύτητα και την άνεση να παίξουμε στους μετρονόμους που θέλαμε, που πιστεύω ήταν και δεύτερη μεγάλη αλλαγή στον ήχο μας τότε. Ίσως να μην ακούγεται τόσο εντυπωσιακό το 2020 που όλοι οι 23χρονοι έχουν 16 πόδια και 20 χέρια, αλλά το 2001 ήταν τεράστιο προσόν να έχεις drummer να παίζει δίκαση στα 200+bpm. (σ.σ: το γελάμε αλλά έχει απόλυτο δίκιο). Ο Γιάννης (πλήκτρα), είναι ο καλύτερος «παίκτης» από όλους μας και ήταν και η «έκπληξη» της επανηχογράφησης, καθώς έφερε μία ηχητική παλέτα που δεν ήξερα πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Είχαμε και από παλιά αρκετές ιδέες για πλήκτρα κλπ, αλλά η πρώτη του προσπάθεια στο “Legion of the fallen” ήταν αυτή που έδωσε τον τόνο στο δίσκο και τελικά περάσαμε δύο χρόνια συνθέτοντας παρέα στο studio του. Βοήθησε πολύ, κυρίως με τη γνώση του στα τεράστια libraries που είχε, καθώς πάντα είχε 2-3 προτάσεις για ό,τι ήχο ψάχναμε. Για τον άλλο Γιάννη (φωνή), τα είπα και επάνω. Πατάει και με τα δύο του πόδια γερά στη Γη και μόνο ψηλότερα μπορεί να πάει. Έφερε στο άλμπουμ την ερμηνεία και τα over-the-top φωνητικά, που πιστεύω είναι και το μεγαλύτερο «πρόβλημα» στις μπάντες του σήμερα. Ο Στέφανος (mix/master), ήρθε σε μία κομβική στιγμή και μας έδωσε λύση στο θέμα του ήχου. Είμαστε φίλοι πολλά χρόνια και πάντα ήταν η πρώτη μου επιλογή στο θέμα του ήχου. Κατάφερε να φέρει τον ήχο μας στο 2020, πράγμα δύσκολο, γιατί, μην ξεχνάς, κάποια πράγματα που ακούτε είναι από ηχογραφήσεις του 2001! Επίσης, συνέβαλλε και με ένα καταπληκτικό solo στο “Sacred outcry”. Εγώ, θα έλεγα, εν συντομία, πως είμαι αυτός ο τύπος που τρέχει για όλα αυτά που περιέγραψα παραπάνω. Είμαι γενικά πολύ απαιτητικός και δίνω τεράστια προσοχή σε λεπτομέρειες που πολλές φορές ίσως περάσουν απαρατήρητες, αλλά πιστεύω αυτές κάνουν και τη διαφορά. Προσπαθώ να είμαι 100% επαγγελματίας στον τρόπο που αντιμετωπίζω τη μουσική και εκεί δεν κάνω πλέον καμία έκπτωση. Επειδή «κάηκα» με την 20ετή αναμονή και επειδή τα τέσσερα τελευταία χρόνια έπεσε όλο το βάρος του δίσκου πάνω μου, σχεδιάζω πλέον τα πάντα, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια και έχω ένα πολύ συγκεκριμένο πλάνο για το μέλλον και τις κινήσεις της μπάντας.
Έστω πως θα μπορούσες να συνεργαστείς με κάποιον μουσικό σε κάποιον μελλοντικό δίσκο σας. Ποιος θα ήταν αυτός;
Θα ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ με διάφορους μουσικούς που επηρέασαν τον τρόπο που ακούγονται οι SACRED OUTCRY και πολύ πιθανό να προσπαθήσω στο μέλλον για κάτι τέτοιο. Σίγουρα κάποιο solo από τον Bill Tsamis ή τον Ross the Boss θα ήταν απίστευτο. Πλέον είναι αρκετά ευκολότερο να καταφέρεις τέτοιες συνεργασίες και έχει χαθεί μέρος της μαγείας, αλλά δεν παύει να είναι ένα όνειρο που όλοι είχαν για τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες. Φαντάσου αντίστοιχο guest το 1997 (σ.σ: φαντάζομαι)! Δεν αναφέρω καθόλου τραγουδιστές, γιατί πάλι θα ξεπεράσω τις δυο σελίδες με την απάντηση!
Πες έναν έστω… μην είναι ο Adams; (γέλια)
Καλά, εντάξει… (γέλια) Κοίτα, τον Daniel Heiman ήθελα από το 2003 που σταματήσαμε, αλλά μας την έφεραν οι WARRIOR PATH (γέλια)! Ο Hansi (σ.σ: ένας είναι ο Hansi) επίσης θα ταίριαζε πολύ στο καινούργιο υλικό σε 2-3 σημεία. Έχω και ένα σχέδιο που δεν τολμώ να το πω δυνατά, αλλά ο επιμένων νικά!
Μακάρι να σου βγεί τότε! Άλλα σχέδια για το μέλλον;
Σίγουρα ένας δεύτερος δίσκος. Στην παρούσα φάση (και για διάφορους λόγους) οι ζωντανές εμφανίσεις μοιάζουν με σενάριο επιστημονικής φαντασίας, οπότε είναι καλή ευκαιρία να επικεντρωθούμε στο μέλλον της μπάντας. Υπάρχουν διάφορα προβλήματα που πρέπει να ξεπεράσουμε, αλλά πλέον δεν με φοβίζει τίποτα, χαχα! Θα πρέπει το “Damned for all time” να κάνει τον «κύκλο» του, ώστε να έχουμε αυτήν τη φορά κόσμο «να περιμένει» την καινούρια κυκλοφορία και όλα αυτά τα πράγματα που έχω σκεφτεί για την παρουσίασή της. Είναι λίγο πιο «φιλόδοξο» σαν project και μας περιμένει πολλή δουλειά, αλλά ελπίζω να πάνε όλα καλά και να μπορέσουμε να το παρουσιάσουμε όπως «πρέπει». Σίγουρα δεν θα επαναλάβουμε τον ίδιο δίσκο, αλλά τα στοιχεία που μπορεί να άρεσαν σε κάποιον και μας χαρακτηρίζουν, θα είναι αδιαμφισβήτητα εκεί.
Γιώργο σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Ο επίλογος δικός σου!
Δημήτρη σε ευχαριστώ για άλλη μια φορά για τις πολύ όμορφες ερωτήσεις και για αυτή την ευκαιρία να μιλήσουμε για τη μπάντα. Από όσο έχω καταλάβει, είσαι από τους λίγους ανθρώπους που επένδυσε τόσο πολύ στο δίσκο (σ.σ: ευχαριστώ πολύ, οι γείτονές μου πάλι, μάλλον όχι) και αυτό για εμένα είναι η υψηλότερη επιβράβευση. Λαμβάνουμε συνεχώς μηνύματα με πολύ όμορφα λόγια και είναι συγκινητικό να βλέπεις τέτοιες αντιδράσεις μετά από 17 ολόκληρα χρόνια. Ευχαριστούμε όλο τον κόσμο για τη στήριξή τους και κυρίως για το χρόνο που αφιέρωσαν στο “Damned for all time”. Ελπίζω να μπορέσουμε να τα πούμε και από κοντά κάποια στιγμή. Υγεία σε όλους και καλή δύναμη.
Δημήτρης Τσέλλος