“Raise sails to eternity!”
Αν ασχολείσαι με τα metal δρώμενα εν έτει 2023, αποκλείεται να μην έχει πέσει το μάτι σου στο “Towers of gold”, το νέο, καταπληκτικό album των Ελλήνων epic power metallers SACRED OUTCRY. Εμείς το ακούσαμε, ενθουσιαστήκαμε, το λατρέψαμε από την πρώτη ακρόαση και του χαρίσαμε ένα στρογγυλό, αψεγάδιαστο 10/10, τη βαθμολογία δηλαδή που του αξίζει. Το επόμενο λογικό βήμα, ήταν να βάλουμε τους SACRED OUTCRY κάτω από την ανακριτική μας λάμπα, για να μας τα πουν όλα κι αυτό κάναμε… Σε ρόλο ανακριτή ο Δημήτρης Τσέλλος, ανακρινόμενοι οι Γιώργος Απαλοδήμας (μπάσο/σύνθεση) και Στέφανος Lado (κιθάρες).
Καλησπέρα παιδιά! Δε θυμάμαι πόσες φορές σας έχω συγχαρεί για το νέο σας album, οπότε, επειδή δεν κρατώ σημειώσεις, ας σας συγχαρώ άλλη μια!
Γιώργος: Καλησπέρα και σ’ ευχαριστούμε πολύ για ακόμη μία φορά για την πρόσκληση! Είναι απίστευτο αυτό που ζούμε!
Στέφανος: Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τα όμορφά σου λόγια, όσες φορές και να μας συγχαρείς η ευγνωμοσύνη μας θα είναι πάντα η ίδια και η αμηχανία μας όλο και θα μεγαλώνει!
Θα ξεκινήσω με τον mastermind του group, κάνοντας το πρώτο flashback στην συζήτηση που είχαμε για το “Damned for all time”, τρία χρόνια πριν. Πριν διαπιστώσουμε πως στο καλό περνά ο καιρός τόσο γρήγορα και μας πιάσει μελαγχολία, μου είχες πει Γιώργο πως, προτού γράψεις την παραμικρή νέα νότα, θα έπρεπε το “Damned for all time” να κάνει τον «κύκλο» του. Θεωρείς πως τον έκανε; Τι αποκόμισες από αυτόν τον «κύκλο»;
Γιώργος: Ναι, σίγουρα και ειδικότερα για μια μπάντα που δεν παίζει live, νομίζω πως τα 2-2,5 χρόνια είναι οριακά καλά για να μην σε «καταπιεί» ο χρόνος και οι νέες κυκλοφορίες. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα, είδα λίγο το εμπορικό κομμάτι εκ των έσω, κατάλαβα τι μπορώ να περιμένω ρεαλιστικά και μέτρησα τις δυνάμεις μου. Από την άλλη, πήρα κι ένα μεγάλο boost από τις αντιδράσεις και τη στήριξη του κόσμου, όλον αυτόν τον καιρό. Το “Damned for all time” ήταν ένα όνειρο ζωής και ένα ιδανικό πρώτο δείγμα, αλλά όπως όλες οι πρώτες προσπάθειες είχε πολλές δυσκολίες και παγίδες που έπρεπε να μάθω να αποφεύγω, για να μπορώ να δουλέψω με πιο καθαρό μυαλό και χωρίς αντιπερισπασμούς. Όσο ζεις μαθαίνεις!
Στέφανος: Συγγνώμη που επεμβαίνω, αλλά με αυτά που τραβήξαμε μέχρι να το κυκλοφορήσουμε δε θα τον έλεγα «κύκλο» αλλά «Γολγοθά»! (γέλια)
Γιώργος: The place of the skull, o Tsamis είναι παντού! (σ.σ: αρχίσαμε…)
Επιστρέψατε λοιπόν με σύνθεση ανανεωμένη, η οποία ολοκληρώθηκε με τρεις μεταγραφές. Πάμε πρώτα στην «εσωτερική». Στέφανε, από τον χειρισμό της κονσόλας του ήχου και ένα guest στο κομμάτι “Sacred Outcry”, σε βρίσκουμε πια μόνιμο μέλος της μπάντας, εκτός από παραγωγό της. Ακούμε…
Στέφανος: Με τον Γιώργο η σχέση μας κρατάει εδώ και πολλά χρόνια όταν το 2007, αν θυμάμαι καλά, συνεργαστήκαμε για το EP των THE ETERNAL SUFFERING όπου είχα αναλάβει την παραγωγή. Αργότερα, το 2009, στο full length “Miasma” συμμετείχα και σαν lead κιθαρίστας… σου θυμίζει κάτι αυτό το μοτίβο; (γέλια)
Ναι, παλιά σου τέχνη!
Έτσι! Η ιστορία επαναλήφθηκε λοιπόν με τους SACRED OUTCRY στο “Damned…” όπου ξεκινήσαμε σε επαγγελματικό επίπεδο αλλά όπως βλέπεις το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον! Η αλήθεια όμως είναι ότι η φιλία και η επαγγελματική σχέση μεταξύ μας ταυτίζονται και αυτό έχει δοκιμαστεί ήδη και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Ήσουν στους TARDIVE DYSKINESIA και στους MAHAKALA για αρκετά χρόνια. Τελικά, υπάρχει μεγάλη απόσταση για σένα μεταξύ αυτών και των SACRED OUTCRY, ή είναι μικρότερη απ’ όσο νομίζουμε; Πως βλέπει ένας μουσικός μια τέτοια αλλαγή στην πορεία του;
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Έχω την ευκαιρία να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση δημόσια και σε ευχαριστώ για αυτό το βήμα! Σε πρώτη φάση, ο κάθε μουσικός οφείλει στον εαυτό του να «ψάχνεται» μουσικά και να ικανοποιεί όλες τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του. Έτσι κι εγώ, δεν επαναπαύομαι εύκολα, οπότε πάμε να δούμε λίγο πως κατέληξα εδώ σήμερα… Στους MAHAKALA, όλα ξεκίνησαν από ένα έκτακτο replacement με σκοπό να βοηθήσω τους παιδικούς μου φίλους (σ.σ: χμ… trivia) να διεκπεραιώσουν κάποια live και τελικά έμεινα για τρία χρόνια τα οποία ήταν αρκετά για να μετράω έναν δίσκο μαζί τους και αρκετά live… and it was fun!
Η κύρια όμως μπάντα μου, από τότε, ήταν οι TARDIVE DYSKINESIA, όπου για άλλη μια φορά ξεκίνησα σαν παραγωγός και έγινα και κιθαρίστας. Το κάρμα μου βλέπεις… Οι περισσότεροι λοιπόν έτσι με γνώρισαν, σαν κιθαρίστα, κάτι πολύ λογικό, γιατί ήμασταν πολύ ενεργοί όλο αυτό το διάστημα και η μπάντα είχε το momentum της, παράλληλα με τον σεβασμό της εγχώριας σκηνής, μετρώντας πολλά χρόνια αξιοσέβαστης πορείας! Όταν τα πράγματα άλλαξαν λίγο απότομα και βίαια θα έλεγα για το σχήμα (δε θα επεκταθώ παραπάνω), πάγωσε η όλη φάση οπότε, εφόσον είχα ανοιχτό πλέον το κεφάλαιο «κιθάρα» και με τον Γιώργο μας έφερε πάλι κοντά η μοίρα, νομίζω ήταν μια από τις πιο εύκολες αποφάσεις της ζωής μου!
Πως εισέπραξε ο περίγυρός σου αυτήν την στροφή;
Όταν άρχισε να μαθαίνεται το νέο της μεταγραφής μου και ο διπλός μου ρόλος πλέον στην μπάντα (τα κάνω όλα και συμφέρω λέμε, χαχα) οι αντιδράσεις ήταν λίγο αποκαρδιωτικές και ίσως απαξιωτικές, τολμώ να πω… Σε φάση «Τιιι… epic metal;;» , «Τι σχέση έχεις εσύ με ΑΥΤΗ τη μουσική» , «Καλά μετά την μπαντάρα θα πας σε αυτούς τους πως τους είπες που δεν τους ξέρει η μάνα τους;», «Α καλά, ό,τι να ναι» και άλλες τέτοιες σουρεάλ αντιδράσεις!
Γιώργος: Δώσε μου ονόματα και διευθύνσεις! (γέλια)
Ε, ηρεμία! (γέλια)
Στέφανος: Ναι, ας χαλαρώσουμε λίγο… η μουσική που λες είναι μια, οι κλίμακες είναι οι ίδιες και οι χορδές είναι πάντα έξι… ή σχεδόν πάντα! Προσωπικά, περίμενα πρώτα να βγει το άλμπουμ όπως καταλαβαίνεις, γιατί μου αρέσει να μιλάω με πράξεις και έργα. Το «μπλα μπλα» όλοι το κατέχουμε… έργα πρέπει να παρουσιάσουμε! Μπορώ λοιπόν πλέον να πω με σιγουριά και αυτοπεποίθηση ότι αισθάνομαι πιο απελευθερωμένος και ολοκληρωμένος μουσικά από ποτέ! Η μουσική είναι ό,τι πιο όμορφο έχουμε στην ζωή μας και το καταστρέφουμε με ταμπέλες και ταμπού… ουφ… τα είπα και ξαλάφρωσα ρε Δημήτρη!
Μπαίνεις σιγά-σιγά στον χώρο; Ακούς σχετικά/συγγενή συγκροτήματα;
Γιώργος: Μόνο όσους πάνε εκεί να τους κάνει μίξη/mastering ακούει! (γέλια)
Στέφανος: Εάν σκεφτείς ότι το πρώτο μου metal live ήταν οι BLIND GUARDIAN στο ΡΟΔΟΝ τότε όχι, δεν μπαίνω σιγά-σιγά στον χώρο. Να πω εδώ ότι σαν πιτσιρικάς, άκουγα πολύ και GAMMA RAY, ICED EARTH. Οι γνώσεις μου όμως στο epic/power είναι λίγο επιφανειακές και περιορίζονται θα έλεγα σε εκείνα τα παρελθοντικά ακούσματα, αφού με κέρδισε η Αμερικάνικη σκηνή γιατί, όπως και να το κάνουμε, η αγαπημένη μου μπάντα είναι οι METALLICA! Σαν κιθαρίστας τώρα, οι επιρροές μου εκτός από αυτούς που προανέφερα, εντοπίζονται στους NEVERMORE, ARCH ENEMY, ALTER BRIDGE, MEGADETH, JUDAS PRIEST, BLACK LABEL SOCIETY κ.α.
Δεν είσαι όμως ο μόνος «εξωκοινοβουλευτικός» στη μπάντα. Υπάρχει και ο Δευκαλίωνας στα τύμπανα, με το death metal υπόβαθρο (σ.σ: drummer στους CEREBRUM). Θέλω Γιώργο να μου πεις πως τον διάλεξες και εν τέλει πόσο «ιντριγκαδόρικη» ήταν η συνεργασία σου και με τους δυο. Μίλα ελεύθερα κι ας ακούει ο Στέφανος!
Ο Δευκαλίωνας, ο οποίος, να σημειωθεί, ήταν πρόταση του Στέφανου, άρχισε από νωρίς να συνεισφέρει στη μπάντα! Όταν μιλήσαμε για το ενδεχόμενο να αναλάβει τις κιθάρες στο άλμπουμ μετά την αποχώρηση των προηγούμενων μελών, με ρώτησε αν έχω κάποιον drummer στο μυαλό μου. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα κάποια άμεση λύση, κι εφόσον εκείνη τη στιγμή το album φαινόταν σαν το κοντινότερο πράγμα που θα κάνω ποτέ σε προσωπικό δίσκο, υπήρξε η σκέψη να πλησιάσω κάποιον μεγάλο drummer που θα ταίριαζε στο υλικό (αλλά και θαυμάζω πολλά χρόνια), όπως ο Aquiles Priester ή ο Uli Kusch, αν φυσικά το επέτρεπε το budget. Ο Στέφανος λοιπόν λίγο αργότερα μου πρότεινε τον Δευκαλίωνα, που συνεργάζονται σε διάφορα projects, κι επειδή γνώριζα και τη δουλειά του, στείλαμε ένα πολύ rough σημείο να παίξει κάτι για να δω πώς θα ταίριαζε.
Στέφανος: Ποιος διάλεξε ποιόν είναι το θέμα τελικά, όπως καταλαβαίνεις, Δημήτρη! (γέλια) Ναι, ο Δευκαλίωνας είναι χρόνια συνεργάτης μου και δουλεύουμε μαζί σε αρκετά projects. Εφόσον ανέλαβα την παραγωγή από την αρχή αυτή την φορά, κατά κάποιο τρόπο «απαίτησα» να τον δοκιμάσουμε στην θέση του drummer, σε πρώτη φάση για να νιώσω ασφάλεια εγώ και έπειτα να δει και ο Γιώργος την προοπτική του υλικού μαζί του! Κάναμε ένα κομμάτι δοκιμαστικά και τα υπόλοιπα είναι ιστορία… Ας τα πει ο Γιώργος… χεχε!
Γιώργος: Ναι, είχε πλάκα, γιατί ήταν μια πολύ πρώιμη μορφή στα κουπλέ του “The Voyage”…
Στέφανος: Όχι άλλο “The Voyage”! (γέλια)
Γιώργος: … δηλαδή μια σκέτη κιθάρα με midi drums (aka καθόλου εντυπωσιακό), οπότε μάλλον εγώ έπρεπε να τον κερδίσω και όχι το ανάποδο, χαχα! Τελικά άκουσα τρομερά πράγματα σε αυτό το μικρό δείγμα και μιλήσαμε για να αναλάβει τα τύμπανα. Το κομμάτι της συνεργασίας ήταν αρκετά εύκολο, με τον Στέφανο όπως προείπαμε είμαστε φίλοι εδώ και 16 χρόνια κι έζησε και την μπάντα από πολύ κοντά με το “Damned for all time”, οπότε ήξερε τι να περιμένει, πώς μου αρέσει να δουλεύω και τι ακριβώς θέλω. Δηλαδή, εκτός από τη μόνιμη γκρίνια μου επειδή αργούσαμε, δε νομίζω να είχαμε κάτι άλλο που να μας άγχωσε ιδιαίτερα.
Με τον Δευκαλίωνα τώρα, είχαμε επίσης καταπληκτική χημεία αφού είναι τρομερό παιδί, γελάσαμε πάρα πολύ στα meetings που κάναμε, στις φωτογραφίσεις κλπ και ήταν πολύ συνεργάσιμος και ανοικτός στο feedback, κάτι που σου δίνει μια ασφάλεια όταν αφήνεις τον άλλο «ελεύθερο» να γράψει ό,τι θέλει. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που τους εμπιστεύθηκα να βάλουν και τη δική τους σφραγίδα στα τραγούδια, ανεβάζοντας έτσι το υλικό στις πραγματικές του δυνατότητες.
Δεύτερο flashback στο 2020: Αν διαβαστούν και μελετηθούν προσεκτικά οι ρούνοι στο booklet του “Damned for all time”, o ερχομός του Daniel Heiman σχεδόν ανακοινώνεται. Θυμάμαι μου είχες πει, Γιώργο, πως τον ήθελες στη μπάντα από το 2003, καθώς είναι από τους αγαπημένους σου τραγουδιστές. Πως έγινε η «κολεγιά»;
Το πρώτο email για τον Heiman το είχα γράψει το 2005-2006, από τότε φανταζόμουν πώς θα μπορούσε να ακουστεί το “Damned…” με τη φωνή του. Προφανώς δεν το έστειλα ποτέ, αφού δεν υπήρχε υλικό σε αξιοπρεπή μορφή να του παρουσιάσω, αλλά πάντα με ταλαιπωρούσε αυτό το “what if”, γι’αυτό και είχα συμπεριλάβει τον γρίφο στο εσώφυλλο του δίσκου, ήξερα ότι τουλάχιστον θα το κυνηγήσω να γίνει. Όταν ο Γιάννης με ενημέρωσε και επίσημα πως δεν θα μπορεί να ακολουθήσει λόγω υποχρεώσεων με τους BEAST IN BLACK, του έστειλα ένα μήνυμα εξηγώντας την κατάσταση και παρουσιάζοντας κάποιες λεπτομέρειες για το άλμπουμ, τι φανταζόμουν, τι θα ήθελα και γιατί θα ήταν ο ιδανικός άνθρωπος γι’αυτό. Δεν ξέρω αν κουράστηκε να διαβάσει όλα αυτά που του έγραφα (σ.σ: γελάμε αυθόρμητα και οι τρεις εδώ και οι λόγοι είναι προφανείς) ή αν απλώς τον κέρδισε ο «κατά Transcendence» γρίφος, αλλά ήταν ευγενέστατος, μου απάντησε την ίδια μέρα και τότε ξεκινήσαμε ένα back and forth μέχρι να του στείλω το υλικό και να συμφωνήσουμε τις λεπτομέρειες. Ακόμα βέβαια, δυσκολεύομαι να το πιστέψω (γέλια).…
Όπως έγραψα και στην παρουσίαση του “Towers of gold”, εδώ είναι που δίνει μακράν τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, καλύτερες και από αυτές στο πρώτο LOST HORIZON. Με το χέρι στην καρδιά, συμφωνείς πως πήρες ό,τι καλύτερο από αυτόν; Ή παίρνει κι άλλο τέντωμα το σχοινί; Πως τον διαχειρίστηκες;
Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να ισορροπήσω μέσα μου, ήταν η ιδέα πως συνεργάζομαι με έναν άνθρωπο που πραγματικά θαυμάζω τα τελευταία 20 χρόνια και «λατρεύω» μουσικά. Προσπάθησα να αποβάλλω τον οπαδό από μέσα μου πολύ γρήγορα, εφόσον πλέον ήμασταν συνεργάτες. Από τους συνεργάτες μου έχω απαιτήσεις και πιέζω να πάρω το καλύτερο αποτέλεσμα. Η αλήθεια είναι πως και ο ίδιος ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από το επίπεδο του δίσκου και του τρόπου που δουλέψαμε, οπότε δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή από αυτό σε προσωπικό επίπεδο.
Το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη συνεργασία μας, ήταν πως έδειξε από πολύ νωρίς ότι θέλει να δώσει τον καλύτερό του εαυτό, καθώς είχε πολλές ερωτήσεις πάνω στις σημειώσεις που του είχα στείλει. Συνήθως, του έστελνα κι ένα μικρό ηχητικό τραγουδώντας ακριβώς αυτό που είχα στο μυαλό μου, στα πιο περίπλοκα σημεία. Μια μέρα λοιπόν, μου ζήτησε να του τραγουδήσω ολόκληρο τον δίσκο, που όπως καταλαβαίνεις γελούσα σε κάθε στίχο, και σε όλα τα instrumental μέρη του εξηγούσα ότι η φωνή μου δεν πιάνει παραπάνω από 1.5 οκτάβα! (γέλια)
Έκανε εξωπραγματική δουλειά και με εξέπληξε πολύ ευχάριστα με κάποιες πρωτοβουλίες που πήρε, αλλά το κυριότερο ήταν πως ήμασταν χαλαροί και περάσαμε πολύ ωραία, ενώ πάντα υπήρχαν τόσο ο αμοιβαίος σεβασμός όσο και ο απαραίτητος επαγγελματισμός. Νομίζω ότι όντως καταφέραμε να πάρουμε το 100% της φωνής του και υπάρχουν σημεία σε κάποια τραγούδια που, με το χέρι στην καρδιά, δεν νομίζω να υπάρχει άλλος τραγουδιστής που θα μου έβγαζε αυτό το πράγμα.
Να μιλάμε δηλαδή για την αρχή μιας σταθερής συνεργασίας μαζί του;
Γιώργος: Έτσι φαίνεται, ναι! Δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους του προφανώς, αλλά σίγουρα υπάρχει η επιθυμία να παραμείνει όλο το line-up σταθερό, για να δούμε που μπορούμε να φτάσουμε δημιουργικά και πόσο μπορούμε να εξερευνήσουμε νέους ορίζοντες.
Τρίτο flashback: Αρχικά, θεωρούσες το νέο album ως «λίγο πιο φιλόδοξο σαν project», πίστευες ότι «σας περιμένει πολλή δουλειά» και ήλπιζες ότι θα «μπορέσετε να το παρουσιάσετε όπως πρέπει». Λίγο πιο φιλόδοξο, ε, δεν το λες… (γέλια)
Γιώργος: Χαχα! Ναι, δεν έχω παράπονο, είμαι πολύ ευχαριστημένος για τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα πράγματα. Πάντα κάνω πολύ μεγάλα σχέδια και μετά ψάχνω να βρω με ποιο τρόπο θα τα πραγματοποιήσω, οπότε είναι πολύ εύκολο να «μη σου βγει» κάτι. Έχει πλάκα, γιατί πρόσφατα διάβαζα τα πρώτα emails που είχαμε ανταλλάξει με τον Daniel πριν τρία χρόνια και τώρα που ακούω το τελικό αποτέλεσμα και το έχω στα χέρια μου, βλέπω όλο αυτό το εξωπραγματικό feedback του κόσμου, και αισθάνομαι μια υπέροχη «δικαίωση» αλλά και ανακούφιση που είχα πέσει τόσο μέσα στο πώς το φανταζόμουν και πώς του το είχα περιγράψει.
Άρα, είμαι σίγουρος πως δε θα άλλαζες νότα από το τελικό αποτέλεσμα. Ή μπορεί και όχι τόσο σίγουρος…
Γιώργος: Όχι, όχι, δεν νομίζω να υπάρχει κάτι που θα ήθελα να αλλάξω στον δίσκο. Αλλιώς δεν θα είχε βγει, χαχα! Μέχρι και στο “Damned…”, που υπήρχαν κάποια μικροπράγματα που δεν με εξέφραζαν στο 100% μετά από 20 χρόνια (όπως κάποιοι στίχοι πχ), ήταν συνειδητή επιλογή να μην υπάρξουν αλλαγές γιατί ήθελα να μεταφερθεί ο δίσκος του τότε, στο τώρα. Αυτό είχαμε γράψει, αυτό θέλαμε να παρουσιάσουμε. Γενικά, όταν πάρω την απόφαση να «τραβήξω τη σκανδάλη» σε κάτι, προσπαθώ να είμαι σίγουρος γι’αυτό το κάτι.
Στέφανε, ως ο βασικός υπεύθυνος για την παραγωγή και τον εξαιρετικό εν τέλει ήχο, πως διαχειρίστηκες όλην αυτή την extravaganza; Με τι διασκέδασες και τι σε δυσκόλεψε;
Στέφανος: Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και που εκτιμάς το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα! Πωπω… ουφ… μιλάμε για πολλά κανάλια.. ειδικά στο ομότιτλο έπος του δίσκου, φτάσαμε σχεδόν στα 200! (σ.σ: πόσα;!;) Αλλά είχαμε κάνει πολύ καλή προπαραγωγή και ξέραμε τι θέλουμε να κάνουμε, τι κρατάμε, τι πετάμε και τι μας λείπει!
Δηλαδή η «προπαραγωγή» είναι η λέξη-κλειδί;
Ακριβώς! Γενικά η συνταγή για μια πετυχημένη παραγωγή είναι η σωστή ΠΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ! Δεν θα κουραστώ ποτέ να το λέω και στους πελάτες μου που νομίζουν ότι απλά πάμε, γράφουμε, ξεμπερδεύουμε και θα το φτιάξουμε στην μίξη… όχι δεν πάει έτσι! Το “Towers of gold” είναι ένα υπόδειγμα παραγωγικής διαδικασίας από την σύνθεση μέχρι την τελική εκτέλεση, θα πω αρκετά θαρραλέα! Ο τρόπος που είχε ο Γιώργος συγκροτημένες όλες τις ιδέες σε midi αρχεία, υπεραναλυτικά, με όλες τις δομές και τις μελωδίες που είχε γράψει μέχρι στιγμής, με διευκόλυνε να έχω μια εικόνα για το που πηγαίνει ηχητικά το υλικό οπότε, μπορώ να πω, φτάσαμε με αρκετά ομαλό τρόπο στην υλοποίηση του δίσκου.
Η «ώρα του παιδιού» ήταν όταν μας έστελνε ο Daniel καινούργια “takes”, για να τα «κουμπώσω», ώστε να ακούσουμε πως βγαίνει το εκάστοτε κομμάτι έστω και πάνω από την προπαραγωγή…
Φαντάζομαι!
Απλά μιλούσαμε στο τηλέφωνο με τον Γιώργο και ουρλιάζαμε σαν χαζοί, σε φάση «ρε δεν το πιστεύω, ρε θα πηδήξω από το μπαλκόνι!», «όνειρο ζω μη με ξυπνάτε!», «Τί έκανε ο άνθρωπος ρε!» και αλλά τέτοια όμορφα! (γέλια) Αυτό που με δυσκόλεψε, είναι ο διπλός ρόλος μου. Είχα «κουράσει» πολύ το υλικό στα αυτιά μου και ήθελα αρκετά διαλείμματα, ώστε να μπορώ να εξυπηρετήσω το ηχητικό αποτέλεσμα. Ήθελα να μείνω πάντα σε υψηλά επίπεδα απόδοσης τόσο σαν mix engineer όσο και σαν κιθαρίστας και παράλληλα να μη χάσω την έμπνευσή μου. Είχα κουραστεί στο τέλος, δεν σου κρύβω αλλά το αποτέλεσμα με δικαίωσε τόσο πολύ που όσο το ακούω, τόσο το απολαμβάνω!
Θεωρείτε αμφότεροι πως τα στοιχεία που μπορεί να άρεσαν σε κάποιον και σας χαρακτήριζαν στο “Dammed…”, είναι παρόντα και στο “Towers…”; Και ποια είναι αυτά;
Γιώργος: Νομίζω πως όποιος είχε ακούσει το ντεμπούτο μας και είχε αγαπήσει αυτό το επικό power metal που δίνει βάρος στο songwriting, τις μελωδίες και την ατμόσφαιρα και όχι στα λοιπά καθρεφτάκια και πυροτεχνήματα για να τραβήξεις στιγμιαία τα φώτα, θα βρει όλα τα στοιχεία στον υπερθετικό βαθμό στον καινούργιο δίσκο. Είναι «δυσκολότερος» από το “Damned…” για να τον αποκρυπτογραφήσεις πλήρως, αλλά όπως σου είχα πει και στην πρώτη συνέντευξη που είχαμε κάνει τότε, δε γράφουμε μουσική για τους βιαστικούς που θα σχηματίσουν γνώμη από τα πρώτα δέκα λεπτά ακρόασης, αλλά για τους ανθρώπους που θα επενδύσουν τον χρόνο τους. Ο δίσκος «πληρώνει» όσο περισσότερο χρόνο του αφιερώνεις. Είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργήσεις κάτι που ενδεχομένως θα αντέξει στο τεστ του χρόνου και ας χάσεις κάποιους βραχυπρόθεσμα.
Στέφανος: Χωρίς να έχω καμία συμμετοχή στην σύνθεση του “Damned…” αλλά ακούγοντας το σαν ακροατής, φανατικός μάλιστα, είμαι σίγουρος ότι ακούω την ίδια μπάντα και αυτό θεωρώ ότι είναι πολύ όμορφο, γιατί σημαίνει ότι υπάρχει χαρακτήρας, κάτι που θέλουμε να το κρατήσουμε! Σίγουρα όμως, οι συνθέσεις του ντεμπούτου μας είναι λίγο πιο «παιδικές» και «νοσταλγικές». Λογικό δεν είναι; Γράφτηκε πριν 20+ χρόνια και τότε όλοι ήταν όντως παιδιά! (γέλια) Θεωρώ λοιπόν ότι το “Towers…” εμπεριέχει αυτές τις αξίες, απλά δοσμένες με πιο ώριμη και «φρέσκια ματιά».
Ένας φίλος του επικού/συμφωνικού power metal, διακρίνει με ευκολία πολλά κοινά με τη μουσική ηγέτιδων δυνάμεων του χώρου, όπως είναι οι KAMELOT, DOMINE, RHAPSODY ή οι BLIND GUARDIAN. Πόσο επικίνδυνο είναι να τολμήσει κάποιος να «περπατήσει» στους δικούς τους δρόμους;
Γιώργος: Δεν νομίζω πως είναι τόσο επικίνδυνο, αν έχεις συναίσθηση του τι κάνεις. Παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει, οπότε από ένα σημείο και μετά τα πάντα είναι θέμα έμπνευσης και αισθητικής. Λατρεύω πολλά από τα ιερά τέρατα του χώρου και πολλές φορές με πιάνω να σκέφτομαι «να, ένα τέτοιο τραγούδι δεν έχω επιχειρήσει να γράψω…» οπότε μερικές φορές η αφετηρία μου είναι πολύ συγκεκριμένη. Βέβαια, επειδή πάντα έχω πολλά διαφορετικά πράγματα στο μυαλό μου και προσπαθώ τα τραγούδια να παραμένουν ενδιαφέροντα πολύ πριν μπει η φωνή, το τελικό αποτέλεσμα βγαίνει πολύ μακριά από αυτό που ίσως να μου έδωσε το έναυσμα. Και αυτή είναι και η ομορφιά της μουσικής, σε κάποιους θα θυμίσει Χ πράγματα, σε άλλους Ψ, αλλά το παν είναι ακούγεται «φρέσκο», και όχι φτηνή αντιγραφή.
Γενικότερα από τότε που μπήκα πιο «μέσα» στη μουσική απομυθοποίησα σε μεγάλο βαθμό τα τεράστια άλμπουμ αγαπημένων μου καλλιτεχνών, όχι με την κακή έννοια, αλλά με τη λογική ότι και αυτοί τελικά πέντε άνθρωποι ήταν, στο σωστό μέρος, τον σωστό χρόνο, που ήθελαν να καταθέσουν την άποψή τους, με τις επιρροές τους, με τους φόρους τιμής στους δικούς τους ήρωες και με την τότε οπτική τους γωνία. Τρελαίνομαι π.χ. που ο Kai Hansen αγκαλιάζει τόσο απροκάλυπτα τις επιρροές του και είναι τόσο ανοιχτός για σημεία που εμπνεύστηκε ή ήθελε να αποτίνει φόρο τιμής σε δικά του είδωλα, το θεωρώ κάτι πανέμορφο. Εγώ θα κολλούσα;
Όπως και δεν κόλλησες, ειδικά στους πάντοτε παρόντες μεγάλους του επικού ήχου, σαν τους WARLORD και MANOWAR…
Να, βλέπεις; Αυτές οι δύο μπάντες ειδικά, θα είναι μέσα σε οτιδήποτε και να κάνουμε. Είναι οι μεγάλες μου αγάπες και πάντα περνούν τα στοιχεία τους σε ό,τι γράψω, ακόμα και αν δεν μένουμε αυστηρά σε αυτό το στυλ. Δεν γίνεται δίσκος μας χωρίς μελαγχολία στις κιθάρες και στην ατμόσφαιρα, και χωρίς over the top ερμηνείες εκεί που χρειάζεται.
Μιας και τους αναφέραμε, θες ακόμη τον Ross the Boss ως guest;
Εννοείται! Είναι με διαφορά ο αγαπημένος μου κιθαρίστας των MANOWAR, οπότε αν θα μπορούσα να συνθέσω ένα τραγούδι που θα ταίριαζε το παίξιμό του, θα ήταν τεράστια η τιμή να δεχθεί!
Ήθελες και τον Τσάμη, αλλά σε πρόλαβε η Μοίρα… Κοίτα, δε θέλω να σε επηρεάσω, αλλά εγώ στη θέση σου, θα σκεφτόμουν πολύ σοβαρά έναν φόρο τιμής στη μνήμη του…
Ήταν ένα μεγάλο όνειρο ζωής, αλλά δυστυχώς δεν προλάβαμε… Γι’αυτό του αφιέρωσα τον δίσκο, ήταν τόσα πολλά τα πράγματα που ήθελα να κάνω αλλά ήταν πολύ ξαφνικό. Κάτσε να σου πω τώρα… Μου ήρθε στο μυαλό μια υπέροχη μελωδία λίγες μέρες αφού έμαθα τα νέα για τον Bill, αλλά επειδή ο δίσκος είχε ήδη πάρει μορφή, επέλεξα όντως να την κρατήσω και να την αναπτύξω στην επόμενη κυκλοφορία (σ.σ: πήγε καλά το ψάρεμα). Καλά να είμαστε και θα συνεχίσουμε να τον «θυμόμαστε» με κάθε ευκαιρία, είναι μέσα στο DNA της μπάντας έτσι κι αλλιώς.
Μιλάμε για τον Τσάμη και φέτος κλείνουν δέκα χρόνια από εκείνη την πρώτη τους συναυλία στη χώρα μας…
Όσοι ήταν μέσα ξέρουν, είναι με διαφορά η πιο φορτισμένη συναυλία που έχω πάει. Εκείνο το βράδυ ήταν μια τεράστια δικαίωση για τη μπάντα, για εμάς που περιμέναμε και για όποιον ήταν τυχερός να το ζήσει. Δεν είχε τίποτα σημασία, μόνο η σχέση της μπάντας με τον κόσμο της, αξέχαστες στιγμές που μας θυμίζουν τί αγαπάμε σε αυτή τη μουσική και γιατί θυσιάζουμε τόσα πράγματα για να κάνουμε αυτό που κάνουμε…
Έλα, δε θέλω λύπες τώρα! Αλλάζουμε ύφος. Το κουτάκι του Heiman εντάξει, το έχεις τικάρει… του Hansi;
Όχι ακόμα! Παραλίγο βέβαια να έχουμε και στο “Towers…” ένα ντουέτο, αλλά για να μην μπω σε λεπτομέρειες, ας πω απλά πως μάλλον δεν ήταν γραφτό. Θα γίνει όμως σίγουρα στο μέλλον ξανά η προσέγγιση, ειδικά αν γραφτεί και το κατάλληλο υλικό, είναι από τους πολύ αγαπημένους μου καλλιτέχνες.
Στέφανε, αν μπορούσες να επιβάλλεις εσύ έναν καλεσμένο, ποιος θα ήταν;
Εγώ το έχω δηλώσει στους κοντινούς μου φίλους και στον Γιώργο ότι ένα guest σε ένα κομμάτι από τον Hansi, θα ήταν ένα “dream come true”!
Κλείνει η ενότητα «ευσεβείς πόθοι». Ποια ήταν η διαδικασία σύνθεσης των νέων τραγουδιών; Τι έχετε να θυμάστε;
Γιώργος: Τα τραγούδια γράφτηκαν πριν έρθουν τα παιδιά στη μπάντα, οπότε «πάτησαν» σε έτοιμο υλικό στην ουσία. Για να καταλάβεις, όταν τελειώσαμε τις ηχογραφήσεις του “Damned…”, μεσολάβησε ένα τεράστιο χρονικό διάστημα μέχρι την τελική μίξη και την κυκλοφορία του. Είχα ζητήσει από το τότε line-up αν έχουν κάποια ιδέα ή κάποιο τραγούδι, να ξεκινήσουμε σιγά σιγά να στήνουμε τον 2ο δίσκο, για να εκμεταλλευτούμε το momentum και να μην χαθούμε μέσα στις άπειρες κυκλοφορίες, αλλά δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση. Οπότε ξεκίνησα σιγά σιγά να γράφω και να στήνω τον δίσκο μέχρι που είχα την πρώτη «τελική» μορφή του, λίγο πριν το “Damned…” κυκλοφορήσει επίσημα (σ.σ: αυτό σημαίνει πλάνο!). Όταν λοιπόν κάποιους μήνες μετά παρουσίασα τα τραγούδια στα παιδιά, έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μαζί. Οι λόγοι δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία και δεν θεωρώ σωστό να τους αναλύσω, χωρίς τουλάχιστον να υπάρχει δυνατότητα αντιλόγου.
Δεν χρειάζεται, δεν θα σε ρωτούσα κάτι τέτοιο, έτσι κι αλλιώς.
Το ξέρω και το εκτιμώ! Όταν ξεκινήσαμε την προπαραγωγή που στείλαμε στον Daniel να τραγουδήσει, σουλουπώσαμε με τον Στέφανο κάποια riffs, και φάγαμε αρκετό χρόνο ειδικά όταν έγραφε τα leads, για να δούμε τι θα μείνει από τις αρχικές ιδέες και τι πρέπει να γίνει πιο «κιθαριστικό». Ένας πολύ βασικός λόγος που τον ήθελα στη μπάντα είναι αυτό το “hard rock feeling” που έχει και θεωρούσα πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση τον συνδυασμό με τα πιο «κλασικά» επικά που γράφω εγώ. Ένα πολύ ωραίο παράδειγμα είναι το solo του “The sweet wine of betrayal” (σ.σ: το καλύτερο τραγούδι της χρονιάς) που έχει τα καλύτερα στοιχεία από τους δύο αυτούς κόσμους.
Με τον Δευκαλίωνα δεν συζητήσαμε κάτι πέραν κάποιων μικρών διορθώσεων σε σημεία που είχε ξεφύγει πολύ από την αρχική ιδέα πριν μπει για να ηχογραφήσει, κατά τ’άλλα είχε απόλυτη ελευθερία να συνθέσει πάνω στο παίξιμό του. Είχε κάποιες τρομερές προτάσεις, φαντάσου αναγκάστηκα να αλλάξω κάποιες μπασογραμμές, ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΤΕ (γέλια).
Στέφανος: Σίγουρα θα έχω να θυμάμαι το ποσό «βουνό» μου φαινόταν στην αρχή να δομήσω και να οργανώσω κιθαριστικά όλες τις ιδέες που είχε ο Γιώργος, να μη ξεφύγουμε από την αισθητική των αρχικών συνθέσεων αλλά παράλληλα να έχω κι εγώ τον χαρακτήρα μου σαν κιθαρίστας! Ήταν λίγο trial & error σε μερικά σημεία και ήθελε υποχωρήσεις και από τους δυο, γιατί είμαστε αμφότεροι άνθρωποι με ισχυρή προσωπικότητα και απόψεις, οπότε σίγουρα έπρεπε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον. Πιστεύω ότι αυτό το καταφέραμε και αντικατοπτρίζεται στο αποτέλεσμα.
Αφήνουμε τη μουσική για λίγο και πάμε στους στίχους. Στο ντεμπούτο ασχοληθήκατε με την “Sword & Sorcery” θεματολογία, σε ένα γενικό πλάνο. Εδώ αλλάζουν όμως τα πράγματα και υπάρχει κεντρικό θέμα. Ο λόγος στον στιχουργό.
Γιώργος: Πάντα ήθελα να δοκιμάσω να κάνω ένα concept album, αλλά φοβόμουν λίγο τον όγκο της δουλειάς που έχει για να γίνει σωστά, τουλάχιστον όπως το είχα στο μυαλό μου. Ο λόγος που το επιχείρησα τελικά ήταν μια προτροπή της γυναίκας μου, όταν έγραψα το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το “The sweet wine of betrayal”, που πάνω στη συζήτηση της είπα πως είναι πολύ «ταξιδιάρικο» τραγούδι και θα ταίριαζε πολύ να είναι μέρος μιας μεγάλης ιστορίας. Επέμεινε πάρα πολύ και ξέρεις, δεν πάμε ποτέ κόντρα στον manager, νόμος (γέλια)! Οπότε, έβγαλα χαρτί και μολύβι και ξεκίνησα να στήνω τη βασική ιδέα.
Η ιστορία του “Towers of gold”, είχε γραφτεί πολλά χρόνια πριν και υπολόγιζα να είναι το «μεγάλο» τραγούδι στον 2ο δίσκο που θα ακολουθούσε το “Damned…” αν είχε βγει το 2003, οπότε τον βασικό σκελετό τον είχα έτοιμο. Μάλιστα, τότε ήθελα να έχει τρεις τραγουδιστές, ώστε να αποδοθεί αυτή η θεατρικότητα που φανταζόμουν ότι χρειάζεται μια πλήρης ιστορία, αλλά χρειάστηκε να ξαναγράψω και να προσθέσω αρκετά σημεία, αφού ξαφνικά έπρεπε να μετατρέψω αυτό το τραγούδι των 15-16 λεπτών σε ένα ολόκληρο άλμπουμ. Χωρίς να δώσω πολλές λεπτομέρειες, ο δίσκος περιγράφει το ταξίδι μιας ομάδας ανθρώπων που ξεκινούν να βρουν ένα μυθικό μέρος, τους Πύργους Χρυσού. Τα υπόλοιπα ΝΑ ΤΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ! (γέλια)
Διαβάζοντας τους στίχους του “Through lands forgotten”, θα έλεγε κανείς πως το δεύτερο άλμπουμ συνδέεται με το πρώτο, γιατί… “far away from the Great Plains, where ancient gods are still hailed”.
Ναι, ισχύει! Γενικά, μου αρέσει να συνδέω πράγματα και να φτιάχνω σιγά σιγά μια πολύ μεγαλύτερη εικόνα. Αν διαβάσεις τους στίχους στο “Where ancient gods are still hailed…” θα μπορούσες να πεις πως πρόκειται για το ίδιο ταξίδι, την ίδια αναζήτηση, αλλά από διαφορετικό αφηγητή και σε διαφορετικό χρόνο. Θα επαναλάβω αυτό που σου είχα πει και την πρώτη φορά πως «ίσως κάποια πράγματα να μην είναι τόσο ξεκάθαρα και κάποιοι συσχετισμοί να είναι αδύνατο να γίνουν προς το παρόν, αλλά θέλω να πιστεύω πως με τον καιρό όλα θα βγάλουν περισσότερο νόημα». (πολλά γέλια)
Κάτι που μου έχει κάνει εντύπωση, είναι οι τρόπον τινά επεξηγηματικές παρενθέσεις, σε κάθε τίτλο. Τί σημαίνουν; Τι δείχνουν;
Ο δεύτερος τίτλος μέσα στην παρένθεση είναι ο τίτλος του κεφαλαίου της ιστορίας που περιλαμβάνεται ολόκληρη στο booklet. Ολόκληρος ο δίσκος είναι φτιαγμένος σαν μια ενιαία ιστορία και ήθελα αυτό να αποτυπωθεί σε όλες του τις πτυχές, μουσικά, εικαστικά και στιχουργικά. Διάβασα ήδη σε πολλές κριτικές και μου έστειλαν πολλά μηνύματα πως η ακρόαση του δίσκου έμοιαζε σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο ή να βλέπεις μια ταινία, και χάρηκα πάρα πολύ που υπήρξε κόσμος που το βίωσε έτσι. Είναι ο «σωστός» τρόπος να βουτήξεις μέσα στο δίσκο!
Το “Beyond the Lost Horizon” στο “Into the storm” πάντως, δε μπορώ παρά να το πάρω ως «μήνυμα»…
Χαχα, όχι, εντάξει, έγινε περισσότερο σαν φόρος τιμής, δεν υπάρχει κάτι «πονηρό» από πίσω, αφού μιλάμε για ένα συγκρότημα που αγαπώ πολύ. Είναι μία από τις πιο φανερές αναφορές που έχω κάνει, αλλά πολύς κόσμος διψάει για ίντριγκα… ΔΗΜΗΤΡΗ! (γέλια)
Δόλιοι τρωγλοδύτες ΓΙΩΡΓΟ, που λέει και ένας κοινός μας φίλος! (γέλια)
Γιώργος: Θα με πνίξεις! (πολλά γέλια)
Στέφανος: Έχω δει κι εγώ κάποιους τέτοιους τρωγλοδύτες! (γέλια)
Έλα, σοβαροί να είμαστε! Μιας και πιάσαμε τα τόσο αγαπημένα μας “Easter eggs”, ξεκινάμε από το εξώφυλλο. Διακρίνω σε αυτό το «Σύμπλεγμα του Λαοκόωντος» κάτω αριστερά, τον Δία πάνω αριστερά, πάνω δεξιά τον Αίολο (ή μήπως είναι ο Ζέφυρος…;), κάτω αριστερά τον Ηρακλή… Τι έφτιαξες πάλι εδώ;
Γιώργος: Από παρατηρητικότητα σκίζεις βλέπω, χαχα! Από την πρώτη στιγμή που έγινε η ανακοίνωση, το feedback που πήρα για το εξώφυλλο ήταν αδιανόητο και συγκινήθηκα πολύ με τα μηνύματα που έλαβα. Η δημιουργία του είναι αποτέλεσμα ατελείωτης δουλειάς και είναι κάτι που ξεκίνησα να κάνω αποκλειστικά για τη μπάντα… Πολλοί από τους χαρακτήρες που ντύνουν το εξώφυλλο, έχουν παραλληλισμούς με την ιστορία, ένα από τα πολλά “Easter eggs” που έχω κρύψει μέσα. Μιας που τον ανέφερες λοιπόν, ένας από τους αγαπημένους μου είναι ο Λαοκόων, που ήταν ένας από τους ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα, που προειδοποίησε τους Τρώες να μη δεχθούν τον Δούρειο Ίππο ως δώρο από τους Έλληνες. Οι Τρώες δεν τον άκουσαν, με τα γνωστά αποτελέσματα. Τα υπόλοιπα τα αφήνω σε όποιον έχει όρεξη!
Επομένως, υπάρχει κάποιος Λαοκόων και στη δική σας ιστορία.
Ακριβώς!
Πόσο σου αρέσουν οι BLIND GUARDIAN και το “Imaginations from the Other Side”;
ΝΑΙ! (γέλια) Είναι ο δικός μου μικρός φόρος τιμής στο αγαπημένο μου εξώφυλλο, αυτό του “Imaginations…”, φυσικά υπό το πρίσμα της ιστορίας που διαπραγματεύεται το “Towers…”. Η επιρροή του “Imaginations…” είναι τεράστια στο αισθητικό κομμάτι του δίσκου, πέρα από την προφανή αναφορά στο εξώφυλλο, αφού και μέσα στην ιστορία έχω συμπεριλάβει δεκάδες “Easter eggs” σε βιβλία, δίσκους, video games και πράγματα που με μεγάλωσαν και αγαπώ το ίδιο μέχρι και σήμερα. Κάτι σαν αυτό που έκανε ο Hansi, στο ομότιτλο τραγούδι δηλαδή, βλέπεις πως είναι γραφτό να συνεργαστούμε στο μέλλον! (γέλια)
Μουσικά «αυγουλάκια» τώρα. Στο “The sweet wine of betrayal” η εισαγωγή μου κάνει φόρος τιμής στο “Defender” των MANOWAR (άκου το μπάσο) και στο “Deliver us from Evil” των WARLORD (άκου τα πλήκτρα).
Το πρώτο όνομα με το οποίο «έσωσα» το project όταν ξεκίνησα να το γράφω, ήταν “Defender Warlord” χαχα! Ήθελα προφανώς να υπάρχει σύνδεση με δύο από τα αγαπημένα μου τραγούδια όλων των εποχών, η εισαγωγή όπως και το δεύτερο μέρος του solo είναι ξεκάθαρος φόρος τιμής και ήταν και το πρώτο κομμάτι που γράφτηκε εξ ολοκλήρου για τον καινούριο δίσκο. Όπως σου είπα και πριν, έδωσε ολόκληρο τον τόνο, αφού αυτή η αίσθηση ταξιδιού που μου έβγαλε, με ανάγκασε να εξετάσω την πιθανότητα του concept album. Η αλήθεια είναι πως είχα αρχικά μια πολύ διαφορετική εκδοχή στο μυαλό μου, κυρίως στιχουργικά, αλλά επειδή είναι μια ιδέα που θέλω σίγουρα να εξερευνήσω στο μέλλον, δε θα σου πω άλλα και θα σε αφήσω να μαντέψεις.
Όταν αποφορτιστώ από τη μελέτη των 24 σελίδων του booklet, θα το ξεκινήσω κι αυτό! (γέλια) Στο βινύλιο το κομμάτι αυτό έχει άλλη μορφή. Γιατί;
Η διάρκεια του δυστυχώς… Υπάρχει αυτός ο χρονικός περιορισμός στο βινύλιο που δεν επέτρεπε να μπει ολόκληρο το κομμάτι, αφού ήμασταν ήδη οριακά. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έπρεπε να λύσω δημιουργικά, γιατί δεν υπήρχε η επιλογή να αφαιρεθεί ένα ολόκληρο τραγούδι, καθώς θα έπρεπε να λείπει ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ιστορίας, ίσως το πιο σημαντικό. Οπότε πήγα με αυτή την ιδέα στον Ανδρέα (No Remorse) μήπως με έφερνε σε επαφή με τον Jason Tarpey των ETERNAL CHAMPION για να μου κάνει και το voice acting και κυρίως για να γράψει και το σημείο της ιστορίας, χαχα! Ο Ανδρέας μου πρότεινε να μιλήσει με τον Deathmaster (DOOMSWORD) που ίσως να ταίριαζε καλύτερα, οπότε πριν γίνει η επαφή έπρεπε να στήσω το τραγούδι και να γράψω το κεφάλαιο. Με έτρωγε βέβαια λίγο, γιατί στο μυαλό μου είχα μια φωνή πιο κοντά στον Orson Welles…
Γιατί άραγε…
Χαχα, έλα ντε, ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ;!; Ένα βράδυ που λες, βρήκα έναν απίστευτο τύπο που κάνει επαγγελματικά voice overs και του έστειλα μήνυμα. Ήταν απίστευτο, του έφτιαξα μια έκδοση με την αφήγηση το ίδιο βράδυ και μου πέρασε το τελικό αρχείο την επόμενη μέρα το απόγευμα, μαζί με 3-4 διορθώσεις που του ζήτησα. ΑΚΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΕ; (γέλια)
Άσε τον άνθρωπο μωρέ, λύσσαξες! (γέλια) Στο ομώνυμο κομμάτι υπάρχει ένα πολύ χαρακτηριστικό σημείο, στη μέση, που φέρνει στο νου το “Dante’s Inferno”, το “Rime of the ancient mariner”, το “Chronicles of the Black Sword”… βρήκες χώρο και για σένα, ε;
Με τσάκωσες, χαχα! Εντάξει, αυτά τα τραγούδια είναι σύντροφοι ζωής, το βρίσκω απολύτως λογικό να βγαίνουν στοιχεία ακόμα και αν δεν το επιδιώκω. Το μόνο που έγινε εσκεμμένα ήταν το “Rime…” που μου βγήκε μια από τις σπάνιες φορές που έπιασα το μπάσο και ξεκίνησα να δοκιμάζω πράγματα, γιατί ήθελα να κάνω ένα σημείο μόνο με μπάσο και να κολλήσω από πάνω τη χορωδία. Αν θέλεις βέβαια την απόλυτη αλήθεια, το έναυσμα ήταν περισσότερο το “Death Rider” των ATTACK (σ.σ: !!!), αλλά και αυτό είναι σαφώς επηρεασμένο από τον papa-Steve, οπότε είναι λογική η σύνδεση.
Φαίνεστε πάντως μουσικοί της παλαιάς σχολής, το μεγάλο, επικό κομμάτι το βάλατε κι αυτή τη φορά στο τέλος. Τελικά πρέπει να υπάρχει πάντα σε τέτοιου τύπου δίσκους ένα magnum opus;
Στέφανος: Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποια συνταγή συγκεκριμένη ή ότι επιβάλλεται ένα τέτοιο κομμάτι, απλά εμένα σαν ακροατή πάντα μου άρεσαν τα μεγαλύτερα κομμάτια μέσα σε ένα άλμπουμ. Ειδικά αν είναι καλογραμμένο, τότε είναι μεγάλη η πιθανότητα να είναι και το αγαπημένο μου! Τώρα για μας, μάλλον έχει έρθει για να μείνει όπως φαίνεται, όχι με την υποχρεωτική έννοια αλλά με την δημιουργική. Πάντως και εμένα και του Γιώργου μας αρέσει να ακούμε ολόκληρους δίσκους και όχι μεμονωμένα singles… (παύση) Αυτό δηλαδή λες τώρα εσύ ότι μας κάνει μουσικούς παλαιάς σχολής ε; Χμ… κρύβε λόγια χαχα!
Γιώργος: Προσωπικά είναι κάτι που μου αρέσει πολύ και διασκεδάζω αφάνταστα όταν συνθέτω, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω κι ένα πέρασμα από όλα τα στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν. Επειδή πάντα προσπαθώ να «χτίσω» κάτι μεγαλύτερο, είναι κάτι που λειτουργεί καλά στη μεγάλη εικόνα, μπορώ χωρίς άγχος να επαναλάβω και πράγματα, κάτι που συνειδητά αποφεύγω στην κανονική ροή του δίσκου. Και εννοείται ακολουθώ old school rules, ο δίσκος πρέπει να ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος, δε με ενδιαφέρει καθόλου να έχω 3-4-5 καλά singles, με ενδιαφέρει αυτό στο οποίο θα επενδύσω τον χρόνο μου και τα χρήματά μου, να μου δώσει κάτι πίσω. Αυτοί οι νέοι με τα σποτιφάι (σ.σ: έτσι, στα Ελληνικά, χαχα) και τις λίστες να τ’ ακούν αυτά, εμείς μυρίζουμε ακόμα το βιβλιαράκι, χαχα!
Μια χαρά δίνετε βάρος και στο ψηφιακό κομμάτι, άστα αυτά!
Καλά, ναι, χαχα!
Στέφανος: Άστον να λέει, λες και είναι παλαίμαχος! (γέλια)
Εκεί στα πολυφωνικά σημεία, ακούω μια γνώριμη χροιά… ο Γιάννης είναι;
Γιώργος: Δεν αρνούμαι, ούτε επιβεβαιώνω! Οι Πύργοι στέκονται εκεί αμέτρητους αιώνες, ποιος ξέρει τι μυστικά κρύβουν; (σ.σ: εντάξει, πείστηκα, ο Παπαδόπουλος είναι)
Και έχεις και ένα σημείο πάλι με μπασάκι όπου κάνεις tapping, a la “Eagle fly free”, όπως και στο ντεμπούτο (σ.σ: όχι που θα μου ξέφευγε)!
Προσπάθησα να το κάνω σαν “signature” στο μεγάλο τραγούδι, όπως και στο “Damned…”. Δεν είναι πως μπορώ να παίξω και πολύ πιο δύσκολα πράγματα, οπότε μένουμε σε αυτά που ξέρουμε χαχα!
Μιας και λέμε για τραγούδια, ποια είναι η αγαπημένη σας δυάδα, αν έπρεπε να διαλέξετε;
Στέφανος: Δεν το συζητάμε, το 15λεπτο έπος “Towers of gold” είναι μια λίγκα από μόνο του, οπότε είναι σαν να κλέβεις εκκλησία προφανώς, άρα από «κανονικά» τραγούδια θα διαλέξω το “Into the storm” και το “Symphony of the night”. Θα σου πω όμως και τα δύο αγαπημένα μου σόλο που για μένα είναι τα τραγούδια μου μέσα στα τραγούδια! Το ένα είναι το τελευταίο σόλο του δίσκου στο ομότιτλο και το δεύτερο είναι το “The sweet wine of betrayal”, που είναι και το τελευταίο πράγμα που ηχογραφήθηκε στον δίσκο! Θες να σου πω και παρελκόμενα;
Όχι. (γέλια)
Ωραία, άκου λοιπόν ένα trivia, χαχα! Αυτό το σόλο είναι πολύ ιδιαίτερο και συναισθηματικό για μένα, γιατί είναι ο φόρος τιμής μου προς έναν δίσκο στον οποίο έδωσα όση ψυχή μου είχε απομείνει μετά από 1,5 χρόνο ενασχόλησης μαζί του! Φαντάσου ότι το master του βινυλίου είχε φύγει αρχές Γενάρη, αφού όπως σου είπε ο Γιώργος το κομμάτι δεν εμπεριέχεται στο βινύλιο, αλλά το σόλο το έγραψα αρχές Φλεβάρη οριακά λίγες μέρες πριν στείλουμε το CD για κοπή!
Γιώργος: Μμμμμνννναι… δεν παίζει να μπορώ να διαλέξω, χαχα! Αλλά άντε, θα πάω με ένα outsider για σήμερα! Υπάρχει ένα μόνιμο ελαφρύ προβάδισμα στο “The City of Stone” (σ.σ: αυτό δεν είναι outsider) γιατί είναι το «τέλειο» δείγμα της μουσικής που αγαπάω, έχει και την αγαπημένη μου στιγμή στην ιστορία της μπάντας και την – πιθανότατα – αγαπημένη μου ερμηνεία του Daniel. Λόγω της φύσης του δίσκου, είναι πολύ δύσκολο να διαλέξω και αν με ρωτήσεις αύριο μάλλον θα σου πω άλλα πράγματα, αλλά αγαπώ ιδιαίτερα το δίπολο “The Voyage” – “The City of Stone” που κάνουν το απόλυτο contrast συναισθημάτων μέσα στην ιστορία. Από την ηρωική αισιοδοξία του πρώτου, στην απόλυτη μελαγχολία του δεύτερου. Ειδική μνεία στην τρομερή γκρούβα που έχει δώσει ο Δευκαλίωνας στο “The Voyage”, που μου συγκλονίζει το «είναι» κάθε φορά. Ναι, εντάξει, σταματάω τώρα γιατί είμαι έτοιμος να αλλάξω απάντηση!
Υπάρχει άλλη διαφορά στα τραγούδια μεταξύ CD και βινυλίου, εκτός της προαναφερθείσας στο “The sweet wine…”;
Όχι, ευτυχώς δε χρειάστηκε άλλη παρέμβαση!
Δε μου αρέσει καθόλου αυτή η ερώτηση, τη θεωρώ αναχρονιστική και ψιλο-μίζερη, αλλά θα ρωτήσω: Πως βλέπετε τα πράγματα εντός συνόρων, μουσικά;
Γιώργος: Κι εμένα δε μου αρέσει αυτή η ερώτηση, χαχα! Η σύντομη απάντηση είναι πως η ποιότητα της μουσικής που βγαίνει είναι υψηλότερη από ποτέ. Πρόσεξε, δε χρησιμοποιώ τον όρο «σκηνή» γιατί η σκηνή είναι κάτι πολύ πιο οργανικό και περιλαμβάνει πολλά περισσότερα πράγματα από τις μπάντες που είναι μέρος της. Άλλη κουβέντα αυτή όμως… Παθογένειες υπήρχαν και υπάρχουν, αλλά προσπαθώ να μένω στα καλά, που είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που καταθέτουν τη μουσική τους άποψη, κάτι που πλέον αγγίζει πολύ κόσμο εκτός συνόρων.
Στέφανος: Φαντάζομαι μιλάς για την δικιά μας, την underground σκηνή και όχι για την mainstream που έχει πάρει εδώ και χρόνια την κάτω βόλτα… Ευτυχώς για εμάς, έχουμε μια από τις πιο μεγάλες σκηνές παγκοσμίως, αν αναλογιστεί κανείς τον πληθυσμό μας. Αυτά είναι όμως απλά μαθηματικά που αν και είναι υπέρ μας, δυστυχώς η νοοτροπία «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» που ακόμη έχει ο μέσος Έλληνας, δυστυχώς, δε βοηθάει και πολύ ώστε να καρποφορήσει όλη αυτή η καλλιτεχνική έξαρση που ζούμε. Με την προσωπική μου μικρή εμπειρία στο εξωτερικό μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε… ίσα ίσα! Η Ελληνική σκηνή έχει πάρει μεγάλο κομμάτι της πίτας στον παγκόσμιο χάρτη και σίγουρα τα πράματα λόγω του διαδικτύου και της τεχνολογίας είναι πιο εύκολα πλέον για μια μπάντα. Μέχρι ενός σημείου όμως, διότι από εκεί και πέρα όλα εξαρτώνται από το που θέλει να φτάσει ο καθένας και ποιοι είναι οι στόχοι του γενικότερα. Αν θες το κάτι παραπάνω, σίγουρα χρειάζεται σκληρή δουλειά, μεγάλο πορτοφόλι, προσωπικές θυσίες, να επενδύσεις ηχητικά και εικαστικά στην μουσική σου, να μην τα ξέρεις όλα (όλοι γνώστες, όπου γυρίσουμε το κεφάλι μας) και χαμηλά την μπάλα! Α! Το σημαντικότερο το είπα; ΤΥΧΗ!
Υπάρχουν κάποιες πρόσφατες δισκογραφικές δουλειές τις οποίες έχετε ξεχωρίσει και κάποιες που αναμένετε κι εσείς με ανυπομονησία;
Γιώργος: Ο Στέφανος θα πει METALLICA και θα κοπώ τώρα… (γέλια)
Στέφανος: Λόγω της δουλειάς μου σαν μουσικός παραγωγός, έχω τα αυτιά μου ανοιχτά και ακούω αρκετά διαφορετικά είδη μουσικής, οπότε ελπίζω να μη σε κουφάνω με τις επιλογές μου, χαχα! Σίγουρα περίμενα πως και πως το METALLICA, επειδή είναι η μεγάλη μου αγάπη…
Πως σου φάνηκε;
Αν και δε με ενθουσίασε ιδιαίτερα σαν άλμπουμ (σ.σ: μα ΔΕΝ είναι κάτι το ιδιαίτερο, απορώ με τις όποιες εκδηλώσεις ενθουσιασμού), σίγουρα έχει κάποιες πολύ καλές στιγμές που με κάνουν και το ακούω αρκετά συχνά! Από εγχώριες κυκλοφορίες, μου έκανε πολύ θετική εντύπωση το ντεμπούτο των TRIUMPHER (σ.σ: άνθρωπος με γούστο, τα έχουμε πει και γράψει)! Άλλα άλμπουμ που ακούω στο repeat από πέρυσι είναι το “Will of the people” των MUSE, από ALTER BRIDGE το “Pawns & Kings” και BAD OMENS το “The death of peace of mind”, το “Moral panic” από NOTHING BUT THIEVES, το “The mutiny” των MOLYBARON και το “Radiance” των THE DEAD DAISIES (σ.σ: εύγε!).
Γιώργος: Εγώ ακούω μόνο το “Towers…” τρεις φορές τη μέρα! (γέλια) Πέρα από την πλάκα, έχει βγει πολύ πράγμα, ειδικά φέτος γίνεται χαμός από καλές κυκλοφορίες. Νομίζω είναι η αγαπημένη μου χρονιά εδώ και πολύ καιρό! TRIUMPHER πρώτοι και καλύτεροι, DARKLON, GATEKEEPER, SMOULDER, BLOOD STAR, HORIZON’S END, AIR RAID, η συλλογή των CLAYMOREAN, το EP των SAVAGE OATH, δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ! Από αυτά που έρχονται, ανυπομονώ για το ντεμπούτο των PROTEAN SHIELD και σταθερά ακούω πολύ συχνά τα “Electric elite” των RIOT CITY και το “Thus always to tyrants” των ARRAYAN PATH, που ήταν και τα δύο αγαπημένα μου άλμπουμ πέρυσι. Ουφ, σίγουρα ξεχνάω κάτι! Α, ναι, το περσινό BATTLE SYMPHONY, που μου άρεσε πάρα πολύ, παίζει και αυτό πολύ συχνά!
Επειδή βλέπω πως πολλά από αυτά που είπες άρεσαν πολύ και σε μένα, τo “Gates of Twilight” των WINGS OF STEEL να ακούσεις!
Γιώργος: Ω ρε συ, ναι! Από τα αγαπημένα μου αυτόν τον καιρό! Είδες; Θα το ξεχνούσα κι αυτό!
Σχέδια για το μέλλον; Σίγουρα θα θέλετε να αποδώσετε αυτά τα έπη ζωντανά, έτσι δεν είναι;
Γιώργος: Στα πιο άμεσα σχέδια, θέλω να τελειώσω λίγο με το τρέξιμο της κυκλοφορίας και να ξεκουραστώ, γιατί ιδανικά μέσα στο καλοκαίρι θα ξεκινήσω τις ετοιμασίες και το γράψιμο για τον τρίτο δίσκο. Έχω μια βασική ιδέα, κάποιους τίτλους κι ένα κεντρικό roadmap αλλά μέχρι να κάτσω και να απομονωθώ δε ξέρω ακριβώς που θα πάει. Σχετικά με τα live, είναι αρκετά πιο περίπλοκο απ’ όσο φαντάζεται ο κόσμος, αλλά είναι κάτι που εξετάζουμε σοβαρά και προσπαθούμε να βρούμε κάποια λύση. Σίγουρα θα ήταν υπέροχο να παρουσιαστεί ολόκληρο το άλμπουμ σωστά. Βέβαια, αν όντως παίξουμε και πρέπει να βρεθώ στη σκηνή με τον Daniel, καλό θα ήταν να έχουμε ιατρική βοήθεια stand-by, χαχα!
Στέφανος: Πρακτικά είναι δύσκολο αλλά το θέλουμε πολύ και μας το ζητάνε ακόμα πιο πολύ, οπότε είναι όλα στο τραπέζι χωρίς να είναι κάτι ξεκάθαρο ακόμα. Ίδωμεν!
Ξέρω πως δεν θα το πιστέψετε, αλλά κάπου εδώ τελειώσαμε! (γέλια). Η αποφώνηση δική σας. Από μεριάς μας, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδοι οι Πύργοι!
Γιώργος: Τι να πω εγώ τώρα… Ειλικρινά ένα τεράστιο «ευχαριστώ» σε όλο τον κόσμο που αγκάλιασε έτσι τον δίσκο και μπήκε στον κόπο να τον ακούσει, να τον αγοράσει, να τον μοιραστεί και να μας στείλει όλα αυτά τα υπέροχα λόγια. Το κάθε τι βοηθάει περισσότερο απ’ όσο μπορείτε να φανταστείτε! Να είστε όλοι καλά και ελπίζουμε να τα πούμε και σύντομα, πάνω σε μια σκηνή. Και σε εσένα προσωπικά Δημήτρη για την υπέροχη κριτική σου αλλά και για αυτή την ΟΔΥΣΣΕΙΑ που ονομάζεις συνέντευξη, τελικά μάλλον είσαι μαζόχας που ήρθες με τόσες ερωτήσεις! (γέλια)
Στέφανος: Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τις όμορφες ερωτήσεις και για την ευκαιρία που είχαμε να τα πούμε αρκετά αναλυτικά. Χαιρόμαστε που όλο και περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται με το μουσικό ταξίδι που ονομάζεται “Towers of gold”, που με τόσο μεράκι και αγάπη δημιουργήσαμε! Να μου επιτρέψεις επίσης να προσθέσω ότι η μουσική είναι ένα ταξίδι και ο καθένας επιβιβάζεται στο δρομολόγιο που του αρέσει για όσο και όσες φορές θέλει… δεν είναι διαγωνισμός ούτε τρόπος προβολής! Πρέπει να σεβόμαστε και να υπηρετούμε τη μουσική, γιατί χωρίς αυτή, δεν θέλω καν να σκέφτομαι τι θα ήμασταν… Raise sails!
Δημήτρης Τσέλλος