SACRED OUTCRY – “Towers of gold” (No Remorse Records)

0
416
Sacred-e1680872780838.jpg

Κάποιες φορές, αναρωτιέμαι… τί είναι καλύτερο; Να είσαι ένας μέτριος εκπρόσωπος μιας ολόκληρης σκηνής, την εποχή των σπουδαίων της επιτευγμάτων και της παντοκρατορίας της, ή να είσαι ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες αξιόλογους, στα χρόνια της παρακμής και της λήθης, σταθερός και ακλόνητος στον προμαχώνα σου; Αν ανήκεις στην πρώτη κατηγορία, έχεις πολλές πιθανότητες η καλλιτεχνική και εμπορική φρενίτιδα να σε είχε παρασύρει σαν ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα, δίνοντάς σου μια ανταμοιβή που πιθανόν να μην αξίζεις. Αν πάλι ανήκεις στη δεύτερη, τότε κινδυνεύεις να αντιμετωπίσεις το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αγνόηση, όποια και να είναι τα επιτεύγματά σου, όσο θαυμαστά και να είναι.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ως τις αρχές της αντίστοιχης του 2000, το ευρωπαϊκό power metal ήταν ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος στο στερέωμα του «μη ακραίου» metal ήχου. Όσοι το ζήσαμε να «γεννιέται» και να ακμάζει, ξέρουμε. Όσοι δεν το έζησαν, μπορούν μόνο να φανταστούν αυτό που είχε καταφέρει, από τις δικές μας διηγήσεις. Με το σπαθί του; Σε πολλές περιπτώσεις, ναι. Άδικα; Και αυτό ισχύει, αναμφισβήτητα. Πολλοί οι μέτριοι που αποκόμισαν καρπούς που δεν άξιζαν. Το δέντρο όμως ήταν τόσο καρπερό, που δεν ένοιαζε κανέναν αυτή η λεπτομέρεια. Ό,τι έφερε την ταμπέλα “Europower metal”, αυτόματα τοποθετείτο ψηλά, σε θέση περίοπτη. Κράτησε τις δύο αυτές παραγράφους, θα ανατρέξουμε σ’αυτές ξανά, στην συνέχεια.

Στη δική μας εποχή, εκείνο το power metal, έχει περάσει σε πλήρη σχεδόν ανυποληψία. Έτσι έχουν τα πράγματα στη ζωή, έχουν μεγάλες αναρριχήσεις και εξίσου μεγάλες πτώσεις, θριάμβους και καταισχύνη. Απ’ όσους εκείνης της σκηνής υφίστανται ακόμα, οι περισσότεροι εξ αυτών απλά…υπάρχουν, διατηρώντας/συντηρώντας το όποιο status τους, ή έστω ένα τμήμα αυτού. Από τις στρατιές των συγκροτημάτων για τα οποία διαβάζαμε κάθε μήνα στα περιοδικά ύμνους επί ύμνων, δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα. Υπάρχουν όμως κάποιοι άλλοι, νεαρότερης ηλικίας που, ρομαντικά θα έλεγε κανείς, αναβιώνουν ή προσπαθούν έστω να αναβιώσουν εκείνα τα χρόνια, αποτίνοντας τον δικό τους φόρο τιμής στους καλλιτέχνες που εν πολλοίς τους «ανέθρεψαν», μουσικά.

Οι SACRED OUTCRY συγκαταλέγονται στους τελευταίους. Τους γνωρίσαμε τρία χρόνια πριν, με το συγκλονιστικό ντεμπούτο “Damned for all time”, που «τάραξε» τα «λιμνάζοντα ύδατα» του ευρωπαϊκού power metal. Δυστυχώς, ελέω της όλης περιόδου που περάσαμε, δεν καταφέραμε να θαυμάσουμε από κοντά τα τραγούδια του, μα η μπάντα δεν έμεινε ανενεργή. Όλο αυτό το διάστημα που μεσολάβησε, έστειψε εαυτόν πάνω από χαρτιά, σημειώσεις, παρτιτούρες και ετοίμαζε τον διάδοχο του “Damned…”, γράφοντας και σβήνοντας, προσθέτοντας και αφαιρώντας, μην αφήνοντας στην τύχη την παραμικρή λεπτομέρεια, μελετώντας κάθε πιθανή του πτυχή. Κάποιους αυτού του είδους η τελειομανία ίσως να τους απωθεί, εμένα αντιθέτως με κερδίζει. Την εκτιμώ.

Ανατρέχω στα τότε γραφόμενά μου, στην παρουσίαση του “Damned…”, διαβάζοντας: «Με επιρροές αιώνιες, ηχητικούς φωτοδότες που θα στέκουν εκθαμβωτικοί όσα χρόνια και να περάσουν, με παθιασμένη απόδοση σε κάθε μετερίζι, από κάθε μέλος του group ξεχωριστά και τον Γιάννη Παπαδόπουλο των BEAST IN BLACK σε καταπληκτικές ερμηνείες (τις καλύτερες ως τώρα στην καριέρα του), οι SACRED OUTCRY μαγεύουν. Επικό power metal το αθάνατο, επικό power metal το απέθαντο, επικό power metal το κλασσικότερο των κλασσικών. Ένας δίσκος που θα αποτελεί από τώρα και στο εξής σημείο αναφοράς για την ελληνική σκηνή… Όσον αφορά εμένα, περιμένω εξίσου σπουδαία πράγματα στο μέλλον. Αλλά και να μην έρθουν, να μην ξεπεραστεί δηλαδή τούτο το αριστούργημα, δεν θα απογοητευτώ. Ο πήχης τοποθετήθηκε ψηλά…»

Τρία χρόνια μετά, μην ανακαλώντας ούτε λέξη απ’ όσα είχα γράψει, βάζω το “Towers of gold” να παίξει. Νόμισμα με δύο όψεις τούτο το album, μαχαίρι δίκοπο. Στη μια όψη/κόψη η γνώση για τις δυνατότητες του group και η πίστη σε αυτές, στην έτερη η αξία του ντεμπούτου, έτοιμη να συνθλίψει κάθε νέα προσπάθεια. Η πρώτη ακρόαση ήταν καθαρά αναγνωριστική. «Καλό», σκέφτηκα. Ας μην ενθουσιαστώ. Ακολουθεί η δεύτερη και ήδη ο δίσκος μου δίνει καινούργια πράγματα. Το ίδιο και στην τρίτη. «Υπάρχει μεγάλο βάθος εδώ», ήταν η επόμενη σκέψη μου. Πλείστες ακροάσεις μετά, ούτε που θυμάμαι πόσες, είμαι σε θέση να ισχυριστώ δύο πράγματα: Το πρώτο είναι πως ακόμη τον εξερευνώ και ακόμη τον ανακαλύπτω, το δεύτερο είναι πως ακούω μια ομολογουμένως αριστουργηματική δισκογραφική δουλειά.

Κάπου εδώ, ανατρέχουμε στις δύο πρώτες παραγράφους. Αν οι SACRED OUTCRY του “Damned for all time” ήταν ευέλπιδες του επικολυρικού ευρωπαϊκού power metal, στο “Towers of gold” φαντάζουν ξεχασμένο, θαμμένο διαμάντι της χρυσής περιόδου του. Είναι σαν να σταμάτησε ο χρόνος, λες και μπήκα σε μια χρονομηχανή. Ούτε που θυμάμαι από πότε είχα να ακούσω κάτι αντίστοιχο, σίγουρα δεν περίμενα να το ακούσω εν έτει 2023 και δεν υπάρχει ουδεμία υπερβολή σε αυτό που λέω, άλλωστε τις υπερβολές τις σιχαίνομαι εκ φύσεως. Οπότε, έχε υπόψη σου μόνο τούτο: Το “Towers of gold” διαθέτει όλες τις αρετές των κλασσικών δίσκων του είδους, που ακόμη και σήμερα ακούς με την ίδια ζέση. Είναι φτιαγμένο από τα ίδια υλικά, την ίδια πρώτη ύλη και το κυριότερο; Δεν είναι ψεύτικο. Είναι πέρα ως πέρα αληθινό, πηγαίο, γιατί βγαίνει από τη ψυχή των δημιουργών του, δίχως να είναι προϊόν μιας υποκριτικής συνθετικής διαδικασίας, σαν αυτές που βλέπουμε να ταλανίζουν τον «σκληρό ήχο» στις μέρες μας.

Το “Towers of gold” είναι ένα “magnum opus” που κάνει το “Damned…” να ηχεί μπροστά του «φτωχό». Είναι τόσο λεπτομερώς δουλεμένο, που καταντά εκνευριστικά αψεγάδιαστο. Αποτελεί δε μέγιστο παράσημο, το γεγονός ότι αυτό το ηχητικό μεγαλείο συνοδεύεται από ένα φανταστικό (μεταφορικά και κυριολεκτικά) concept, το οποίο «κουμπώνει» τέλεια επάνω στη μουσική. Όπως έγραψα ότι είχα χρόνια να ακούσω κάτι αντίστοιχο, θα γράψω με το ίδιο σκεπτικό πως είχα χρόνια να διαβάσω ένα αντίστοιχο, τρόπον τινά, λιμπρέτο, με τόσο καλογραμμένους στίχους αλλά και τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία να τους συμπληρώνει. Εκπληκτικό! Αξίζει ακόμη και να κλείσεις τη μουσική και να αφοσιωθείς στην ανάγνωση, σαν να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα. Και το artwork… Έργο Τέχνης!

Οι αλλαγές στην σύνθεση του group, όχι απλά κάλυψαν τα κενά των αποχωρησάντων μελών, αλλά συνετέλεσαν τα μέγιστα στη δημιουργία αυτού του έπους. Ο Steve Lado γίνεται διπλοθεσίτης και αντάμα με την κονσόλα, αναλαμβάνει τις κιθάρες, ενώ ο Δευκαλίων Δήμος είναι ο παρτενέρ του μπασίστα/συνθέτη και αρχηγού της μπάντας, Γιώργου Απαλοδήμα, στο rhythm section. Δύο μουσικοί που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς κόσμους από αυτόν των SACRED OUTCRY (ο πρώτος κιθαρίστας των TARDIVE DYSKINESIA/MAHAKALA, ο δεύτερος drummer στους CEREBRUM), αυτό όμως πιστεύω πως είναι και το πλεονέκτημά τους, το στοιχείο που τους κάνει να ξεχωρίζουν. Δεν έχουν «κολλήματα», βλέπουν τα πράγματα πιο ψυχρά και λογικά και ίσως αντιμετώπισαν την συμμετοχή τους εδώ ως μια καλλιτεχνική πρόκληση. Το καλύτερο μάλιστα είναι πως τούτη τη ξένη τους «καταγωγή», την ακούς διάσπαρτη στα τραγούδια του “Towers…”, σε ανύποπτες φάσεις, σημάδι πως το έχουν βάλει το «λιθαράκι» τους. Μακάρι λοιπόν, οι πρωτοβουλίες τους να αυξηθούν και να πληθύνουν στο μέλλον.

Κι αν ο Δευκαλίωνας με τον Στέφανο είναι οι «ξενομερίτες» που εκπλήσσουν ευχάριστα, ο Daniel Heiman που αντικαθιστά τον Γιάννη Παπαδόπουλο (BEAST IN BLACK, WARDRUM) είναι στο στοιχείο του και αποδίδει σύμφωνα με τις πραγματικές του δυνατότητες, τις οποίες ΤΩΡΑ ακούμε. Ξέρω, θα μου πεις για τους LOST HORIZON και το αξιομνημόνευτο εκείνο “Awakening the world”. Δεν είναι όμως το ίδιο. Αφενός τα δυο albums δεν συγκρίνονται για κανέναν λόγο, αφετέρου τότε ο Daniel ήταν το “next big thing” μιας ολόκληρης φωνητικής σχολής. Τώρα, είναι μια τεράστια φωνή και παραδίδει τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, δύο δεκαετίες μετά. Αναλογίσου για τι επίτευγμα μιλάμε. Τελικά, όλα είναι θέμα έμπνευσης. Τα πάντα πηγάζουν και εξαρτώνται από αυτή. Όσο περισσότερο ταυτίζεσαι με ένα τραγούδι, τόσο θα πιέσεις τον εαυτό σου να το ερμηνεύσει στον απόλυτο βαθμό.

Τι σόι πράγμα είναι αυτός ο δίσκος, περιγραφικά; Θα έλεγα ένα μνημειώδες κράμα KAMELOT (ας ακούσει ο Youngblood μήπως και θυμηθεί όσα έγραφε κάποτε), ANGRA (κυρίως “Angels cry” και “Rebirth”, στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά), RHAPSODY (στα σκοτεινά και πολύ σοβαρά τους), BLIND GUARDIAN, DOMINE (περισσότερο από το “Dragonlord” και μετά), HELLOWEEN, με τους πάντοτε παρόντες WARLORD/LORDIAN GUARD και MANOWAR να διανθίζουν έτει περαιτέρω το τελικό αποτέλεσμα. Οπότε ποιος, τί μπορεί να κλονίσει τους SACRED OUTCRY στην παρούσα χρονική περίοδο; Κανείς και τίποτα, εκτός από τον κακό τους εαυτό. Κι επειδή η μπάντα διακατέχεται από έναν εξωπραγματικό συνθετικό οίστρο ο οποίος δύσκολα θα την εγκαταλείψει στο μέλλον, κρατώ την αρχική μου απάντηση: Κανείς και τίποτα.

Ονοματίζω, απαριθμώ τα highlights και είναι τόσα πολλά, που ανησυχώ μήπως διαπράττω αδικία. Ποιο να προκρίνω; To “Symphony of the night”, με ένα “Cursed are the blind, I’m the chosen of the night” στο refrain να συνταράζει καρδιές; Το τιτάνιο έπος που ονομάζεται “The sweet wine of betrayal”, με τη «μισή Defender – μισή Deliver us from Evil/Stygian passage» εισαγωγή και το ουράνιο (χωρίς εισαγωγικά) solo; Το απίστευτο “City of gold” που θαρρείς ότι βγήκε από το “Karma”; Ή το σχεδόν 15λεπτο, σπονδυλωτό ομότιτλο κομμάτι, με τα δημώδη γυναικεία φωνητικά και το «από άλλον πλανήτη» δεύτερο μισό, όπου «αναγκάζομαι» να ανακαλέσω στη μνήμη μου τα “Chronicles of the black sword”, “Rime of the ancient mariner” και “Dante’s Inferno”;

Συχνά-πυκνά, γινόμαστε μάρτυρες αέναων, ατέρμονων συζητήσεων, σχετικά με το αν κυκλοφορούν albums σήμερα που έχουν τη δυναμική, τα εχέγγυα, την «στόφα» του μελλοντικού κλασσικού. Οι αρνητές μιας τέτοιας άποψης, φέρνουν τα δικά τους παραδείγματα. Τα χιλιοειπωμένα και τετριμμένα. Η δική μας πλευρά, έχει τη χαρά να εφοδιάζεται συνεχώς με νέα «βέλη» στη φαρέτρα της. Ένα τέτοιο βέλος είναι το “Towers of gold”, καμωμένο από Έλληνες τεχνίτες. Λαμπρό σαν να βρίσκεται στη χρυσοποίκιλτη φαρέτρα του Ραμσή Β’, ευθύβολο σαν να φεύγει από το τόξο του Φιλοκτήτη.

ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ.

10 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here