Ο Edvard Munch (12 Δεκεμβρίου 1863 – 23 Ιανουαρίου 1944) ήταν Νορβηγός ζωγράφος. Το πιο γνωστό του έργο, “The Scream (1893)”, είναι πλέον μια εμβληματική εικόνα του κόσμου της τέχνης. Την «Κραυγή» την εμπνεύστηκε στην Κριστιανιά (σημερινό Όσλο). Σύμφωνα με τον Munch, ήταν έξω περπατώντας στο ηλιοβασίλεμα, όταν «άκουσε την τεράστια, άπειρη κραυγή της φύσης». Το αγωνιώδες πρόσωπο του πίνακα ταυτίζεται ευρέως με το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου.
Η παιδική του ηλικία επισκιάστηκε από την ασθένεια, το πένθος και τον τρόμο έχοντας κληρονομήσει μια ψυχική ασθένεια που έτρεχε στην οικογένεια του. Σπουδάζοντας στη Βασιλική Σχολή Τέχνης και Σχεδίου στην Κριστιανία, ο Munch άρχισε να ζει μια μποέμικη ζωή υπό την επιρροή του μηδενιστή Hans Jæger, ο οποίος τον παρότρυνε να ζωγραφίσει τη δική του συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση («ζωγραφική ψυχής»). Από αυτό προέκυψε το ιδιαίτερο στυλ του.
Τα ταξίδια έφεραν νέες επιρροές και διεξόδους. Στο Παρίσι, έμαθε πολλά από τον Paul Gauguin, τον Vincent van Gogh και τον Henri de Toulouse-Lautrec, ιδιαίτερα στη χρήση του χρώματος. Στο Βερολίνο, γνώρισε τον Σουηδό δραματουργό August Strindberg, τον οποίο ζωγράφισε, καθώς ξεκίνησε μια μεγάλη σειρά πινάκων που αργότερα θα αποκαλούσε “The Frieze of Life”, που απεικόνιζε μια σειρά από βαθιά συναισθηματικά θέματα όπως η αγάπη, το άγχος, η ζήλια και η προδοσία, βουτηγμένη στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του.
Το νορβηγικό συγκρότημα SATYRICON δημιουργήθηκε το 1991 και είναι σήμερα ένα από τα πιο διάσημα Black Metal συγκροτήματα στον κόσμο. Έχουν πειραματιστεί με πολλά είδη σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους και συνεργάστηκαν με γνωστούς καλλιτέχνες και σύνολα όπως η Anja Garbarek, η Trondheimsolistene και η χορωδία της Εθνικής Όπερας της Νορβηγίας. Φέτος, το συγκρότημα, σε μία κυκλοφορία –έκπληξη, επενδύει με την μουσική του μία έκθεση πινάκων του Edvard Munch σε μια από τις πιο εντυπωσιακές αίθουσες του μουσείου “MUNCH” το οποίο και φέρει το όνομά του.
Η παράξενη ψυχολογία και έκφραση των ενδόμυχων συναισθημάτων του διάσημου αλλά βουτηγμένου σε ένα εκφραστικό σκοτάδι ζωγράφου, ντύνεται με τα εξίσου μελανά χρώματα της μουσικής των SATYRICON, οι οποίοι φυσικά στη νέα τους δουλειά συνεχίζουν να πειραματίζονται δημιουργώντας έναν δίσκο γεμάτο παράξενες, σκοτεινές ambient μελωδίες, με το Black Metal να είναι απλά ο καμβάς πάνω στον οποίο το συγκρότημα εξαπολύει τις δικές του πινελιές και σκοτεινά χρώματα. Πλήρως ορχηστρικός, χωρίς καθόλου φωνητικά, αλλά μόνο μελωδίες. Εκφραστικές, ζωντανές μελωδίες.
Το αποτέλεσμα είναι μια εμπειρία που αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις, πάντα σε συνδυασμό της ακοής με την όραση. Τα επιλεγμένα έργα τέχνης βασίζονται σε υπαρξιακά θέματα, χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουμε από τον κόσμο της μουσικής, όπως αυτή εκφράζεται από τους SATYRICON. Η διασταύρωση των εκφραστικών μοτίβων του Munch και της βαριάς, σκοτεινής μουσικής του άλμπουμ δημιουργεί ανάγκη για σκέψη και προβληματισμό. Ακριβώς όπως ο Munch, η προσέγγιση των SATYRICON είναι ανοιχτή και περίεργη, συνεχώς εξελίσσεται. Η μουσική της έκθεσης φέρει την αδιαμφισβήτητη σφραγίδα του συγκροτήματος, αλλά ξεφεύγει από οτιδήποτε έχουν δημιουργήσει στο παρελθόν μέσω της μορφής, του μήκους και της έκφρασής της.
Συμπερασματικά, καταλήγουμε ότι παρότι φέρει την υπογραφή του σχήματος, το άλμπουμ εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Ο οπτικοακουστικός συνδυασμός της έκθεσης με την μουσική των SATYRICON, απογειώνει το αποτέλεσμα, καθιστώντας την μουσική το soundtrack των εφιαλτικών σε περιπτώσεις έργων του Munch. Μεμονωμένα, ίσως δεν αποδώσει το ίδιο, σε κάθε περίπτωση ωστόσο, πρόκειται για ακόμα ένα έργο εσωτερικής αναζήτησης και πειραματισμού, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει και το soundtrack των σκοτεινών, ενδόμυχων σκέψεων του κάθε ακροατή.
7,5 / 10
Φανούρης Εξηνταβελόνης