Στο heavy metal, υπάρχουν αρκετοί «χαμένοι ήρωες», που οι ικανότητές τους ήρθαν σε απόλυτη αντίθεση με την πορεία τους. Αρκετά συγκροτήματα που θα μπορούσαν να έχουν πετύχει περισσότερα, αν… ΑΝ. Από τι προέκυψαν αυτά τα διάφορα «αν», αδικίες της ζωής, διαφόρων ειδών ατυχίες, μέχρι εντελώς λάθος νοοτροπία και χειρισμοί δικοί τους, δεν έχει σημασία. Το αποτέλεσμα είναι που έχει. Έναν τέτοιο «χαμένο ήρωα» θα δούμε σήμερα, ανταμώνοντας τους θεούς SAVAGE GRACE, να γράφουν τη δική τους ιστορία στα χρυσοφόρα 80s. Πριν από αυτό όμως, θα χρειαστεί να κάνουμε μεγαλύτερη «βουτιά» και να πάμε ακόμη πιο πίσω στον χρόνο…
Βρισκόμαστε στο ηλιόλουστο Los Angeles των αρχών της δεκαετίας του ’70. Ο μικρούλης Chris Logue, έχοντας μετακομίσει με την οικογένειά του από τη Χαβάη σε ηλικία επτά ετών, κατοικεί σε μια εύπορη γειτονιά, στους λόφους του Hollywood. Στην Sunset Blvd, τα clubs Rainbow, Starwood, Whiskey και Troubadour ήταν ήδη τα σημεία αναφοράς για τη διασκέδαση μιας ολόκληρης μεγαλούπολης και το σπίτι του Chris, παίρνοντας την Doheny Drive, δεν απείχε από κει ούτε πέντε λεπτά. Κάπου σε εκείνους τους λόφους, κοντά στο Αστεροσκοπείο Griffith, βρίσκεται και το The Greek Theatre, όπου το 1974 ο Chris θα έβλεπε την πρώτη του συναυλία: “Ike and Tina Turner” έγραφε επάνω το εισιτήριο…
Τι σχέση έχει η Tina Turner; Δες ένα live της από τότε (βασικά, απλά ΔΕΣ ΕΝΑ LIVE ΤΗΣ) και θα καταλάβεις τι ένιωσε ένα παιδί δώδεκα ετών. Σοκ και δέος! Με τα χρόνια λοιπόν να περνούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Chris γίνεται ένας έφηβος που αδυνατεί να μείνει ανεπηρέαστος, από την «παρέλαση» όλης αυτής της rock γκλαμουριάς! Έτσι, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αρχές αυτής του ’80 οι πρώτες «ζυμώσεις» θα άρχιζαν να «ηλεκτρίζουν» την ατμόσφαιρα και να δημιουργούν την σπουδαία hard ‘n’ heavy/metal σκηνή που με τα συγκροτήματά της θα μεσουρανούσε τα επόμενα χρόνια, ο Chris δε γινόταν να μην είναι ανάμεσα σ’ αυτούς που θα συμμετείχαν στο… «νταβαντούρι».
Για ευνόητους λόγους, δεν θα ασχοληθούμε με τους βραχύβιους ΤΙΤΕ SQUEEZE και θα περάσουμε κατευθείαν στους MARQUIS DE SADE, την πρώτη «σοβαρή» προσπάθεια του Logue, όπου θα βρούμε και τον τραγουδιστή Douglas “Kelle” Rhoads, αδερφό του μεγάλου Randy Rhoads. Ωραίο, ιντριγκαδόρικο ένα όνομα εμπνευσμένο από τον γνωστό μαρκήσιο, αλλά πόσοι θα το «έπιαναν»; Σε πόσους θα «έμενε»; Κάπως έτσι θα σκέφτηκε κι ο Randy, επιβάλλοντας με τον τρόπο του το “SAVAGE GRACE”. Και εδώ που τα λέμε, μάλλον καλά έκανε! Για την ιστορία, υπήρχε και μια άλλη, rock μπάντα με το ίδιο όνομα.
“Whip me, defy me, your leather by my love!”
Από το demo του 1982, η Metal Blade θα διάλεγε το “Scepters of deceit” για να εκπροσωπηθεί η μπάντα στο δεύτερο μέρος της θρυλικής συλλογής “Metal Massacre”, με τον Dwight Cliff να έχει ήδη διαδεχθεί τον Rhoads. Η αρχή είχε γίνει. Την επόμενη χρονιά, κυκλοφόρησε η πρώτη «επίσημη» δουλειά του group, το “The Dominatress” EP, ηχογραφημένο στα Track Record Studios του Los Angeles. Επειδή ξέρω πως θα ρωτήσεις, μια φίλη του Logue ποζάρει στο εξώφυλλο, όχι μοντέλο, ηθοποιός ή δεν ξέρω τι. Το “The Dominatress” ήταν ένα ΕΡ που είχε τις αρετές του και παρόλες τις αδυναμίες του, έδειχνε πως υπάρχουν πολλές δυνατότητες για τους «νιούφηδες» από το L.A.
Η σύνθεση του γκρουπ είχε τον Logue στη μια κιθάρα, τον Kenny Powell στην άλλη, τον Brian “Beast” East στο μπάσο, τον Dan Finch στα τύμπανα και τον John Birk στα φωνητικά (φαίνεται πως υπήρχε πρόβλημα στη θέση και ο Logue έψαχνε συνεχώς έναν ιδανικό τραγουδιστή). Οι SAVAGE GRACE άρχισαν να δίνουν και τα πρώτα τους live shows, μαζί με μπάντες όπως ARMORED SAINT, LIZZY BORDEN, ABBATOIR, SLAYER και άλλους, στο The Troubadour, στο Country Club και στο The Woodstock.
Δυστυχώς ή ευτυχώς (μάλλον το δεύτερο), ούτε αυτή η σύνθεση θα ευδοκιμούσε. Ο Kenny Powell είχε ήδη αποχωρήσει μετά τις ηχογραφήσεις του EP για να σχηματίσει τους ΟΜΕΝ, ενώ ο Birk έδωσε τη θέση του στον Mike Smith των PROTOTYPE. Η Metal Blade θα τους άφηνε, η γαλλική Black Dragon δε θα έχανε χρόνο, θα τους προσέφερε το πολυπόθητο συμβόλαιο και με το ημερολόγιο να δείχνει 1985, το καταπληκτικό “Master of Disguise” θα καθόταν αναπαυτικά στα ράφια των δισκοπωλείων.
“By the day I’m the law, I’m the right… I’m the fight against evil!”
Ξεκινάμε από το εξώφυλλο που είναι πραγματικά απερίγραπτο, το βλέπεις άπαξ και σου μένει για πάντα στο μυαλό. Τούτη τη φορά, η συμπρωταγωνίστρια ήταν η Robin Bell, επαγγελματίας μοντέλο. Και λέω «συμπρωταγωνίστρια», γιατί ως γνωστόν ο απόλυτος πρωταγωνιστής του εξωφύλλου είναι ο φίλος μου ο Knutson, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Για τον οποίον όσο κι αν έχω ψάξει, δεν έχω εξακριβώσει αν υπάρχει κάποια σχέση/σύνδεση με τον Rick Knutson, τον συμπαραγωγό τους μαζί με τον James Sutton στα Sutton Studios, ή τον Rick Knutson του “Taboo III” (επιμορφωτική ταινία με τον Ron Jeremy, την Kay Parker και άλλους, κατάλαβες). Trivia: Το “Master…” έχει τρία εξώφυλλα. Το «κλασσικό» και δυο εναλλακτικά, εξίσου πονηρά. Για ψάξε…
Στα «αυλάκια» του βινυλίου, γίνονται ακόμη πιο απερίγραπτα πράγματα, με τη μπάντα να ξερνά φωτιά κι ατσάλι! Heavy metal δεν το λες αυτό που ακούγεται, σε καμία περίπτωση. Ούτε power metal είναι, απέχει από το θεωρηθεί USPM, είναι λάθος να βλέπουμε τους SAVAGE GRACE σε αφιερώματα αμερικανικού power metal, έστω κι αν έχουν, μοιραία, κοινά στοιχεία με αυτό (ίδια γειτονιά). Το πιο σωστό θεωρώ, είναι να το χαρακτηρίσουμε “speed metal”, για να αποφύγουμε και κάποιους χαρακτηρισμούς του στυλ “heavy/power/speed/thrash” που διαβάζαμε κάποτε και μας δημιουργούσαν ένα τεράστιο ερωτηματικό, πάνω από το κεφάλι!
Το “Master of Disguise” είναι ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα δίσκου όπου συνυπάρχουν, σε τέλεια ισορροπία, η μελωδία με την επιθετικότητα. Αν ποτέ χρειαστείς ένα επιχείρημα για το αν μπορούν αυτά τα δυο στοιχεία να συνυπάρξουν, να αναφέρεις αυτό! Και μου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω τι και ποιο είναι αυτό που αξίζει περισσοτέρων επαίνων: Οι ξέφρενες κιθάρες; Το πανηγύρι που γίνεται στο rhythm section; Ή μήπως η ΦΩΝΑΡΑ του Mike Smith, κι ας μην είναι φωνάρα; Καλά, για τα τραγούδια ούτε λόγος, όλα «ένα κι ένα»!
Έχε όμως υπόψη σου, πως τα credits είναι παραπλανητικά. Μπορεί ο Mark Marshall των AGENT STEEL να μπήκε εκείνη την περίοδο στη μπάντα (λίγο πριν και για μικρό χρονικό διάστημα είχε κάνει cameo κι ο Kurt Phillips των WITCHKILLER), αλλά το άλμπουμ ηχογραφήθηκε με έναν μόνο κιθαρίστα, ο Chris Logue ανέλαβε όλα τα κιθαριστικά μέρη. Το ομότιτλο κομμάτι (τι έπος, Θεέ μου!) μαζί με το “Fear my way” συμπεριλήφθηκαν στην συλλογή “Speed Metal Hell” της New Renaissance Records, το “Betrayer” στην “California’s Best Metal” της ιδίας εταιρείας και το συγκρότημα ήταν έτοιμο να «δρέψει καρπούς», παίζοντας σε Η.Π.Α και Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή περιοδεία έφερε εκ νέου ανακατατάξεις. Ο Mike Smith απολύθηκε μεσούσης αυτής, ξεκάθαρα για «μη αγωνιστικούς» λόγους, ειδικά μετά από μια εμφάνιση στο Lorelei της Γερμανίας, όπου είχε γίνει «λιώμα» από το ποτό, μη μπορώντας καν να ανέβει στην σκηνή (τραγούδησε ο Logue)! Ίσως έφταιγαν και οι αγχώδεις διαταραχές που όπως λέγεται, τον ταλαιπωρούσαν. Ο παικταράς Dan Finch εγκατέλειψε από μόνος του το συγκρότημα. Όχι ότι κι αυτός υστερούσε σε «επιδόσεις»… Μετά το ίδιο show, πήγε κάτω από ένα δέντρο και λιποθύμησε για τις επόμενες έξι ώρες!
“Confess thy sins, purge thy soul, verdict is given, cry no more!”
Με την επιστροφή στα πάτρια εδάφη, η μπάντα ξεκίνησε τις διεργασίες για την σύνθεση νέων τραγουδιών. Ο Logue θα κρατούσε διπλό ρόλο και στα drums θα ερχόταν ο Mark Marcum των progressive neo-psychedelic rockers RAIN PARADE. «Κουφή» μεταγραφή… Με το line up να συμπληρώνεται από τους Marshall και East, θα κυκλοφορούσε το “After the fall from Grace”, το 1986. Ηχογραφημένος εννοείται ξανά στο Los Angeles, στα Wayne Cook Studios, ο νέος δίσκος έδειχνε ένα λίγο διαφορετικό πρόσωπο των SAVAGE GRACE, εξίσου βέβαια θελκτικό.
Το “After the fall from Grace” είναι πιο «κοντρολαρισμένο» από τον προκάτοχό του, που έμοιαζε με λυσσασμένο σκύλο που μόλις του είχαν βγάλει τον «πνίχτη». Ναι μεν έχει διατηρηθεί σε σεβαστό ποσοστό η ταχύτητα και η ορμητικότητα, αλλά η μπάντα έχει ανοίξει τη «βεντάλια» της μουσικής της και το αποτέλεσμα έμελλε να είναι πιο τεχνικό, πιο ατμοσφαιρικό και εν τέλει… προοδευτικό. Όχι αγαπητέ φίλε του progressive metal, άλλο πράγμα θέλω να πω. Αν και θα έπρεπε κι εσύ να κατέχεις τούτο το εξαιρετικό άλμπουμ, για διάφορους λόγους (τον εξής έναν: περιέχει καλοπαιγμένο, εμπνευσμένο metal), οι SAVAGE GRACE δεν έγιναν progressive metal μπάντα. Τους ορίζοντες διεύρυναν!
Ο Chris Logue για μουσικός που είναι πρωτίστως κιθαρίστας τα πάει καλά στα φωνητικά, έχει γράψει εδώ ίσως τις καλύτερες κιθάρες της καριέρας του και η σαφώς βελτιωμένη παραγωγή (όχι ότι αυτή του “Master…” μας «χαλάει») ήταν απόλυτα αβανταδόρικη, ώστε να φανούν ξανά οι αρετές των υπολοίπων. Στο εξώφυλλο τώρα, η κοπέλα που είναι έτοιμη να «χαιρετίσει» ήταν μια ακόμη προσωπική φίλη του συγκροτήματος (δε γνωρίζω όνομα, sorry), ενώ ο χοντρός με το τσεκούρι και την κουκούλα, δεν είναι άλλος από τον τεράστιο Gene Hoglan.
Πριν συνεχίσω, μια ερώτηση: Μόνο σε μένα, η εισαγωγή του “Trial by fire”, παιγμένη από το μπάσο του Beast, θυμίζει σε ένα σημείο την sci-fi μελωδία από το OST του “Terminator”;
Οι SAVAGE GRACE θα έδιναν πολλά live shows, με δυνατά και μεγάλα ονόματα όπως AGENT STEEL, DARK ANGEL, EXODUS, POSSESSED, METALLICA, VENOM, RATT, MOTORHEAD, MALICE, HEIR APPARENT, RUNNING WILD, DANGER DANGER, NAZARETH, WARLOCK, θα έβγαιναν ξανά για άλλη μια περιοδεία στην Ευρώπη, όλα έδειχναν πως τώρα πια θα έκαναν το «κάτι παραπάνω»… πάλι όμως, ήταν λες και κάποιος πάτησε το φρένο! Κάπου εκεί, ο Brian East θα εγκατέλειπε το συγκρότημα, με τον Derek Peace των σπουδαίων HEIR APPARENT να έρχεται στην θέση του και η Black Dragon θα «κουνούσε μαντήλι»…
“We march on, we’ve come too far to throw it all away!”
Με αυτήν την σύνθεση, θα ηχογραφείτο και θα κυκλοφορούσε από την Flametrader το EP “Ride into the night”. Τρία νέα κομμάτια περιλάμβανε, μαζί με μια πυρηνοκίνητη διασκευή του κλασικού “Burn” των DEEP PURPLE, έτσι, για να μη ξεχνιόμαστε πόσο επιδραστικοί ήταν οι «ροκάδες» DEEP PURPLE και τραγούδια σαν αυτό, για το metal. Trivia: Από τις δυο κοπέλες που ποζάρουν, ξέρω πως η «όπως κοιτάς δεξιά», η ψηλή, είναι η Rose Vito, τότε κοπέλα του Logue. Για την άλλη, δεν έχω πληροφορίες. Όποιος έχει, ας τις μοιραστεί.
To EP αυτό θα σήμαινε και το ουσιαστικό τέλος. Ο Logue μένει μόνος του και το 1991, στρατολογεί τον μακαρίτη πια Keith Alexander (PRIMAL SCREAM, CARNIVORE, DEE SNIDER) και τους Mike Branning (μπάσο) και Marshall Lee Dickerson (τύμπανα) για να κυκλοφορήσει το απογοητευτικό “Promo 1991”. Όχι πως είναι κακό συνθετικά, απλά σίγουρα δεν περίμενε κάποιος από τους SAVAGE GRACE να παίξουν hard rock. Ειδικά το “Mainline lover”, που εμφανίστηκε στην συλλογή “American Metal – Heavy ‘N’ Dirty” του 1991, είναι λες και το έγραψαν οι THE CULT! Η συλλογή “New York daze” (2021), με αρκετά κομμάτια από τα demos της περιόδου 1989-91, είναι ενδεικτική. Χαρακτηριστικό συμβάν της εποχής, η απόρριψη ενός συμβολαίου της MCA Records το 1991 και το σκίσιμο αυτού, από τον Christian Logue, μπροστά στα μούτρα των ανθρώπων της.
Τυπικά, οι SAVAGE GRACE διαλύθηκαν το 1992 και περιήλθαν σε πλήρη ανυπαρξία. Και σαν άλλαξαν τα «κόζια», επαναδραστηριοποιήθηκαν το 2009 και για να «σπρώξουν» το γεγονός, κυκλοφόρησαν την συλλογή “The lost grace”. Την αναφέρω γιατί υπάρχει υλικό από το 1983, ιδιαίτερης μάλιστα ιστορικής σημασίας, αφού ένα από τα κομμάτια της είναι το “Die by the blade” του Kenny Powell. Το “Die by the blade” μάλιστα, μαζί με το “Battle cry”, είναι τα δυο τραγούδια των ΟΜΕΝ που ακούγονται είτε σε demos είτε σε live bootlegs των SAVAGE GRACE.
Κάπου εδώ, φτάσαμε στο τέλος. Σκοπίμως δεν θα αναφερθούμε σε όσα έκανε η μπάντα από το 2010 μέχρι σήμερα, το αφιέρωμα αυτό γράφτηκε με αφορμή τα σαράντα χρόνια από την πρώτη πρέσα του “Master of Disguise” και θα θέλαμε να μείνουμε σε καθαρά «νοσταλγικά» πλαίσια. Του “Master of Disguise”, ενός αριστουργήματος που δεν πρέπει να λείπει από το σπίτι κανενός φίλου του metal ήχου. Όπως, για να είμαι ειλικρινής, δεν πρέπει να λείπει οτιδήποτε έβγαλαν οι SAVAGE GRACE από το 1983 μέχρι το 1987.
Άλλωστε ποτέ δεν ξέρεις, πότε μπορεί να σου χτυπήσει την πόρτα ο Knutson. Ποιος θέλει μπελάδες με την… αστυνομία;
Δημήτρης Τσέλλος