SAXON. Όνομα συνώνυμο του Heavy Metal. Από τις καλύτερες «εξαγωγές» που έκανε ποτέ του το Νησί (ένα είναι το Νησί). Έρχονται να παραδώσουν δωρεάν μαθήματα του τι εστί πραγματικά metal, και αυτοί με τη σειρά τους, στο φετινό Rockwave. Προσπάθησα να διαλέξω κάποια από τα (πολλά) υποτιμημένα τους τραγούδια, να τα συγκεντρώσω και να σας τα παρουσιάσω, συντροφιά με το εργαλείο του διαβόλου που ονομάζεται Spotify. Καλή ανάγνωση!
Stallions of the Highway (“Saxon” – 1979)
1979. Η αρχή των πάντων, όσον αφορά τη μπάντα αλλά και το NWOBHM, καθώς το “Saxon” θεωρείται το πρώτο LP του «κινήματος». Οι SAXON ξεχωρίζουν με το «καλημέρα σας». Έστω και αν τούτο το ομώνυμο ντεμπούτο τους είναι το πιο «ερασιτεχνικό» (με τη καλή έννοια, η οποία και φυσικά υπάρχει) και «άγουρο» , θα έλεγε κανείς, άλμπουμ, της τεράστιας σε μέγεθος και αξία δισκογραφίας τους. Σε αυτόν εδώ τον πρώιμο ήχο, διακρίνουμε πολλές επιρροές από MOTORHEAD, οι οποίες μαζί με τον κλασσικό JUDAS PRIEST ήχο, ενώνονται και δημιουργούν το Σαξονικό μέταλλο που τόσο αγαπήσαμε και αγαπάμε. «Η ηρεμία πριν τη καταιγίδα» έγραψε ο Τύπος για το “Saxon”, αλλά ακούγοντας κομμάτια σαν αυτό, πως μπορείς να συμφωνήσεις; Η καταιγίδα είναι ήδη εδώ, απλά προς το παρόν μόνο βρέχει έντονα…
Stand Up and Be Counted (“Wheels of Steel” – 1980)
Το πρώτο μεγάλο LP. Σημείο αναφοράς ακόμη και σήμερα. «Καταλάβαμε τι θέλαμε να κάνουμε όταν είδαμε τους VAN HALEN στο Rainbow», δήλωνε o υψηλόσωμος frontman. «Έτσι καταλήξαμε σε τούτο το δίσκο. Η εποχή των hippies και του καθιστού ακροατηρίου, έφτανε επιτέλους στο τέλος της». Μέγας είσαι Biff και θαυμαστά τα έργα σου. Οι μεγάλες στιγμές του άλμπουμ, γνωστές. Εδώ θα μιλήσουμε λίγο για τρία λεπτά μέσω των οποίων οι SAXON θα μπορούσαν να πουν, και λένε, όσα άλλες μπάντες λένε σε ολόκληρα άλμπουμ. Η πεμπτουσία του N.W.O.B.H.M, όπως ονόμασε τη νέα αυτή «εσοδεία» ο Geoff Barton. «Αεράτο» riff με τη Fast Eddie Clark αύρα να είναι έντονη πάνω του, στακάτος ρυθμός από τους Dawson και Gill, σύντομο solo και trademark ερμηνεία στα φωνητικά. Κατεβαίνει νεράκι…
Street Fighting Gang (“Wheels of Steel” – 1980)
Η πεντάδα (Byford – Oliver – Quinn – Dawson – Gill) συνεχίζει δυναμικά στο ίδιο σχεδόν μοτίβο. Σχεδόν γιατί ενώ ακόμη υπάρχουν έντονα τα MOTORHEAD στοιχεία στη μουσική τους, εν τούτοις δείχνουν πως ήδη έχουν κατασταλάξει σε ένα στυλ το οποίο θα χρειαστεί ένας ακόμη δίσκος ώστε να γίνει καθαρά προσωπικό. Γρήγορη, άμεση και εντελώς on the road σύνθεση το “Street…”, σε χτυπάει στο Δόξα Πατρί χωρίς έλεος. Έχει σαρωτικές κιθάρες, rhythm section που (η)δονεί χωρίς έλεος, έχει και το χαρακτηριστικό σφύριγμα του Byford… τι άλλο θες δηλαδή για να απολαύσεις απροβλημάτιστο Βρετανικό ατσάλι; Ρε γαμώτο, μου λείπουν εποχές που δεν έζησα μουσικά, τι γίνεται;
Taking Your Chances (“Strong Arm of the Law” – 1980)
Από το καλύτερο SAXON άλμπουμ και δεν δέχομαι συζήτηση επ’ αυτού… Απλοί, απλούστατοι στίχοι, που μιλούν για μια αποτυχημένη σχέση και πως ο Biff δίνει τα «συμπράγκαλα» στο χέρι και πετάει έξω από το σπίτι την άλλοτε αγαπημένη του. Θα περίμενε κανείς slow ερωτικό και δακρύβρεχτο τραγούδι, αλλά σε αντίθεση με τις προσδοκίες του, το “Taking…” είναι ευθύβολο και καταιγιστικό, με ένα super riff που πλέον δεν θυμίζει τη μπάντα που τους πατρονάρισε επιτυχημένα στα δύο πρώτα άλμπουμ (τους MOTORHEAD εννοώ) και ΦΟΒΕΡΗ μονομαχία στις κιθάρες η οποία και κλείνει το κομμάτι. Αξίζει να το ακούσετε και σε ένα απίστευτο medley που υπάρχει στο “Live Innocence” (και στα “Crusader” και “Innocence Is No Excuse” ως bonus track), μαζί με τα “Heavy Metal Thunder”, “Stand Up and Be Counted” και “Warrior” (3/4 underrated), όπου θα πέσετε στα γόνατα. Μιλάμε για όνειρο!
Play it Loud (“Denim and Leather” – 1982)
Κάποιος λατρεύει τους RAINBOW. Ή κάνω λάθος; Όχι, δεν κάνω, και είμαι σίγουρος για αυτό. Απλά παίρνει το DNA του more than a classic riff του “Man on the Silver Mountain”, το προσαρμόζει στις δικές του ανάγκες και στα δικά του θέλω, το επιμεταλλώνει και ιδού τα αποτελέσματα. Το στιχουργικό του περιεχόμενο είναι ένα χιλιοειπωμένο και χιλιοτραγουδισμένο πλέον κλισέ, σχετικά με την ανάγκη να μην υποταχθεί ο rock/metal οπαδός στα «θέλω» και στα «πρέπει» της κοινωνίας, αλλά να συνεχίσει να ακούει τη μουσική που τον εκφράζει. Σήμερα που έχουμε 2018, δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Ρωτήστε όμως μεγάλους σε ηλικία γνωστούς και φίλους, να δείτε αν αυτό ίσχυε τότε. Ή αν είστε εκείνης της γενιάς, αναπολήστε…
Midnight Rider (“Denim and Leather” – 1982)
Και αν στο “Play it Loud” είχαμε τον θείο Ritchie να αποτελεί μέγιστη επιρροή, εδώ έχουμε τον έτερο αγαπημένο θείο, τον Angus. Πόσο πιασάρικη μελωδία στη κιθάρα, πόσο εύκολο και άμεσο songwriting, από αυτό που πλέον λείπει όπως το νερό στην έρημο. “Midnight rider keeps on rollin’, on our journey ‘cross the States. Midnight rider keeps on rollin’, right on through the USA”. Όπως θα καταλάβετε αν διαβάσετε και τους υπόλοιπους στίχους, η μπάντα διηγείται μια πορεία – εκδρομή σε ολόκληρη την επικράτεια των Η.Π.Α πάνω σε γκαζιάρικα δίτροχα, με μεγάλα «πιρούνια» και σέλες. Δεν χρειαζόμαστε συνεχώς σπουδαία νοήματα και βαρύγδουπους στίχους. Θέλουμε και την απλότητα, την αμεσότητα, ακόμη και την αφέλεια.
Warrior (“Power and the Glory” – 1983)
“They land on your shore, kick down your door, invaders from over the sea! They rape and they slaughter, your wives and your daughter, pillage the wealth from your land!”. Οι Vikings εισβάλλουν στην «Ινγκλατέρα» και οι Σάξονες αντιμετωπίζουν τη μανία τους. Αυτό θέλησε να τραγουδήσει η μπάντα και δημιούργησε ένα από τα καλύτερα τραγούδια στην ιστορία της. Το λέω με πλήρη συνείδηση και δεν έχω κανέναν ενδοιασμό για αυτό τον ισχυρισμό. Το ρυθμικό θέμα στη κιθάρα (το οποίο θυμίζει πολύ αυτό του “Taking Your Chances”, οπότε κερδίζει από τα αποδυτήρια) είναι το μεγαλύτερο ατού του, μαζί με τη φωνή του Biff και το καταιγιστικό παίξιμο στα τύμπανα του Nigel Glockler, ο οποίος έχει πλέον διώξει για τα καλά το «φάντασμα» του (επίσης μεγάλου) Pete Gill από τις συνειδήσεις των οπαδών. Και τι ωραίο σημείο εκεί στο solo, έτσι; Μιλάει από μόνο του!
Watching the Sky (“Power and the Glory” – 1983)
Δεύτερη υποτιμημένη σύνθεση από το, κλασικό παρόλα ταύτα, “Power and the Glory”, τη πρώτη απόπειρα του γκρουπ να κατακτήσει τις αγορές των Η.Π.Α. Up tempo σύνθεση, χαρακτηριστική της αισθητικής των Βρετανών, που μιλά για τη βεβαιότητα της ύπαρξης ζωής σε άλλους πλανήτες, μέσα σε ένα αχανές σύμπαν, όπου η Γη μοιάζει με κόκκος άμμου. «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», αλλά όχι μεταφορικά, όπως έγραψε ο Λουντέμης. Κυριολεκτικά. Πανέμορφη η διφωνία του Byford στο refrain, ενός ανθρώπου που έχει αποδεδειγμένα πολύ καλή φωνή, έστω και αν δεν είναι τενόρος σαν τον Dickinson ή δεν τραγουδούσε σε sky-high ύψη σαν τον Halford.
Call of the Wild (“Innocence Is No Excuse” – 1985)
Τον λατρεύω αυτό το δίσκο! Καταρχάς έχει τον καλύτερο ήχο σε τύμπανα που έχω ακούσει ποτέ σε SAXON δίσκο. Απόλυτα 80’s, απόλυτα δυναμικά. Δεύτερον, έχει υπέροχες μελωδίες στις κιθάρες και τρίτον, ισορροπεί μαεστρικά μεταξύ του καλού εμπορικού στοιχείου και της παλαιάς, street αισθητικής της μπάντας. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και σήμερα, θα βρεις σχεδόν πάντα δύο τραγούδια του (“Rock ‘N’ Roll Gypsy” και “Broken Heroes”) στο setlist της. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια femme fatale η οποία όταν περνάει στο δρόμο, δημιουργεί απανωτά εγκεφαλικά, σαν τη Μαλένα της Μπελούτσι ένα πράγμα. Και τι καλύτερο ως μουσικό «χαλί» για αυτή την ιστορία, από καθαρόαιμο, άκρως refrain-άτο 80’s heavy metal.
Devil Rides Out (“Innocence Is No Excuse” – 1985)
Δεν ξέρω για ποιον ακριβώς λόγο, αλλά σχεδόν όλα τα κομμάτια που ξεκινούν με το χαρακτηριστικό «του-πα-του (του) -πα» εξελίσσονται σε μέγιστους ύμνους. Εδώ το μέτρημα το ξεκινά ο Nigel Glockler και ο ρυθμός που ακολουθεί, σε παρασύρει χωρίς πολλά πολλά. Heavy metal όπως πρέπει να ακούγεται, με έντονο συναυλιακό feeling, με τους Oliver και Quinn να παραδίδουν μαθήματα επάνω στην εξάχορδη «θεά» και με τον Byford (σε όλους τους τόνους το ίδιο εύστοχα και αξιόλογα) να τραγουδά ξανά για μια μοιραία γυναίκα και πως τελικά της παραδόθηκε άνευ όρων. Καθημερινοί προβληματισμοί, άλυτοι φυσικά. Ρε τι θυμίζει το riff, τι θυμίζει… Μπαντάρα οι KROKUS (χεχε)!
Battle Cry (“Rock the Nations” – 1986)
Έπος! Παιάνας ολκής, και μάλιστα μέσα σε ένα μέτριο προς βαρετό άλμπουμ όπως είναι το “Rock the Nations” (για SAXON πάντα). Η μάχη του Culloden, μέσα από την οπτική των Βρετανών λύκων του metal, παίρνει σάρκα και οστά μέσα από ένα στιβαρό, απόλυτα heavy κομμάτι. O “Bonnie Prince” Charles Stuart ηττάται στη προσπάθειά του να καταλάβει το θρόνο, καθώς οι Ιακωβίτες Highlanders ορμούν μεν στη μάχη ηρωικά αλλά έχουν απέναντί τους τον καλύτερο στρατό της εποχής, το Βρετανικό Βασιλικό Πεζικό, τους Red Coats, υπό τον Δούκα Γουλιέλμο του Cumberland. Κομμάτι που μοιάζει σαν τη μύγα μες στο γάλα, σε αυτό το δίσκο. “Let me hear your battle cry”!
For Whom The Bell Tolls (“Destiny” – 1988)
Το “Destiny” δεν αρέσει σε μια μερίδα κόσμου, μια άλλη στέκεται κάπου στη μέση, ενώ ολοένα αυξάνονται αυτοί που τελικά το θεωρούν δισκάρα. Ανήκω στους τρίτους, και μάλιστα από τη πρώτη ακρόαση. Το “For Whom…” είναι από τα πλέον heavy τραγούδια του “Destiny”. Ώρες – ώρες μου δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για leftover παλαιοτέρων εποχών. Το riff έρχεται από την εποχή του “Power and the Glory” και το πολυφωνικό refrain είναι αυτό που το φέρνει κοντά στο όλο κλίμα του δίσκου, ώστε να ταιριάζει με A.O.R κομμάτια σαν το “I Can’t Wait Anymore” ή το “We Are Strong”. Θα μπορούσα να πω πως είναι το αδερφάκι του “Battle Cry”. Όμορφη και η δισολία του… Εδώ το συγκρότημα «ακουμπά» κοινωνικοπολιτικά θέματα, καθώς αναφέρεται στο Ψυχροπολεμικό Βερολίνο…
Altar of the Gods (“Solid Ball of Rock” – 1990)
Οι SAXON το 1990 με ανανεωμένη, για μια ακόμη φορά σύνθεση, έκαναν γνωστό πως «δεν τα έχουν φάει τα ψωμιά τους». Βασικός υπεύθυνος κατά κύριο λόγο, ο μπασίστας Nibbs Carter, ο οποίος νέος τότε και γεμάτος ενθουσιασμό, έδωσε «τη κλωτσιά στα πισινά» που χρειαζόταν η μπάντα όσο ποτέ, όπως αποδείχτηκε στη πορεία. Αποτέλεσμα; Κομμάτια σαν αυτό εδώ. “A typical SAXON fast riffing song” όπως είπε κάποτε ο ψηλός, με «γεμάτες» κιθάρες και έναν Nigel Glockler να θέλει να «τρέξει» δίπλα στον ενθουσιώδη παρτενέρ του στο rhythm section, χτυπώντας ανελέητα το drum kit του. Οι νέοι θεοί της σύγχρονης εποχής, το χρήμα (κυρίως οι τραπεζίτες και οι μεσίτες), η τεχνολογία, όλα καυτηριάζονται μέσα από τους στίχους αυτού εδώ του τρομερού κομματιού. Το μόνο που «με χαλάει» είναι πως δεν έχει στην αρχή του σφύριγμα! Εγκληματικά υποτιμημένο όσον αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις του γκρουπ, έχει αποδοθεί ελάχιστες φορές επί σκηνής…
One Step Away (“Forever Free” – 1992)
Ανάλαφρο για SAXON, υπέρβαρο για τσιχλόφουσκες τύπου… ας μη πω καλύτερα. Ξεκινά με βαρβάτο riff το οποίο όμως μπαίνει σε πιο hard rock καλούπια, άκρως πετυχημένα. Φαίνεται πως οι συμπατριώτες τους JUDAS PRIEST και κυρίως η εμπορική 80’s πτυχή τους, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Biff και τη παρέα του. Αν την ώρα που ο ψηλός τραγουδά τα κουπλέ του τραγουδήσετε και σεις τα αντίστοιχα του “Wheels of Steel”, θα ανακαλύψετε μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη λεπτομέρεια που όμως θα σας κάνει να «σκάσετε» χαμόγελο. Πολύ – πολύ καλό τραγούδι! Και πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί όταν έγινε η περιβόητη “Bombers and Eagles” περιοδεία, με τους MOTORHEAD για παρέα…
Nighthunter (“Forever Free” – 1992)
Οι JUDAS PRIEST στο σώμα των SAXON για δεύτερη φορά! Άνετα θα μπορούσε να βρίσκεται σε δίσκους όπως το “Screaming for Vengeance” ή το “Defenders of the Faith”. Speed metal τυφώνας, με horror θέμα, ερμηνεία αντίστοιχη από τον Biff και εξαιρετικές κιθάρες από τους Quinn και Oliver, στη τελευταία τους συνύπαρξη ως δίδυμο. Να που η λυκανθρωπία και τα «παιδιά της Νύχτας» μπορούν να αφηγηθούν τις ιστορίες τους μέσα από ατόφιο βρετανικό μέταλλο κι όχι ντε και καλά ατμοσφαιρικούς majestic black ήχους.
Demolition Alley (“Dogs of War” – 1995)
Θα μπορούσε να αποκτήσει status «ύμνου», αν το συγκρότημα το υποστήριζε έστω λίγο περισσότερο. Μιλάμε για εξαιρετική σύνθεση, που συνδυάζει τους τότε σύγχρονους SAXON με εκείνους του έντονου street feeling, όπως αυτό αποτυπώθηκε μέχρι και το “Denim and Leather”. Συν τοις άλλοις, διακατέχεται προς το τέλος και από μία έντονη bluesy αίσθηση που μου φέρνει στο μυαλό τυπάρες σαν τον George Thorogood, οπότε, διπλή η χαρά σαν το ακούω. Ειλικρινά το λέω, το “Demolition Alley” θα μπορούσε να αποτελεί σημαντικό asset στο “Strong Arm of the Law” ή ακόμη πιο εύστοχα, το μικρό αδερφάκι του ομώνυμου ύμνου. Το μπάσο στην εισαγωγή, o ρυθμός στα τύμπανα και το εντελώς παλαιομοδίτικο solo, τα λένε όλα!
Circle of Light (“Unleash the Beast” – 1998)
Ξεκινά με ένα τρομερό riff, περίπου όμοιο με αυτό του “Midnight Mover” των ACCEPT, για να γίνει στη πορεία ακόμη πιο βαρύ και επιθετικό. Ο Biff τραγουδά σε ανάλογο ύφος, με εντυπωσιακές high pitched νότες στο background, ενώ ο αρχικός ρυθμός της κιθάρας επανέρχεται κατά τη διάρκεια του chorus. Η στιγμή της μετάβασης από τη θνητή υπόσταση στην αιωνιότητα, το πέρασμα στον «άλλο κόσμο», τελικά μπορεί να ακουστεί ultra heavy και ρυθμικό, και όχι μόνο doomy και αργόσυρτο, όπως συνήθως έχουμε παρατηρήσει να γίνεται. Μήπως όμως οι γιατροί κατάφεραν να σώσουν τον ασθενή; “You listen to the voices now, they tell you that it’s not your time to leave… Then suddenly you feel the pain, your body jerks and you begin to breathe”. Λες;
Song of Evil (“Metalhead” – 1999)
Ίδια περίπτωση με το “Circle of Light”. Εντελώς ίδια όμως! Στο μόνο που διαφέρουν, είναι πως τούτο δω «μπαίνει κατευθείαν στα βαθιά», χαρίζοντας απλόχερα τη θεοσκότεινη αύρα του. Τραγούδι με ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα, κατά της στέρησης της ελευθερίας, της καταπίεσης, των άδικων και αχρείαστων πολεμικών συγκρούσεων… Θα βρίσκεται πάντα στη σκιά του αδιαφιλονίκητου και ανυπέρβλητου ύμνου που ονομάζεται “Conquistadores”, ο οποίος δεσπόζει στο δίσκο και δικαίως. Αλλά εδώ μάλλον μιλάμε για το Νο 2 ενός υποτιμημένου έτσι κι αλλιώς δίσκου, οπότε μη το προσπεράσετε.
Dragon’s Lair (“Killing Ground” – 2001)
Για μένα, το πιο δυναμικό κομμάτι στην ιστορία της μπάντας (το δεύτερο ακολουθεί παρακάτω). Riff σκέτη αλωνιστική μηχανή, παίρνει κεφάλια με το καλημέρα. Σε γενικές γραμμές οι κιθάρες είναι απίστευτες εδώ, οι Quinn και Scarratt αγγίζουν το τέλειο. Από πίσω τύμπανα και μπάσο ακολουθούν σε αντίστοιχη απόδοση, ειδικά ο Fritz Randow (VICTORY) ο οποίος το πονάει το ρημάδι το drum kit. Ο Byford τραγουδά αρκετά ψηλά, σε επίπεδα που δεν τον είχαμε συνηθίσει ως τότε, φανερώνοντας μια ακόμη πτυχή των δυνατοτήτων του. Μέγιστος ύμνος!
To Live by the Sword (“Lionheart” – 2004)
Μεταγραφή της τελευταίας στιγμής στο πρόσωπο του μεγάλου Jorg Michael. Πετυχημένη; Εννοείται. Οι γερόλυκοι Byford και Quinn που «τρέχουν» τη μπάντα, δεν κάνουν ποτέ λάθος. Είχαμε ακούσει τότε κάτι χαζά του στυλ «που να παίξει ο power-ας Jorg στους SAXON», ο Γερμανός όμως όχι μόνο έπαιξε, αλλά έμοιαζε σαν να ήταν μέλος τους χρόνια πολλά. Οι ίδιοι οι Βρετανοί εξάλλου, είχαν από καιρό κάνει το στυλ τους πολύ πιο δυναμικό, οπότε το παίξιμο του Jorg ήταν απόλυτα ταιριαστό. Heavy κεραυνός η συγκεκριμένη σύνθεση, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Τα κεφάλια μας στο πιάτο κύριοι. Τυχεροί όσοι το άκουσαν ζωντανά, σε 15 μόλις συναυλίες…
Attila the Hun (“The Inner Sanctum” – 2007)
Τραγούδι αντάξιο του ονόματος του ανθρώπου που περιγράφει. Η «Μάστιγα του Θεού», ένας από τους πλέον τρομερούς πολέμαρχους στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα κομμάτι με άκρατη επιθετικότητα, θεοσκότεινη ηχητική προσέγγιση, ψιλο-oriental αισθητική, «βροντερή» απόδοση από πλευράς rhythm section και μια «πολεμική» ερμηνεία απλό τον ψηλό. Οι SAXON μεγαλούργησαν για μια ακόμη φορά, και μας έδωσαν μερικά από τα καλύτερα 8 λεπτά της καριέρας τους.
Δημήτρης Τσέλλος