Οι συναυλίες των SCORPIONS στη χώρα μας, είναι «κουκιά μετρημένα». Όλοι (;) ξέρουμε εκ των προτέρων τι θα ακούσουμε, τι θα δούμε, πως θα περάσουμε και τελικά αν και κατά πόσο, θα αξίζει το εισιτήριο που πληρώσαμε. Τώρα διάφορα παράπονα τύπου «γιατί δεν παίζουν κάτι από τα 70s» ή «γιατί το set τους δεν έχει εκπλήξεις», είναι νομίζω λογικά μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Ας βαδίζουμε με την εκάστοτε πραγματικότητα, θα πω εγώ (τα υπόλοιπα και περισσότερα θα τα πούμε παρακάτω), μας γλυτώνει από προβληματισμούς και σκέψεις που δε μας αφήνουν να ευχαριστηθούμε, στο μέτρο του δυνατού, τη μουσική. Φέτος λοιπόν, οι Σκορπιοί θα είχαν ως επίσημο καλεσμένο (και ΟΧΙ support, όπως έλεγαν υποτιμητικά κάποιοι, αφού μοιράστηκαν τον ίδιο ακριβώς χρόνο επί σκηνής) τον Alice Cooper, μια παράμετρος που από μόνη της έδινε πολλούς extra πόντους στο γεγονός αυτό καθαυτό, πριν να λάβει χώρα στο αχανές, αλλά κακά τα ψέματα, από τους λιγοστούς κατάλληλους χώρους που διαθέτουμε για τέτοιου είδους υπερθεάματα, ΟΑΚΑ.
Μπαίνοντας στο στάδιο, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα, ήταν η όχι και τόσο μεγάλη προσέλευση του κόσμου. Τι έγινε; Σνομπάρουμε έναν καλλιτέχνη του εκτοπίσματος του Cooper; Όσοι το κάνατε αυτό, λυπάμαι, αλλά χάσατε ένα show που όμοιό του δεν έχουμε ξαναδεί στη χώρα μας. Ξεχνάμε όλες τις μεγάλες παραγωγές των ιστορικών και συνάμα εμπορικών ονομάτων, των οποίων γίναμε μάρτυρες ως τώρα. Με τούτο το live, αλλάξαμε επίπεδο. Ήταν 19:30 ακριβώς, με τον ήλιο να μην είναι και ο καλύτερος συνοδοιπόρος σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν ο Alice άνοιξε τις πύλες του Κάστρου του και μας έκανε μέρος του Εφιάλτη του. Ενός Εφιάλτη που κρατά από το 1969 μέχρι σήμερα και από τον οποίο κανείς μας δεν ήθελε, δε θέλει και δε βρίσκω τον λόγο να θέλει, να ξυπνήσει. “Feed my Frankenstein”, “No more mr. Nice Guy”, “Bed of nails” και μ‘ αυτόν τον τρόπο ξεκινά ένα εξαιρετικό, δεδομένων των συνθηκών και τηρουμένων των αναλογιών, set, όπου στα 21 (το solo δεν το μετράμε) τραγούδια του, ακούσαμε hard rock από το πάνω ράφι και είδαμε… και τι δεν είδαμε.
Το τέρας του Frankenstein με το πρόσωπο του ιδίου του Alice, τον Jason από το «Παρασκευή και 13» σε ένα λουτρό αίματος όπου αθώοι «οπαδοί» έβρισκαν τραγικό θάνατο (να μάθετε να τραβάτε φωτογραφίες όταν δεν πρέπει), διαβολικές γυναίκες με μαστίγια και «επικίνδυνα» μπούστα, νύφες που διψούσαν για αίμα, τον Alice με την πατερίτσα του, να τραγουδά κούτσα-κούτσα, σατανικά μωρά (άλλοτε ζωντανά και άλλοτε νεκρά) και αίμα… Πολύ αίμα! Κάθε τραγούδι του set εξυπηρετούσε και άλλο θέμα, οπότε με κάθε κομμάτι άλλαζε και το σκηνικό που διαδραματιζόταν μέσα στο “Nightmare Castle”. Νομίζω πως οι καλύτερες, θεατρικές στιγμές, ήταν όταν είδαμε τον Alice ντυμένο με ζουρλομανδύα στο “Steven” (θεϊκή εκτέλεση) και όταν έβαλε το κεφάλι του στη γκιλοτίνα (κλασσικά), στο “I love the dead”. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν είχαμε αποκλειστικά δήμιους στην σκηνή, όπως στο “Alice Cooper: Trashes the world”, αλλά το κεφάλι του το «πήρε» η γυναίκα του η Sheryl, φωνάζοντας “Die! Die! Die!”, η κακούργα!
«Ψαρώσαμε». Και δε «ψαρώσαμε» μόνον από τα θεατράλε σκηνικά, τα κοστούμια, το υπέροχο make-up όλων των συντελεστών (πρέπει να πήραν μέρος με τον α’ ή β’ τρόπο στο live καμιά 15αριά άτομα), αλλά κυρίως από τη μουσική και αυτό είναι το σημαντικότερο. Η μπάντα του Alice «αποπνέει υγεία». Φαίνεται πως είναι μια ομάδα ανθρώπων που πρωτίστως περνά καλά, χαίρεται κάθε στιγμή και κανένα μέλος δεν έχει τη νοοτροπία του «στυγνού επαγγελματία» ή του «μισθοφόρου» (“hired gun” το λένε στα χωριά). Σ’ αυτό συνετέλεσε και το γεγονός πως βρίσκονταν ήδη κάποιες μέρες στην Αθήνα, απ’ όταν εμφανίστηκε ο Alice στο Ηρώδειο, κάνοντας τις mini διακοπές τους. Φαντάσου έφτασε ο Ryan Roxie να κάνει τον dj σε γνωστό rock μαγαζί, ενώ είχε πάει απλά να πιει τα ουζάκια του, τι άλλο να πει κανείς;
Όλα αυτά, βέβαια, είναι απόρροια του χαρακτήρα του ιδίου του Cooper, ο οποίος είναι ένας πραγματικά καλός άνθρωπος. Το βλέπεις στο πρόσωπό του, από το πώς μιλά και συμπεριφέρεται, ο τύπος είναι ψυχούλα και δε μου αλλάζεις τη γνώμη. Ο Chuck Garric (μπάσο), οι κιθαρίστες Ryan Roxie, Tommy Henriksen και Nita Strauss (η Nita μοιραία τράβηξε πάνω της τα περισσότερα βλέμματα, έγινε δέκτης καθ’ όλα αποθεωτικών σχολίων και νομίζω δίκαια), μαζί με τον drummer Glen Sobel, έχουν ζηλευτή χημεία. Ξέρουν πόσο χώρο έχουν, τι πρέπει να κάνουν, πότε να βγει καθένας τους μπροστά και πότε όχι. Είναι μια άριστα καλοδουλεμένη «μηχανή», μια στην εντέλεια προβαρισμένη ομάδα και φαίνεται μάλιστα πως το αφεντικό, τους έχει δώσει από νωρίς το “ok” για να παίρνουν και τις δικές τους πρωτοβουλίες. Άλλο ένα επιχείρημα, ως προς το πόσο σίγουρος για τον εαυτό του, προσγειωμένος και ακομπλεξάριστος καλλιτέχνης είναι ο Cooper. Σε αντίθεση με άλλους που χαντακώνουν την ίδια τους τη μπάντα, για να φαίνονται οι ίδιοι. Ονόματα δε λέω, υπολήψεις δε θίγω…
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του live, είναι πως κανείς, μα κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο Alice, δεν έβγαλε άχνα, δεν είπε μια λέξη, επί 90′. Αποτέλεσμα; Τα λεπτά αυτά, «έφυγαν» νεράκι. Και όταν έφτασε το τέλος του “School’s out”, το οποίο είχε μέσα του και τμήμα του “Another brick in the wall” των PINK FLOYD, τότε ακούσαμε τον μεγάλο performer να μας πληροφορεί πως ήρθε η ώρα να μιλήσει, συστήνοντάς μας τη μπάντα και φυσικά την σύζυγό του. «Και εννοείται στα φωνητικά, σε μια μπάντα που ονομάζεται “Alice Cooper”… Εγώ!». Γέλια και χαμόγελα παντού, μαζί με ειλικρινείς επευφημίες και επιδοκιμασίες τόσο από οπαδούς (στην πρώτη γραμμή το ελληνικό fan club “The Greek Nightmare”), όσο και από λιγότερο σχετικούς ή και άσχετους με τη μουσική του (δυστυχώς υπήρχαν πολλοί τέτοιοι), τους οποίους όμως κέρδισε σε μεγάλο ποσοστό. Πραγματικά, εύχομαι να κάνει πράξη την υπόσχεσή του περί επανόδου και γρήγορα!
SETLIST:
Feed my Frankenstein
No more mr. Nice Guy
Bed of nails
Hey stoopid
Fallen in love
Be my lover
House of fire
Under my wheels
He’s back (The Man behind the Mask)
Go to Hell
I’m eighteen
Poison
Billion dollar babies
Guitar solo
Roses on white lace
My stars
Black widow jam
Steven
Dead babies
I Love the dead
Escape
School’s out
Αφήνουμε τώρα την «Αλίκη» και πιάνουμε τους «Σκορπιούς», οι οποίοι ετοιμάζονταν για την «έχω χάσει το μέτρημα» εμφάνισή τους επί ελληνικού εδάφους, με μια τεράστια αυλαία με το λογότυπό τους, να καλύπτει την ακόμη πιο τεράστια σκηνή. Δε θυμάμαι προσωπικά εντυπωσιακότερα σκηνικά σε live του group, αν θυμάται κάποιος, ιδανικά από το Scorpions Fan Club, το οποίο κρατά σημειώσεις μέχρι και για το τι ώρα παίρνει το τσάι του ο Meine, ας με διορθώσει. Όταν λοιπόν ξεκίνησε η εμφάνιση των SCORPIONS με το “Gas in the tank”, απ’ όλους γύρω μου «ξέφυγε» ένα αυθόρμητο επιφώνημα θαυμασμού. Στα «ψηλά» ο Mikkey Dee, με τους υπολοίπους από κάτω του και πίσω του ένα πελώριο video wall να αλλάζει παραστάσεις, «μεγαλώνοντας» ή «μικραίνοντας» την σκηνή, ανάλογα όχι το κομμάτι, αλλά μέρος αυτού ή και ανάλογα τις νότες του! Αυτήν τη λεπτομέρεια να τη λάβουν σοβαρά υπόψη, όσοι θα ήθελαν αλλαγές στο set των τραγουδιών, μεσούσης της περιοδείας. Δε γίνονται έτσι αυτά, παίδες μου, σε τέτοιο επίπεδο. Δεν είναι όλα «βάζουμε τον καλώδιο στην πρίζα και παίζουμε». Υπάρχει πολύ μεγάλη προετοιμασία από πίσω.
Με μόνο σχετικά στατικό τον Meine, οι Schenker, Jabs και Mąciwoda δεν άφησαν σπιθαμή της σκηνής απάτητη. Σε μεγάλα κέφια το συγκρότημα, έδωσε το 100% των δυνατοτήτων του και αυτό δε μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Δεν έπιασε τα απαιτούμενα standards ο συμπαθέστατος τραγουδιστής, με συνέπεια να ακούγεται γενικά αδύναμος; Ναι. Είναι προαπαιτούμενα τα instrumentals όπως και τα solos ώστε να ξεκουράζονται τόσο αυτός όσο και ο Rudolf; Ναι και εδώ. Υπάρχει όμως απάντηση ως προς αυτά και λέγεται «Χρόνος». Πανδαμάτωρ, αμείλικτος και σκληρός. Μπορεί να μη φέρεται σε όλους το ίδιο, αλλά αργά ή γρήγορα όλοι υποκύπτουν στη θέλησή του. Και το λέω αυτό πρωτίστως για όσους μπήκαν άμεσα στην σύγκριση Meine-Cooper.
Μα, ίδιες απαιτήσεις έχουν τα κομμάτια που ερμηνεύει ο πρώτος, με τα αντίστοιχα του δεύτερου; Ο Klaus έφτασε τις αντοχές του στα ανώτατα όρια, μόνο και μόνο που ανέκαμψε, άθλος ήταν, μην το παραβλέπουμε αυτό. Επίσης, μη ξεχνάμε και τούτο: στους SCORPIONS ο μικρότερος (Mąciwoda) είναι 57 ετών, ο Dee είναι 58 και οι υπόλοιποι τραβάν την ανηφόρα για τα καλά. Ο Cooper είχε σαφέστατα πολύ μικρότερη, ηλικιακά, μπάντα μαζί του. Βέβαια όλα αυτά καταλήγουν να είναι κουβέντες καφενείου, από την στιγμή που ο κόσμος θέλει να βλέπει τους SCORPIONS ακόμη κι αν το «γυρίσουν» σε βουβό κινηματογράφο και ειδικότερα από την στιγμή που οι ίδιοι οι Γερμανοί στέκονται στην σκηνή με αξιοπρέπεια.
Ωραία λοιπόν κυλούσε η βραδιά. Τη μερίδα του λέοντος είχε το “Love at first sting”, με τέσσερα τραγούδια, με το πρόσφατο “Rock believer” να ακολουθεί ισόποσα. Και θέλω να σταθούμε λίγο εδώ. Οι SCORPIONS έχουν μια πολύ μεγάλη δισκογραφία, όπου τα hits πρώτης γραμμής και μόνο, είναι πολλά. Κι όμως, στήριξαν το νέο τους album, σημάδι πως δεν είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν. Υπάρχουν γενικότερα γκρίνιες για τα τραγούδια που παίχτηκαν; Σίγουρα. Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε, αν είναι δικαιολογημένες και σε ποιον βαθμό. Τι να κάνουμε, κι εγώ θα ήθελα να άκουγα το “Alien nation” ή το “China white” ή το “Animal magnetism” (για τα 70s ούτε λόγος), κι εγώ δεν αντέχω άλλο τα “Send me an angel”, “Wind of change”, “Still loving you” και “Rock you like a hurricane”, αλλά για κάθε έναν σαν εμένα, όπως όλα δείχνουν, υπάρχουν άλλοι δέκα που θέλουν να ακούν αυτά τα τραγούδια. Πώς να μην αναφέρω τη μεγάλη συμμετοχή του κόσμου στις μπαλάντες ή στο “Rock you like a hurricane”; Ήταν λες και «ξύπνησε» ολόκληρο το ΟΑΚΑ και σηκώθηκε… «στο πόδι»! Χώρια που οι SCORPIONS είναι ένα συγκρότημα το οποίο έχει στην ουσία μια δεξαμενή τραγουδιών που δεν την αλλάζει σε καμία περίπτωση. Από τους SCORPIONS δεν πρέπει να περιμένουμε ούτε επετειακά shows, ούτε retro περιοδείες. Είναι αυτό που είναι, εδώ και χρόνια.
Καλύτερες στιγμές της εμφάνισής τους; Για μένα το “The zoo”, το πάντα υπέροχο “Coast to coast” (ένα από τα καλύτερα instrumentals όλων των εποχών) και το “Blackout”. Να σημειωθεί εδώ, πως το “Wind of change” παίχτηκε με αλλαγμένους στίχους ως μήνυμα από πλευράς συγκροτήματος για τα γεγονότα στην Ουκρανία, με τον Klaus να μας ενημερώνει περί αυτού και ότι στο “Delicate dance”, τη θέση του Rudolf, για τις απαραίτητες όπως είπαμε ανάσες, πήρε ο Ingo Powitzer, ο τεχνικός του Matthias Jabs. «Ingo, πάμε να παίξουμε παρεούλα; – Ναι αφεντικό, έρχομαι!». Κάπως έτσι. Μια ακόμη στιγμή που τράβηξε τα βλέμματα, ήταν το drum solo του Mikkey Dee, με τον κουλοχέρη πίσω του εκτός των παραδοσιακών φρούτων, να δείχνει το κεφάλι του “Blackout”, τις κιθάρες των Schenker/Jabs και τον Lemmy, μέχρι να έρθει το Rock believer jackpot με τους πέντε σκορπιούς, οι οποίοι μεταμορφώθηκαν, μετά την «εξαργύρωση των κερδών», στα σχεδιαγράμματα των πέντε μουσικών. Πολύ έξυπνο! Το τέλος της συναυλίας βρήκε τους Γερμανούς (με έναν Πολωνό και έναν Ελληνοσουηδό στις τάξεις τους) στην άκρη της σκηνής, να υποκλίνονται φανερά ενθουσιασμένοι μπροστά σε ένα πλήθος που τους αποθέωνε, τον Mikkey Dee με την ελληνική σημαία στα χέρια και τον Rudolf να ουρλιάζει (!)…
SETLIST:
Gas in the tank
Make it real
The zoo
Coast to coast
Seventh sun
Peacemaker
Bad boys running wild
Delicate dance
Send me an angel
Wind of change
Tease me please me
Rock Believer
New vision (Bass and Drums solo)
Blackout
Big city nights
Still loving you
Rock you like a hurricane
Εντυπώσεις…
Οι SCORPIONS έπαιξαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Μας αποζημίωσαν; Θεωρώ πως αυτό έχει να κάνει με τις απαιτήσεις και τα «θέλω» του καθενός. Προσωπικά, αυτό ακριβώς που περίμενα να δω, το είδα. Νικητής της βραδιάς ήταν αναμφισβήτητα ο Alice Cooper με την κα-τα-πλη-κτι-κή του εμφάνιση. Ο άρχοντας του “shock rock” δεν μπορεί να σοκάρει πια, οι εποχές έχουν αλλάξει, αλλά αυτό το show, αν του προσθέταμε μισή ώρα, όχι περισσότερη, διαλόγων, θα ήταν ένα εξαιρετικό hard rock, horror musical. Όσον αφορά τη διοργάνωση, υπήρξαν κάποια μικρά λάθη και κάποιες μικρές παραβλέψεις, αλλά σε γενικές γραμμές η διοργανώτρια εταιρεία διοργάνωσε ένα πολύ ωραίο event, σε έναν χώρο ιδανικό. Τώρα για την προσέλευση, η οποία σχολιάστηκε κάπως αρνητικά ως και ειρωνικά, οι 25.000-30.000 χιλιάδες κόσμου ήταν ένα πολύ καλό νούμερο, αν υπολογίσουμε την πληθώρα των συναυλιών (πού να πρωτοπάμε πια) και τον covid που κρατά στα σπίτια πολλούς από μας. Τέλος, πανέμορφο το θέαμα με το τόσο ετερόκλητο, ηλικιακά, κοινό, που ξεκινούσε από πιτσιρίκια συνοδεία των γονιών τους, μέχρι «γεροντάρες», που μεγάλωσαν παράλληλα με τους μουσικούς τους ήρωες.
Να ευχηθώ, από μεριάς μου, «εις το επανιδείν»; Είθε! Όσο τέτοιοι καλλιτέχνες είναι μαζί μας, ενεργοί και σε αξιοπρεπή κατάσταση, μόνο καλό κάνει γενικότερα στον χώρο. “Nothing else matters”, όπως ακούγαμε από τα μεγάφωνα του ΟΑΚΑ, στον δρόμο προς την έξοδο. Εις το επανιδείν, λοιπόν, κύριοι!
Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη