Τρίτο άλμπουμ για το ντουέτο των Tom S. Englund, φυσικά των EVERGREY, και του Αμερικάνου μουσικοσυνθέτη Vikram Shankar (REDEMPTION, LUX TERMINUS). Το άλμπουμ τιτλοφορείται “Dormant” και κυκλοφορεί μέσω της Napalm Records. Ακόμα θυμάμαι τη πρώτη γνωριμία μου με το ενδιαφέρον αυτό project μέσω του προκατόχου “Nectar”. Το άλμπουμ, παρόλες τις αντίθετες προσδοκίες, με είχε εντυπωσιάσει. Όπως και με το “Dormant”, το δεύτερο άλμπουμ των δύο ταλαντούχων μουσικών ήταν ένα μείγμα ambient μουσικής με βάση τα πλήκτρα και το πιάνο του Shankar και την μοναδικά ζεστή και μελαγχολική φωνή του Englund. Διανθισμένο με αρκετά χαρακτηριστικά soundtrack μουσικής και με μια γλυκιά μελαγχολία, το βρήκα αρκετά πολυεπίπεδο και απαιτητικό στο αυτί του ακροατή. Απαιτεί πολλαπλές ακροάσεις και αποκαλύπτει την ταυτότητα του σταδιακά, με κάθε ακρόαση. Βλέποντας τώρα, έναν μόλις χρόνο μετά, την είδηση ενός τρίτου δίσκου, περίμενα με ενδιαφέρον να ακούσω το “Dormant”.
Δυστυχώς όμως η έκπληξη που ένιωσα με το “Nectar” δεν επαναλήφθηκε μιας και το νέο άλμπουμ είναι σαφώς κατώτερο των προσδοκιών μου. Από την πρώτη κιόλας ακρόαση, καθίσταται σαφές πως οι Englund/Shankar είχαν υπόψη τους ένα πιο pop ballad άλμπουμ, πάνω φυσικά στην ηχητική βάση του ambient, αλλά με σαφώς λιγότερα σκοτεινά και υπαινικτικά μέρη. Η εντυπωσιακή εισαγωγή του δίσκου με τα “Construct” και “New life”, με αυτή την ιδιαίτερα σκοτεινή και συνάμα γλυκιά διάθεση και με μια δομή που σε ταξιδεύει από τα χαμηλά σ’ ένα συναισθηματικό κρεσέντο, γρήγορα δίνει τη θέση του σε τραγούδια με σαφώς πιο pop κατεύθυνση. Προσωπικά δεν έχω κανένα θέμα με την pop μουσική και με συγκροτήματα που αναμειγνύουν τα είδη. Τουναντίον. Αυτό που προσωπικά δεν μπορώ εύκολα να χωνέψω είναι η υπερβολική προσήλωση στο συχνά γλυκανάλατο ρεφραίν λες και τα κουπλέ ή ότι πλαισιώνει το ρεφραίν δεν έχει αξία. Έτσι λοιπόν, στο “Dormant” άκουσα λιγότερο κινηματογραφικό soundtrack και υπόγεια διάθεση και περισσότερο συναίσθημα φέρνοντας στο νου Adele, COLDPLAY και FLORENCE & THE MACHINE. Αυτό το ύφος pop μπάλάντας υπερισχύει σε σημείο που το ambient δίνει τη θέση του σε μια ψυχική ανάταση που ταιριάζει περισσότερο σε μια Eurovision μπαλάντα παρά σ’ ένα ambient project που προσπαθεί να επικαλεστεί εικόνες και συναίσθημα χωρίς να τα υπερτονίζει. Ακόμα και η μοναδική ερμηνευτική δεινότητα του Englund δεν το σώζει μιας και, βρίσκω, έχει αφήσει στην άκρη την πλούσια ερμηνευτική παλέτα για μια πιο απλή προσέγγιση. Δεν είναι εύκολο βέβαια να γράψει κανείς μια καλή pop μπαλάντα και οι καλλιτέχνες που προανέφερα έχουν κατακτήσει εκατομμύρια θεατών με αυτό το είδος. Προσωπικά όμως το βρίσκω χλιαρό και προβλέψιμο.
Να μην ξεχάσω εδώ να πω επίσης πως το marketing του δίσκου στηρίχθηκε κυρίως στις διασκευές στο “The trooper” και το “Numb” που θα λειτουργούσαν ως δόλωμα για υποψήφιους καταναλωτές. Πρόκειται για ένα τέχνασμα, σαν ένα πυροτέχνημα, που δεν πιάνει τόπο ωστόσο αφού η περιέργεια του ακροατή περνάει γρήγορα. Δεν βρίσκω κάτι στη πρωτοβουλία αυτή πέραν από το να κινήσει τη περιέργεια του ακροατή. Στο τέλος όμως δεν σου μένει τίποτα ουσιαστικό.
6 / 10
Φίλιππος Φίλης