Δεν περίμενα, είναι η αλήθεια, τόσο γρήγορη δισκογραφική επιστροφή από τους SLIPKNOT. 6 χρόνια από το “All hope is gone” μέχρι το “The Gray chapter”, άλλα 5 μέχρι το “We are not your kind” και με όσα συνέβαιναν παράλληλα στο σχήμα, είτε την απομάκρυνση του Chris Fehn, είτε την ενασχόληση του Corey με το προσωπικό του project/μπάντα, είτε με τον “αγαπημένο” μας covid, νόμιζα ότι θα ακούγαμε το 2024 κάτι από αυτούς. Όμως, ευτυχώς, οι ίδιοι είχαν άλλα σχέδια.
Το έβδομο λοιπόν άλμπουμ των παιδιών της Iowa, είναι ταυτόχρονα το τελευταίο τους μέσω της Roadrunner, εξού λοιπόν και ο τίτλος, “The end, so far”. Ο Corey είχε δηλώσει για αυτό το άλμπουμ, πως είναι “μία heavier έκδοση του ‘Vol. 3: (The subliminal verses)’”. Δεν νομίζω ότι συμφωνώ απόλυτα. Αλλά σίγουρα είναι μία σημερινή εκδοχή εκείνου του δίσκου, μέσα από τα επιπλέον χρόνια εμπειρίας, ακουσμάτων, καταστάσεων, επιρροών και διάθεσης για πειραματισμό. Το “Vol. 3”, ήταν τότε ο πειραματικότερος δίσκος τους και ίσως αυτός με την μεγαλύτερη ποικιλία στα τραγούδια του. Πλέον, αυτός είναι το “The end, so far”. Προτού κράξετε μερικοί, δεν κάνω σύγκριση ποιότητας (όχι ότι είναι και κακό πάντως), αλλά νοοτροπίας δίσκου. Και ακόμα και η αρχή του έβδομου αυτού πονήματος των μασκοφόρων, είναι “καρφί” σαν του “Vol. 3”. Τότε ήταν τα “Prelude 3.0” και “Blister exists”, τώρα τα “Adderall” και “The dying song (time to sing)”.
Για να φτάσουμε σε αυτό το άλμπουμ, οι SLIPKNOT έπρεπε να προσλάβουν νέο percussionist, τον Michael Pfaff, στη θέση του Chris Fehn. Αλλά η σημαντικότερη κίνηση ήταν η αλλαγή παραγωγού. Ενώ στα δύο τελευταία άλμπουμ τους είχαν δουλέψει με τον θρυλικό Greg Fidelman (από Johnny Cash και Neil Diamond, μέχρι BUSH, METALLICA, SABBATH, AUDIOSLAVE, RED HOT CHILI PEPPERS και τόσα άλμπουμ σπουδαία ονόματα), αποφάσισαν σοφά (εκ του αποτελέσματος), πως για αυτό που ήθελαν να δείξουν στο “κύκνειο άσμα” τους μέσω της Roadrunner, να πορευτούν με τον Joe Barresi (άλλος θρύλος από εκεί, με NEW MODEL ARMY, NINE INCH NAILS, TOOL, COHEED AND CAMBRIA, BAD RELIGION, JUDAS PRIEST, PARKWAY DRIVE και ένα κάρο άλλους). Ο λόγος; Η διάθεσή τους για πειραματισμό και πολύ μεγαλύτερη ποικιλία, τόσο ηχητική, όσο και σε θέμα ενορχηστρώσεων.
Ο δίσκος έχει τα πάντα. Έχει κομμάτια με τον trademark ήχο των SLIPKNOT, με groove-α, αλλά και ξύλο, με άγρια φωνητικά και riffing, αλλά και καθαρές μελωδικές γραμμές, έχει όμως πολλά mid tempo τραγούδια, που το καθένα έχει τη δική του υπόσταση, δεν μοιάζει με το άλλο και ακούς πράγματα που σου φέρνουν στο μυαλό διάφορα σχήματα μέσα σε αυτά (από FAITH NO MORE και TOOL, μέχρι COHEED AND CAMBRIA και ένα Seattle 90s vibe), όπως όμως και αναφορές στο παρελθόν τους (ειδικά στο “Vol. 3”), αλλά μέσα από το πρίσμα του σήμερα του σχήματος. Έχει εξωφρενικό drumming, αφού ο Jay Weinberg, στη δεύτερη δουλειά του με τη μπάντα, μάλλον νιώθει ακόμα πιο ελεύθερος και είναι απλά φανταστικός, τόσο σε παίξιμο όσο και σε ιδέες, φέρνοντας τον δικό του αέρα στο σχήμα, αλλά ταυτόχρονα αποτίνοντας και ένα “φόρο τιμής” ας πούμε στον εκλιπόντα πλέον Joey Jordison, διατηρώντας κάποια πολύ χαρακτηριστικά grooves και breaks που ήταν συνυφασμένα με τον Joey. Έχει τον Corey Taylor να τραγουδάει λες και είναι 25 χρονών και δεν τον έχει ακουμπήσει ο χρόνος στο ελάχιστο. Και έχει μία συνθετική ελευθερία, που σε στιγμές νιώθεις ότι φεύγει ένα βάρος από πάνω από το σχήμα (καθόλου τυχαίο, αφού έκαναν αμάν να φύγουν από Roadrunner), ενώ ακούμε και χορωδίες εδώ κι εκεί, που δίνουν πολύ όπου χρησιμοποιούνται.
Το άλμπουμ είναι μοιρασμένο στα up tempo και τα mid ή και slow κομμάτια, αλλά τοποθετημένα έτσι στο track listing, που δεν κάνει πουθενά κοιλιά. Ίσως μόνο στο “Heirloom”, το οποίο ενώ έχει το groove του “Psychosocial”, είναι γενικότερα το πιο αδύναμο (κατά τη γνώμη μου) τραγούδι του άλμπουμ. Και η κοιλιά δεν υπάρχει, γιατί πέραν του ότι όλα τα κομμάτια είναι ποιοτικά (άλλο περισσότερο, άλλο λιγότερο, αλλά είναι και γούστα αυτά), όλα έχουν κάτι δικό τους να πουν. Δεν βαριέσαι, δεν ακούς επανάληψη, δεν ακούς το ίδιο riff και τραγούδι 4 φορές πχ, με άλλους στίχους.
Το “Adderall” που ανοίγει το άλμπουμ, πέραν του ότι είναι εύκολα στα αγαπημένα μου του δίσκου, είναι και “μάγκικη” κίνηση από τη μπάντα, αφού είναι ένα τραγούδι που δεν περιμένεις συνήθως (το έχουν ξανακάνει) να ακούσεις σε δίσκο SLIPKNOT. Εμένα μου έφερε έναν αέρα FAITH NO MORE στον πειραματισμό του και αυτό μόνο ως παράσημο μπορεί να ειπωθεί για οποιαδήποτε μπάντα. Το “The dying song (time to sing)”, βαράει. Και είναι τίγκα up tempo SLIPKNOT, με τα κρουστά να μπλέκονται με τα τύμπανα και τις κιθάρες και να δημιουργούν αυτόν τον ηχητικό τοίχο αυτής της μπάντας, που σε κολλάει. Αυτό που βαράει ακόμα περισσότερο, είναι το “The chapeltown rag” που το ακολουθεί, όπου μοιάζει λίγο σαν μία μίξη διαφόρων εποχών της μπάντας, με τα blastbeats να εμφανίζονται και το “καθαρό” φωνητικά ρεφρέν να “καθαρίζει” το τοπίο από το γενικότερο μακελειό. Το “Yen”, την πρώτη φορά που το άκουσα, ήμουν έτσι κι έτσι. Η δεύτερη όμως έγινε τρίτη και η τρίτη τέταρτη. Αυτή η κάπως “Vermilion” αισθητική του, η αύρα του που φέρνει πολύ στο “All hope is gone” άλμπουμ και οι εναλλαγές του, το κάνουν ένα πολύ ωραίο τραγούδι τελικά, που ρίχνει και τις εντάσεις μετά τα δύο προηγούμενα. Εντάσεις που ξανανεβαίνουν με το “Hivemind”, με τα blastbeats να εμφανίζονται ξανά και γενικότερα τον Weinberg να δίνει πόνο. Ωραίο κομμάτι, όχι στα καλύτερά μου στο δίσκο, κυρίως λόγω του ρεφρέν. Το “Warranty” από την άλλη, συνεχίζει up tempo και τσίτα ενέργεια και το βλέπω να μπαίνει σε setlists συναυλιών του, κυρίως λόγω του πολύ συναυλιακού ρεφρέν του, στο οποίο ο Corey μπορεί να παίξει με τον κόσμο. Το “Medicine for the dead” μας γυρνάει στα mid tempo τραγούδια. Βαρύ, ποικίλο και αυτό και με εναλλαγές στα φωνητικά. Ωραίο επίσης, αλλά ένα κλικ πίσω από τα υπόλοιπα mid tempos προσωπικά. Αντιθέτως, το “Acidic” είναι εθιστικά περίεργο. Αν οι SLIPKNOT έγραφαν ένα (ας πούμε) blues τραγούδι, κάπως έτσι θα ακουγότανε. Πάρα πάρα πολύ ωραίο άσμα και σε τραβάει στην ατμόσφαιρά του. Για το “Heirloom”, είπα και πριν. Τα στοιχεία είναι εκεί, το αποτέλεσμα, προσωπικά πάντα, είναι το ασθενέστερο του άλμπουμ. Αντιθέτως, το “H377” το θεωρώ “κρυφό χαρτί” από τα up tempo τραγούδια. Απόλυτο SLIPKNOT up tempo κομμάτι, με τα κρουστά να έχουν υπερ-ουσιώδες ρόλο, τα νεύρα να είναι τσατάλια, τον Corey να “σκοτώνει” και το ρεφρέν να μην ωραιοποιεί την κατάσταση, αλλά να είναι και αυτό heavy και τσαμπουκαλεμένο. Grower. Εύκολα! Και μετά την καταιγίδα του “H377”, έρχεται η alternative αισθητική του “De sade”, με κάποια vibes από “Prosthetics”, από την ίδια μπάντα, αλλά όχι στο ντεμπούτο της, αλλά 23 χρόνια μετά και με όλη την πορεία της στις πλάτες της. Πολύ ωραίες μελωδίες φωνητικών. Πολύ ωραίο τραγούδι. Για να πάμε σε ένα ιδανικό closer, το “Finale”. Τι κομμάτι γράψανε πάλι! Κόλλημα. Μελωδιάρες, υπέροχη ενορχήστρωση και εξέλιξη, super κλείσιμο, σε συνάρτηση με το άνοιγμα του άλμπουμ.
Οι SLIPKNOT, μπορεί να λένε “άντε γεια” στην Roadrunner, αλλά ταυτόχρονα λένε “ελάτε να μας ρίξετε” από την κορυφή στην οποία είναι και ετοιμάζονται όπως φαίνεται για μία νέα δική τους εποχή. Και μπορεί να μην μιλάμε για το κορυφαίο άλμπουμ τους (ποσώς με απασχολεί), αλλά δεν νομίζω ότι έχουμε ακούσει κάτι καλύτερο από αυτούς τους κυρίους τα τελευταία 14 τουλάχιστον χρόνια. Δύο-τρία κομμάτια να ήταν ένα κλικ καλύτερα, θα μιλάγαμε για ακόμα καλύτερο αποτέλεσμα. Δίσκος πάντως που παίζει στο repeat τις τελευταίες μέρες.
7,5 / 10
Φραγκίσκος Σαμοΐλης