Μετά από τις ανακατατάξεις στο line up τους, η μπάντα από την Iowa φτάνει αισίως στο έκτο της album. Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε από το 2017 και θαρρώ πως είναι ο πιο κρίσιμος δίσκος της, μέχρι τώρα, πορείας τους. Κι αυτό γιατί ο προηγούμενος τους δεν είχε αντίκτυπο στους οπαδούς τους και το μέλλον τους φάνταζε δυσοίωνο. Όλα όμως αντιστράφηκαν πέρσι με την ξαφνική κυκλοφορία ενός videoclip για το κομμάτι “All out of life”. Ο ήχος του και η ενέργεια του αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον κυρίως γιατί ήταν μια καθαρή επιστροφή στην επιθετική πλευρά τους, όπως παρουσιάστηκε στο “Iowa” πριν 18 χρόνια! Πιστεύω ακράδαντα ότι το παρουσίασαν για να δημιουργήσουν ντόρο για το επερχόμενο album τους και το κατάφεραν αν αναλογιστεί κανείς ότι μετρά 43 εκατομμύρια views από τον περσινό Οκτώβρη. Η εκκίνηση των αναγγελιών για το νέο δίσκο είχαν εξαρχής μια έκπληξη: Στο tracklisting δεν ήταν το κομμάτι αυτό! Προσωπικά πιστεύω ότι η μπάντα έκανε με αυτόν τον τρόπο «ανίχνευση» για το αν έχει η extreme πλευρά τους ακόμα αντίκτυπο στο κοινό!
Και φτάσαμε αισίως στον Αύγουστο για να βρεθούμε ενώπιον ενός δίσκου που προετοιμάστηκε από τρία κομμάτια μέσω του youtube (“Unsainted”, “Solway firth”, “Birth of the cruel”). Από αυτά τα τρία κομμάτια βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι SLIPKNOT ήθελαν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι ο δίσκος θα κινείται σε πιο extreme φόρμες απ’ό,τι τα δύο τελευταία τους album. Είναι όμως έτσι;
Καταρχήν από τα υπόλοιπα 11 κομμάτια, τα 3 είναι ολιγόλεπτα εμβόλιμα μέρη που παίζουν το ρόλο του intro στην περίπτωση του “Insert coin” και «διαλείμματος» στα “Death because of death” και “What’s next”. Στα υπόλοιπα 9 κομμάτια οι SLIPKNOT παρουσιάζονται για πρώτη φορά τόσο πολυδιάστατοι. Δε φτάνει που ανακατεύουν την τράπουλα στο ύφος και στη δομή των τραγουδιών τους, αλλά τολμούν να παρουσιαστούν μακριά από το επιθετικό τους στυλ, για το οποίο είναι απολύτως ιδιότυποι! Και δεν το κάνουν σε ένα αλλά σε δύο κομμάτια. Στα 4 πρώτα λεπτά του “My pain” ακούγεται ένα πιανιστικό μέρος με soundscapes και καθαρά φωνητικά με γραμμές που οδηγούν τη σύνθεση. Στα υπόλοιπα 3 λεπτά του κομματιού τολμώ να πω ότι μεταμορφώνεται στα όρια του ambient με απαγγελίες και ψίθυρους από τον Corey Taylor. Μήπως μπορούμε να μιλάμε για το πιο avant garde κομμάτι της δισκογραφίας τους; Στο “Spiders” τα πράγματα είναι πιο βατά: Πιανιστικό μέρος και τον Corey Taylor να ερμηνεύει τους στίχους με το ύφος που έχει στους STONE SOUR! Και κάπου εδώ οι κακοπροαίρετοι θα πουν ότι τα κομμάτια αυτά δεν ταιριάζουν σε δίσκο των SLIPKNOT αλλά των STONE SOUR! Προσωπικά τη βρίσκω δικαιολογημένη αυτή την αντίδραση, αλλά πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να έχουν την ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν, αγνοώντας τις όποιες αντιδράσεις θα προκύψουν από τους οπαδούς τους. Credit, λοιπόν, από μεριάς μου γι’αυτά τα δύο κομμάτια μόνο για την κίνηση, γιατί δεν είναι και κάτι το εξαιρετικό σαν τραγούδια! Απλώς μου κέντρισαν το ενδιαφέρον και στοιχηματίζω ότι το ίδιο θα συμβεί και σε εσάς! Πάμε να δούμε τι συμβαίνει στα υπόλοιπα 7 κομμάτια του δίσκου.
Κάπου εδώ οι Αμερικανοί δίνουν ρεσιτάλ αναπροσαρμογής του ύφους του με σύγχρονο ήχο και καινοφανή στοιχεία. Μην περιμένετε να ακούσετε κάτι ρηξικέλευθο ή έστω νεωτεριστικό. Υπάρχουν, όμως, στοιχεία όπως το να τραγουδά ο Taylor πάνω από ακουστική κιθάρα σε ένα αργό – σχεδόν doom – “Liar’s funeral”, στο οποίο αποκαλύπτουν την ικανότητα τους να παίζουν και σε χαμηλές ταχύτητες. Στο “Nero forte” τα καθαρά φωνητικά του refrain δεν ακούγεται ο frontman τους, αλλά καλεσμένοι που ακούγονται σαν παιδική χορωδία! Καταφέρνουν με αυτό τον τρόπο να κάνουν ενδιαφέρουσα την ακρόαση ενός κομματιού που ακολουθεί την τυπική groovy προσέγγιση των συνθέσεων τους! Στο “Not long for this world” επιλέγουν τους mid tempo ρυθμούς με τα ακραία groovy ξεσπάσματα, που βγαίνουν μετά από ατμοσφαιρικά εμβόλιμα μέρη στα οποία τραγουδά ο Corey Taylor – για εμένα τα πιο εμπνευσμένα φωνητικά μέρη του δίσκου!
Τα υπόλοιπα 4 κομμάτια ακολουθούν την πεπατημένη τους, για την οποία είναι γνωστοί και αγαπημένοι! Στο “Critical darling” θυμίζουν το “Slipknot” του 1999, ενώ στο γρήγορο “Red flag” με τα πολλά κοψίματα και εναλλαγή καθαρών και ακραίων φωνητικών θυμίζουν το “Iowa” του 2001. Τα “Orphan” και “Solway firth” ακολουθούν τη συνταγή των επόμενων δύο δίσκων χωρίς να εντυπωσιάζουν για την έμπνευση τους, αλλά να ικανοποιούν με την ενέργεια που αναβλύζουν.
Καταληκτικά ο δίσκος αυτός έρχεται σε ένα κρίσιμο σημείο για τους ίδιους. Το αν θα καταφέρει να τους γιγαντώσει ακόμα περισσότερο είναι καθαρά θέμα αποδοχής, για την οποία μπορούν να περηφανεύονται ότι την έχουν. Πιστεύω, όμως, ότι έχασαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν έναν πιο εμπνευσμένο δίσκο. Οι πειραματισμοί τους είναι μεν πετυχημένοι, αλλά όχι τόσο ικανοί για να θεωρηθεί ο δίσκος ένα νέο κεφάλαιο για τους ίδιους μέσω του οποίου θα δικαιολογούσαν την παρουσία τους στο παγκόσμιο χάρτη ως γιγαμπάντα. Μένει να δούμε ποιος θα είναι ο αντίκτυπος του όταν κυκλοφορήσει μεθαύριο!
8 / 10
Λευτέρης Τσουρέας