All – star projects με δύο «πυλώνες». Ένα φαινόμενο που αποκτά όλο και μεγαλύτερη έκταση. Θα ξέρεις και συ ο ίδιος κάποια, πιθανολογώ. DENNER/SHERMANN, ARCH/MATHEOS, ARDUINI/BALICH, LIONE/CONTI και πάει λέγοντας… Συνήθως η μια εκ των δύο «βάσεων» είναι τραγουδιστής, και η άλλη κιθαρίστας. Κάποιοι ήταν παλαιότερα συνεργάτες υπό την σκέπη ενός συγκροτήματος, άλλοι αποτελούν μέλη της ίδιας «σκηνής», άλλοι απλά είναι φίλοι και αποφάσισαν να ενώσουν τα ταλέντα τους και να δημιουργήσουν. Ε λοιπόν, στην περίπτωση των Tim Schmidt και Phil Swanson, ισχύουν όλα τα παραπάνω. Μια παράμετρος που αυξάνει κατά πολύ και τις πιθανότητες το αποτέλεσμα να είναι τουλάχιστον αξιοπρόσεκτο.
Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι τους. Μέλη και οι δύο της ευρύτερης heavy/doom σκηνής, ήταν, για ένα φεγγάρι, μαζί στους SEAMOUNT και VESTAL CLARET. Ο Γερμανός κιθαρίστας Tim Schmidt και τίποτα άλλο να μην είχε να επιδείξει, μόνο και μόνο που ανήκει σε αυτούς που υπέγραψαν τα ΘΗΡΙΩΔΗ έπη των THRONEHAMMER, αρκεί. Φτάνει και περισσεύει! Ο Αμερικανός τραγουδιστής Phil Swanson πάλι, είναι ένας θρύλος του Underground. Φωνή παραπάνω από αναγνωρίσιμη, στιχουργός ικανότατος, έχει τραγουδήσει εκτός από τους SEAMOUNT και VESTAL CLARET, στους ATLANTEAN KODEX την εποχή του split “The Hidden Folk / Two Stones”, στον κλασικό ομώνυμο δίσκο των HOUR OF 13, σε ένα από τα καλύτερα heavy metal albums του 21ου αιώνα, αυτό των SUMERLANDS και σε μπάντες όπως οι UPWARDS OF ENDTIME, NIGHTBITCH, BRITON RITES και LORDS OF TRIUMPH. Δες πόσα παράσημα, δες πόσες περγαμηνές. Στ’ αλήθεια, για κάποιον μουσικόφιλο που είναι βουτηγμένος στην όλη «φάση», τούτα τα βιογραφικά ισοδυναμούν με σίγουρη, από μέρους του, κατάθεση χρόνου και χρημάτων!
Κάποια στιγμή λοιπόν, οι δύο αυτοί μουσικοί ξεκίνησαν τη διαδικασία ηχογράφησης μερικών demos, σχηματίζοντας τους SMITH & SWANSON. Το όνομα μπορεί φαινομενικά να είναι απλοϊκό, αλλά δε μου το βγάζεις από το μυαλό πως αποτελεί παραλλαγή του Smith & Wesson, πως από εκεί το εμπνεύστηκαν! Και δεν στράφηκαν σε κανέναν άλλον ώστε να τους πλαισιώσει στο εγχείρημά τους αυτό, μα ο Schmidt πήρε επ’ ώμου κιθάρες, μπάσο και τύμπανα, αφήνοντας στον Swanson το απόλυτο «ελεύθερο» πίσω από το μικρόφωνο. Ποιος ο λόγος άλλωστε, όταν ο ένας εκ των πόλων είναι πολυοργανίστας, να καταναλωθεί φαιά ουσία και χρόνος στην αναζήτηση συνεργατών, που δεν είναι βέβαιο κι αν ταιριάξουν απόλυτα στο puzzle που πάει να δημιουργηθεί; Αν και όποτε φτάσει η στιγμή να βγει το project στον δρόμο, θα αλλάξουν τα δεδομένα και σίγουρα θα γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις.
Πάμε τώρα στο συνθετικό κομμάτι. Πως θα μπορούσε να ηχεί ένας “Smith & Swanson” δίσκος; Εύκολο να το φανταστείς. Από την στιγμή που οι δυο τους δεν έχουν προϊστορία σε πειραματικές κυκλοφορίες και δεν τους διακατέχει τάση να δείξουν κάτι το «διαφορετικό», νομίζω πως οι ήδη κατέχοντες και γνωρίζοντες περί των πεπραγμένων τους, έχουν καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Για σένα και για όλους τους υπόλοιπους που σας έπιασε η περιέργεια και μπήκατε σε τούτο το κείμενο με σκοπό να μάθετε, να πούμε πως εν αρχή ην… οι BLACK SABBATH. Doom metal, φίλε μου. Doom metal το αυθεντικό, doom metal το… βρετανικό. Και από κει και μετά, μια σύνοψη όλων όσων είχαμε στο παρελθόν ακούσει από τους δυο τους, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Μια «πρέζα» από το ένα, μια «πρέζα» από το άλλο, ίσα-ίσα ώστε να νοστιμίσει ακόμη περισσότερο το, έτσι κι αλλιώς, υπέροχο αυτό…πιάτο.
Τα «μεγάλα» heavy/doom riffs, τα ευφάνταστα, «καθάρια» lead μέρη και τα «ψυχωμένα» όσο και μελωδικά φωνητικά, που μπορούν να παίξουν τον ρόλο ενός ξεχωριστού μουσικού οργάνου, είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζει κανείς αμέσως στο “Smith & Swanson”. Έχει τα “hits” του, έχει τις πιο απαιτητικές στιγμές του, έχει τον «αέρα» της βρετανικής υπαίθρου να αναμειγνύεται με τη «μουντάδα» του βιομηχανικού Birmingham. Είναι από εκείνες τις «μαζώξεις» μουσικών που δικαιολογούν κάθε επαινετική λέξη του συντάκτη και κάθε λεπτό προσοχής του ακροατή. Όπου το πάθος για μουσική συμπλέει με το δημιουργικό ταλέντο. Τα highlights του πολλά, αλλά δε μπορώ να μη σταθώ περισσότερο στη γεμάτη δεξιοτεχνία, ψυχεδελική, a la Morricone (ή/και Tarantino) αλλαγή του “Like glass” και στο άκρατο επικό συναίσθημα από το οποίο ξεχειλίζει το “Refuse” στο αριστουργηματικό refrain του.
Άγνωστο είναι αν θα συνεχίσουν και μελλοντικά οι SMITH & SWANSON. Ευελπιστώ να υπάρξει έστω ένα ακόμη άλμπουμ, κάποια στιγμή. Μα και να μην υπάρξει, ακόμη και να αποκτήσει τούτος ο δίσκος ένα “one-off” status, θα είμαι απόλυτα καλυμμένος με όσα άκουσα.
8 / 10
Δημήτρης Τσέλλος