Το επικό doom metal είναι πολύ απαιτητικό είδος. Όχι αποκλειστικά τεχνικά, αν και όσοι ασχολούνται με αυτό, οφείλουν να είναι παραπάνω από επαρκείς σε αυτόν τον τομέα, αλλά υπό ένα ευρύτερο συνθετικό πλαίσιο. Μιλάμε για ένα είδος που για να παιχτεί σωστά, πρέπει να συνδυάσει ιδανικά τους BLACK SABBATH, με τους RAINBOW και το επικό heavy metal, φλερτάροντας επίσης με το neoclassical και παίρνοντας, προαιρετικά, στοιχεία από το σοβαρό, βαρύ power metal. Καταλαβαίνουμε όλοι λοιπόν πως για να τα ενώσει κάποιος όλα αυτά και να δημιουργήσει κάτι το ποιοτικό, θα του είναι εξαιρετικά εύκολο, αν είναι ικανός, ενώ η προσπάθεια θα εξελιχθεί σε φιάσκο, αν δεν είναι αυτό που λέμε «άξιος».
Τούτη η εισαγωγή δεν έγινε μόνο για να περιγράψουμε μέσα σε λίγα λόγια τι είναι το επικό doom metal, αλλά και για να πούμε, εμμέσως ή και άμεσα, αν θες, πως οι Σουηδοί SORCERER ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, στην κατηγορία αυτών που δημιουργούν πάντα και μόνο εξαίσιες δουλειές. Τόσο το «αρχαίο» τους υλικό, τα θρυλικά demos που γράφτηκαν την περίοδο 1988-1992 όσο και οι δίσκοι που κυκλοφόρησαν από την επανένωσή τους και μετά (“In the shadow of the inverted cross”, “The crowning of the fire king” και “Lamenting of the innocent”), είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του τεράστιου ταλέντου τους. Ενός ταλέντου που δεν περιορίζεται μόνο στο studio, αλλά φαίνεται εξίσου ευδιάκριτα και επάνω στην σκηνή, όπου ουδείς μπορεί να κρυφτεί. Εκεί είναι που ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι και οι «απατεώνες» του studio, από τους πραγματικά ικανούς.
Να ’μαστε λοιπόν στο “Reign of the Reaper”. Τώρα να πω πως έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους SORCERER, όσον αφορά την σύνθεση πραγματικά πολύ καλών τραγουδιών; Το λέω, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Οι τύποι είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι, πέραν του ότι είναι εξαιρετικά καταρτισμένοι, τεχνικά, ώστε να μπορούν τις ιδέες τους να τις μεταφέρουν στο πεντάγραμμο ακριβώς όπως τις έχουν σκεφτεί στο μυαλό τους. Με έναν τραγουδιστή σαν τον Anders Engberg, έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές της γενιάς του, τους Kristian Niemann και Peter Hallgren κιθάρες και rhythm section από τους Justin Biggs (μπάσο) και Richard Evensand (drums, στην τελευταία του παράσταση με το group, λίγο πριν αποχωρήσει προς άλλες πολιτείες), τι μπορεί να πάει λάθος; Τίποτα. Φαίνεται πως ό,τι και να αποφασίσει να παίξει αυτή η μπάντα, το κάνει καλά.
Χμ… σαν υπονοούμενο ακούστηκε αυτό, ε; Σωστά, γιατί υπάρχει μια αλλαγή στο ύφος του group που κάθε άλλο παρά απαρατήρητη περνά. Αν ανήκεις σε αυτούς που τους ακολουθούν από τα ιστορικά demos τους, ετοιμάσου για μια έκπληξη. Μικρή, μεγάλη, δεν έχει σημασία, πάντως είναι έκπληξη. Το “Reign of the Reaper” είναι, δίχως αμφιβολία, το πιο “power metal” album των Σουηδών epic doomsters, ως τώρα. Προσοχή όμως! Power metal σουηδικό, βαρύ, ασήκωτο, τύπου TAD MOROSE, από αυτά που «πιάνουν την πέτρα και την στύβουν», μακριά από το χαρούμενο/ανάλαφρο Europower (το οποίο μας αρέσει, αλλά δεν παύει να είναι χαρούμενο/ανάλαφρο και εσχάτως χαζοχαρούμενο ως και χαζό). Φαντάσου δηλαδή έναν ήχο ακόμη πιο power metal και από το “Chapter VI” των CANDLEMASS! Συνεπώς, μπορείς να το χαρακτηρίσεις άνετα power/doom, όχι doom metal με power επιρροές και να είσαι ακριβέστατος.
Αλλά όχι, δεν επικρατεί το power σε ολόκληρη τη διάρκεια του album. Το αποτέλεσμα είναι μοιρασμένο. Η πλάστιγγα γέρνει προς τα κει ιδιαίτερα στα “Morning star”, “Thy kingdom will come”, “Curse of Medusa” (oriental έπος) και “The Underworld” (ισοπεδωτική riff-ολογία), ενώ επανέρχεται προς τη μεριά του doom στα “Eternal sleep”, “Unveiling blasphemy”, “Break of dawn” και στο ομότιτλο του δίσκου. Απόλυτη ισορροπία λοιπόν και το σημαντικότερο της υπόθεσης, είναι πως σε ό,τι και να διαλέξουν οι SORCERER, αποδίδουν εξίσου καλά. Κάτι που όμως δε θα έπρεπε να μας προξενεί εντύπωση, διότι… SORCERER!
Με αυτόν τον τρόπο, αφήνοντας την έμπνευση να τους οδηγεί και χωρίς να περιορίζονται, οι SORCERER καταθέτουν, με το “Reign of the Reaper”, ένα ακόμη υπέροχο album. Και για να προλάβω τους “pure-ίστες” όχι, για μένα τουλάχιστον δεν έχει καμία σημασία που δεν είναι πλέον ακραιφνείς doomsters. Σημασία έχει που ξέρουν να γράφουν παραπάνω από «αξιόλογα» τραγούδια και που κρατούν ακόμη τον «χαρακτήρα» τους, έστω και μετά τις όποιες ηχητικές αλλαγές. Κάτι που δεν είναι διόλου ασήμαντο, αν με ρωτάς.
8 / 10
Δημήτρης Τσέλλος