Υπόδειγμα εργατικότητας και παραγωγικότητας οι Αμερικανοί SPIRIT ADRIFT. Βασικά, υπόδειγμα εργατικότητας και παραγωγικότητας ο πολυοργανίστας και τραγουδιστής Nate Garrett, μιας και δικό του είναι τούτο το «βλαστάρι» και οι εκάστοτε μουσικοί που τον πλαισιώνουν, μάλλον ως συνεργάτες πρέπει να λογίζονται. Άλλωστε, ως side project ξεκίνησε το group, δεν είναι διόλου άστοχο ή παράλογο αυτό που λέμε. Λόγος γίνεται δηλαδή για ένα συγκρότημα που μέσα σε οκτώ χρόνια, έχει να παρουσιάσει πέντε albums και δυο EPs και μα την αλήθεια, αυτό και μόνο, θα με έκανε να τους βλέπω θετικά, ακόμη κι αν η μουσική τους δεν ήταν του γούστου μου. Η συνέπεια και η σωστή, μεθοδική δουλειά, πάντα θα αποτελούν θετικό στοιχείο, στον δικό μου αξιολογικό πίνακα.
Όπως θετικά βλέπω και κάθε προσπάθεια αλλαγής, εξέλιξης, διαφοροποίησης ή όπως αλλιώς θες, πες τη. Και εδώ τα πάνε καλά οι SPIRIT ADRIFT. Άλλος ήχος στα “Chained to oblivion” και “Curse of conception”, εντελώς doom και πολύ περισσότερο «ξερός». Από το “Divided by darkness”, ξεκίνησε σταδιακά και διακριτικά το «μπόλιασμα» με κλασσικά heavy αλλά και rock στοιχεία, για να φτάσουμε στο “Enlightened in eternity” όπου ο ήχος έχει υποστεί δραστικές αλλαγές και ακούγεται σαν μίξη του κλασσικού heavy metal των αρχών των 80s, με το heavy rock της σύγχρονης μορφής του. Πάνω σε αυτό φαίνεται πως πάτησε ο Garrett, ώστε να τελειοποιήσει το όραμά του και να μετατρέψει τους SPIRIT ADRIFT σε ένα εντελώς vintage heavy rock/metal συγκρότημα.
Με Century Media να τους υποστηρίζει, οι Αμερικανοί κυκλοφορούν, σύμφωνα με τον αρχηγό τους, τον πιο ειλικρινή τους δίσκο. Δεν ξέρω αν όντως ισχύει αυτό, αν και δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τα λεγόμενα του Nate, μπορώ όμως με σιγουριά να πω πως το “Ghost at the gallows” είναι καλοπαιγμένο, άρτιο και ξεχειλίζει από έμπνευση. Αποκομμένο πια από το παρελθόν, θέτει νέα δεδομένα ως προς το ύφος του group, δεδομένα που καλό θα ήταν να αποτελέσουν από δω και στο εξής το παγιωμένο στυλ της μουσικής του. Όχι μόνον επειδή ο καινούργιος ήχος τους ταιριάζει «γάντι», αλλά κι επειδή, το κυριότερο, μέσω αυτού, αποδεικνύεται πως έρχονται πολύ πιο εύκολα σε επαφή με τη θεά Έμπνευση.
Ο Garrett θέλησε να κάνει ένα πεσιμιστικό album. Ως προς τους στίχους, του «βγήκε» τέλεια. Ως προς τη μουσική, μόνο στο λυρικότατο (περίπου prog rock) “These two hands” και στο πιο doomy ομώνυμο κομμάτι, του «πέρασε» αυτός ο πεσιμισμός. Ολόκληρο το υπόλοιπο album, είναι γεμάτο «ανεβαστικό» heavy metal/hard rock, βασισμένο σε πραγματικά εξαιρετικές κιθάρες, με rhythm section που τιμά την σχεδόν ξεχασμένη στις μέρες μας τέχνη του groove (αναθεματισμένες σύγχρονες παραγωγές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μόνο στους απανταχού vintage rockers μπορούμε να βρούμε παρηγοριά όλοι εμείς που σιχαινόμαστε την «πλαστικούρα» και τον ψηφιακό ήχο) και ωραία, «μπρούσκα» φωνητικά.
Η άψογη παραγωγή των Sanford Parker και Jeff Henson, με την αρωγή του ιδίου του Garrett και μίξη από τον Christopher Harris (QUEENSRYCHE, ICED EARTH, HATEBREED, HEATHEN και ένα σωρό άλλες μπάντες), μαζί με την προσφιλή συνήθεια του Nate να αποτίει μέσω των συνθέσεών του φόρο τιμής στις αγαπημένες του μπάντες (πχ το “Hanged man’s revenge” μοιάζει σαν να παίζουν οι METALLICA του “Load” το “Rapid fire” των JUDAS PRIEST), ολοκληρώνουν τούτη την ομορφιά που ονομάζεται “Ghost at the gallows”.
Όσοι ακολουθούν πιστά τη μπάντα τα χρόνια της «ζωής» της, ήδη έχουν τον κέρσορα στο κουμπί της προ-παραγγελίας. Για τους υπολοίπους, μια δοκιμή, ένα τσεκάρισμα, αν και προαιρετικό, θα οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Προσωπικά, έκανα κι ένα πείραμα: Αφού το άκουσα πάμπολλες φορές, το άφησα αρκετό καιρό στην άκρη και το ξανάκουσα σε ανύποπτο χρόνο. Τα riffs, οι μελωδίες και οι μελωδίες των φωνητικών μαζί με στίχους, έρχονταν στο μυαλό μου μόνα τους, άμεσα και άκοπα. Άρα, δεν είναι μόνο ποιοτικό ως προς τις συνθέσεις, αλλά και catchy as hell, που λένε και στα χωριά. Κοινώς, πάρτο φίλε και δε θα χάσεις.
8,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος