“First to attack, last to fall”
Με τρεις δίσκους σε κάτι παραπάνω από 35 χρόνια ύπαρξης, δεν μπορεί να πει κανείς στους SPITFIRE και από τα συγκροτήματα με συνεπή δισκογραφία. Από την άλλη, όμως, υπάρχει κανείς που να αγνοεί το πόσο σημαντικός δίσκος υπήρξε το “First attack” και την ιστορία του σχήματος; Καλή η παρελθοντολογία, πάντως, οι SPITFIRE όμως, έβγαλαν πριν λίγες μέρες το νέο τους άλμπουμ, “Denial to fall”. Ένα άλμπουμ που συνδυάζει το κλασικό metal των 80s και 90s με μία πιο μοντέρνα προσέγγιση και δε νομίζω ότι υπάρχει πιο κατάλληλος άνθρωπος από τον Ηλία Λογγινίδη, να μας μεταφέρει τα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στο στρατόπεδο των Ελλήνων metallers. Αυθεντικός και αφοπλιστικά ειλικρινής, μίλησε με τον Σάκη Φράγκο…
Μετά το “First attack”, είχε ως τίτλους το “Die fighting” και τώρα “Denial to fall”. Αρνείστε να το βάλετε κάτω, έτσι; Και θέλετε να το δείξετε από τον τίτλο των δίσκων σας, κιόλας…
Ναι, denial! Εγώ αμφισβητώ κάθε κουβέντα που λέει «κάτσε κάτω και μην κουνιέσαι»! Τέλος. Έχουμε μάθει ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Δεν μας έρχονται εύκολα. Θέλει αγώνα και πίεση για να κάνεις ό,τι κάνεις. Κι αυτό κάνουμε συνέχεια.
Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά τον δίσκο αυτόν, τον δουλεύετε σίγουρα 7-8 χρόνια.
Αυτός ο δίσκος ξεκίνησε να φτιάχνεται στα τέλη του 2014. Στήθηκε αργά, αφού ακόμα κι εμείς που δουλεύουμε πάνω στο δίσκο, δεν δουλεύουμε και σαν τρελοί. Η αλήθεια είναι όμως ότι φάγαμε πάρα πολύ χρόνο στο στούντιο. Παρόλο που έκανε πάρα πολύ καλή δουλειά ο Γιώργος ο Ασπιώτης, πραγματικά πάρα πολύ καλή δουλειά, αλλά η εξέλιξη πήγε σε αργό ρυθμό. Λίγο εμείς να μην πιέσουμε επειδή ήταν μία φιλική κατάσταση, να μη λέμε ότι θέλουμε εκείνο το πράγμα την επόμενη στιγμή και το πήγαμε πιο αργά, φάγαμε όμως κάποια χρονάκια..
Για ποιον λόγο έχετε κάνει τους DEF LEPPARD που κυκλοφορούν δίσκους κάθε 5-6 χρόνια, να φαίνονται νεούδια μπροστά σας;
Ναι, Σάκη. Επειδή εμείς περιφερόμαστε στο διάστημα σαν τους κομήτες!!! Χαχαχα!
Πόσες αλλαγές κάνατε στα τραγούδια μετά από τόσα χρόνια που τα δουλεύατε; Γιατί αν έχεις ένα τραγούδι από το 2014, εφτά χρόνια μετά, δεν μπορεί να μην σου μπει το μικρόβιο να κάνεις αλλαγές…
Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σε μία φάση δημιουργίας, να κάθεσαι να ακούς τα κομμάτια και να σκέφτεσαι τι έπρεπε να έχεις κάνει διαφορετικά. Για εμένα όμως, το βασικότερο είναι η πρώτη στιγμή. Εκεί πιάνεις το συναίσθημα και όσο διορθώνω συνέχεια, θα το χαλάσω το κομμάτι. Αυτό προσπαθώ να κρατήσω και τελικά το κομμάτι έχει μόνο κάποιες μικρές, απαλές πινελιές που μπαίνουν αργότερα. Δεν θέλω να αλλάξει όμως με τίποτα το αρχικό feeling του κομματιού.
Πόσο σημαντική ήταν η προσθήκη του Τάσου Κροκόδειλου στα φωνητικά (αφού με τον Πάνο και το Νίκο παίζετε πάρα πολλά χρόνια μαζί).
Ο Τάσος είναι το φρέσκο, το καινούργιο, που έφερε μία δυναμική την οποία περιμέναμε, επειδή τον είχαμε ακούσει, απλά δεν είχε κάτσει να συνεργαστούμε. Από τη στιγμή που έκατσε, νομίζω ότι έδεσε πάρα πολύ καλά κι ανέβασε τη δύναμη που βγάζει αυτή η μπάντα.
Έχει σημασία που είναι αρκετά μικρότερός σας ηλικιακά; Έφερε πιο μοντέρνα στοιχεία; Έφερε ενέργεια;
Κοίτα να δεις. Εγώ φτιάχνω μία βασική ιδέα για ένα τραγούδι κι έχω στο μυαλό μου κάπως και μία μελωδία, κάπως σαν να ακούω μία φωνή. Όταν άκουσα τον Τάσο να τραγουδά κάποια από τα κομμάτια, φάνηκε αμέσως η διαφορά. Έδινε ακόμα περισσότερα από αυτά που περίμενα.
Και μάλιστα άλλαξε και τον τρόπο που τραγουδά, αφού συνήθιζε να πηγαίνει αρκετά ψιλά για τα δεδομένα των SPITFIRE με τα άλλα του συγκροτήματα.
Εκεί του είπα ότι πρέπει να βγάλει …μουστάκι… Χαχαχαχαχα! Έτσι έχουν μάθει οι περισσότεροι τραγουδιστές. Βγαίνουν πάνω και …πάρτε να ‘χετε! Το γκρουπ υπάρχει πολλά χρόνια και τα βασικά ακούσματά μας, είχαν τσαμπουκαλεμένα φωνητικά αλλά δεν χρειαζόταν να πας και στο Θεό. Το κατάλαβε.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το έκανε κιόλας και υπηρετεί τα κομμάτια όπως πρέπει.
Η πρώτη κουβέντα που του είπα, ήταν ότι τον ξέρει ο κόσμος, αλλά εδώ που ήρθε θα ακούσουν έναν άλλο Τάσο, όσο είναι δυνατόν αυτό. Και πραγματικά έκατσε κάτω και το δούλεψε.
Και πρέπει να πω ότι το να πεις σ’ έναν τραγουδιστή να τραγουδά από πιο χαμηλά από αυτό που μπορεί, είναι σαν να πεις σ’ έναν κιθαρίστα να παίζει λιγότερες νότες!
Ακριβώς. Το παν είναι να τον κάνεις να νιώσει άνετα, τραγουδώντας πιο χαμηλά. Νομίζω ότι υπάρχει μία ανασφάλεια στους τραγουδιστές που πιάνουν πιο ψηλές νότες, οι οποίοι θέλουν να μας δείξουν που μπορούν να φτάσουν, αλλά κάπου καταντάει ενοχλητικό αυτό. Και στους κιθαρίστες ισχύει αυτό. Να κρατήσεις λίγο μία νότα, όχι …ραπτομηχανές. Χαχαχαχα!
Το “Denial to fall”, με εξέπληξε ευχάριστα, αφού δεν ακούγεται «παλιακό». Δεν είναι ΜΟΝΟ 80s, αλλά έχει ήχο που είναι σημερινός, στιβαρή παραγωγή και δεν ακούγεστε καθόλου ως nostalgia band.
Δεν μπορούμε να είμαστε δύο και τρεις δεκαετίες πίσω. Τα ακούσματά μας τα τελευταία χρόνια, μας δίνουν ιδέες να πάμε κάπως αλλιώς.
Παρακολουθείς τι γίνεται στη σύγχρονη σκηνή, δηλαδή και από συγκροτήματα και από παραγωγές, δηλαδή;
Δεν είμαι ιδιαίτερα ένθερμος στην παρακολούθηση των νέων φαινομένων, αλλά πολλές φορές ακούω πράγματα. Ό,τι δεν με ενοχλήσει από τις πρώτες νότες, κάθομαι και το ακούω. Εμένα θέλω να με πιάσει το κομμάτι από το πρώτο-πρώτο riff.
Έχεις ακούσει, για παράδειγμα τους ACCEPT ή τους JUDAS PRIEST των τελευταίων δίσκων που ακούγονται και παλιοί και μοντέρνοι ταυτόχρονα; Θέλατε να κάνετε κάτι τέτοιο;
Αυτό ήταν το νόημα. Εμείς είμαστε «παλιατζούρες», δεν είμαστε νέα παιδιά. Θέλαμε να πιάσουμε το ύφος της δεκαετίας του ’80 και του ’90 με κάπως πιο φρέσκο ήχο.
Πες μας λίγο για την αλλαγή του ντράμερ. Το δίσκο τον έγραψε ο Γιώργος Παξιμάδες, αλλά πλέον στο συγκρότημα είναι ο Nick Adams (ex-DARK NOVA).
Ο Γιώργος ο Παξιμάδης, είχε αντιμετωπίσει, όπως όλος σχεδόν ο κόσμος, με την πανδημία διάφορα προβλήματα και αναγκάστηκε να πάει να ζήσει στη Θεσσαλονίκη, όπου οι συνθήκες φαίνεται να είναι καλύτερες γι’ αυτόν. Τον Γιώργο τον έχω μέσα στην ψυχή μου, τον αγαπάμε όλοι, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε την επαφή που θέλουμε. Αν παραστεί κάποια ανάγκη για την μπάντα, εκείνος πρέπει να βρει τον τρόπο να κατέβει στην Αθήνα, να πάρει άδεια από τη δουλειά του… Ανθρώπινα πράγματα δηλαδή… Θέλαμε έναν ντράμερ που να είναι κοντά μας και να μπορεί να ανταποκριθεί και πήραμε το Νίκο.
Εγώ να σου πω την αλήθεια, μετά το φιάσκο της Emotion Art Music, περίμενα να ψάχνατε ξένη εταιρία, παρόλα αυτά, προέκυψε No Remorse.
Όχι ρε συ… Κάτι είχαμε ψάξει στην αρχή, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια διαφορά με κάποιον άνθρωπο δικό μας, ο οποίος είναι σοβαρός στη δουλειά του και κάνει πολύ περισσότερα πράγματα και από κάποιες ξένες εταιρίες.
Πως προέκυψε και πως σας φαίνεται η συνεργασία με τα παιδιά της εταιρίας αυτής τώρα που έχει κυκλοφορήσει ο δίσκος εδώ και λίγες μέρες;
Μέχρι στιγμής πάνε όλα λαμπρά και οι κριτικές που έχουμε λάβει μέχρι στιγμής είναι πολύ καλές. Ο δε Χρήστος (σ.σ. Παπαδάτος, ιδιοκτήτης της No Remorse Records), είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο γνωριζόμαστε χρόνια και πάντα έδειχνε ενδιαφέρον για να βγάλει το δίσκο μας, όποτε κι αν έβγαινε αυτός. Μετά τις πρώτες επαφές με το εξωτερικό, είπα και στα υπόλοιπα παιδιά: «για ποιον λόγο να ασχολούμαστε με τους έξω, από τη στιγμή που υπάρχει εδώ ένας άνθρωπος που μπορεί να κάνει τη δουλειά πολύ παραπάνω από ικανοποιητικά»; Από εκεί και πέρα, όλα ήταν πολύ εύκολα. Μία κουβέντα εγώ, μία κουβέντα ο Χρήστος και κλείσαμε. Αυτό που εκτίμησα πάρα πολύ, είναι η τιμιότητά του.
Στο τέλος του δίσκου, υπάρχει το “Back to zero”. Αυτό είναι πιο παλιό σας τραγούδι, έτσι;
Αυτό είχε γραφτεί το 1983 με 1984.
Θεωρώ ότι μπήκε στο δίσκο και λόγω της ομώνυμης ταινίας, έτσι δεν είναι;
Ναι, παίζει ένα ρόλο. Το νόημα του τραγουδιού, έχει πάρα πολύ να κάνει και με την ιστορία της μπάντας. Κάποια στιγμή κάτι πας να κάνεις, αλλά τρως τα μούτρα σου και ξεκινάς πάλι από την αρχή.
Και νομίζω ότι αυτήν την κατάσταση, την ένιωσες στο πετσί σου με τους SPITFIRE. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βαγγέλης ο Ρήγας, επέλεξε αυτόν τον τίτλο για την ταινία σας.
Τι να κάνουμε… Αυτή είναι η ιστορία μας… Πάντα, κάτι θα συμβαίνει για να μας ξενερώνει… Πάντα…
Πάντως, δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα την ατμόσφαιρα στο Δαναό, στην πρεμιέρα της ταινίας… Πόσο μάλλον να μπορέσω να χωνέψω ότι ο Γιάννης Κουτουβός και ο Ντίνος Κωστάκης δεν είναι μαζί μας, ήδη τόσα χρόνια τώρα…
Ναι ρε φίλε… Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω…
Ήταν πραγματικά πολύ ωραία εκείνη η βραδιά… Τι αισθάνεσαι κοιτώντας πίσω σ’ αυτήν την ταινία; Τυχερός που είχες την ευκαιρία να λύσετε τις διαφορές σας με τον Γιάννη, όσο ήταν εν ζωή; Γιατί, μην ξεχνάμε, 2-3 χρόνια αργότερα, πέθανε…
Με τον Γιάννη είχαμε πάρα πολλά χρόνια να βρεθούμε και βρεθήκαμε ξανά λόγω της ταινίας. Μετά την ταινία, συνεχίσαμε να βρισκόμαστε, να πίνουμε καμία μπυρίτσα αραιά και που. Δεν ήταν τα πράγματα όπως παλιά όμως. Κάποια στιγμή, ο Γιάννης ο Κουτουβός, Θεός σχωρέστον, την ώρα που πίναμε τη μπύρα μας σ’ ένα μαγαζάκι που είχαμε βρεθεί, μου λέει: «Ξέρω τι θέλεις από μέσα σου». «Τι;» του απαντάω. «Θέλεις να με συναντήσεις σ’ ένα σκοτεινό στενάκι και να μην υπάρχει κανένας άλλος» (γέλια). Πάντα υπήρχε και η παλιά μας διαμάχη, επειδή είχαν παιχτεί τρομερά πράγματα μεταξύ μας, παρότι δεν είχαν βγει όλα προς τα έξω. Για μένα ο Γιάννης ήταν θύμα των καταστάσεων. Έπρεπε να ακολουθήσει μία κατεύθυνση λόγω της εταιρίας κι έπρεπε να ακολουθήσει και μία δεύτερη λόγω των SPITFIRE. Αυτά τα δύο, δεν πήγαιναν μαζί.
Δηλαδή τι ήταν αυτό που ήθελε η εταιρία και ήταν τόσο διαφορετικό από το όραμα των SPITFIRE;
Να στο πω ωμά και κυνικά, η εταιρία, ή μάλλον οι άνθρωποι που διαχειρίζονταν όλη αυτή τη φάση, χρήματα ήθελαν. Ως ΕΜΙ, έκαναν ότι πιο απλό γινόταν για να μας βγάλουν το δίσκο. Στη συνέχεια όμως, μας έλεγαν πως όπου πηγαίναμε, δεν θα ρωτούσαμε για χρήματα, διότι έμπαιναν μεσάζοντες από εκεί! Δεν παίζαμε για τα χρήματα, πολύ που μας ένοιαζε τότε. Αλλά όταν πας κάπου που υπάρχει πληρωμή και τα χρήματα τα έπαιρναν άλλοι, εκτός από εμάς, δεν μπορείς να μη ρωτήσεις τουλάχιστον, τι ήταν να πάρουμε… Αυτό ήταν απαγορευτικό τότε. Ο Γιάννης είχε βρεθεί στη μέση, επειδή έπρεπε είτε να υπερασπιστεί την εταιρία, είτε εμάς και αυτό ήταν κάτι αντικρουόμενο.
Ποιο ήταν το σημείο που ξεχώρισες από την ταινία “Back to zero”, εκτός από τη συγκλονιστική στιγμή που ο Ντίνος ο Κωστάκης τραγουδά το “Whispers”;
Είναι τόσα πολλά. Το σημείο που συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο με τον Γιάννη και κοίταζε ο ένας τον άλλο πλάγια. Μετά που πήγαμε σ’ ένα μέρος, περιμένοντας το Ντίνο (επειδή δεν ήταν γυρισμένο στο σπίτι του) και μάλλον μας έβαλε εκεί επίτηδες ο σκηνοθέτης και μας τραβούσε με την κάμερα, για να αρχίσουμε να λέμε διάφορα. Εκεί ειπώθηκαν σκληρά πράγματα και αλήθειες. Όταν όμως είδα το Ντίνο, μου κόπηκαν τα πόδια, φίλε… Αυτό ήταν το κεντρικό νόημα της ταινίας, ότι θα βλέπαμε το Ντίνο. Λες και ήταν θεόσταλτο αυτό, να προλάβω να δω το Ντίνο στη Ρόδο πριν πεθάνει.
Έχεις υπάρξει ενεργό μέλος της ελληνικής σκηνής για τέσσερις δεκαετίες. Έχεις ανοίξει την πρώτη –ίσως- αμιγώς metal συναυλία με τους Saxon, λίγο μετά το Τσέρνομπιλ.
Ναι και είχε πιάσει κι αυτή η βροχή πριν!!!
Που φοβόταν ο κόσμος μήπως είναι όξινη βροχή από το Τσέρνομπιλ… Χαμός! Έχεις παίξει στην Ομόνοια μπροστά σε χιλιάδες κόσμου. Με τους Scorpions, με τους Iron Maiden. Τι σου έχει μείνει απ’ όλα αυτά; Ποιο θεωρείς το highlight της καριέρας σας σε ότι αφορά τις συναυλίες;
Πωπω. Ναι, όντως! Και με άλλους ακόμη… Μόνο και μόνο που ο κόσμος μας υποδεχόταν καλά όταν βγαίναμε να παίξουμε, ήταν πολύ μεγάλη στιγμή.
Διότι, να πούμε, ότι εκείνα τα χρόνια, έπεφταν και διάφορα αντικείμενα αν δεν άρεσε στον κόσμο κάποιο σχήμα!
Έχουμε φάει κι εμείς εικοσάρικα!!! Δεν είναι ότι βγαίνεις απλά και παίζεις. Ο κόσμος σεβόταν το συγκρότημα. Δεν είχαν ειπωθεί και κουβέντας για εμάς και από εμάς, δεν υπήρχαν οπαδικά (που εκείνη την περίοδο έπαιζαν και πάρα πολύ). Η μπάντα πέρασε στον κόσμο με σεβασμό και ακόμα ισχύει αυτό που σου λέω. Σε ότι αφορά τα highlights, μόνο και μόνο που μιλάς και μοιράζεσαι μία μπύρα μαζί με παιχταράδες με τους οποίους μεγάλωσες και τους έβλεπες μόνο σε video, είναι μεγάλο πράγμα. Αυτά που σου μένουν, μετά από τόσα χρόνια, είναι το φιλικό χτύπημα στην πλάτη από τους IRON MAIDEN, πριν βγούμε να παίξουμε και που τους έβλεπα στην άκρη της σκηνής να παρακολουθούν τη συναυλία μας και να μου σηκώνει τον αντίχειρα ο Steve Harris δείχνοντάς μου, ότι του αρέσει αυτό που βλέπει.
Ποιο θεωρείς ότι είναι το μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν τα σύγχρονα συγκροτήματα σε σχέση με εσάς που ξεκινήσατε στα 80s; Και ποιο ήταν το μεγαλύτερο δικό σας;
Κοίταξε, Σάκη. Τώρα υπάρχει ο μαγικός κόσμος του internet, που πατάς ένα κουμπί και βρίσκεσαι όπου θέλεις. Τότε, δεν ξέραμε ποια συγκροτήματα υπάρχουν στη Νέα Σμύρνη, την ώρα που εμείς ήμασταν στο Παλαιό Φάληρο! Ήταν πρωτόγονη η κατάσταση και καταλάβαινες ότι υπάρχουν κι άλλοι, όσο έβγαινες παραέξω κι έπαιζες. Η ουσία είναι ότι εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε την αθωότητα του παρελθόντος. Δεν προσπαθούμε να αποδείξουμε κάτι, απλά παίζουμε τη μουσική που μας αρέσει. Τα φρέσκα παιδιά που βγαίνουν, προσπαθούν να αποδείξουν ότι παίζουν πολύ καλύτερα από κάποιους άλλους. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν ωραία πράγματα στις μέρες μας, απλά δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την τάση να κάνει ο ένας κάτι περισσότερο από τον προηγούμενο. Για εμένα, πρέπει να βγάζεις κάτι απλό, που να μην κουράζεται αυτός που το ακούει.
Αλήθεια, τι περιμένετε από το “Denial to fall”, με δεδομένο ότι το ακροατήριο που σας ακολουθεί από το “First attack”, χοντρικά βρίσκεται στα 50κάτι χρόνια του; Ήταν στόχος σας να προσελκύσετε νεότερο ηλικιακά κοινό;
Και 60ρηδες υπάρχουν! Χαχαχα! Υπάρχουν λοιπόν εκείνοι που θεωρούν ότι το “First attack” είναι ο καλύτερος δίσκος μας και δεν αλλάζουν τη γνώμη τους και τα καινούργια παιδιά, που ακούνε κάτι και τους αρέσει. Εγώ αυτό που ονειρεύομαι, είναι να παίζουμε και να έρθουν να μας δουν, 15ρηδες, 20ρηδες και 60ρηδες. Να υπάρχει μία γέφυρα με το παρελθόν. Η μουσική είναι μία. Δεν μπορείς να μπαίνεις σ’ ένα μαγαζί που είναι μόνο μικροί ή σ’ ένα μαγαζί που πάνε μόνο μεγάλοι. Όλοι μαζί, στον ίδιο χώρο. Ξέρω πως έτσι όπως είναι οι εποχές, δεν έχω να κερδίσω πολλά. Τον σεβασμό και την αποδοχή μόνο θέλω.
Πόσο εύκολο είναι να παίζει κάποιος μουσική με τον Λογγινίδη, ρε φίλε;
Πρέπει να έχεις το μέσο! Εντάξει, είμαι ιδιότροπος, αλλά δεν είμαι «κακά» ιδιότροπος. Δηλαδή, ζητάω από τα παιδιά που παίζουμε μαζί, να παίζουν όσο καλύτερα μπορούν. Όταν παίζεις μπροστά σε κόσμο, πρέπει να παίζεις όσο καλύτερα μπορείς, να σε σέβεται ο κόσμος και να του αποδείξεις ότι τον σέβεσαι κι εσύ. Αυτό είναι το βασικό. Όλα τα παιδιά περνούν και δύσκολες στιγμές μαζί μου, αλλά έχω μεγαλώσει αρκετά πλέον και δεν είμαι τόσο επιθετικός όσο ήμουν παλιά (γέλια), αλλά νομίζω πως ότι κάνω, το κάνω για το καλό.
Όλα αυτά τα χρόνια, έχουν βρεθεί πολλοί άνθρωποι στο διάβα σου και στο δρόμο των Spitfire. Έχεις περάσει πολλές και περίεργες καταστάσεις. Τι κρατάς από αυτά και τι πετάς στον κάλαθο των αχρήστων;
Στον κάλαθο δεν πετάς τίποτα. Όλα είναι ιστορία, όλα έχουν γίνει και δεν μπορείς να το διαγράψεις. Απλά υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι μαζί και μερικοί ήταν ευκαιριακοί. Υπήρχαν άνθρωποι που πέρασαν από το γκρουπ και το μόνο που σκέφτονταν ήταν πώς θα ανεβάσουν το όνομά τους. Αυτό συμβαίνει και σε άλλα σχήματα, βέβαια. Οι φιλίες που έχουν μείνει, είναι με ανθρώπους που αν έφυγαν, έφυγαν για κάποιον άλλο λόγο κι όχι επειδή έπρεπε να είναι εκείνοι κι όχι κάποιος άλλος.
Τι να περιμένουμε στο μέλλον από τους SPITFIRE;
Αν είμαστε υγιείς και αντέχουμε να κάνουμε άλλα πράγματα, που νομίζω ότι αντέχουμε, να περιμένεις ένα σχήμα που θα κάνει με συνέπεια αυτά που κάνει τόσα χρόνια. Αυτό που κάνουμε, θα το κρατήσουμε όρθιο, όσο μπορούμε. Δεν θέλω να «καταντήσω». Αν αντιληφθώ κάτι τέτοιο, θα αποχωρήσω σιωπηλά…
Σάκης Φράγκος
Photos by Elena Vasilaki