Τέταρτη επίσκεψη του τεράστιου Steve Vai στη χώρα μας, τέταρτο sold out. Ξέρετε, ένα λάθος που κάνουν κάποιες φορές οι διοργανωτές συναυλιών, είναι ότι «καίνε» τους καλλιτέχνες, φέρνοντάς τους πολλές συνεχόμενες φορές, πολλές φορές ακόμη και προμοτάροντας τον ίδιο δίσκο. Καταλαβαίνω, ότι είναι αρκετές οι περιπτώσεις που οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, επειδή πιέζονται από τις καταστάσεις, βγαίνουν για περιοδεία πολλές φορές για τον ίδιο δίσκο και πιέζουν να περάσουν από τη χώρα μας, δίχως να καταλαβαίνουν ότι «καίγονται» και η προσέλευση δεν είναι ίδια. Αυτό συμβαίνει ακόμα και στα λεγόμενα «σιγουράκια», που πλέον δεν είναι πάντα έτσι.
Ο Vai, είχε έρθει το 2000 στο Ρουφ, στο Music Box, τότε, σε μία ιστορική συναυλία, με Mike Mangini (νυν DREAM THEATER) στα ντραμς, τον ΚΟΛΟΣΣΟ Mike Keneally σε κιθάρα και πλήκτρα (με τον οποίο 23 χρόνια αργότερα, όσοι ήμασταν εκεί, ακόμα παραμιλάμε), το 2005 στο Σπόρτινγκ, είχε έρθει με τον Billy Sheehan στο μπάσο και τον Tony MacAlpine σε κιθάρα/πλήκτρα (επίσης αδιανόητο line-up), το 2012 στο Fuzz είχε πάλι τον Jeremy Colson στα τύμπανα, αλλά τον Dave Weiner στη δεύτερη κιθάρα. Είχε όμως και την Deborah Henson-Conant στην ηλεκτρική άρπα, που ήταν μία ατραξιόν στο –πάντα φαντασμαγορικό και flashy- show του Steve Vai.
Θα μου πεις, ρε φιλαράκι, δεν μας παρατάς με τις προηγούμενες συναυλίες του Vai; Πες μας τι έγινε το Σάββατο στο Fuzz και κόψε την πάρλα… Ναι, αλλά αν δεν πούμε τα «τι και πως» του παρελθόντος, η αναφορά στο παρόν, θα είναι λειψή. Γιατί; Διότι η τωρινή σύνθεση της touring μπάντας του Vai, είναι πιο προσανατολισμένη στον μεγάλο αυτόν καλλιτέχνη. Στο πλάι του, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, ήταν ο Philip Bynoe (με βαμμένο ξανθό μαλλί). Ένας μπασίστας-χταπόδι (δεν καθόμαστε να μπούμε στη διαδικασία να αναλύσουμε πόσο καλός μουσικός πρέπει να είσαι για να σταθείς δίπλα στον Vai, αλλιώς, διαβάστε άλλο κείμενο), που έχει εμφανιστεί κι άλλες φορές στη χώρα μας. Ναι, με τους WARLORD!!! Αυτός ήταν ο μπασίστας τους στις εμφανίσεις των epic metallers στη χώρα μας, αλλά για τους πιο «παιδευμένους», έχει παίξει σε δίσκους όπως το “Burn the sun” των ARK και στον ομώνυμο δίσκο των A-Z του Mark Zonder, εκτός των άλλων.
Ο δεύτερος κιθαρίστας τους, ο Dante Frisiello, που έπαιζε και πλήκτρα, όμως, ήταν πλέον αρκετά περισσότερο στο παρασκήνιο, δίχως να παίζει ουσιαστικό ρόλο στη συναυλία. Μαγκιά του Vai, από την άλλη, που πήρε μαζί του, ένα νέο μουσικό και του δίνει χώρο, όπως κάνει πάρα πολύ τον τελευταίο καιρό. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να δω μεγάλο καλλιτέχνη να προωθεί τόσο πολύ τη δουλειά άλλων κιθαριστών και δη νεότερων. Θα μπορούσε, λοιπόν η συναυλία, κάλλιστα να είναι το τρίο, Vai – Colson – Bynoe. Όχι ότι μας χάλασε, απλά το επισημαίνω.
Το παρκάρισμα στην περιοχή πέριξ του Fuzz, είναι μία επίπονη διαδικασία κι έφτασα τελικά ακριβώς την ώρα που ξεκινούσε η συναυλία. Στην είσοδο του χώρου, συναντώ έναν πιτσιρικά που ήταν ΙΔΙΟΣ ο Steve Vai!!! Σκέφτομαι: «τι στο καλό, ποιος έχει ξεκινήσει να παίζει μέσα, αφού είναι έξω ο ίδιος και δεν έχει support;». Όπως σωστά υπέθεσα, μετά το αρχικό ξάφνιασμα, ήταν ο μικρός του γιος. Τον θεώρησα πιστό αντίγραφο του μπαμπά του, μέχρι που λίγο αργότερα, είδα στο merchandise τον μεγάλο του γιο…
Η συναυλία ξεκίνησε με το “Avalancha”, μέσα από το περσινό “Inviolate” και ο κόσμος είχε ήδη ξεκινήσει να παλαβώνει. Εγώ, μη μπορώντας να μπω πολύ μέσα στο συναυλιακό χώρο (είπαμε sold out), απορούσα με τον απίστευτα καλό ήχο που υπήρχε, ακόμα και στην είσοδο του venue, κάτι που για μία ακόμη φορά καταρρίπτει το μύθο του «τα μαγαζιά δεν έχουν καλά μηχανήματα» κτλ. Όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις, όλα γίνονται ακριβώς όπως πρέπει και το αποτέλεσμα που παίρνουμε, είναι το καλύτερο δυνατό. Τελεία και παύλα.
Μετά το “Giant balls of gold”, ήρθε άλλο ένα κομμάτι από το “Inviolate”, το “Little pretty”, για να μας παρουσιάσει το γκρουπ του, κάτω από τις επευφημίες του κόσμου, που κατά εκατοντάδες βιντεοσκοπούσαν τη συναυλία καθ’ όλη τη διάρκειά της (είτε ήθελαν να μελετήσουν μετά, είτε θα βγάλουν bootleg, δεν εξηγείται αλλιώς). Γενικότερα το “Inviolate”, όπως είναι φυσικό, είχε την τιμητική του, αφού παίχτηκαν επιπλέον το “Greenish blues”, το “Zeuss in chains” και φυσικά το “Teeth of the hydra”, όπου έβγαλε αυτό το θαύμα της τεχνολογίας, την κιθάρα “Hydra” κι εκεί πρέπει ο αριθμός των κινητών που τραβούσε video, ήταν μάλλον τετραψήφιος, αφού πρόκειται για ένα θέαμα που είναι εξωπραγματικό, σαν το παίξιμο του ίδιου του Vai. Σε προσωπικό επίπεδο, είχα την τιμή, όταν είχαμε κάνει συνέντευξη για το δίσκο, να μου παίξει με την κιθάρα αυτή μέσω του Zoom, αλλά επειδή δεν είχε εμφανιστεί ακόμα video, είχε ζητήσει να κοπεί στο μοντάζ, κάτι που συνέβη. Αδιανόητο το θέμα, αδιανόητο το παίξιμο.
Τι να πει κανείς για την τεχνική, τον αυτοσαρκασμό, τη σκηνική παρουσία αυτού του άρχοντα της εξάχορδης (ή εφτάχορδης ή ότι άλλο θέλετε). Μιλάμε για καλλιτέχνη που έχει χάρισμα και μαγνητίζει τα βλέμματα. Οι συνθέσεις τους, ποτέ δεν μου είπαν –πλην εξαιρέσεων- πολλά πράγματα, αφού προτιμώ κιθαρίστες που είναι πιο πολύ συνθέτες, παρά performers, όπως ο Joe Satriani, για παράδειγμα. Όταν όμως φτάσουμε στο live, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τον showman, Steve Vai. Είναι τυχαίο πως όποτε και να παίξει κάνει sold out;
Ακούσαμε το “Bad horsie” και κάναμε headbanging λες και βλέπαμε κάποιο γκρουπ βαρέως μετάλλου, έπαιζε το “Tender surrender” και ταξίδευες, έπαιζε οποιοδήποτε κομμάτι και ήθελες να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο με την εκνευριστική του ακρίβεια και άνεση που το εκτελούσε. Βασικά, δεν είναι μυστικό, πως η πλειονότητα του κόσμου που γνώριζε τι θα δει, πήγε για να δει και την «Ύδρα». Αλλά όταν παίζει το “For the love of God”, είναι δυνατό να μη μείνεις ασυγκίνητος; Ίσως το κορυφαίο instrumental στην ιστορία της μουσικής. Με μία μελωδία που είχε θεϊκή παρέμβαση / έμπνευση. Η έκπληξη που μας επιφύλαξε όμως, ήταν η παρουσία επί σκηνής του Dani G (Dani Gonazlez Suarez), του monitor engineer της περιοδείας (και ηχολήπτη επί σειρά ετών σε γκρουπ όπως οι RAGE και οι FIREWIND, που έχει τρομακτική ομοιότητα –άσχετο- με τον Henning Basse, πρώην τραγουδιστή των FIREWIND), τον οποίο προλόγισε με πολύ κολακευτικά λόγια ο Vai και τραγούδησε με φωνητικά όπερας το πρώτο μέρος του “For the love of God”, προσφέροντας άφθονες ανατριχίλες σε όσους βρισκόμασταν στο χώρο.
Το κλασικό τελείωμα ήταν με το “Taurus bulba” και φεύγοντας ένιωσα για μία ακόμη φορά «γεμάτος». Όσο κάθεσαι και αναλύεις τα πράγματα, σκέφτεσαι, ότι δεν είδες το show που είχες δει τις περασμένες φορές, η διάρκεια ήταν παραπάνω από δύο ώρες και δέκα λεπτά (απλησίαστο όνειρο για πολλά γκρουπ, αλλά σίγουρα κάτω από το τρίωρο που έπαιζε κάποτε) και όλα αυτά που είπαμε προηγουμένως, αλλά ξέρετε κάτι; Ουδόλως με ένοιαξε. Διότι όταν ο Vai είναι στη σκηνή, όλα τα υπόλοιπα περιττεύουν. Και φυσικά, όταν με το καλό ξαναέρθει, θα ξαναπάω.
Σάκης Φράγκος
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη – Πέτρος Καραλής