STEVEN WILSON – “Harmony codex” (Caroline/Spinefarm)

0
2228












Η επιστροφή του Steven Wilson στη σόλο δισκογραφία έγινε με τέτοια ρυθμικότητα που δεν πρόλαβε να μας λείψει καθόλου. Με μια αυτοβιογραφία (“Limited Edition of One”) και την ανάσταση των PORCUPINE TREE, με το απροσδόκητο  “Closure/Continuation” αλλά και την υπογραφή του σε Remixes και Spatial Audio Mixes τεράστιων δίσκων του παρελθόντος, μας έδωσε υλικό να τον μνημονεύουμε για μια ολόκληρη μουσική ζωή.

Αυτή όμως η αινιγματική φιγούρα του Wilson έχει δημιουργήσει μια διστακτική αναμονή, που με κάποιον τρόπο πάντα επιβραβεύεται. Το “Harmony Codex” έκανε πρώτα την εμφάνιση του ως μια ιστορία που ολοκληρώνει την αυτοβιογραφία του , παντρεύεται μια παλέτα από μουσικά ιδιώματα όπως η Jazz, Rock, Fusion, Prog, Ambient και Electronica και εξυπηρετεί άλλη μια φορά την λογική του καλλιτέχνη για πειραματισμούς δίχως ενοχικές τάσεις.

Στο “Harmony of Codex” συναντάμε το γνωστό φωνητικό λεξιλόγιο, που έχει πλέον υιοθετήσει ο Wilson με αρκετά φαλσέτα και πολυεπίπεδα φωνητικά όπως στο “Economies of Scale”, υπογράφοντας άλλη μια φορά τον ήχο που έχει σχηματίσει την τελευταία δεκαετία με πολλές παραλλαγές του προσωπείου του.

Για όποιον έχει συλλάβει όμως την καλλιτεχνική του υπόσταση και έκφραση, ο Steven Wilson είναι παρών ακόμα και σε όσα προσπαθεί να μην θυμίζουν σε τίποτα τον εαυτό του. Η συνθήκη με την οποία το παραπάνω μετατρέπεται σε προσόν είναι η δημιουργική του ανάγκη που δεν μπορεί να αποτάξει όμως το υποσυνείδητο ενός καλλιτέχνη που έχει στραγγίσει τις επιρροές του. Το “Impossible Tightrope” μάλιστα κλείνει το βιβλίο των παραπόνων στα μούτρα όσων φοβούνται τους πειραματισμούς του δημιουργού επειδή ταυτίστηκαν με ένα από τα δημιουργήματά του. Ένα 11λεπτο single που ενώνει εξαιρετικά τους PINK FLOYD με το “The Raven that refused to sing”, τους BLACKFIELD , τους Bass COMMUNION, τους OPETH και το ιδιαίτερο “The Future Bites” . Ένα μενού γεμάτο λιχουδιές που αναπτύσσονται σε κυρίως γεύματα μέσα στο υπόλοιπο άλμπουμ.

Ο ίδιος ο Wilson θέλησε να εντείνει το στοιχείο της έκπληξης από τραγούδι σε τραγούδι με τη λογική της εναλλαγής σκηνών και συναισθηματικών μεταπτώσεων, που οδηγούν την ιστορία στο επόμενο βήμα. Μια ιστορία που λειτουργεί με κάποιο τρόπο ως ενιαίο δημιούργημα μέσα σε τόσες μουσικές αντιδιαστολές.

Το ιδιαίτερο του χαρακτήρα του, σαφέστατα και έχει αντίκτυπο σε κάθε του κίνηση, απόφαση, στίχο και αρμονία. Αυτός όμως ο ίδιος χαρακτήρας στέρησε από αυτό το δίσκο εκείνο το στοιχείο που θα το εκτίνασσε ως ίσως το καλύτερο της καριέρας του, που είναι η κιθάρα του Guthrie Govan, που τόσο πολύ θα ταίριαζε στο μεγαλύτερο μέρος των ενορχηστρώσεων. Εδώ βέβαια είναι που μιλάει και η φωνή του οπαδού και ίσως πέφτει στην παγίδα αυτού που αναφέραμε πριν, με την ταύτιση με ένα παλιό δημιούργημα το οποίο μπορεί να κρύβεται πολύ καλά και στο καινούργιο αυτό εγχείρημα αλλά δεν παύει να αποτελεί παρελθόν και ίσως ένα σπουδαίο βήμα για αυτά που ακολούθησαν.

Ευτυχώς όμως αυτό το ιδιαίτερο του χαρακτήρα του είναι που τον έδεσε τόσο όμορφα για άλλη μία φορά με τη Ninet Tayeb. Στο “Hand Cannot Erase” η φωνή της αποτελεί βασικό στοιχείο του ευρύτερου εννοιολογικού πλαισίου που αφορούσε σε θέματα απώλειας, συνύπαρξης, άντλησης δύναμης για τη συνέχεια και αναζήτησης απαντήσεων στα υπαρξιακά ερωτήματα μέσω των “Pariah” και “Routine” που γεννήθηκαν για να ενεργοποιούν τους δακρυϊκούς αδένες. Έρχεται εδώ με το “Rock Bottom” και τους αυτοσχεδιασμούς της να απλώσει μερικά στρώματα συνείδησης πάνω στη φωνή του Wilson που στάζει απόγνωση.

Ένα τεράστιο μέρος της ενέργειας που δόθηκε για την παραγωγή του άλμπουμ έχει χρησιμοποιηθεί σίγουρα για την εμπειρία που δίνει η Spatial (7.1.2) εμπειρία ακρόασης που αφορά σε ελάχιστους δυστυχώς και από την στέρεο ή ακόμα και την αναλογική μορφή του άλμπουμ μπορούμε να γίνουμε κοινωνοί μόνο ενός μέρους του ακουστικού οράματος του Wilson.

Το “Harmony Codex” είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στη μουσική του σήμερα, για να μην παρεξηγηθώ, σε όλη τη μουσική του σήμερα, όχι μόνο στη σκηνή που εκπροσωπεί ο Steven Wilson, όποια κι αν είναι αυτή στο εκάστοτε άλμπουμ. Είναι ένα υπόδειγμα αισθητικής, παραγωγής, σύνθεσης και ασφαλώς εκτέλεσης δίχως έπαρση και ελιτίστικη διάθεση με την οποία πάντα φλερτάρει ο Wilson δίχως να αγκαλιάζει ευτυχώς. 65 λεπτά ενός ακουστικού λαβύρινθου που έχει ταμπέλες να σε οδηγούν στην λιγότερο ασφαλή έξοδο.

9 / 10

Δημήτρης Μπάρμπας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here