Με περίπου εφτά μήνες καθυστέρηση και μετά από τέσσερα single και πολλές δημοσιεύσεις γύρω από το τι τρομαχτικό να περιμένουμε στο εγγύς μέλλον από τον Steven Wilson, ο νέος δίσκος του με τίτλο “The future bites” (TFB) επιτέλους βρέθηκε στα χέρια μου. Όσοι τον ακολουθούμε από την αρχή, με τους PORCUPINE TREE, στη σόλο καριέρα του και τα πολλά projects του, ξέραμε λίγο πολύ τι να περιμένουμε. Μας είχε προειδοποιήσει και ο ίδιος πως ο επόμενος δίσκος του θα ηχεί πιο κοντά στο κομμάτι “Song of I” από τον προκάτοχο “To the bone”. Αρκετοί βέβαια το είχαμε μυριστεί ήδη από το “Hand cannot erase” και το project του NO-MAN πως το μέλλον θα αντηχούσε την pop πλευρά των progressive συγκροτημάτων που τόσα χρόνια τιμά, ειδικά στη σόλο του καριέρα. Είχε πλέον εξαντλήσει τις prog πηγές και εφεύρει εκ νέου το progressive rock. Μετά απ αυτό το κατόρθωμα, ο Wilson άρχισε να κοιτάει, όπως άλλος Robert Fripp στο 1980, προς την pop και ηλεκτρονική μουσική. Το “To the bone” δίχασε αφού prog οπαδοί άκουσαν σαφείς επιρροές από KATE BUSH, ABBA, Prince και David Bowie. Παράλληλα, ο Wilson κέρδισε πολλούς νέους οπαδούς και μεγαλύτερη δημοτικότητα ως συνθέτης μιας ώριμης pop μουσικής. Με το “TFB” μας παρουσιάζεται υπό ένα εντελώς καινούργιο πέπλο, ο ίδιος καλλιτέχνης όπως πριν, αλλά με νέα υφή. Το ζήτημα εδώ είναι αν ο ακροατής μπορέσει να βγάλει τις όποιες παρωπίδες και να ακούσει τον δίσκο χωρίς να σκέφτεται ταμπέλες, και να δει στη πορεία τι μπορεί να ανακαλύψει.
Ας πω αρχικά πως εδώ ο Wilson είναι σχεδόν αποκλειστικά μόνος του. Ξεφορτώθηκε την μπάντα που τον πλαισίωνε εδώ και χρόνια και παράλληλα ξεφορτώθηκε σχεδόν κάθε αναλογικό μουσικό όργανο. Τέρμα το prog που μας έμαθε. Εδώ ακούμε έναν καλλιτέχνη και συνθέτη που δεν φοβάται να δείξει πως λατρεύει συγκεκριμένους (pop) καλλιτέχνες και πως έχει ξεκάθαρες επιρροές όπως κάθε σοβαρός μουσικοσυνθέτης οφείλει. Παράλληλα όμως δεν χάνεται στη παρελθοντολαγνία μιας και ακούγεται μοντέρνος και ο δίσκος μαρτυρά το προσωπικό στίγμα του Steven Wilson και κανενός άλλου. Επίσης, εδώ έχουμε έναν καλλιτέχνη που κάνει το δικό του με απόλυτη πίστη στο όραμα του. Και όντως στο “TFB” υπάρχει ένα ολοκληρωμένο εννοιολογικό σύμπαν το οποίο πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Ο Wilson παραθέτει τις σκέψεις του πάνω στα social media και παράλληλα στηλιτεύει τον υπέρ καταναλωτισμό, την αυταρέσκεια των influencers και των υπέρ πλουσίων ενώ αναρωτιέται κατά πόσο το ανθρώπινο είδος χάνεται σε μια αέναη αποξένωση εξαιτίας της τεχνολογίας, όλα αυτά μέσω μιας μουσικής που οφείλεται στην τεχνολογική ανάπτυξη που στηλιτεύει. Ο Wilson εδώ είναι μεταμοντέρνος, δηλαδή αυτοαναφορικός, και με πολύ ειρωνεία, πράγμα που φαίνεται στο πρώτο single “Personal shopper” όπου ο καλεσμένος Elton John, ένας καλλιτέχνης που έζησε μέσα στη χλιδή και τον υπέρ καταναλωτισμό, κάνει έναν μονόλογο αριθμώντας διάφορα άχρηστα αντικείμενα που ο σύγχρονος καταναλωτής νομίζει πως έχει ανάγκη. Υποκρισία ή παιχνιδιάρικο και σκόπιμα διφορούμενο σχόλιο;
Το άλλο που θέλω να τονίσω είναι πως ο Wilson ξέρει να γράφει ηλεκτρονική pop μουσική πολύ, μα πολύ καλά. Δεν είναι ένας καλλιτέχνης του συρμού και το “TFB” δεν είναι απλά ένα ακόμη άλμπουμ μέσα σ έναν ωκεανό pop δίσκων. Και αν μη τι άλλο, ο prog οπαδός εδώ θα βρει όλα όσα απαρτίζουν τη μουσική των KING CRIMSON στα 80s ή τις καινοτομίες των Bowie, TALK-TALK και Peter Gabriel. Αλλά ξαναλέω, σε καμία περίπτωση δεν ηχεί το τελικό αποτέλεσμα σαν ένα βαρετό ρετρό αφιέρωμα στα 80s. Και αυτό οφείλεται στο μεγαλύτερο ατού αυτού του δίσκου: την παραγωγή του. Η παραγωγή και το μιξάρισμα είναι ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ. Το ξέραμε ήδη πως ο Wilson είναι τρομερός παραγωγός. Εδώ όμως έχει ξεπεράσει τον εαυτό του. Με το “TFB” ο Wilson δεν μας καλεί να ακούσουμε παραδοσιακά rock κομμάτια ή συνθέσεις με κιθάρα, μπάσο, πιάνο και ντραμς, αλλά να γίνουμε μέτοχοι μιας ηχητικής εμπειρίας. Είτε είστε από τους τυχερούς που έχουν dolby surround 5.1 ηχεία είτε συμβατικά ηχεία, σας προκαλώ να ακούσετε το δίσκο δυνατά σ ένα κλειστό δωμάτιο και να συλλάβετε όλους τους ήχους, τα χρώματα και τους κραδασμούς που βγαίνουν από τα ηχεία σας. Μιλάμε για έναν δίσκο που προορίζεται για οπαδούς που επενδύουν στα καλύτερα συστήματα ήχου και που ακούνε το “Dark side of the moon” ή το “Abbey road” ως ηχητικό βίωμα.
Μα δεν μας είπες, σου αρέσει η μουσική του “TFB”; Ναι. Θα σας έλεγα πως μπορεί να γράφω όλα αυτά τα ωραία για έναν από τους πιο αδιάφορους δίσκους του Steven Wilson (αν συγκρίνει κανείς με τους προκατόχους του ή τις καλύτερες στιγμές των PORCUPINE TREE). Και παρόλα αυτά βρίσκω τον εαυτό μου να χαμογελά στο άκουσμα αρκετών κομματιών. Ναι, το EBM του “Personal shopper” είναι λίγο δύσπεπτο, αλλά είναι τόσο σκοτεινό παράλληλα και πολυεπίπεδο. Το “12 things I forgot” μπορεί να είναι λίγο γλυκανάλατο, αλλά δεν γίνεται να μη πάει ο νους στο “Lazarus” ενώ το “Man of the people” ζέχνει από PINK FLOYD και ας είναι βασικά ηλεκτρονικό κομμάτι. Για να μη μιλήσω για το “King ghost” με το υπέροχο μελαγχολικό του ρεφραίν και την τρομερά ταξιδιάρικη του ατμόσφαιρα ή το μεταδοτικό funk του “Imminent sleaze”. Αν, ξαναλέω, ακούσετε πέρα από ταμπέλες και την επιφάνεια, θα βρείτε ηχοχρώματα, ατμόσφαιρα και υφές που ταξιδεύουν.
Στη τελική, το “The future bites” δεν είναι ο αγαπημένος μου δίσκος του Steven Wilson ούτε εκείνος για τον οποίο θα τον μνημονεύω. Ωστόσο, ο Wilson αξίζει τον σεβασμό όλων μας διότι κάνει αυτό που τον εκφράζει απόλυτα ως καλλιτέχνη, μουσικό, οπαδό και σκεπτόμενο ον. Δεν το κάνει για το χρήμα ή για να υπακούσει σε κάποιες τάσεις, αλλά γιατί βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη φάση της καριέρας και της ζωής του όπου η pop μουσική τον εκφράζει περισσότερο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο τρομερός αυτός καλλιτέχνης μπορεί να γράψει ποιοτική μουσική, ανεξάρτητα είδους, με μεράκι που μαρτυρά μια πραγματική μουσική ιδιοφυία που δημιουργεί αντί να ανακυκλώνει σ’ έναν ιμάντα παραγωγής.
Φίλιππος Φίλης
[…] πολυπράγμονα Steven Wilson να έχει μόλις κυκλοφορήσει το “The future bites” και να έχει επέτειο το “The raven that refused to fly” αυτή την […]