Το καρνέ ήταν ήδη συμπληρωμένο με ένα σωρό φθηνές δικαιολογίες. Ναι, το βράδυ της Πέμπτης ήταν «αντιεμπορικό» για συναυλία, ναι, η ζέστη έφτανε σε επίπεδα μίνι καύσωνα συν άλλα τόσα ναι που έκαναν σαφώς προτιμότερο το βούλιαγμα στον καναπέ για τους αδαείς. Το αρτιστικό μέγεθος των SUBROSA, όμως, ήταν τέτοιο που έκανε την κατάβαση στο ανανεωμένο An να μοιάζει ως μονόδρομο για όλους όσους επιζητούσαν μια υπερβατική εμπειρία μακριά από τα τετριμμένα doom δεδομένα.
Οι NOCHNOY DOZOR ήταν για μένα ο άγνωστος Χ της βραδιάς. Μολονότι μετράνε μονάχα δυο χρόνια ζωής και έχουν προς το παρόν ένα μόλις demo στο ενεργητικό τους, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις νεόκοπους, καθώς στο line-up τους συνυπάρχουν μέλη από μπαρουτοκαπνισμένα ονόματα της σκηνής. Παρόλα αυτά, ο ήχος τους απέπνεε ένα μυστήριο που κατάφερε να μου κινήσει το ενδιαφέρον από την πρώτη κιόλας στιγμή. Από την μια πλευρά, οι κιθάρες μαζί με το μπάσο έσταζαν γνήσια ambient μελαγχολία δίχως αρκετές βαρύγδουπες και ηλεκτρισμένες παρεμβολές, και από την άλλη οι εναλλαγές στα διπλά γυναικεία φωνητικά μαζί με τα synths να δίνουν ένα πιο πειραματικό post-punk/alternative τόνο που μετουσιωνόταν σε μερικές ενδιαφέρουσες συνθέσεις σαν τo “Black Hand”. Αναμφίβολα, ένα ιδιότυπο μουσικό κράμα που δικαίως απέσπασε το χειροκρότημα και αποτέλεσε μια εξαιρετική προθέρμανση πριν από την έλευση των SUBROSA. Είναι φανερό πως πρέπει να γράψουν ακόμη περισσότερα χιλιόμετρα στο κοντέρ τους αλλά η συνοχή και ο επαγγελματισμός που έβγαλαν με έκαναν να αισιοδοξώ για την συνέχεια τους. Έχουν ήδη άλλωστε στα σκαριά το πρώτο τους άλμπουμ και συνδυασμό με τις ολοένα και περισσότερες εμφανίσεις τους, θα μας προσφέρουν πιο ασφαλή συμπεράσματα στο εγγύς μέλλον.
Οι SUBROSA πήραν τις θέσεις τους στην αρκετά πιο ευρύχωρη (πλέον) σκηνή του An ακριβώς στην προγραμματισμένη ώρα εμφάνισης, ήτοι στις 22.30. Δυστυχώς η προσέλευση του κόσμου δεν στάθηκε αντάξια της περίστασης, καθώς στο An υπήρχαν (λίαν επιεικώς) περίπου 120 νοματαίοι. Ακόμα κι έτσι όμως, εκείνο που θα εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μας για την επόμενη μιάμιση ώρα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του διαπεραστικού σοκ. Το συγκρότημα από το Salt Lake City είχε παραταχθεί με ξεκάθαρη διάθεση να βγάλει όση δύναμη και μεγαλοπρέπεια χρειαζόταν για να μας παρασύρει κατευθείαν στην δική του υπερβατική διάσταση, γεγονός που αποτυπώθηκε ξεκάθαρα με το εναρκτήριο “Black Majesty” από το περσινό τους “For this we fought the Battle of Ages” να μας δίνει το πρώτο γερό χτύπημα κάτω από την ζώνη. Ο ήχος έκανε, βέβαια, κάποια νερά στην αρχή, κυρίως στην κιθάρα και το μπάσο, αλλά ευτυχώς γρήγορα ήρθε στα μέτρα του απαιτητικού ύφος των SUBROSA. Η βουτιά όμως στο αριστουργηματικό μεγαλείο του “More Constant than the Gods” με τον σαρωτικό doom οδοστρωτήρα του “Fat of the Ram” ήταν αρκετή για να προκαλέσει ρίχτερ αντίστοιχης κλίμακας ενός κοσμικού σεισμού. Τα βλέμματα τράβηξε φυσικά η πρωθιέρεια Rebbecca Vernon τόσο με την χαρακτηριστική βραχνάδα της φωνής της και τις επιδόσεις της στην κιθάρα, όσο και με την άψογη χημεία της με το γαλήνιο πλην όμως στιβαρότατο δίδυμο των κυρίων Hanna και Patterson στο μπάσο και τα drums. Το πραγματικό ρεσιτάλ, ωστόσο, δόθηκε από τις Kim Pack και Sarah Pendleton. Κινούμενες σαν μαινάδες σε διαρκή headbanging-ικό παροξυσμό καθ’ όλη την διάρκεια της βραδιάς, ήταν εκείνες που με την φωνή και τις συγχρονισμένες βιολιστικές τους παρεμβάσεις φρόντιζαν να χρωματίζουν εκστατικά κάθε κομμάτι, ανεβάζοντας συγχρόνως κατακόρυφα τα επίπεδα ενθουσιασμού στα πέριξ της σκηνής.
Η συνέχεια με τα εξόχως ατμοσφαιρικά “Wound of the Warden” και “Despair is a Siren”, επίσης μέσα από το “For this We fought the Battle of Ages”, αποτέλεσε μια ακόμη πιστοποίηση πως το αμερικανικό συγκρότημα έχει εντάξει πλέον με επιτυχία το μελωδικό στοιχείο στον ήχο του δίχως να χάνει σε δύναμη και λυρικότητα, παρότι το ποιοτικό επίπεδο του άλμπουμ ήταν συνολικά ένα κλικ πιο κάτω σε σχέση με τους λαμπρούς προκατόχους του. Στο σμιλεμένο από την αστερόσκονη των ονείρων “The Usher”, ο γραφών εκτός από την γη κάτω από τα πόδια του, κόντεψε να χάσει ολοκληρωτικά και το μυαλό του. Όπως και όλοι σχεδόν στο An. Μιλάμε άλλωστε για μια εξυψωτική ώσμωση ερωτισμού, μαγείας και συσσωρευμένης έντασης, που για σχεδόν ένα τέταρτο της ώρας ανέλαβε ρόλο ξεναγού στην παραδεισένια πλευρά της σχιζοφρένειας, επιφέροντας απανωτά ρίγη εγκεφαλικής ανατριχίλας. Και όσοι σβέρκοι δεν κατάφεραν να ξεχαρβαλωθούν εντελώς με τα προηγούμενα κομμάτια, έγιναν ίσιωμα μια και καλή με το ξεσπασματικό encore του πωρωτικού “Cosey Mo” που, εν μέσω αποθέωσης, έριξε με ισοπεδωτικό τρόπο την αυλαία μιας εκπληκτικής βραδιάς.
Δέος και πάλι δέος. Αυτή είναι η μοναδική λέξη που μπορεί να περιγράψει έστω και κατά προσέγγιση τον ορυμαγδό συναισθημάτων έπειτα από μια βραδιά που προφανώς δύσκολα θα ξεχαστεί. Σπανίζουν άλλωστε οι μπάντες σαν τους SUBROSA που μπορούν να ξεπεράσουν κατά πολύ τον στουντιακό εαυτό τους επί σκηνής και συγχρόνως να βγάλουν τέτοια σεμνότητα, ταπεινότητα αλλά και ευγένεια εκτός αυτής. Μοναδικό μελανό σημείο ήταν σαφώς η χλιαρή ανταπόκριση του κόσμου και δη από τους «φανατικούς» του είδους, αλλά όσες φορές και να τα πούμε και να τα γράψουμε, είναι πλέον φανερό πως η συναυλιακή κατάσταση (και όχι μόνο) σε αυτή την δύσμοιρη χώρα θα κάνει πολύ καιρό να ξεκολλήσει από την λάσπη.
Ανταπόκριση: Πάνος Δρόλιας
Φωτογραφίες: Cristina Alossi