Θαρρώ πως δεν πρέπει να ξεκινήσω το κείμενό μου διαφορετικά. Είμαι ένας εξ όσων είχαν ενθουσιαστεί στο άκουσμα του ομώνυμου ντεμπούτου των SUMERLANDS. Και το σημαντικότερο δεν είναι το ότι είχα ενθουσιαστεί όταν κυκλοφόρησε. Αλλού έγκειται η σημασία αυτού του album. Έξι χρόνια μετά, με «επισκέπτεται» ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενισχύοντας μέρα με τη μέρα, φορά με τη φορά, την αίσθησή μου πως πρόκειται περί ενός “modern classic”. Ξέρεις, στην εποχή μας κυκλοφορούν αμέτρητοι δίσκοι. Δεν υπερβάλλω, είναι όντως αμέτρητοι. Αφήνω στην άκρη όσους δυστυχώς, όχι για αυτούς αλλά για μας, αδυνατούν να περάσουν έστω τη βάση, πράττω ομοίως και για όσους αξίζουν καλών λόγων μα έχουν «ταβάνι» και στέκομαι σε αυτούς που δύνανται να αφήσουν ένα εντονότερο «αποτύπωμα» και γιατί όχι, να θεωρηθούν ως «μελλοντικά σημεία αναφοράς». Το “Sumerlands” λοιπόν, είναι σίγουρα ένα τέτοιο album. Και όπως καταλαβαίνεις, τέτοιοι δίσκοι είναι δίκοπο μαχαίρι στα χέρια του δημιουργού τους.
Έξι χρόνια λοιπόν μεσολάβησαν από τότε που κυκλοφόρησε το “Sumerlands”, όπως και το έτερο μεγαθήριο “The armor of Ire”, του «αδελφού» group των ETERNAL CHAMPION, των οποίων τα 3/5 παίζουν εδώ. Στο ενδιάμεσο ο Arthur Rizk, κιθαρίστας, πληκτράς, βασικός συνθέτης κι εν ολίγοις ηγέτης των SUMERLANDS, απέκτησε ζηλευτό status τόσο σε επίπεδο καλλιτεχνικό, όσο και σε επίπεδο παραγωγού, το όνομά του εκτοξεύτηκε και πλέον θεωρείται το “next big thing” στον χώρο. Λόγω αυτού, εκεί που το “Sumerlands” θα έριχνε ούτως ή άλλως βαριά την «σκιά» του στον διάδοχό του, η «σκιά» τώρα μοιάζει με ογκόλιθο, που απειλεί να το καταπλακώσει και να το συνθλίψει. Ο Rizk και κατ’ επέκταση οι SUMERLANDS όμως, κάθε άλλο παρά τυχαίοι είναι, ώστε να πέσουν στην παγίδα που οποιοσδήποτε άλλος, πλην των πραγματικά άξιων, θα έπεφτε. Ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν και πώς να διαχειριστούν την ευλογία/κατάρα του καταπληκτικού πρώτου δίσκου.
Ακόμη και η φυγή του τραγουδιστή Phil Swanson, μιας σημαίνουσας προσωπικότητας η οποία έδινε τον δικό της χαρακτήρα στο group, δεν απεδείχθη τροχοπέδη. Ο Rizk έκανε την κίνηση-ματ που έπρεπε και στρατολόγησε τον Brendan Radigan, έναν χαρισματικό ερμηνευτή-μουσικό με πολυετή εμπειρία, πέραν των αδιαμφισβήτητων ικανοτήτων του, σε μπάντες όπως οι PAGAN ALTAR και MAGIC CIRCLE. Σε βλέπω εσένα που είσαι βαθιά «χωμένος» στο underground, περιμένεις να αναφέρω ένα ακόμη σχήμα, σωστά; Εντάξει, εντάξει… Ο Brendan έχει τραγουδήσει και στους cult ήρωες STONE DAGGER. Βλέπεις, δε χαλώ χατίρια εγώ, όταν η περίσταση το απαιτεί. Έχοντας λοιπόν εξασφαλίσει έναν τόσο ικανό frontman για να καλύψει αμέσως το κενό, ο Rizk, μαζί με τους Justin DeTore (τύμπανα), John Powers (κιθάρα) και Brad Raub (μπάσο), έβαλε ξανά μπροστά τις μηχανές.
Το “Dreamkiller” περιμέναμε να είχε ολοκληρωθεί τέτοια εποχή πριν δύο έτη, αν δε συνέβαιναν όσα συνέβησαν και τα οποία δεν είναι της παρούσης να εξιστορήσουμε. Η παροιμία όμως «κάθε εμπόδιο για καλό», τελικά βρήκε στην περίπτωσή του, μιαν ακόμη απόλυτη εφαρμογή. Τούτο το album σου δίνει την εντύπωση, με το πρώτο άκουσμα, πως είναι «δουλεμένο», ή μάλλον «ξαναδουλεμένο», στην εντέλεια και ως την τελευταία λεπτομέρεια. Μα πρόσεξε! Αν αγνοείς τους SUMERLANDS και γνωρίζεις τον Rizk από τους ETERNAL CHAMPION, ξέχασε ό,τι ακούς εκεί. Εδώ δεν υπάρχει το βάρβαρο επικό μέταλλο του «Αιώνιου Πρόμαχου». Η προσέγγιση είναι διαφορετική και μάλιστα, είναι διαφορετική ακόμη και από την αντίστοιχη του ντεμπούτου. Το “Sumerlands” ακουγόταν πολύ heavy metal, είχε τις αναφορές του στο ευρύτερο US metal των mid 80s, υπήρχε και μια «περίπου occult» αισθητική λόγω Swanson. Να που διαφέρει το “Dreamkiller”, να που ξεφεύγει.
Ο προσανατολισμός του παραμένει μεν αυτός του παραδοσιακού heavy metal, με τον τρόπο που ακουγόταν στα mid 80s, αλλά δε γίνεται να περάσει απαρατήρητη η διάχυτη μελωδική αισθητική που το διακατέχει. Πολλή περισσότερη από αυτή του όντως μελωδικού προκατόχου του, κάτι που ίσως και να απογοητεύσει σχετικά όσους «έλιωσαν» το “Sumerlands”, είναι από αυτούς που έχουν σαν σύνθημά τους το “heavy metal, or no metal at all” και δε δέχονται, επί παραδείγματι, A.O.R/melodic hard rock επιρροές. Γιατί εδώ, τέτοιες, υπάρχουν σε πληθώρα, δίχως να στέκονται στο «παρασκήνιο». Όλο αυτό, μεταφράζεται σε μια μουσική πρόταση όπου συνυπάρχουν αρμονικά ο Ozzy του “Bark at the moon”, οι DOKKEN του “Back for the attack”, οι RAINBOW με τον JL Turner, ο Yngwie Malmsteen, οι ALCATRAZZ…
Δεν ξέρω αν πρέπει να προβώ σε track by track ανάλυση. Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερος οπαδός της και μεταξύ μας, νομίζω πως στην περίπτωση του “Dreamkiller”, δε χρειάζεται. Μέσα από εξαιρετικά (και μόνο) τραγούδια, ας διαλέξει ο καθένας τα αγαπημένα του, κατά το γούστο του. Μου έκαναν όμως εντύπωση οι εξής, θα τις έλεγες και highlights, στιγμές: Έχεις προσέξει πόσα και πόσα τραγούδια που τα έχουμε χαρακτηρίσει ως «ύμνους», ξεκινούν με solo; Ε, σ’ αυτά, πρόσθεσε το εναρκτήριο up-tempo “Twilight points the way”. Και συνεχίζω… Η “Exciter” δισολία στο σαρωτικό ομώνυμο τραγούδι. Ο τρόπος διδασκαλίας από πλευράς group για το πως «παίζεται η σωστή A.O.R μπάλα» στο “Night ride”, προς όλους αυτούς (και είναι πολλοί πανάθεμά τους) που στις μέρες μας περνιούνται για αναβιωτές και μεγάλα ονόματα του σύγχρονου μελωδικού rock, στην ουσία τους όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά καλογυαλισμένες φούσκες.
Η συγκινητική, ως και ανατριχιαστική για κάποιους, απαστράπτουσα WARLORD μελωδία στο τελευταίο «πάτημα» του album, το “Death to mercy”, το μόνο κομμάτι που θα μπορούσε να ταιριάξει καλά στο “Sumerlands”. Αν αυτό συμβαίνει επειδή γράφτηκε πρώτο ή έστω από τα πρώτα, ή με τον τρόπον αυτόν η μπάντα θέλει να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο κυκλοφοριών, δεν είμαι σε θέση να το ξέρω. Αυτό που με σιγουριά λέω, είναι πως ο Rizk ήθελε να αποτίσει έναν ακόμη, τελευταίο ίσως, φόρο τιμής στον William J Tsamis, μετά τη διπλή συμμετοχή του με τους SUMERLANDS (“Lost and lonely days”) και τους ETERNAL CHAMPION (“Stygian passage”) στο πρόσφατο tribute album που κυκλοφόρησε από την Pitch Black Records.
Και τέλος, το μεγάλο «χαστούκι» του δίσκου, το “Force of a storm”. Ξεκάθαρα το πιο 80s τραγούδι του “Dreamkiller”, ένα γρήγορο, μελωδικό διαμάντι που θα μπορούσε πολύ εύκολα να βρίσκεται σε ταινίες δράσης εκείνης της δεκαετίας ή σε vintage σειρές του «σήμερα», που επιχειρούν, επιτυχημένα, δε μπορώ να πω, να αναβιώσουν την ιδιαίτερη μαγεία εκείνης της περιόδου. Όταν κάποιοι ντύνονται σαν καρνάβαλοι και προσπαθούν επί ματαίω να δειχτούν και να ακουστούν σαν όλα τα προ σαράντα ετών ινδάλματα, κάποιοι άλλοι το καταφέρνουν με εκνευριστική άνεση και άψογο στυλ. Δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, αγνές προθέσεις και καμία επιτήδευση. Και οι SUMERLANDS τα έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, σε πληθώρα.
Ξέχωρα από τραγούδια και “highlights”, η απόδοση καθενός μουσικού ξεχωριστά μα και το «δέσιμό» τους ως σύνολο, αξίζει τις πλείστες των φιλοφρονήσεων. Σε τούτο το album, αποθεώνεται η έννοια του «τόσο όσο». Ο Radigan συναντάται στις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του και προσωπικά με εκπλήσσει για μιαν ακόμη φορά θετικότατα, αποδεικνύοντας πόσο ικανός και πολυποίκιλος τραγουδιστής είναι. Οι υπόλοιποι, ισορροπούν μεταξύ της απλότητας και της virtuosité. Οι Rizk/Powers άκουσαν πολύ Jake E. Lee και George Lynch καθώς φαίνεται και πήραν όσα περισσότερα και ό,τι καλύτερο μπορούσαν από το παίξιμό τους. Τεχνικοί, άμεσοι, απέχοντες από πάσης φύσεως επίδειξη ματαιοδοξίας, οι κιθάρες τους είναι χάρμα ώτων. Και φυσικά, είναι τεράστια ηδονή να ακούς αυτό το rhythm section, μέσω της εξαίσιας “Rizk” παραγωγής, πραγματικό σεμινάριο για έναν χώρο πολύπαθο, όπου η «ψευτιά» και το programming, ειδικά στα τύμπανα, τείνει να γίνει βασιλιάς.
Επίλογος…
Το “Dreamkiller” μας «γνέφει». Μας «γνέφει» πως δε χρειάζεται να περιμένουμε είκοσι και τριάντα χρόνια, για να το εντάξουμε στη μακρά λίστα των σπουδαίων δίσκων του «σκληρού ήχου». Ζούμε τέτοιες κυκλοφορίες, περνούν από μπροστά μας, «μεγαλώνουν» μαζί μας από την στιγμή που «βλέπουν» το πρώτο τους «φως». Ας το εκμεταλλευτούμε. Οι SUMERLANDS ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Δεν έχω να γράψω κάτι άλλο.
9,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος