“Tetrastructural minds in a metal form” – a tribute to the tech/thrash masters pt.2

0
506
Deaths 2018 Collage
Deaths 2018 Collage












“Tetrastructural minds in a metal form” – a tribute to the tech/thrash masters pt.2

Το δεύτερο και τελευταίο μέρος του μεγάλου αφιερώματος στο τεχνικό thrash. Η παράνοια συνεχίζεται, με αμείωτη ένταση και αμείωτο ρυθμό. Τριάντα και τρείς δίσκοι που ο καθένας άφησε το δικό του στίγμα, από τριάντα και τρείς μπάντες που η καθεμιά από αυτές έβαλε το δικό της λιθαράκι (ή μεγαλύτερη πέτρα, ανάλογα) όχι μόνο στο οικοδόμημα που λέγεται “tech thrash”, αλλά στο σύνολο του Heavy Metal. Ξεκινάμε από το γράμμα “H”. Καλή ανάγνωση!
Το πρώτο μέρος το διαβάζετε εδώ.
(Όπου Κ.Α. = Κώστας Αλατάς, όπου Δ.Τ. = Δημήτρης Τσέλλος κι όπου Α.Κ. = Άγγελος Κατσούρας)


HEATHEN – “Victims of deception” (Roadracer Records, 1991)

Στη χρονιά που το death metal και οι mainstream δισκάρες (”Βlack album”, ”Use your Illusion I & II”, ”Nevermind”, ”Badmotorfinger”) βασίλευαν, υπήρξαν κάποιοι όμορφα ξεροκέφαλοι τύποι από την Καλιφόρνια, που κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ – σεμινάριο του thrash και της μεταλλικής υπεροχής συνολικά. Αυτό που γίνεται μέσα στη μία ώρα (παραπάνω αν έχετε πάρει την εξαίρετη επανέκδοση) στο ”Victims of deception”, είναι μάθημα στο πώς να κάνεις την κιθάρα να ηχήσει με κάθε δυνατό τρόπο ώστε να κάνει τον ακροατή δέσμιό της και να τον φέρει σε κατάσταση που στο τέλος απλά θα προσκυνήσει το παικτικό μεγαλείο του Doug Piercy και πάνω απ’ όλα του υπερπαίχτη και αρχηγού της μπάντας Lee Altus, ενός από τους καλύτερους κιθαρίστες της όλων των εποχών. Πετάνε riffs, σολίδια, τα τύμπανα βαράνε δυνατά, τα καπνογ… λάθος, μην το κάνουμε και Καραϊσκάκη το κείμενο. Κοινώς μιλάμε για ένα από τα καλύτερα thrash άλμπουμ με χαρακτηριστική ευκολία, με κερασάκι στην τούρτα τη φωνάρα του David Godfrey-White που απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα. 3 δίσκοι, 3 δεκάρια για τους HEATHEN, εδώ όμως μιλάμε για ΤΟ μνημείο.
(Α.Κ)

HELLWITCH – “Syzygial miscreancy” (Wild Rags, 1990)
Ένα από τα πιο λυσσασμένα άλμπουμ του αφιερώματος, αν και ομολογούμε πως εδώ πατάμε με το ένα πόδι σε πιο death metal μονοπάτια. Με καταγωγή από το Fort Lauderdale της Florida και με τους Frank Watkins (OBITUARY) και Alex Marquez (MALEVOLENT CREATION / SOLSTICE) να περνούν για κάποιο διάστημα από το line-up, οι HELLWITCH ακούγονται σαν μία μίξη «αρχαίων» KREATOR και MORBID ANGEL, με κιθάρες που σου στροβιλίζονται στο κεφάλι, εμβόλιμα solo που σκάνε από το πουθενά και blast-beat εξάρσεις στα τύμπανα. Ηχογραφημένο στα Morrisound Studios από τον Scott Burns, το “Syzygial miscreancy” αποτελεί ένα ανορθόδοξο άλμπουμ με το τεχνικό στοιχείο να μην έχει να κάνει με ραφιναρισμένο παίξιμο, αλλά με τη τσίτα και την ένταση που παίζουν το κάθε riff και το κάθε σκάσιμο στα τύμπανα. Μανιακή απόδοση με αγχωτικές παύσεις/ξεσπάσματα και καφρίλα που θα γουστάρουν οι λάτρεις των πρώιμων ATHEIST, NOCTURNUS και DEATH.
(Κ.Α)

HEXENHAUS – “The edge of eternity” (Active, 1990)
Οι Σουηδοί techno-thrashers HEXENHAUS αποτελούν το βασικό συγκρότημα του κιθαρίστα Mike Wead, τους οποίους και φόρμαρε με το που αποχώρησε από τους CANDLEMASS των οποίων αποτέλεσε μέλος για ένα μικρό διάστημα το 1987. Μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “A tribute to insanity”, με μέλη των MANINNYA BLADE και την αποχώρηση όλων των μελών, στο δεύτερο άλμπουμ με τίτλο “The edge of eternity” οι HEXENHAUS πάνε τον ήχο τους ένα βήμα παραπέρα με τον Mike Wead να ενώνει το περίπλοκο thrash των WATCHTOWER και MEKONG DELTA με το νεοκλασικό ήχο του Yngwie Malmsteen και τις έντονες επιρροές του από τον Michael Schenker και RAINBOW, αντάμα με Ρώσους κλασικούς συνθέτες του 19ου αιώνα. Εδώ ακούμε και για πρώτη φορά τις epic-prog/doom πατέντες του Mike Wead τις οποίες ανέπτυξε στους MEMENTO MORI, μέλη των οποίων συναντούμε και στο “The edge of eternity” όπως και από FIFTH REASON. Η δουλειά του στις κιθάρες είναι μοναδική και πως θα γινόταν διαφορετικά άλλωστε, μιας και μιλάμε για έναν από τους πιο σημαντικούς Σουηδούς metal κιθαρίστες και δεν είναι τυχαίο που από το 1998 αποτελεί μέλος των MERCYFUL FATE και των KING DIAMOND από το 2002, μέχρι και σήμερα. Καλό θα είναι να τους τσεκάρουν και οι φίλοι του σουηδικού prog/power ήχου.
(Κ.Α)


HOLY TERROR – “Terror and submission” (Under one flag/Roadracer, 1987)

“Ladies and gentlemen, from Los Angeles, California, HOOOOLLYYYY TEEEEEERRRRROOOOOORRRR!”. Ξεκινά το riff του “Black plague” και από κάτω να γίνεται χαμός. Συνέχεια με το “Evil’s rising”, επάνω στη σκηνή πέντε μουσικοί να τα δίνουν όλα και από κάτω μακελειό. Ναι, το ξέρω, αυτή θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή ενός κειμένου που θα περιέγραφε ένα live των καταπληκτικών αυτών speed/thrashers. Έλα όμως που το “Terror and submission” σου βγάζει αυτήν ακριβώς την αίσθηση: πατάς το play και νομίζεις πως ένα ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ live γίνεται στο σαλόνι σου. ΟΣΟ ΕΓΩ ΓΡΑΦΩ, ΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΝΕΤΕ! Επιστροφή στο κείμενο. «Τι συμβαίνει εδώ, θα μας πεις;» Θα σας πω. Ταχυδύναμη άλλου επιπέδου, speed metal του θανάτου, ο Kurt Kilfelt των θεών AGENT STEEL στη μια κιθάρα, οργισμένα φωνητικά με έφεση στις τσιρίδες, αειθαλείς ύμνοι σαν το “Alpha Omega – The bringer of balance” να σου δίνουν τα μυαλά στο πιάτο, ο συντάκτης που παραληρεί, ο οπαδός που διαβάζει, έχει βάλει ήδη τον δίσκο να παίζει και πωρώνεται, ο αδαής που θέλει να μάθει τι στο καλό συμβαίνει εδώ αλλά και στο επόμενο, καταπληκτικό “Mind wars”, το οποίο αν και ακόμη πιο τεχνικό, έχασε τη παρουσίαση στο νήμα καθαρά λόγω προσωπικού βίτσιου του γράφοντος.
(Δ.Τ)

INTRUDER – “A higher form of killing” (Metal Blade Records, 1989)
Αγαπημένη μπάντα οι INTRUDER και από τα μεγαλύτερα “what if?” της ιστορίας, καθώς πρόλαβαν μεταξύ 1987-1991 να βγάλουν τρία καταπληκτικά άλμπουμ, έπεσαν όμως κι αυτοί θύματα της λαίλαπας του grunge και δυστυχώς μας άφησαν χρόνους, παρά τις κάποιες σπασμωδικές προσπάθειες επανασύνδεσης 2-3 φορές μέσα στα χρόνια. Το δεύτερο και μεσαίο άλμπουμ τους ”A higher form of killing” πραγματικά στέκεται στη μέση μεταξύ της πιο γρήγορης έκφρασης που είχε το φοβερό ντεμπούτο ”Live to die”, και του πιο τεχνικού άκρου που ακολούθησαν στο τρίτο και τελευταίο άλμπουμ ”Psycho Savant”. Εν έτει 1989, οι INTRUDER δεν φοβούνται όχι μόνο να μη χάσουν δράμι ταχύτητας αλλά ούτε και να πάνε τη μουσική τους στο επόμενο παικτικό επίπεδο. Με τις ευλογίες της Metal Blade, το άλμπουμ πήγε καλά και τους βοήθησε να κάνουν ένα όνομα, αλλά αυτό δεν απέβη αρκετό για να συνεχίσουν την πορεία τους για πολύ ακόμα. Από τα Αμερικάνικα συγκροτήματα που κάποιοι θεώρησαν ότι είχαν ιδιαίτερα Αγγλικό ήχο, γι’ αυτό και πολλάκις μπέρδευαν την καταγωγή τους.
(Α.Κ)

INVOCATOR – “Excursion demise” (Black Mark Production, 1991)
Εδώ το χέρι πραγματικά τρέμει στην ιδέα του πώς να δώσει πλήρη λεπτομέρεια για να γίνει αντιληπτό το τι κάνανε αυτοί οι ΠΑΙΧΤΑΡΑΔΕΣ από το Έσμπιεργκ της Δανίας σ’ αυτό το δίσκο… Είναι μία από τις περιπτώσεις που η μπάντα έχει την ευλογία (ή τη μαγεία αν θέλετε) του να ακούγεται όπως κανείς άλλος, παρά τις ξεκάθαρες επιρροές από DARK ANGEL των δύο πρώτων δίσκων και από KREATOR εποχής Tritze (“Terrible certainty”/”Extreme Aggression”).  Ασύγκριτη τεχνική, καταπληκτική ακρότητα, τόσο που κάποιοι κάφροι πάσχιζαν να τους κατατάξουν με το ζόρι στο death metal (μη φάτε, έχει γλαρόσουπα) κι ένας Jacob Hansen που αρκετά πριν γίνει ένας από τους πλέον διάσημους παραγωγούς και μηχανικούς ήχου στη συνέχεια, εδώ «ξερνάει» το λαρύγγι του με καταπληκτική, πωρωτική άρθρωση και παίζει αυτά που δεν παίζονται στην κιθάρα του. Για τους νεότερους να αναφέρουμε ότι από εδώ ξεκίνησε την καριέρα του η ντραμάκλα Per Moller Jensen (DAEMON, KONKHRA, ARTILLERY, THE HAUNTED), ο οποίος σε σημεία πραγματικά θυμίζει μικρό Gene Hoglan. Ασύγκριτο αριστούργημα, ευλογημένος όποιος το έχει στη δισκοθήκη του.
(Α.Κ)


JUGGERNAUT – “Baptism under fire” (Metal Blade, 1986)

San Antonio, Texas. Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ, καθώς η πόλη αυτή από μόνη της αποτελεί εγγύηση. «Γράφε, γράφε», ακούγεται η χαμηλόφωνη και πάντα ήρεμη προτροπή του Αλατά. Γράφω, εντάξει. Κάπου λοιπόν ανάμεσα στους WATCHTOWER, τους BLIND ILLUSION και τους HOLY TERROR, μπαίνουν σφήνα ηχητικά και οι JAGGERNAUT. Με τους πρώτους υπάρχει και ένα ακόμη κοινό, εκτός από τη ταυτόσημη ηχητική προσέγγιση: οι αδερφοί Jarzombek. Ο Bob εδώ, ο Ron εκεί. Τα τύμπανα εδώ, η κιθάρα εκεί. «Σπασμωδικό», ακατάληπτο σε κάποιες φάσεις (εντάξει, μη φανταστείτε τα όργια των συντοπιτών τους), έχει μέσα του και δόσεις βέρου U.S (power) metal, έτσι, για να δημιουργηθούν κομμάτια – ύμνοι σαν το “Cast the first stone” το “Rains of Death” και το “All Hallow’s Eve”. Οι παρατηρητικοί θα έχετε δει και τον Jason McMaster να φορά στα live της επανασύνδεσης των ‘tower το 2000, t-shirt με το λογότυπό τους. Η συνέχεια (“Trouble within”) δεν ήταν τόσο καλή, με συνέπεια ο Jarzombek να πάρει μεταγραφή για τους RIOT, o τραγουδιστής Harlan Glenn να ασχοληθεί με την Έβδομη Τέχνη και τη Στρατιωτική Ιστορία και οι Womack/Catlin με άλλα projects. Ως την επανασύνδεση του 2014…
(Δ.Τ)

KINETIC DISSENT – “I will fight no more forever” (Roadracer, 1991)
Όταν ένας δίσκος ξεκινά με κομμάτι σαν το “Cults of unreason”, είναι καταδικασμένος να κερδίσει τον ακροατή. Δεν είναι και λίγο να ακούς πίσω από καθαρόαιμη thrash μουσική, χορωδίες επικών φωνητικών! Και όταν το προαναφερθέν έπος το διαδέχεται το “Banished”, το παιχνίδι έχει κερδηθεί. Οι Αμερικανοί σε τούτον εδώ τον δίσκο παίρνουν το thrash των ANTHRAX και το διανθίζουν με καθαρά progressive και ψυχεδελικές επιρροές, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο κράμα το οποίο ακόμη και εκείνη την εποχή, που το τεχνικό thrash διάνυε τις καλύτερές του ημέρες, ήταν δύσκολο και δύστροπο στο μέσο αυτί. Έτσι, μοιραία, άλλαξε κατηγορία και πέρασε σε αυτή του “obscure”. Το επικό εξώφυλλο του Keith Palmer έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το όνομα της μπάντας και ίσως κάπου και αυτό να αποπροσανατόλισε τον κόσμο. Εσείς, μη τη πατήσετε. Αν βρείτε την επανακυκλοφορία της Metal Mind Productions (το πιθανότερο), ΔΑΓΚΩΣΤΕ.
(Δ.Τ)

MEGACE – “Human errors” (1MF Recordz, 1991)
Οι MEGACE μας έρχονται από το Αμβούργο και στο ντεμπούτο τους “Human errors” ακούμε σχιζοφρενικό thrash metal με έντονες επιρροές από VOIVOD, MEKONG DELTA και Bay Area thrash. Τα άρρωστα φωνητικά της Melanie Bock που δεν ξέρει αν θέλει να ακουστεί σαν τη Nina Hagen ή τον Schmier (DESTRUCTION) κολλάνε γάντι θυμίζοντας ίσως σε κάποιους την αείμνηστη Dawn Crosby (DÉTENTE, FEAR OF GOD). Ακούγοντας ολόκληρο το άλμπουμ, παρατηρούμε πως η μουσική των MEGACE ξεφεύγει αρκετά και εμβαθύνει σε πιο progressive τεχνοτροπίες χωρίς να χάνει την ουσία της, και δεν είναι λίγες οι στιγμές που αιφνιδιάζεσαι με αυτό που ακούς. Στο οπισθόφυλλο βλέπουμε μέλη τους να φοράνε μπλουζάκια των ICED EARTH και Steve Vai ενώ θα μπορούσαν εξίσου να φόραγαν HELLOWEEN και PRIMUS. Τσεκάρετε και το “Inner war” του 1999 μιας και δεν έχουν κυκλοφορήσει άλλο άλμπουμ δυστυχώς.
(Κ.Α)


MEGADETH – “Rust in peace” (Capitol Records, 1990)

Ας σκεφτώ ψυχρά τι δεν έχει γραφτεί για το ”Rust in peace” όλα αυτά τα χρόνια κι ας το παλέψω όσο γίνεται. Ας αναφερθεί ότι πρόκειται για ένα από τα πέντε καλύτερα άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής. Όχι του μεταλλικού ήχου, της μουσικής ολόκληρης (σχόλιο Δ.Τ: μαζέψου!). Ας αναφερθεί και ότι είναι ο δίσκος-ορισμός του ΒΙΑΣΜΟΥ της ηλεκτρικής κιθάρας, ότι περιέχει ίσως το κορυφαίο δίδυμο που ανοίγει δίσκο με τα ”Holy wars…the punishment due”/”Hangar 18”, με το δεύτερο να αποτελεί ίσως και το κορυφαίο βίντεο κλιπ όλων των εποχών. Ότι ο Nick Menza, πρώην τεχνικός του πρώην ντράμερ Chuck Behler, παίρνοντας τη θέση του, δήλωνε «έπρεπε να μπω και ν’ αποδείξω ποιος είμαι και χτύπαγα ότι έβρισκα μπροστά μου», ότι αυτός που στην αρχή έμοιαζε παράταιρος να πάρει τη θέση που είχε προσφερθεί κατά σειρά στους Jeff Waters και Dimebag Darrell, ήταν ένας τύπος που πριν έπαιζε στους CACOPHONY ονόματι Marty Friedman και δίπλα στον ανακάμψαντα από τα ναρκωτικά Dave Mustaine συνέθεσαν ένα από τα κορυφαία δίδυμα στην ιστορία. Τέλος, να αναφέρω πως είναι επιεικώς προβληματικός όποιος δεν προσκυνάει αυτό το δίσκο; Να το γράψω άραγε ή να το αφήσω φλου;
(Α.Κ)

MEKONG DELTA – “Dances of death (And other walking shadows)” (Aaaarrg Records, 1990)
Ο Ralph Hubert είχε ένα όραμα: να δημιουργήσει ένα σχήμα όπου η κλασσική μουσική θα ενώνεται με το (ακραίο) metal. Ένα σχήμα στο οποίο δεν θα έπαιρνε μέρος, θα ήταν όμως ο άνθρωπος πίσω από αυτό. Όταν έφυγε ο Peavy (ένας είναι ο Peavy), άλλαξαν τα πλάνα του, έπιασε το μπάσο και έκτοτε άλλαζε συνεργάτες, με μεγάλα ονόματα της γερμανικής σκηνής να συνδράμουν κάθε φορά (Jorg Michael, Uli Kusch, Peter Haas, Reiner Kelch, Frank Fricke κ.α). Τελικά τα κατάφερε; Ναι. Και κάτι παραπάνω. Αλλά αυτό, είχε ένα τίμημα. Οι MD είναι ίσως από τα συγκροτήματα εκείνα που ακόμα και υποτιθέμενοι οπαδοί του τεχνικού metal αποφεύγουν να ασχοληθούν ως και σήμερα. Δύστροποι, ιδιαίτεροι, πέραν του φυσιολογικού βιρτουόζοι, δεν είναι καθόλου εύκολοι στο αυτί. Το “Dances…” είναι ένα ακόμη αριστούργημα στο παλμαρέ του εκκεντρικού αυτού μουσικού συνόλου. Ένας δίσκος που το εξώφυλλο, αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο. Ένας δίσκος που με τέσσερα μόλις τραγούδια, κατάφερε να μείνει στην ιστορία. Ένα μνημείο καλώς εννοούμενης παλαβομάρας.
(Δ.Τ)

MESHUGGAH – “Contradictions collapse” (Nuclear Blast, 1991)
Παραμένουν τεράστιο συγκρότημα μέχρι και σήμερα, αλλά εμείς θα ασχοληθούμε με το ντεμπούτο τους το οποίο είναι κομμένο και ραμμένο για το εν λόγω αφιέρωμα. Οι επιρροές από METALLICA και ANTHRAX σου σκάνε από το πρώτο άκουσμα, αλλά είναι τέτοια η ιδιοσυγκρασία της μπάντας που δεν είναι τυχαίο που από ολόκληρο το αφιέρωμα αυτή είναι η μοναδική μπάντα που συνεχίζει και σπάει στεγανά με κάθε της κυκλοφορία και γίνεται όλο και μεγαλύτερη 27 χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Contradictions collapse”. Μηχανικό παίξιμο και αλλοπρόσαλλοι ρυθμοί που σε πετούν εκτός, και ένας Fredrik Thordendal που με τα «Frank Zappa meets Allan Holdsworth solo» του εντυπωσιάζει με την ωριμότητά του, όπως ακριβώς και ο Tomas Haake πίσω από τα τύμπανα με το επηρεασμένο από την jazz-fusion παίξιμό του. Πολλοί τότε τους παρομοίαζαν με τους PANTERA, οι οποίοι είχαν μόλις κάνει την αλλαγή στο ύφος τους με το “Cowboys from hell”, αλλά οι MESHUGGAH «στρόφαραν» σε εντελώς άλλες ταχύτητες και εντελώς διαφορετική αισθητική. Στην επόμενή τους κυκλοφορία τρία χρόνια μετά με το “None” EP ξέφυγαν εντελώς και δεν κατάφερε κανείς να τους αγγίξει, με μια πλούσια δισκογραφία που δεν κρύβει ούτε μία μέτρια στιγμή. Ένα είδος μόνοι τους!
(Κ.Α)


METALLICA – “…And justice for all” (Elektra Records, 1988)

Ο καλύτερος δίσκος όλων των εποχών, ο πατέρας του τι εστί HEAVY METAL, η κορυφή που κανείς δεν πρόκειται να φτάσει εκεί έξω. Ο θρήνος για την απώλεια του Cliff Burton που μετουσιώθηκε σε νότες, το τελευταίο κεφάλαιο της D-M-C τριλογίας (Death-Manipulation-Corruption) που ξεκίνησε με το ”Ride the lightning” και τελείωσε εδώ. Η φωνή του James που σταμάτησε να είναι τσιριχτή και επιτέλους «άντρεψε» απότομα. H αλλαγή τονικότητας στην κιθάρα και ο ήχος που γέννησε μιμητές και είναι υπεύθυνος που το heavy metal υπάρχει μέχρι σήμερα, ανανεώνοντας το πλήρως καθώς ήταν ήδη 30 χρόνια μπροστά από την εποχή του. Ο Lars που όλοι πλέον έχουν κάτι κακό να πουν γι’ αυτόν και που τότε έπαιζε όπως κανείς και ώθησε τους πάντες να μάθουν τι εστί air drumming, οι καλύτεροι στίχοι που στάζανε χολή και πίκρα προς πάσα κατεύθυνση, ο νεόφερτος Jason που του σβήσανε το μπάσο, ο Hammett στην κορυφή της απόδοσης του. Οι κορυφαίοι όλων των εποχών στον κορυφαίο τους δίσκο. Κι αν κάποιοι απορείτε γιατί, απλά επειδή τον κάνανε χωρίς τον καλύτερο σε τεχνική κατάρτιση παίχτη τους που χάθηκε πρόωρα. Με τον Cliff αυτός ο δίσκος θα ήταν απλά λογικός, αυτοί το κάνανε χωρίς τον Cliff, γι’ αυτό θα είναι για πάντα το μεγαλύτερο ακουστικό θαύμα. Ένα άλμπουμ, ένα συγκρότημα, Ε-Ν-Α τραγούδι. Τελεία και παύλα.
(Α.Κ)

OBLIVEON – “Nemesis” (Independent, 1993)
Κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά στην προοδευτική ακραία σκηνή του Quebec και σε ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της, που δεν είναι άλλο από τον Pierre Rémillard, κιθαρίστα των OBLIVEON και ενεργό παραγωγό, μηχανικό ήχου και ιδιοκτήτη των Wild Studio. Δείχνοντας από το ντεμπούτο τους “From this day forward” (1990) τις ανήσυχες τάσεις τους, έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να κυκλοφορήσουν τον διάδοχό του, χωρίς την υποστήριξη της Active Records αυτή τη φορά μιας και είχε κηρύξει πτώχευση με αποτέλεσμα το “Nemesis” να αποτελεί αυτοχρηματοδοτούμενη κυκλοφορία. Επηρεασμένοι από την τοπική σκηνή και συγκροτήματα όπως οι VOIVOD, DBC και SACRIFICE, οι OBLIVEON ακούγονται φουτουριστικοί, υιοθετώντας το ψυχρό μηχανικό παίξιμο των MESHUGGAH, την τεχνοτροπία των ύστερων DEATH και του τεχνικού death metal των ATHEIST, CYNIC. Για τις μεταγενέστερες μπάντες του γαλλόφωνου Καναδά οι OBLIVEON αποτελούν μεγάλο κεφάλαιο, ενώ ψήγματα τη επιρροής τους ακούμε μέχρι και στις δουλειές των VEKTOR.
(Κ.Α)

ΟNSLAUGHT – “In search of sanity” (London Records, 1989)
Οι ONSLAUGHT ήταν πάντα τεράστιοι αλλά είχαν ένα βασικό πρόβλημα: δεν είχαν δική τους ταυτότητα σαν μπάντα. Στο “Power from hell” παίζανε σαν VENOM, στο ”The force” παίζανε σαν SLAYER και στην επανασύνδεση τους σαν “neo – TESTAMENT meets neo – EXODUS”. Στο τρίτο και κατ’ εμέ ανώτερο άλμπουμ τους “In search of sanity”, ο «αέρας» των METALLICA είναι παραπάνω από διάχυτος, με τις τεράστιες συνθέσεις αλλά και την απίστευτη αλλαγή πλεύσης (σχόλιο Δ.Τ: μη θυμηθούμε το θάψιμο που έφαγε για αρκετά χρόνια ο δίσκος από τους true thrashers της φλοκάτης). Thrash και πάλι αλλά τεχνικότατο, με κομμάτια που δεν ρίχνουν μόνο ξύλο κι έναν ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ Steve Grimmett να παραδίδει μαθήματα φωνητικών. Δίσκος που γέννησε ύμνους όπως το ‘’Shellshock’’ και το ανυπέρβλητο ‘’Welcome to dying’’, κομμάτι επιπέδου ενός ‘’Doomsday for the deceiver’’ (FLOTSAM AND JETSAM) ή ενός ‘’Anthem to the estranged’’ (ΜETAL CHURCH). 12’ και δε βαριέσαι δευτερόλεπτο. Ήταν και το άλμπουμ που έκλεισε την πρώτη χρυσή εποχή της μπάντας, ενώ επέστρεψαν 18 χρόνια μετά με το φοβερό ”Killing peace”, τρομερά ανανεωμένοι. Από τις λίγες μπάντες που μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν έβγαλαν ποτέ κακό δίσκο.
(Α.Κ)


POWERMAD – “Absolute power” (Reprise, 1989)

Δεν θα πω ψέματα. Άκουσα POWERMAD γιατί έπαιζε σε αυτούς ο John Macaluso, ένας από τους αγαπημένους μου drummers. Ψάχνοντας λοιπόν την «ιστορία» του, έπεσα πάνω σε αυτό το thrash θεούργημα. Thrash… χμ… όχι, δεν ακούγεται ούτε σαν SLAYER, ούτε σαν TESTAMENT, ούτε σαν OVERKILL για παράδειγμα. Έχει αρκετό power metal μέσα του, ειδικά στα φωνητικά και στις μελωδίες τις κιθάρας. Το καλό το power, το αμερικανικό, έτσι; Όχι τις τσιχλόφουσκες του Στρουμφοχωριού. Τα “Nice dreams”, “Return from fear” και “Test the steel” για παράδειγμα, αποτελούν δείγματα χαρακτηριστικά της αξίας αυτής της υποτιμημένης metal μηχανής. Επανακυκλοφόρησε πριν τέσσερα χρόνια και πλέον το βρίσκεις σχετικά ευκολότερα, από όταν κυκλοφόρησε πρώτη φορά σε κασέτα. Τσεκάρετε και τον δίσκο της επανασύνδεσης του 2015, αλλά οπωσδήποτε ελάτε σε επαφή με τούτον εδώ τον δυναμίτη.
(Δ.Τ)

REALM – “Suiciety” (Roadracer, 1990)
Δύο μονάχα άλμπουμ μαγικού techno-thrash πρόλαβαν να μας προσφέρουν οι REALM από το Milwaukee, Wisconsin. Με τον ελληνικής καταγωγής κιθαρίστα Takis Kinis στη σύνθεσή τους και μετά το έξοχο ντεμπούτο “Endless war” (1988), οι REALM μπαίνουν στα Joe’s studios του drummer των VIOLENT FEMMES Victor Delorenzo και ηχογραφούν το “Suiciety”. Ένα άλμπουμ τολμηρού thrash metal με υψίφωνα φωνητικά από τον Mark Antoni και κιθάρες που δεν σταματούν να σε βομβαρδίζουν με περίπλοκα riff και solo από τους Takis Kinis και Paul Laganowski, βγάζοντας έναν λυρισμό που θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης για τους φίλους του U.S. power. Αν και παικταράδες, ακούγονται εγκρατείς στο πόσο τεχνικά μπορούν να παίξουν και αυτό λειτουργεί υπέρ της σύνθεσης. Και πάλι όμως, το “Suiciety” θα μπορούσε άνετα στα σταθεί δίπλα στο “Control and resistance” των Πατέρων WATCHTOWER. Δυστυχώς το συγκρότημα μετά την λήξη του συμβολαίου τους με την Roadrunner δεν κατάφερε να βρει εταιρεία για την κυκλοφορία του τρίτου τους άλμπουμ, με την διασκευή τους στο “One more red nightmare” των KING CRIMSON να αποτελεί τη μοναδική ηχογράφηση από εκείνα τα session, η οποία συμπεριλήφθηκε στην επανακυκλοφορία του “Suiciety” από την Metal Mind to 2006 (την ίδια περίοδο έπαιζαν και το “Bastille day” των RUSH). Οι REALM διέλυσαν το 1992 σχηματίζοντας την επόμενη χρονιά τους WHITE FEAR CHAIN με τραγουδιστή τον Buddo των LAST CRACK και κυκλοφορώντας το 1996 το μοναδικό τους άλμπουμ με τίτλο “Visceral life”, σε εντελώς διαφορετικό μουσικό ύφος.
(Κ.Α)

SACRAL RAGE – “Illusions in infinite void” (Cruz del sur, 2015)
Το 2015 έσκασε μια βόμβα νετρονίου τόσο ισχυρή, που έκανε αυτές με τις οποίες «παίζει» ο Kim Jong-un να φαντάζουν πασχαλιάτικα «σκορδάκια». Η ως τότε προσέγγιση στο metal των SACRAL RAGE άλλαξε. Οι επιρροές από HELSTAR, NASTY SAVAGE και AGENT STEEL που ακούγονταν στο “Deadly bits of iron fragments” (2013) μπήκαν πλέον στο ίδιο καζάνι με αυτές των ANNIHILATOR, TOXIK και REALM. Ποτέ άλλοτε ελληνική μπάντα δεν είχε παίξει τοιουτοτρόπως (ποιος ήρθε;). Στο “Illusions…” o ακροατής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τρείς εξαιρετικούς μουσικούς που μπορεί να αρέσκονται στην εκτέλεση πολύπλοκων θεμάτων, αυτά όμως δεν αφαιρούν τίποτα απ΄ την αμεσότητα του τελικού αποτελέσματος και υπέρτατες τσιρίδες από τον καλύτερο εγχώριο screamer της εποχής μας. Παρανοϊκοί ύμνοι σαν το “Lost chapter E – Sutratma”, το “A tyrannous revolt” και το προσωπικό μου βίτσιο με τίτλο “Lost chapter E – Amarna’s reign” στη κυριολεξία σκορπούν τρόμο και στέλνουν στα θρανία και τον τελευταίο αμφισβητία. Σε έναν δίσκο γεμάτο hints, θα αναφέρω τη φορά αυτή ένα επίκαιρο: στην CD έκδοση, υπάρχει ένα «κρυφό» τραγούδι, μετά από 7 λεπτά περίπου ησυχίας, στο τέλος του δίσκου. Σε αυτό ακούγεται κάπως… «θαμπά» ο στίχος “The riot in moon prison rises”, ο οποίος δίνει hint για το κομμάτι “The glass” του φετινού, νέου, αριστουργηματικού άλμπουμ. Κάποια στιγμή για το “Illusions…” θα πρέπει να γραφτεί ειδικό λήμμα, σε κάποια μουσική εγκυκλοπαίδεια. Μακράν ό,τι πιο σαλεμένο έχει κυκλοφορήσει εντός συνόρων, μαζί με τον διάδοχό του “Beyond celestial echoes”.
(Δ.Τ)


SACRIFICE – “Soldiers of misfortune” (Fringe Product, 1990)

Καναδικό μεγαλείο (part 1)! Το ντεμπούτο τους ”Torment in fire” το 1985 έκανε τρομερή αίσθηση και δύο χρόνια μετά, το ”Forward to termination” πιστοποιούσε την μεγάλη τους αξία. Στο τρίτο τους άλμπουμ όμως, οι SACRIFICE απογειώνονται συνθετικά και βγάζουν το υπέρτατο αριστούργημα τους, με πρωτοφανή ωριμότητα που κανείς δεν πίστευε ότι θα επιδείξουν. Όχι γιατί δε μπορούσαν, αλλά γιατί το παρελθόν τους ήταν τόσο φρενήρες που δεν υπήρχαν τέτοια σημάδια αλλαγής. Από τους μεγαλύτερους υποτιμημένους παιχταράδες εκεί έξω ο τραγουδιστής/κιθαρίστας Rob Urbinati, παίρνει όσο ποτέ το παιχνίδι στις πλάτες του και μοιράζει εγκεφαλικά με τις καταπληκτικές δομές των συνθέσεων, και μόνο το τελειωτικό ”Truth (After the rain)” δείχνει σε πάνω από 10’ πως όταν κάτι το έχεις σκεφτεί σωστά, θα μεγαλουργήσεις. Το δε ομότιτλο έπος είναι ένα από τα δύο κομμάτια (το άλλο είναι το ”Suffer the masses” των FLOTSAM AND JETSAM) που θα ήθελα πάρα πολύ να τα είχαν γράψει οι METALLICA, και πράγματι ζηλεύω που δε μπήκαν σε δίσκο τους. Δίσκος 11/10 στην πρώτη ακρόαση, απαραίτητος όσο ο αέρας για την αναπνοή.
(Α.Κ)

SACROSANCT – “Truth is/what is” (No Remorse Records, 1990)
Οι SACROSANCT από το Ένσεντε της Ολλανδίας (γνωστό για την ποδοσφαιρική ομάδα Τβέντε), ήταν το συγκρότημα που δημιούργησε ο κιθαρίστας Randy Meinhard όταν έφυγε από τους PESTILENCE, αφού είχε συμμετάσχει στο άφταστο ντεμπούτο τους ”Malleus Maleficarum”. Οι SACROSANCT έπαιξαν απαιτητικό, τεχνικότατο thrash εξ αρχής και το ντεμπούτο τους ”Truth is – what is” προκάλεσε μεγάλη αίσθηση όταν είχε κυκλοφορήσει. Προσπάθησαν να τους βάλουν πολλές ταμπέλες και να βρουν αν, και με τι, μοιάζουν, αλλά μάταια. Κορυφαίες δομές κομματιών, δύστροπες κιθαριστικές εξάρσεις, ιδιόμορφα φωνητικά και ένα άλμπουμ μόλις 38’ το οποίο χρειάζεται αρκετές ακροάσεις για να αφομοιωθεί. Έβγαλαν άλλα δύο άλμπουμ μέχρι το 1993, ενώ μέσα στο 2018 έκαναν την μεγάλη έκπληξη κυκλοφορώντας το τέταρτο, πολύ καλό τους άλμπουμ ”Necropolis”, ενώ έχουν ήδη δεσμευτεί να επανακυκλοφορήσουν τα πολύ δυσεύρετα τρία παλαιά άλμπουμ τους. Αν δεν τους ξέρατε καιρός να τους μάθετε. Με τις επανακυκλοφορίες στα σκαριά, δεν έχετε καμία απολύτως δικαιολογία να μην τους τοποθετήσετε περήφανα στη δισκοθήκη σας.
(Α.Κ)

SADUS – “A vision of misery” (Roadracer Records, 1992)
Αφιέρωμα τέτοιας αισθητικής χωρίς SADUS θα ήταν εγκληματική παράλειψη. Έχοντας κυκλοφορήσει δύο δίσκους που έκαναν τους SLAYER και τους DARK ANGEL να μοιάζουν… doom μπροστά τους, οι SADUS στον αγαπημένο τους, όπως πάντα τονίζουν δίσκο, δεν χάνουν την ταχύτητα τους και ειδικά στο πρώτο μισό του δίσκου, περνάνε πριονοκορδέλα όποιον αμφισβητεί την κλάση τους. Στο δεύτερο μισό του δίσκου η στροφή τους προς πιο προοδευτικές και τεχνητές φόρμες είναι εμφανέστατη με οδηγό σε αυτό τον Steve DiGiorgio (ανέκαθεν ο κύριος συνθέτης τους), και με το μπάσο του σε ρόλο συμπληρωματικής ρυθμικής κιθάρας, αφήνουν για άλλη μία φορά τα γκάζια ανεξέλεγκτα. Ο Darren Travis στη φωνή ακούγεται για πρώτη φορά κάπως πιο ανθρώπινος (και τσιριχτός), ίσα ίσα για να προλαβαίνεις να διαβάζεις τους στίχους ενώ τραγουδάει (πράγμα αδύνατο στα ”Illusions”/”Swallowed in black”). Όσο κι αν οπαδικά καθαρά δεν ήθελα να αλλάξουν στυλ και να παραμείνουν φρενήρεις, δε μπορώ παρά να παραδεχτώ ότι μιλάμε για αποτέλεσμα που άλλοι δε θα βλέπουν αιώνια ούτε με κιάλια νυχτερινής οράσεως και μεγάλου βεληνεκούς.
(Α.Κ)


SAVAGE STEEL – “Do or die” (Maze Music, 1988)

To “Begins with a nightmare” ναι μεν ήταν ένας καλός δίσκος ο οποίος έδειχνε μια μπάντα με όρεξη και πάθος, αλλά ταυτόχρονα κάτι του έλειπε από το τελικό αποτέλεσμα, ώστε να κάνει αίσθηση και να της «ανοίξει» τον δρόμο. Στο “Do or die” όμως, το φύλλο γυρίζει, ή αν θέλετε, η μπάντα ανεβάζει τον πήχη και φανερώνει ένα σύνολο μουσικών που έχει στόχους και θέλει να πετύχει και να καθιερωθεί. Το πέτυχε; Σαφώς και όχι. Όπως γράψαμε στον πρόλογο, με τούτο το μεταλλικό παρακλάδι, δεν ασχολήθηκαν παρά ελάχιστοι. Μοιραία λοιπόν, δεν ασχολήθηκε και με τους SAVAGE STEEL, έτσι, μετά από αυτό το άλμπουμ η μπάντα διαλύθηκε και από τα μέλη της, μόνον ο κιθαρίστας Stephen Turrer είναι ενεργός, με τους MORTAL FEAR. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως στον δίσκο που παρουσιάζεται εδώ, οι Καναδοί, πιστοί στις ANNIHILATOR επιταγές της μουσικής, «κόβουν πισινούς» με μεγάλη άνεση. Να σημειωθεί πως τη παραγωγή επιμελήθηκε ο drummer των συμπατριωτών τους prog rockers SAGA (τσεκάρετε), Stephen Negus.
(Δ.Τ)

SIEGES EVEN – “Lifecycle” (Steamhammer, 1988)
Οι WATCHTOWER της Γερμανίας, και της Ευρώπης εν γένει. Αυτό από μόνο του θα αποτελούσε παράσημο για τους Γερμανούς και μεγάλο κομπλιμέντο για τους Τεξανούς, αλλά οι δεύτεροι δεν το είδαν έτσι. Αντίθετα, τη κυκλοφορία του μνημειώδους για το χώρο ντεμπούτου των Βαυαρών, ακολούθησε μια σειρά από συνεντεύξεις όπου ο ένας τα «έχωνε» στον άλλο και διεκδικούσε τη «πατρότητα» του ήχου. Ο ακροατής όμως, δεν (πρέπει να) ενδιαφέρεται για τέτοιες λεπτομέρειες, αλλά για το μουσικό μέρος. Το “Lifecycle” είναι εξίσου εντυπωσιακό, τόσο που πραγματικά σε αφήνει άναυδο. Έτι βαρύτερο ηχητικά από τα WATCHTOWER albums, με καλύτερη παραγωγή και φωνητικά σε σαφώς πιο ανθρώπινες συχνότητες από αυτές στις οποίες έκαναν party οι McMaster και Tecchio, ώστε να μπορείς να τραγουδήσεις και συ χωρίς να δεις το λαρύγγι σου στο πάτωμα. Τα δύο χαρακτηριστικά όμως που κλέβουν τη παράσταση εδώ, είναι πρώτον η ξέφρενη απόδοση των αδελφών Oliver και Alex Holzwarth (μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα, με μακρά υπηρεσία στους BLIND GUARDIAN, RHAPSODY, AVANTASIA, ANGRA, TARJA και άλλους ανάλογης κοπής καλλιτέχνες) και, σε επίπεδο συνθέσεων, τα υπερ-έπη “David” και “Straggler from Atlantis”. Δίσκος φλος ρουαγιάλ, όταν ο άλλος νομίζει πως με φουλ του Ρήγα σου παίρνει τη παρτίδα.
(Δ.Τ)

SOOTHSAYER – “Have a good time” (Restless Records, 1989)
Καναδικό μεγαλείο (part 2)! Το πιο ”γκόμενα σε περίοδο”, όσον αφορά τη διάθεσή του, άλμπουμ του αφιερώματος με διαφορά πιστεύω. Δεν εξηγείται αλλιώς η κυκλοθυμία των, προερχόμενων από το Κεμπέκ, SOOTHSAYER. Καταρχάς ως Γαλλόφωνοι Καναδοί, ήταν δεδομένο ότι θα είχαν άκρατη τεχνική όπως όλες οι μπάντες της ”Γαλλικής” πλευράς του Καναδά. Από αυτό όμως μέχρι το ότι κατάφερναν να συνδυάσουν την ταχύτητα των SLAUGHTER/RAZOR, την στακάτη κιθαριστική απόδοση των SACRIFICE και την «ΑΛΛΟΥ» αισθητική των VOIVOD, είναι μία μεγάλη απόσταση που με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφεραν να τη γεφυρώσουν. Ειδικά τα φωνητικά του τραγουδιστή Stephan Whitton ”βρωμάνε” Snake όσο δε μπορείτε να φανταστείτε, ενώ γενικά το ”Have a good time” θα μπορούσε άνετα να είναι το χαμένο VOIVOD άλμπουμ, κάπου ανάμεσα στο ”Killing Technology” και το “Dimension Ηatross”. Δίσκος που όσο και να αναλυθεί, είναι απίστευτο το πώς πηδάει από φρενήρη riffs και καταστροφική ταχύτητα σε χαβαλέ και από εκεί σε προοδευτική λογική, με άπειρες αλλαγές μέσα στα κομμάτια και τον ακροατή έρμαιο στις διαθέσεις του(ς). Βγάλανε κι ένα δεύτερο πολύ καλό άλμπουμ το 2013 (”Troops of hate”) και έκτοτε αγνοούνται εκ νέου.
(Α.Κ)


STONE – ”Emotional Playground” (Megamania, 1991)

H πρόταση από την Φινλανδία γι’ αυτό το αφιέρωμα είναι οι STONE, ένα συγκρότημα με επιρροές κυρίως από το αμερικάνικο thrash metal. Το “Emotional playground” αποτελεί το τέταρτο και τελευταίο άλμπουμ τους λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του. Χωρίς να αποτελεί τεχνικό άλμπουμ ή progressive με την έννοια που έχουμε αναφερθεί πολλάκις εδώ, το “Emotional playground” ξεχωρίζει από την υπόλοιπη δισκογραφία των STONE λόγω της απόπειράς τους να αποστασιοποιηθούν από το κορεσμένο thrash metal της εποχής, ρίχνοντας τις ταχύτητες και παίζοντας με τη δομή των τραγουδιών, στοιχεία που είχαν παρατηρηθεί σε μικρότερο βαθμό και στον προκάτοχό του, “Colours” (1990). Πιο μεστοί και με τον χαρακτηριστικό σκανδιναβικό τρόπο παιξίματος και την έντονη προφορά του Janne Joutsenniemi, οι STONE δεν κάνουν οικονομία στα riffs. Μπορεί να υπάρχουν ενδιαφέρουσες αλλαγές σε κάθε τραγούδι, αλλά δυστυχώς όσον αφορά τις συναυλίες δεν υπήρχε χώρος για mosh και stage-diving (αναφερόμαστε στο 1991 θυμίζω) όπως και η απαραίτητη υπομονή για να «χωνευτεί» η μουσική τους. Στη χώρα τους εκτιμώνται αρκετά, με τον κιθαρίστα Roope Latvala να αποτελεί μέλος των CHILDREN OF BODOM για ένα διάστημα (ο Alexi Laiho ήταν μεγάλος οπαδός των STONE), SYNERGY και WALTARI μεταξύ άλλων, ενώ ο drummer Pekka Kasari αποτέλεσε μέλος των AMORHIS την περίοδο 1995-2002.
(Κ.Α)

TARGET – “Master project genesis” (Aaarg Records, 1988)
BE.NE.LUX metal. Το μάθαμε από μπάντες σαν τους OSTROGOTH, PICTURE, ANGUS, EMERALD κλπ. Κλασσική η άποψή τους περί «σκληρού ήχου». Αλλά δεν ήταν μόνοι. Κάπου στη Φλαμανδική περιοχή του Βελγίου, κυκλοφόρησε το 1988 το “Master project genesis”. Ένας από τους καλύτερους, χαρακτηριστικότερους αλλά και πιο υποτιμημένους, στα όρια του απόλυτου obscure, δίσκους του αφιερώματος. Οι MEKONG DELTA του Βελγίου και όχι άδικα, καθώς είχαν πολλούς δεσμούς με την προαναφερθείσα μεγα-μπάντα. Ίδια εταιρεία, ο αρχηγός Ralph Hubert στη κονσόλα παραγωγής, ίδιας φιλοσοφίας εξώφυλλο με το “Dances of death…” αλλά υπό sci-fi οπτική και το κυριότερο, πολλά κοινά χαρακτηριστικά όσον αφορά τη μουσική. Thrash metal πιο «γραμμωμένο» και από τον Bruce Lee στο “The way of the dragon”, με τρομερή riff-ολογία και πολλά, πάρα πολλά οκτάνια στη μηχανή του. Το Βέλγιο δεν έβγαλε καλύτερο thrash δίσκο, τελεία και παύλα. “Absolution by termination”, “Dehumanization”, “March of the machines”, “Secrets of the dome” και αντίο ζωή. Επανακυκλοφόρησε μαζί με το ντεμπούτο “Mission executed” πρόσφατα από τη High Roller, και μας έλυσε τα χέρια.
(Δ.Τ)

TESTAMENT – “Practice what you preach” (Megaforce Records, 1989)
Αφού συμπεριλήφθηκε ο κλώνος αυτού του δίσκου (το ”Beyond recognition” των DEFIANCE), δε θα μπορούσε να λείψει η original έκδοση του. Original λέω βέβαια και ξεχνάω μία από τις πλέον RIP-OFF στιγμές της μεταλλικής ιστορίας, όπου οι TESTAMENT για την επόμενη πενταετία τουλάχιστον αναφέρονταν αποκλειστικά ως TESTALLICA. Δε μπορεί κανείς να καταλάβει τη λογική του να ακολουθήσουν τόσο… ξεδιάντροπα κάτι άλλο, ενώ στα δύο πρώτα τους άλμπουμ (”The legacy”/”The new order”) έχουν μεγαλουργήσει όσο ελάχιστοι. Το ”Practice what you preach” είναι ένα φοβερό άλμπουμ πολύ κατώτερο από τους δύο προκατόχους του και πολύ ανώτερο από τους δύο διαδόχους του, έχει τη ρετσινιά της «ξέκωλης» αντιγραφής πάνω του που δεν έχει φύγει ούτε μετά από 30 χρόνια, αλλά έχει και στιγμές που με αντιγραφή ή χωρίς, ελάχιστοι θα μπορούσαν να προσφέρουν. Έχει κι ένα από τα καλύτερα κομμάτια όλων των εποχών (φυσικά αναφέρομαι στο ομότιτλο) το οποίο περιέχει και ένα από τα 10 κορυφαία σόλο όλων των εποχών από τον θεόθεο Alex Skolnick, ο οποίος ποτέ δεν αναγνωρίστηκε όσο του έπρεπε. Ο δε Chuck Billy, απλά «τρίποδας» όπως πάντα.
(Α.Κ)


THOUGHT INDUSTRY – “Songs for insects” (Metal Blade, 1992)

Αφορμή ψάχναμε να αναφερθούμε σε αυτούς του θεότρελους τύπους από το Michigan, μιας και αποτελούν μία περισσότερο σουρεαλιστική avant-garde πρόταση, παρά techno-thrash. Με το ζόρι συμπεριλαμβάνουμε το ντεμπούτο τους “Songs for insects”, μιας και στις μετέπειτα και πιο περιπετειώδεις κυκλοφορίες ξέφυγαν εντελώς. Έχοντας για εξώφυλλο το έργο του Salvador Dalí “Soft construction with boiled beans (Premonition of Civil War)”, οι THOUGHT INDUSTRY περισσότερα κοινά έχουν με τους MR. BUNGLE παρά με τους CORONER. Παρόλα αυτά στο ομώνυμο demo του 1990 που ο Jason Newsted παρέδωσε στην Metal Blade, διασκευάζουν το “Red Barchetta” των RUSH δείχνοντας έτσι κατά κάποιον τρόπο τις προθέσεις τους. Πολυποίκιλο άκουσμα, με σκόρπιους βιομηχανοποιημένους GODFLESH ρυθμούς, VOIVOD-ικές δυσαρμονίες, art-rock τεχνοτροπία και prog λυρισμό διαμέσου thrash metal εκτονώσεων, φέρνει στο νου αντίστοιχες θαρραλέες μπάντες του μη κατατάξιμου προοδευτικού -κυρίως- metal ήχου όπως οι MIND OVER FOUR, NAKED SUN, THE BEYOND, LAST CRACK και λοιπούς… «άκλαυτους». Παραμένει επίσης εντυπωσιακό 27 ολόκληρα χρόνια μετά, πως καταφέρνουν και ελίσσονται από το ένα μουσικό ύφος στο άλλο δείχνοντας περίσσεια τόλμη και θράσος, κάτι που λίγα συγκροτήματα θα μπορούσαν να το επιχειρήσουν.
(K.A)

TOURNIQUET – “Pathogenic ocular dissonance” (Intense Records, 1992)
Όλοι θα έχετε ένα φίλο που ζει κυριολεκτικά στην κοσμάρα του, κανείς δεν πιάνει το χαβαλέ του και προκαλεί αμηχανία αρκετές φορές στην παρέα σας. Ένα τέτοιο συγκρότημα είναι οι χριστιανοί πάλαι ποτέ thrashers TOURNIQUET από το Los Angeles. Με τον Ted Kirkpatrick να κινεί τα νήματα με το ανορθόδοξο drumming του (ο οποίος είχε προλάβει να κάτσει πίσω από τύμπανα στους TROUBLE για δύο χρόνια πριν φορμάρει τους TOURNIQUET), στο τρίτο τους άλμπουμ “Pathogenic ocular dissonance” το thrash metal στοιχείο γίνεται πιο στιβαρό αλλά και πιο σαλεμένο την ίδια στιγμή, με παραγωγή από τον Bill Metoyer (SLAYER, FLOTSAM AND JETSAM, SACRED REICH). Εμβόλιμα doom metal riffs, κλασικές αναφορές, jazzy περάσματα και mid-tempo groove ρυθμοί, όλα αυτά παρεμβάλλονται χωρίς να παίρνεις χαμπάρι από πού σου «σκάνε». Το άλμπουμ κλείνει με το δεκάλεπτο “The skeezix dilemma” του οποίο το δεύτερο μέρος συναντήσαμε στο “Microscopic view of a telescopic realm” του 2000. Αρκετά αγαπητοί στη Christian rock μουσική βιομηχανία με συχνές αναφορές και διακρίσεις μέσω του εξειδικευμένου περιοδικού HM οι TOURNIQUET, με τους αναγνώστες να ψηφίζουν το “Pathogenic ocular dissonance” ως το καλύτερο άλμπουμ των 90’s, αλλά είναι γεγονός πως αυτό το χριστιανικό τους υπόβαθρο έχει αποθαρρύνει αρκετούς από το να ασχοληθούν σοβαρά με το συγκρότημα εκτός των πιο «πειραγμένων» οπαδών. Let the God lead you.
(Κ.Α)

TOXIK – “Think this” (Roadracer, 1989)
Όπως είχα γράψει και στο τρίτο μέρος του αφιερώματος στο 1989 γι’ αυτό εδώ το αριστούργημα, αν θεωρείτε εαυτούς μέλη της σέκτας των θεοπάλαβων που έχουν την απολύτως λογική εντύπωση πως οι WATCHTOWER είναι η πιο ακραία μπάντα όλων των εποχών, σίγουρα έχετε επανειλημμένως ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΙ τούτο το ηχητικό αραβούργημα. Αν πάλι θέλετε να γίνεται μέλος αυτής (της σέκτας), αυτός ο δίσκος θα πρέπει να είναι απ΄ τους πρώτους που οφείλετε να ακούσετε. Τεχνικότατο και απολύτως «γραμμωμένο» thrash, με εκπληκτικά φωνητικά που κάνουν party στις υψηλές συχνότητες και με τους Τεξανούς βασιλιάδες της παράνοιας να αποτελούν τη βασικότερη επιρροή, αφήνει χώρο και σε κάποιους άλλους επίσης θεούς του είδους σαν τους HEATHEN, τους FORBIDDEN και τους TESTAMENT να προσδώσουν και αυτοί το κατιτίς τους. Το “World circus” δεν ήταν κατώτερο. Ήταν όμως πιο άμεσο, πιο κλασσικότροπο αν θέλετε ως άκουσμα, έστω και αν μιλάμε και εδώ για έναν tech «τυφώνα». Οπότε, το “Think this” επιλέχθηκε ως το «βήμα παραπάνω» της μπάντας και ως ένας από τους καλύτερους δίσκους όλων των εποχών για το εν λόγω ιδίωμα. Manifesto, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
(Δ.Τ)


VEKTOR – “Outer isolation” (Heavy Artillery Records, 2011)

Έσκασαν από το πουθενά και αποτελούν μία από τις απολαυστικές και φρέσκες μπάντες του ευρύτερου thrash metal ήχου. Το ντεμπούτο τους “Black future” (2009) αποτελεί το απόλυτο δείγμα τεχνικού thrash τελευταίας κοπής με το πιο πρόσφατο “Terminal redux” (2016) να εκτινάσσει το ιδίωμα σε αστρικά progressive ύψη. Επιλέγεται το “Outer isolation” ως η χρυσή τομή των δύο προαναφερθέντων, με τους VEKTOR να έρχονται με τη φόρα της καλύτερης νέας metal μπάντας εκεί έξω και όχι μόνο να μην απογοητεύουν όσους είχαν ασχοληθεί ήδη μαζί τους, αλλά να κερδίζουν όλο και περισσότερους οπαδούς. Αφηνιασμένοι ρυθμοί, στροβιλισμένες μελωδίες, απίστευτο drumming από τον Blake Anderson και λυσσασμένα τσιριχτά φωνητικά από τον mainman David DiSanto του οποίου το όραμα και έμπνευση δεν δείχνει να έχει ταβάνι. Στο “Outer isolation” θα ακούσετε κάποια από τα καλύτερα τραγούδια του αφιερώματος με επιρροές που τέμνουν το old-school thrash με το εγκεφαλικό black metal και τους DEATH με το obscure-techno thrash των ASPID. Στριφνές συγχορδίες και αρπίσματα στην κιθάρα, εξωπραγματική συνθετική προσέγγιση και sci-fi ατμόσφαιρα, όλα τους ραφιναρισμένα με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο που το progressive metal έχει χρόνια να μας προσφέρει σε αντίστοιχης ποιότητας δημιουργία. Με τον Dave DiSanto να αποτελεί πλέον το μοναδικό μέλος από το ευφάνταστο line-up των τριών δίσκων, ελπίζουμε σε μεγαλειώδη επιστροφή και ελπίζουμε να τα καταφέρει ώστε να έχουμε αφορμή να διαβάζουμε τέτοια αφιερώματα και στο μέλλον.
(K.A)

VOIVOD – “Killing technology” (Noise Records, 1987)
Καναδικό μεγαλείο (part 3)! Δε θα κρύψω ότι θα ήθελα πολύ να συμπεριλάβουμε το ”Dimension Hatross”, αλλά η επιλογή του δίσκου που πήγε τους VOIVOD στο επόμενο επίπεδο ήταν μονόδρομος. Kι αυτό γιατί στο ”Killing technology” οι VOIVOD έπαιξαν για τελευταία φορά thrash με την πλήρη έννοια του όρου. Το συγκρότημα που γεφύρωσε τους MOTORHEAD με τους VENOM και την punk-ίλα των ακουσμάτων τους, πλέον έδινε τη θέση του σε ένα συγκρότημα που μεταμορφώθηκε σε κάτι εξωπλανητικό. Σαν άλλο Voyager, το Voivod και ο Korgull ξεκίνησαν το διαστημικό τους ταξίδι ως εκπρόσωποι της ανθρωπότητας σε κάτι εκτός λογικής, ίσα ίσα για να αποδείξουν το πόσο ικανοί μπορούν να γίνουν οι κοινοί θνητοί, σε σημείο που να γίνει ο καθένας μικρός Θεός του εαυτού του. Το ”Killing technology” είναι το σημείο ανάφλεξης για το παντός καιρού και κλίματος διαστημόπλοιο, το οποίο μέχρι σήμερα ανακάλυψε νέους κόσμους και δεν δείχνει σημάδια κούρασης από τη φθορά του χρόνου. Μέχρι να χαθεί για πάντα κάθε ίχνος επαφής σχετικά με το πόσο ΜΠΡΟΣΤΑ έχουν υπάρξει κάθε φορά και σε κάθε τους κυκλοφορία… VOIVOOOOOOOOD!
(Α.Κ)

WATCHTOWER – “Control and resistance” (Noise, 1985)
Ο μέγας επίλογος του αφιερώματος. Οι αδιαμφισβήτητοι βασιλείς του ιδιώματος. Το συγκρότημα – φετίχ ορισμένων παλαβών σαν την αφεντιά μου, σαν τον Κώστα και σαν τον Άγγελο. Οι Μεγάλοι Αρχιερείς της Στοάς του τεχνοκρατικού thrash. Βάσανο η επιλογή μεταξύ δύο δίσκων ισάξιων. Το “Energetic disassembly” εκτός από ύψιστο συνθετικά, ήταν και η βάση του. Τέσσερεις θεότρελοι Τεξανοί, στους οποίους εν πολλοίς οφείλεται ο όρος “tech thrash”. Φάρος για όλους όσους ακολούθησαν. Δεν χρειάζεται να γεμίσουμε τον χώρο με πολλά λόγια. Οι WATCHTOWER βαδίζουν εκεί όπου το thrash βγαίνει ραντεβού με τη jazz και το fusion. Εκεί όπου η, ας το πούμε έτσι, φυσιολογική δομή ενός metal κομματιού, «πάει περίπατο». Εκεί όπου οι απανωτές παύσεις, οι εκνευριστικές εναλλαγές ρυθμών και τα υψίσυχνα φωνητικά, δίνουν την εντύπωση πως δεν υπάρχει ξεκάθαρη αντίληψη περί «στρωτής» σύνθεσης. Εκεί όπου ο drummer Rick Colaluca μπήκε στο studio, ηχογράφησε τα σαλεμένα θέματά του χωρίς μετρονόμο, και κάλεσε τους υπόλοιπους να «πατήσουν» πάνω τους. Μην ακούτε τους αιώνιους καπηλευτές των πάντων οπαδούς του progressive που ακόμη και τώρα, θεωρούν τους WATCHTOWER progressive μπάντα και βγάζουν καντήλες όταν ακούν τον όρο “thrash”. Σε μια συλλογή με τα καλύτερα thrash metal κομμάτια όλων των εποχών, άνετα θα χωρούσε το ομότιτλο για παράδειγμα. Μα τι λέω… μόνο θα χωρούσε; Θα πρωταγωνιστούσε. “Thinking man’s metal” και τρίχες κατσαρές… εδώ μιλάμε για thrash ‘till death!
(Δ.Τ)

Κάπου εδώ τελειώσαμε. Ελπίζουμε να θυμηθήκατε αγαπημένες μπάντες, αναπολήσατε λατρεμένους δίσκους, και όσοι δεν γνωρίζατε, να μάθατε ενδιαφέροντα πράγματα από αυτό αφιέρωμα. Οι τρεις συντάκτες οι οποίοι όταν ολοκλήρωσαν το εν λόγω αφιέρωμα έκαναν τουλάχιστον δέκα μέρες να συνέλθουν, εύχονται από καρδιάς καλή χρονιά σε όλους με υγεία και, ακούγοντας τους δίσκους που προτείνονται διαβάζοντας το αφιέρωμα, να θελήσετε περισσότερες. Και μη ξεχνάτε:

“Tech thrash is the language of the mad…”

Κώστας Αλατάς, Άγγελος Κατσούρας, Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here