THE HAUNTED – “The haunted” – Worst to best

0
1684












1996 το έτος. Οι AT THE GATES, οι μεγάλοι πιονέροι του μελωδικού death metal αποτελούν παρελθόν. Από τις στάχτες αυτών, ξεπηδούν διάφορες μπάντες. Ο Tomas Lindberg με τον Kristian Wahlin, τους υπέροχους THE GREAT DECEIVER, ενώ οι αδερφοί Bjorler (Anders, Jonas) με τον Adrian Erlandsson, θα σχημάτιζαν μια νέα μπάντα που έμελλε (χωρίς να το ξέρουν οι ίδιοι) να αποδειχθεί πραγματικός καταλύτης για την εξέλιξη του thrash. Ένα thrash που το 1996, χρειαζόταν μια γεμάτη κλωτσιά για να ανανεωθεί και να πάρει χρόνια ζωής. Τη σύνθεση θα συμπλήρωνε ο Patrick Jensen στις κιθάρες (γνωστός από τους SEANCE και τους WITCHERY μετέπειτα) και ο ψυχασθενής τραγουδιστής Peter Dolving. Και κάπως έτσι, γεννιούνται οι THE HAUNTED, το thrash καμάρι της Σουηδίας.

Μετά από ένα demo 2 κομματιών (“Undead”, “Shattered”) το 1997, το συγκρότημα υπογράφει με την Earache, ηχογραφεί στα Fredman υπό τον Fredrik Nordström (ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει) και στις 23 Ιουνίου το 1998, κυκλοφορεί ένα από τα πλέον κομβικά άλμπουμ όλων των εποχών. Ο ομώνυμος δίσκος των THE HAUNTED. Άμα έλεγες σε αυτούς τους τύπους, ότι θα ενέπνεαν τις μπάντες με τις οποίες μεγάλωσαν (KREATOR, SODOM, DESTRUCTION, TESTAMENT, SLAYER κ.ο.κ.) να ξαναπαίξουν thrash αλλά ανανεωμένο, θα κοκκίνιζαν. Όπως πιστεύω ότι κοκκίνησαν όταν οι Bay Area thrash θρύλοι TESTAMENT τους πήραν αγκαζέ σε εκείνη τη περιοδεία, όπου εκείνοι προωθούσαν το “The gathering”, η οποία άφησε μόνο ΠΤΩΜΑΤΑ πίσω της! Ωραία τα είπαμε, αλλά ερχόμαστε στο προκείμενο. Να “κατατάξουμε” αυτό το αραβούργημα του thrash από το “χειρότερο” προς το “καλύτερο”.

“I guess there is no one to blame” που λένε και κάτι συμπατριώτες τους….για πάμε!

The “The haunted” countdown:

12) “Forensick” (4.17):
Ανατριχιαστική αφήγηση του Peter Dolving για τη πραγματικότητα του ’98 στο κόσμο, του πόσο άσχημη είναι η ανθρωπότητα, αλλά και πόσο στραβά θα πάει στο μέλλον το πράγμα. Φινάλε με τη μπάντα να τζαμάρει ένα φοβερό mid-tempo instrumental επί της ουσίας, όπου στο τέλος-τέλος, ακούμε και μια σφήνα του “Princess of the night” των SAXON. O μόνος λόγος που είναι χαμηλότερα από τα άλλα, είναι γιατί μου θυμίζει ότι τελείωσε ο δίσκος και πρέπει να ξαναπατήσω play!

11) “Blood rust” (3.42):
“I see the world as gone” σε άλλη μια στιγμή καθαρών και κάργα δραματικών φωνητικών για τον Dolving, αλλά και σε άλλη μια στιγμή υπέροχων riffs, σε μια από τις πιο τεχνικές συνθέσεις του δίσκου, με πολύ έξυπνη ενορχήστρωση. Η ιδέα της πιο στακάτης εισαγωγής για να κοπεί, προτού αρχίσει το βρωμόξυλο έτι μια φορά, φοβερή! Το riff στη μέση που “σπάει” το ρυθμό, προλογίζοντας ιδανικά το solo, όλα τα λεφτά πραγματικά!

10) “Soul fracture” (3.46):
Αυτό το δυσαρμονικό riff στην εισαγωγή μετά τα τέσσερα “μετρήματα”, δίνει μια ξεχωριστή γεύση στο κομμάτι, που επιβραδύνει μόνο για ένα ρεφρέν που βιδώνει πόδια στο έδαφος για κοπάνημα. Είναι το σύμπτωμα ενός σοβαρού δίσκου, που μέχρι το τέλος της διάρκειας του, σου “δίνει” πράγματα που σε κρατάνε ΕΚΕΙ και χτίζει πάνω σε αυτά. Αυτά είναι τα υλικά που φτιάχνουν από σπουδαίους δίσκους μέχρι αριστουργήματα (καλή ώρα).

9) “Three times” (2.42):
Χτυπήματα στο πιατίνι σε τριάδες, λόγω του ονόματος του κομματιού, που είναι από τις πιο κατεβασμένες σε γκάζια στιγμές του δίσκου. Με τον Dolving να καταπίνει γλιστρίδα κάπου στο 1,5 λεπτό και απλά να rap-άρει σχεδόν. Από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα στο δίσκο, που κορυφώνεται στο “VICTIM, VICTIM, VICTIIIIIM” που κραυγάζει δυνατά ο υπέροχος αυτός τραγουδιστής. Το δε γρύλλισμα “THREE TIMES, MY FIST CAME DOWN” είναι από τα πλέον απειλητικά πράγματα που έχω ακούσει.

8) “In vein” (3.24):
Η ευθεία παραπομπή στους AT THE GATES. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κομμάτι τους με τα φωνητικά του Lindberg από πάνω. Εδώ γίνεται η σύνδεση με το άμεσο παρελθόν (τότε), αλλά και το κλείσιμο (για την ώρα) του τότε κεφαλαίου. Κατά τ’ άλλα, μια χαρά σφαγιαστικό κομμάτι είναι και τούτο εδώ με άκρως αγαπημένο ρεφρέν…”If I shed my blood in vain, could I rest forever; Should I lay my soul to waste; No one lives forever!”. Ήσουν και φοβερός στιχουργός ρε Peter…λίγο μυαλό διάολε…λίγο!

7) “Now you know” (3.31):
Από τα πλέον διαφορετικά κομμάτια του δίσκου, ξεκάθαρα κιόλας. Mid-tempo εξ ολοκλήρου, με μια γκρούβα που θα βλέπαμε περισσότερο αργότερα στη καριέρα των Σουηδών. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι ισοπεδωτικό, με τη riff-άρα στην εισαγωγή να ξυρίζει λαιμούς και να πετσοκόβει σβέρκους, ενώ το γενικότερο μασίφ riffing μου φέρνει στο μυαλό ακόμα και τους METALLICA. Εδώ ακούγονται και καθαρά φωνητικά για λίγο από τον Dolving, άλλο ένα δείγμα του τι θα έρθει στο μέλλον.

6) “Chasm” (3.10):
Η οπτική εκπροσώπηση του δίσκου, μετά τη “μπουνιά στα σχοινιά” του “Hate song” έρχεται αυτό να σου τονίσει ότι ετούτοι οι λεβέντες ήρθαν για να μείνουν. Και θα μείνουν και θα σε δείρουν μέχρι να φτύσεις τα δόντια σου και το γάλα της μάνας που βύζαξες μικρός! Riff μπουνιές ανάλογες του Ταξίαρχου Στάθη Θεοχάρη ακόμα και στο ρεφρέν (“GOING DOWN….LAST TIME”) που ας πούμε ότι πέφτει λίγο ο ρυθμός για να σε ξεγελάσει πως μπορείς να πάρεις ανάσα!

5) “Undead” (2.09):
Αφαλοκόψιμο, ο ορισμός. 2 λεπτάκια και κάτι αρκούν για να μετατρέψουν τον πλέον πράο άνθρωπο σε κτήνος που βγάζει αφρούς από το στόμα. Thrash από το νέο, φρέσκο και άκρως επικίνδυνο χαρμάνι πέντε τυπάδων που απλά θέλανε να παίξουν γρήγορα, αλλά με το δικό τους στοιχείο. Και διάολε, το κατάφεραν! Το ένα από τα δύο κομμάτια εκείνου του demo ως καρποί της σύμπραξης των σπουδαίων αυτών μουσικών. Δε ξέρω για εσάς, πάντως κι εγώ στη θέση της Earache με 10 χέρια θα τους υπέγραφα αν το ’97 άκουγα ΑΥΤΟ να βγαίνει από τα ηχεία μου.

4) “Shattered” (3.18):
SLAYER-ικής φύσεως ευλογημένη σύνθεση, από αυτές που ίσως και οι Άρχοντες να μην μπορούσαν να γράψουν τότε. Όχι από πλευράς γκαζιού, αλλά από πλευράς φρεσκάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Kerry King ο ίδιος τους θαύμασε τα μάλα, τότε όταν πρωτοβγήκαν. Και δε μιλάμε για άνθρωπο που λέει εύκολα καλό λόγο! Το δε κόψιμο στη μέση ρυθμικά, είναι για σεμινάριο συνθετικής εξυπνάδας. Έτσι γίνεται σωστά κύριοι. Το έτερο κομμάτι του demo που προαναφέραμε!

3) “Hate song” (3.00):
“JUST LAY BACK AND CHILL CAUSE I RUN THIS SHOW” ουρλιάζει ο Dolving στο δεύτερο κουπλέ. Αμφιβάλλει κανείς; Όχι βέβαια, οι THE HAUNTED μπήκαν με το καλημέρα σας μπροστά στις εξελίξεις, γεννώντας μια φουρνιά μπαντών και δίνοντας χρόνια ζωής στο αγαπημένο ιδίωμα του γράφοντος. Ειδικά το μικρό σημείο λίγο πριν το δεύτερο κουπλέ, αρκεί για να αρχίσουν να φεύγουν μπάτσες δεξιά και αριστερά οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε.

2) “Choke hold” (3.44):
Αυτό που λέει ο τίτλος. Ακριβώς όμως. Σε πιάνει από το λαιμό, σε σφίγγει μέχρι τέλους και έπειτα σε στέλνει στον αγύριστο. Εδώ, απλά ξεγυρισμένες σφαλιάρες και μπουνιές μέχρι να ομολογήσεις. Ό,τι θες εσύ, θα το ομολογήσεις. Από το που είναι τα λεφτά που του χρωστάς, που έχεις κρυμμένη τη κόρη του Liam Neeson, ποιος έφαγε το τελευταίο κομμάτι πίτσα…ή και όλα αυτά μαζί! ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ, ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΖΩΕΣ!

1) “Bullet hole” (4.18):
Η πιο πλήρης σύνθεση του δίσκου. Γκαζωμένο όπως όλα τα υπόλοιπα (σχεδόν) κομμάτια του δίσκου, μα και έχοντας mid-tempo πτυχή και αρκούντως γουστόζικη γκρούβα, μέσα στον ορυμαγδό του δίσκου, ενώ κάπου στο 2:38 ξεπροβάλλει μια riff-άρα παραλλαγή της εισαγωγικής, που προλογίζει το solo που είναι ό,τι πιο TESTAMENT ΔΕΝ έγραψαν οι TESTAMENT εκείνη τη περίοδο. Σφαγή στο ίσωμα, με τον Dolving σε μια καταπληκτική αλλοφροσύνη!

BONUS ROUND: Οι δύο κομματάρες, που ήταν διαθέσιμες μόνο σε σκόρπιες εκδόσεις Ιαπωνικής κυρίως προέλευσης, “I’ll be damned” και “Burner” για τη δική σας απόλαυση!

Ο δίσκος εξερράγη, η Earache έτριβε τα χέρια της με το νέο σπουδαίο συγκρότημα που βρέθηκε στις τάξεις της, ενώ οι ίδιοι θα έκαναν “ζευγαράκι” με το “Made me do it” (2000) (έχω τοποθετηθεί εκτενώς σε κείμενο πιστεύω!). Μάλιστα, είχαμε και τη πρώτη τους live κυκλοφορία τότε, το “Live rounds in Tokyo” (2001) σε CD, ενώ οπτικά, συν άλλη μια συναυλία στο Malmo, απεικονίστηκε στο “Caught on tape” (2002). Η πορεία για τους Σουηδούς, θα πήγαινε μόνο προς τα πάνω εμπορικά μιλώντας!

Και κάπως έτσι, τελείωσε αυτό το κείμενο. Ελεύθεροι, ως είθισται να διαφωνήσετε (κοσμίως), να ανακατατάξετε, αλλά κυρίως: βάλτε το, διαλύστε τα όλα και θυμηθείτε τι και γιατί είχε το αντίκτυπο που είχε. Εις το επανιδείν!

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here