THE INSIDER – 14 unknown stories about “Hemispheres” by RUSH

0
453












Ένα από τα απόλυτα αριστουργήματα του progressive rock/metal ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το, το “Hemispheres” των RUSH, είτε το πιστεύουμε είτε όχι, κλείνει σήμερα 42 χρόνια ύπαρξης!!! 29 Οκτωβρίου του 1978 βγήκε και προφανώς άφησε τον κόσμο με ανοιχτό στόμα, παρότι είχαν προηγηθεί δύο δίσκοι παραπλήσιοι ηχητικά, όπως το “2112” και το “A farewell to kings”.  Έχοντας ουσιαστικά μόνο τέσσερα τραγούδια, το “Hemispheres” πέρασε στο πάνθεον των κορυφαίων δίσκων του ιδιώματος -όχι άδικα- και ο Σάκης Φράγκος έψαξε και βρήκε 14 λιγότερο γνωστές ιστορίες γύρω από το άλμπουμ και τις παρουσιάζει.
• To “Cygnus X-1 Book II: Hemispheres”, όπως μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει, είναι η συνέχεια του “Cygnus X-1 Book I: The Voyage”, που υπήρχε στο προηγούμενο άλμπουμ τους, το “A farewell to kings”. Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές στην Ελληνική Μυθολογία, αφού απεικονίζεται ουσιαστικά μία διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Διόνυσο, που λύνεται από τον Cygnus, που –μαντέψτε- δεν είναι κάτι άλλο από τον κύκνο, o οποίος ισχυρίστηκε ότι για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ζήσουν καλά, πρέπει να υπάρχει ισορροπία στην καρδιά και το μυαλό. Ο λόγος που γράφτηκε δεύτερο μέρος του τραγουδιού; Πολύ απλά, διότι στο “A farewell to kings”, όπου υπήρχε το Book I, ο Neil Peart είχε γράψει “to be continued”…

• Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε, όπως και το “A farewell to kings” στα Rockfield Studios, στην Ουαλία, που βρίσκονται σε μία φάρμα. Ίσως για πρώτη φορά, το συγκρότημα πήγε να μείνει στη φάρμα που υπήρχε δίπλα στα στούντιο, χωρίς να έχει γράψει τίποτα ουσιαστικά! Όσο προχωρούσε η συνθετική διαδικασία, το γκρουπ έβλεπε ότι η μουσική πήγαινε ολοένα και πιο τεχνική, περίπλοκη και απαιτητική, με αποτέλεσμα, εκεί που προηγούμενοι δίσκοι τους έπαιρναν 4-5 εβδομάδες να ολοκληρωθούν, το “Hemispheres” τους πήρε 3 ολόκληρους μήνες. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, υπήρχε συνεχώς άγχος με τα deadline ενώ και το κόστος παραγωγής εκτοξεύτηκε στις 100.000 δολάρια, πολύ παραπάνω απ’ όλα τα προηγούμενα. Όπως ομολογούν τα μέλη του συγκροτήματος, πολλά χρόνια αργότερα, βλέποντας την πιο περίπλοκη και προοδευτική πορεία που έπαιρνε ο δίσκος, έκαναν εντελώς λάθος χρονικούς υπολογισμούς, υποτιμώντας την έννοια του χρόνου, επειδή οι ιδέες που είχαν, ήταν πολύ πιο φιλόδοξες απ’ όσο είχαν στο μυαλό τους στο ξεκίνημα. Αυξήθηκε κατακόρυφα ο χρόνος που βρίσκονταν στην προ-παραγωγή και τελικά μπήκαν στο στούντιο σχεδόν τέσσερις εβδομάδες αργότερα, ενώ σε προηγούμενους δίσκους, στον ίδιο χρόνο είχαν ηχογραφήσει ολόκληρο το άλμπουμ!!! Πέραν αυτού, ήταν τόσο φιλόδοξη η ηχογράφηση, που ήθελαν να παίξουν όλο το υλικό live, οπότε έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι στην εντέλεια.
• Ενώ είχαν κάνει ήδη μία σχετική επιτυχία με το “Closer to the heart”, στο μυαλό τους δεν είχε μπει ποτέ η ιδέα να κάνουν ένα εμπορικό τραγούδι, ώστε να έχουν παραπλήσια ή και μεγαλύτερη επιτυχία. Όπως ομολογεί ο Geddy Lee στις συνεντεύξεις του, οι RUSH πρέπει να είναι το συγκρότημα με τα περισσότερα αποτυχημένα single, όλων των εποχών, αφού δεν ήξεραν πώς να γράφουν εμπορικά τραγούδια και το μόνο κριτήριο για να βγει ένα τραγούδι τους σε single, ήταν η χρονική του διάρκεια!!! Αντί λοιπόν να θέλουν να γράψουν εμπορικά τραγούδια, εκείνοι είχαν στο μυαλό τους να γράψουν ένα τεράστιο σε διάρκεια κομμάτι που να πιάνει μία πλευρά δίσκου, επειδή θεωρούσαν ότι το “Fountain of Lamneth” από το “Caress of steel” ήταν πολύ αφελές, ενώ το “2112”, που ακολούθησε, ήταν αυτό που ήθελαν, απλά όμως μέρος μίας rock όπερας. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, συνειδητοποίησαν ότι η τάση των prog rock συγκροτημάτων να γράφουν 20λεπτα τραγούδια, με θέματα περίπλοκα και απαιτητικά, καταντά κάτι συμβατικό όταν το κάνει κάποιος σε κάθε δίσκο. Κατά κάποιο τρόπο ευτελίζεται και αποφάσισαν να μην ξανακάνουν κάτι παρόμοιο στο μέλλον.

• Είτε το πιστεύει κανείς, είτε όχι, ίσως το πιο κομβικό τραγούδι του δίσκου, ήταν το “Circumstances”, το οποίο έδειξε το δρόμο που θα ακολουθούσαν στο μέλλον. Πλέον, αποφάσισαν ότι τους ιντρίγκαρε περισσότερο να γράψουν ένα compact τετράλεπτο κομμάτι, παρά ένα 20λεπτο έπος. Έβρισκαν ότι γι’ αυτούς ήταν μία διαφορετική πρόκληση, κάτι ίσως πιο γοητευτικό. Το συγκεκριμένο τραγούδι, περιέχει –για την ιστορία- και τους μοναδικούς στίχους των RUSH που είναι στα γαλλικά. “Plus ça change, plus c’est la même chose”, που στη συνέχεια εξηγούν “the more the things change, the more they stay the same”. Επίσης, πρέπει να τονίσουμε ότι ήταν ένα τραγούδι που γράφτηκε την τελευταία στιγμή, καθώς έπρεπε να έχουν ένα ακόμη κομμάτι για τον δίσκο και το συνέθεσαν μέσα σ’ ένα απόγευμα. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει και με το “Twilight zone” στο “2112” που το έγραψαν σε μία μέρα, αλλά και αργότερα με το “Vital signs” και το “New world man”.

• Οι στίχοι του “The trees”, οι οποίοι γράφτηκαν πριν την μουσική του κομματιού, είναι σαφώς επηρεασμένοι από την παραμονή του γκρουπ στην αγγλική εξοχή, με τις τεράστιες εκτάσεις με γκαζόν και δέντρα και τα πρόβατα δίπλα στο στούντιο. Ουσιαστικά όμως είναι μία μεταφορά για την κυριαρχία της Αγγλίας (που συμβολίζεται από τη βελανιδιά – oak) επί του Καναδά, της πατρίδας τους (που συμβολίζεται από το σφεντάμι, που είναι το σύμβολο που υπάρχει στην σημαία της χώρας αυτής). Αν προσέξει κανείς τους στίχους, μιλούν για τη διαμαρτυρία του σφενταμιού επειδή οι βελανιδιές μεγαλώνουν πολύ και παίρνουν όλο τον ήλιο. “There is unrest in the forest
There is trouble with the trees
For the maples want more sunlight
And the oaks ignore their pleas”
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο τεράστιος Neil Peart, μία από τις πολύ μεγάλες απώλειες του 2020, θεωρούσε ότι οι στίχοι του αυτοί ήταν αρκετά τετριμμένοι, αλλά εμάς μας αρέσει, πώς να το κάνουμε!
• Κάποια στιγμή, είχαν στο μυαλό τους να χρησιμοποιήσουν τεράστια stage props για το “The trees”, δηλαδή να υπάρχουν στην σκηνή τεράστιες βελανιδιές που να «τσακώνονται» με τα σφεντάμια, αλλά μόλις άκουσαν το τελικό κόστος αυτού που είχαν στο μυαλό τους, έκαναν πίσω και δεν το ξανασκέφτηκαν ποτέ πια!
• Το instrumental “La Villa Strangiato”, ήταν μάλλον το πιο απαιτητικό κομμάτι που είχαν γράψει οι RUSH μέχρι τότε και ίσως το απαιτητικό τους, γενικώς. Για «χάρη του», έκαναν τον μεγαλύτερο συμβιβασμό που είχαν κάνει ποτέ. Ήταν τόσο τελειομανείς, αφού ηχογραφούσαν όλους τους δίσκους τους live, χωρίς καμία διακοπή. Φυσικά, μετά έκαναν overdubs, αλλά τα τραγούδια γράφονταν one-take. Στο “La Villa Strangiato”, αυτό ήταν αδύνατο να γίνει, επειδή ήταν πάρα πολύ απαιτητικό. Οι πρόβες που έκαναν, ήταν εξαντλητικές. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι το έπαιζαν τέσσερα μερόνυχτα συνεχώς, παρόλα αυτά, δεν κατάφεραν να το παίξουν όσο τέλεια ήθελαν ώστε να το ηχογραφήσουν με τον συνηθισμένο τους τρόπο, οπότε το έκαναν σε τρία μέρη, τα οποία και τα ένωσαν. Κάτι που τα τελευταία χρόνια γίνεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, αλλά τότε ήταν εντελώς διαφορετικό ζήτημα, λόγω της τεχνολογίας που δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη. Ίσως αυτό το γεγονός, να ήταν ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας που δεν συνέχισαν να γράφουν τεράστια σε διάρκεια και πολύπλοκα κομμάτια. Ένιωθαν να χάνουν σε ενέργεια και δεν ήθελαν να μπουν σε διαδικασία συμβιβασμών. Για να φανταστείτε πόσο δύσκολο ήταν το τραγούδι, ο Geddy Lee σε συνεντεύξεις που έκανε εκείνη την περίοδο για τον δίσκο, έλεγε ότι για να ηχογραφήσουν το “La Villa Strangiato”, τους πήρε όσο χρειάστηκαν να ηχογραφήσουν ολόκληρο το “Fly by night”!!! Τη στιγμή που το έγραψαν και οι τρεις τους πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να το ξαναπαίξουν, αλλά όπως είχε πει ο Alex Lifeson στο Guitar Player πριν λίγα χρόνια, τώρα μπορούν να το παίξουν και να βλέπουν ταυτόχρονα τηλεόραση!
• Συνεχίζοντας με το “La Villa Strangiato” (περίεργη πόλη, στα ελληνικά, αλλά ουσιαστικά ήταν μία λέξη που την εφηύραν, μία μίξη Γαλλικών, Ισπανικών και Ιταλικών), πρέπει να πούμε ότι είχε εμπνευστεί από τους εφιάλτες που έβλεπε ο Alex Lifeson σχεδόν κάθε βράδυ. Όχι από κάποιους συγκεκριμένους, αλλά από το γεγονός ότι έβλεπε κάτι τέτοιο συνεχώς και γινόταν η σχετική καζούρα κάθε πρωί από τους υπόλοιπους δύο, που τους έλεγε στο πρωινό «δεν θα πιστέψετε αυτό που είχα το βράδυ»… Είναι χωρισμένο σε 12 μέρη, όσα και οι εφιάλτες θα λέγαμε, με την επωνυμία “An Exercise in Self-Indulgence” και χαρακτηριστικούς τίτλους όπως “The Ghost of the Aragon”, “Monsters!”,  “To sleep, perchance To dream…”. Υπήρχε όμως κι ένα σημείο, στο “Monsters!” (5:49–6:09) και στο “Monsters! (Reprise)” (8:03–8:16) που ήταν –να το πούμε ευγενικά- «δάνειο» από το “Powerhouse” του Raymond Scott. Το κομμάτι εκείνο είχε γραφτεί το 1937 (!!!) και ο Raymond Scott ήταν ίσως ο άνθρωπος που έχει γράψει περισσότερη μουσική για καρτούν από οποιονδήποτε άλλο. Οι ιδιοκτήτες των δικαιωμάτων της μουσικής του Scott, ποτέ δεν κινήθηκαν νομικά εναντίον των RUSH, παρόλα αυτά οι Καναδοί δείχνοντας ότι σέβονται πρόσωπα και καταστάσεις, από μόνοι τους έδωσαν ένα χρηματικό ποσό στον καλλιτέχνη και τους εκπροσώπους του. (Τσεκάρετε το “Powerhouse” στο 1:15)

• Ο μεγάλος χαμός σ’ αυτό το άλμπουμ, όμως, έγινε με την ηχογράφηση των φωνητικών. Έχοντας ξοδέψει πολύ περισσότερο χρόνο για να γράψουν τα κομμάτια, απ’ ότι συνήθως, τις μελωδίες των φωνητικών τις τραγούδησε ο Geddy Lee πάνω σε ακουστική κιθάρα, χωρίς όμως να τσεκάρει τα κλειδιά που έπαιζαν και το γεγονός ότι δεν μπορούσε να τραγουδήσει τόσο ψηλά!!!  Όλο αυτό, οδήγησε σε συνεχόμενες αντεγκλήσεις με τον παραγωγό Terry Brown, αφού συνεχώς εκνευριζόταν κι έβγαινε να περπατήσει στους δρόμους ώστε να ηρεμήσει και να ανακτήσει δυνάμεις. Εννοείται ότι δεν υπήρχε πισωγύρισμα, αφού τα φωνητικά γράφτηκαν σε άλλο στούντιο, στο Λονδίνο και φυσικά δεν θα πετούσαν στα σκουπίδια ότι είχαν γράψει τόσον καιρό, οπότε απλά έπρεπε να υπερβεί τις δυνατότητές του ο Lee. Αυτό κι έγινε, αλλά ως αποτέλεσμα ήταν για πάρα πολλά χρόνια να μην παίζουν τραγούδια στις συναυλίες τους από εκείνο το άλμπουμ, επειδή δεν ένιωθε καθόλου άνετα ο Geddy Lee να παίζει όλα αυτά τα απαιτητικά θέματα και να πιέζεται τόσο πολύ να τραγουδήσει. Θα μου πείτε, για ποιον λόγο δεν άλλαζαν κλειδί  ώστε να είναι πιο άνετος, η απάντηση έρχεται απότομα απ’ όλα τα μέλη: «αυτό, εκείνη την εποχή θα ήταν ένας συμβιβασμός που δεν θα μπορούσαμε να τον δεχτούμε». Οι καιροί αλλάζουν όμως και όσο μεγάλωναν οι RUSH, αποφάσισαν να βάλουν νερό στο κρασί τους και τα τελευταία χρόνια, σποραδικά έβαζαν τραγούδια από το “Hemispheres” στις περιοδείες τους –σωστά καταλάβατε- αλλάζοντας το κλειδί. Ο λόγος, λοιπόν, που δεν έπαιζαν τραγούδια live, δεν ήταν η περιπλοκότητα, αλλά το γεγονός ότι ο Geddy Lee δεν μπορούσε να τα τραγουδήσει σωστά.
• Στην anniversary edition του “Hemispheres”, υπάρχει ως bonus CD μία συναυλία τους από το Pinkpop Festival, τον Ιούνιο του 1979. Η συγκεκριμένη συναυλία δεν ήταν και από τις πολύ εύκολες για τους RUSH, διότι λίγες μέρες πριν, ο Alex Lifeson είχε ένα ατύχημα στην κρεβατοκάμαρά του (δεν είχε πει σε κανέναν πως συνέβη) και χτύπησε πολύ σοβαρά τα δάχτυλά του, με αποτέλεσμα να ακυρωθούν κάποιες εμφανίσεις τους στη Γερμανία. Η εμφάνισή τους στο Pinkpop ήταν η πρώτη συναυλία τους μετά τις ακυρώσεις, χωρίς να έχει αναρρώσει πλήρως. Το απόγευμα, λίγο πριν τη συναυλία, ενώ ετοιμάζονταν για το soundcheck, ο τεχνικός του Lee, ο Jack Secret (αυτό ήταν το nickname του, αφού το πραγματικό όνομα ήταν Tony Geranios, προφανώς ελληνικής καταγωγής), είχε καπνίσει διάφορα περίεργα τσιγάρα και αποφάσισε να πηδήξει από έναν τοίχο, νομίζοντας ότι είναι πάτωμα από πίσω. Μόνο που ήταν τσιμεντένιες σκάλες κι έπεσε και τσακίστηκε, σπάζοντας και τα δύο πόδια του!!! Αφού του παρασχέθηκαν όλες οι ιατρικές βοήθειες, βρέθηκε στην ώρα του στο show, παρότι ξαπλωμένος, αφού φυσικά δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ακόμα και το ίδιο το συγκρότημα, απορούσε πως μπόρεσε να παίξει τόσο καλά, με όλες αυτές τις ατυχίες που τους είχαν συμβεί… Επίσης, από αυτήν την συναυλία, για τεχνικούς λόγους δεν είχαν ηχογραφηθεί τα δύο πρώτα μέρη του “2112” (το “Overture” και το “Temple of Syrinx”). Για να δοθεί στον κόσμο, λοιπόν, μία πλήρης εικόνα των RUSH εκείνης της περιόδου, υπάρχει ως έξτρα στο bonus CD (μόνο γκρουπ σαν τους RUSH θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό), ολόκληρη η εκτέλεση του “2112” από ένα show στην Αριζόνα, το 1978, από την περιοδεία για το “Hemispheres”.

• Στην Record Store Day του 2017, κυκλοφόρησε σε 5000 μόλις αντίτυπα ένα 12’’ βινύλιο που περιείχε και τα δύο μέρη του “Cygnus X-1” (από το “A farewell to kings” και το “Hemispheres”), με καινούργιο εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο επί σειρά ετών σχεδιαστής εξωφύλλων του γκρουπ, Hugh Syme.
• Κατά τη διάρκεια της περιοδείας που ακολούθησε, ο Alex Lifeson, κατάφερε να πάρει το δίπλωμα πιλότου που τόσο πολύ ήθελε, προσπαθώντας να διαβάζει στα διαλείμματα ανάμεσα στις διάφορες ημερομηνίας που έπαιζαν και πηγαίνοντας στα αεροδρόμια για πρακτική, όσο πιο συχνά μπορούσε. Ο ίδιος λέει ότι το έκανε επειδή ήθελε πολύ να κάνει κάτι εκτός συγκροτήματος, που απαιτούσε πολύ δουλειά.
• Το εξώφυλλο, κλασικά, σχεδίασε ο σπουδαίος Hugh Syme. Η φιγούρα με το κοστούμι, μοιάζει πάρα πολύ στον πίνακα “The son of man” του σουρρεαλιστή Rene Magritte. Ο άνθρωπος αυτός, είναι ένας φίλος του Syme, που ήταν επίσης το γυμνό μοντέλο στο Starman λογότυπο του “2112”. Το γυμνό μοντέλο αυτού του εξωφύλλου, ήταν ένας χορευτής από το Toronto, ενώ τον εγκέφαλο που φαίνεται, τον δανείστηκε από το Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης του Καναδά. Η ιδέα είναι βασισμένη στο Απολλώνιο και Διονυσιακό μέρος του εγκεφάλου. Μένοντας λίγο ακόμα στους εγκεφάλους, στο gatefold βινύλιο, μπορούμε να δούμε ότι υπάρχουν τρεις. Ο αριθμός τρία, είχε συνέχεια στα εξώφυλλα των RUSH, αφού στο “Moving pictures” υπάρχουν τρεις αψίδες και στο “Hold your fire” τρεις σφαίρες.
• Για το τέλος, για τους συλλέκτες, υπάρχει μία promo έκδοση του “Hemispheres” που βγήκε το Δεκέμβριο του 1978 σε βινύλιο, ύστερα από απαίτηση ραδιοφωνικών σταθμών στον Καναδά και την Αμερική, που περιέχει το ομώνυμο κομμάτι, χωρισμένο στα 8 διαφορετικά μέρη για να μπορεί να παιχτεί στο ραδιόφωνο όποιο μέρος ήθελαν οι σταθμοί. Τζάμπα πράμα. Αν το βρείτε, μην πιστέψετε ότι μπορεί να πουληθεί λιγότερο από 200 ευρώ.

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here