21 Ιουλίου 1971. Ποιος να φανταζόταν ότι οι BLACK SABBATH, ένα συγκρότημα που τον Φεβρουάριο της προηγούμενης χρονιάς θα είχε κυκλοφορήσει το ομώνυμο ντεμπούτο του, 15 μήνες αργότερα, θα έβγαζε τον τρίτο του δίσκο, που ΚΑΙ αυτός έμελλε να γραφτεί στην ιστορία του heavy metal με χρυσά γράμματα; Ο Σάκης Φράγκος έψαξε και βρήκε 15+1 άγνωστες ιστορίες πίσω από το δίσκο που έχει αφήσει διαχρονικά τραγούδια στο heavy metal, όπως το “Children of the grave”, το “Sweat leaf”, το “Into the void” και τόσα άλλα. Μακράν ο πιο HEAVY METAL δίσκος που είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε.
- Το “Paranoid”, είχε πάει αδιανόητα καλά στα charts και λογικό ήταν να υπάρχει πολύ μεγάλη πίεση και ο επόμενος δίσκος να πάει εξίσου καλά. Εξ ου και το γεγονός πως παρότι έκαναν αρκετές συναυλίες στο ενδιάμεσο, οι BLACK SABBATH είχαν μπει στα Island Studios από την Πρωτοχρονιά του 1971, προκειμένου να ηχογραφήσουν αυτό που έμελλε να γίνει το “Master of reality”. Το δίδυμο πίσω από την κονσόλα, παρέμεινε ίδιο, δηλαδή ο Rodger Bain, μαζί με τον Tom Allom (που αργότερα ξεκίνησε να δουλεύει με τους JUDAS PRIEST). Εκείνο που είχε αλλάξει όμως –κι αυτό ήταν μία πολύ σημαντική αλλαγή- ήταν η κονσόλα του στούντιο, που είχε πλέον 16 κανάλια, αντί για 8, κάτι που τους έδινε το περιθώριο να πειραματιστούν πολύ περισσότερο με τον ήχο και να κάνουν και πολλά overdubs.
- Εκείνα τα χρόνια, οι δίσκοι πολλές φορές κυκλοφορούσαν με σημαντική καθυστέρηση σε διαφορετικές ηπείρους, για πάρα πολλούς λόγους. Το “Paranoid”, για παράδειγμα, είχε κυκλοφορήσει στην Αμερική, στις 7 Ιανουαρίου του 1971, ενώ στην Ευρώπη είχε βγει τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους. Αντίστοιχα, το Σεπτέμβριο του 1970, είχε βγει το “Black Sabbath”, 7 μήνες αργότερα από την Ευρώπη. Η εταιρία, βλέποντας ότι το ντεμπούτο πούλαγε ακόμα σαν ζεστό κέικ, ζητούσε να καθυστερήσουν λίγο τις ηχογραφήσεις, επειδή τον πρώτο μήνα, μόνο, είχαν πουλήσει μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Και το “Paranoid”, έγινε πλατινένιο σε μικρό χρονικό διάστημα, οπότε οι SABBATH είχαν την ευκαιρία να κάνουν κάποιες περιοδείες, έχοντας αλλάξει πλέον και το management τους, από τον Jin Simpson, στον Patrick Meehan.
- Τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησαν, ήταν το “After forever” και το “Spanish sid”!!! Ποιο ήταν αυτό, το τελευταίο; Ήταν το working title του “Into the void”. Και τα δύο αυτά τραγούδια, τα παρουσίασαν σε κάποιες συναυλίες τους στην αρχή της χρονιάς, αλλάζοντας τους στίχους συνεχώς στο “Spanish sid” (ή μήπως στο “Into the void”). Εκείνη την περίοδο, ηχογράφησαν κι ένα τραγούδι που το ονόμασαν “Weevil woman ‘71”, με τον σαφέστατο υπαινιγμό στο “Evil woman”, το single από το ντεμπούτο τους, που τους υποχρέωσε η εταιρία τους να κυκλοφορήσουν και όπως γνωρίζουμε, ήταν μία …διασκευή! Το recording session αυτό, πάντως, κράτησε μόνο δύο μέρες, καθώς για δύο σχεδόν μήνες, το συγκρότημα αλώνισε όλον σχεδόν τον κόσμο παίζοντας live, εκτός από την Ιαπωνία, που δεν τους άφηναν να μπουν στη χώρα λόγω προβλημάτων με το νόμο (ο Ozzy είχε συλληφθεί για κλοπή και οι Iommi και Ward για κατοχή μαριχουάνας).
- Μετά τις συνεχόμενες συναυλίες τους και πριν κυκλοφορήσει το “Master of reality”, ο Ozzy Osbourne, παντρεύτηκε τη Thelma Riley, με την οποία είχε δεσμό και ήταν ήδη έγκυος στο πρώτο τους παιδί, την Jessica Starshine Osbourne, η οποία γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1972. Ο Ozzy Osbourne, είναι ιδιαίτερα περιγραφικός στην αυτοβιογραφία του, “I am Ozzy”, σχετικά με το πώς προσπάθησε για πρώτη φορά στη ζωή του να οδηγήσει αυτοκίνητο έχοντας μέσα τη σύζυγό του που έπρεπε να την πάει στο μαιευτήριο επειδή είχαν σπάσει τα νερά…
- Πάμε τώρα στο άλμπουμ καθ’ αυτό, το οποίο είχε μία παγκόσμια καινοτομία, η οποία έμελλε να καθορίσει εξελίξεις στη μουσική και να επηρεάσει χιλιάδες συγκροτήματα. Από τη στιγμή που είχαν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους να πειραματιστούν (ας μην ξεχνάμε ότι το “Black Sabbath”, για παράδειγμα, ηχογραφήθηκε σε δύο μέρες), έψαχναν να βρουν τρόπο για να κάνουν τον ήχο τους πιο δυνατό, πιο «παχύ» και αποφάσισαν να ξεκουρδίσουν την κιθάρα του Iommi κατά τρία ημιτόνια (το επονομαζόμενο Drop-D tuning), μία μέθοδο που πρώτοι εκείνοι εφάρμοσαν και ακολούθησαν άπειροι, για τους δικούς τους λόγους. Ο Iommi έψαχνε να βρει εναλλακτικές για να βαρύνει τον ήχο του, επειδή δεν είχαν ρυθμικό κιθαρίστα, ούτε πλήκτρα που να δίνουν το βάθος εκείνο κι έπρεπε όλα αυτά να τα κάνει με μία κιθάρα. Θα πρέπει να προσθέσουμε όμως και το πρακτικό του πράγματος, διότι με το πρόβλημα που είχε στα δάχτυλά του ο Μεγάλος, δεν πονούσε πολύ όταν έκανε bend τις χορδές, επειδή με το χαμηλότερο κούρδισμα, ήταν πιο χαλαρές… Παράλληλα, το ίδιο έπραξε και ο Geezer Butler στο μπάσο του. Για την ιστορία, αυτήν την τακτική, την ακολούθησε στα “Children of the grave”, “Lord of this world” και “Into the void”.
- Ας δούμε και τα τραγούδια του δίσκου ένα προς ένα, ξεκινώντας από το “Sweet leaf”, ένα ερωτικό τραγούδι προς… τη μαριχουάνα!!! Η αλήθεια είναι πως είχε ξεκινήσει μ’ ένα εντελώς διαφορετικό σκεπτικό, αφού μιλούσε για αγάπες κι έρωτες. Με γυναίκες!!! Ακούστε την αρχική του έκδοση που διέρρευσε πριν ένα χρόνο!!!
Μιλάμε για στίχους “I want you, baby, to be my wife, to love and cherish for the rest of my life”. Πως άλλαξε όμως το concept των στίχων ΕΝΤΕΛΩΣ; Ο αστικός μύθος, λέει ότι αυτό οφείλεται σ’ ένα ταξίδι του Geezer Butler στην Ιρλανδία, όπου είχαν τα τσιγάρα “Sweet Afton”, τα οποία μπορούσες να βρεις μόνο εκεί και όταν άνοιγες το πακέτο, έγραφε: “The sweetest leaf you can buy”, οπότε επικράτησε ο τίτλος “Sweet leaf”. Βέβαια, οι μερακλήδες που ξεψαχνίζουν κάθε μικρή ή μεγάλη ιστορία, παρατήρησαν ότι τα τσιγάρα αυτά δεν είχαν το motto που υποστηρίζει ο Geezer, αλλά το “The best that money can buy”. Από την άλλη, υπήρχε μία άλλη μάρκα τσιγάρων, τα Odgen, που είχαν το motto, “Sweet leaf” και πιθανώς να μπερδεύτηκε ο αγαπημένος μπασίστας. Γενικώς όμως, το πιάσαμε το νόημα. Εκείνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, είναι ο βήχας στο ξεκίνημα που καταλήγει σε μία λούπα, προέρχεται από τον Tony Iommi, ο οποίος δοκίμασε να κάνει ένα τσιγαριλίκι που του έδωσε ο Ozzy, το οποίο ήταν τόσο μεγάλο που –όπως φαίνεται- τον έπνιξε. Ο βήχας αυτός ηχογραφήθηκε και παίζει να είναι και ο πιο διάσημος βήχας στη μουσική!!! (σ.σ. inside joke: Μετά από αυτούς των MASTER’S HAMMER – για τον Λευτέρη Τσουρέα!!!). - Υπάρχει κόσμος που υποστηρίζει ότι το αρχικό του riff, είναι επηρεασμένο από το “Hungry freaks daddy” του Frank Zappa, αν το ακούσετε όμως, θα συμφωνήσετε μαζί μου, πιστεύω, ότι δεν πρέπει να στέκει πάρα πολύ αυτός ο ισχυρισμός και μάλλον βασίζεται περισσότερο στην αγάπη του Butler για τον Zappa.
Εκείνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, είναι η χρήση του βασικού riff του “Sweet leaf” (μαζί με τα ντραμς του “When the levee breaks” των LED ZEPPELIN), στο “Rhymin’ and stealin’” των BEASTIE BOYS μέσα από το “Licenced to ill”
Όπως επίσης, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των RED HOT CHILI PEPPERS, το “Give it away”, από το “Blood sugar sex magik”, είχε στο τελείωμά του το βασικό riff του κομματιού αυτό, με τον John Frusciante, να δηλώνει φανατικός οπαδός των SABBATH…
- Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που συνέβαινε σε κυκλοφορίες της Warner στις ΗΠΑ, ήταν η παρουσία των επονομαζόμενων «ghost titles», δηλαδή τίτλων τραγουδιών που απλά …δεν υπήρχαν!!! Στους BLACK SABBATH είχε συμβεί και στα δύο προηγούμενα άλμπουμ! Έχει ακούσει κανείς στο ντεμπούτο τους τα τραγούδια “A bit of finger”, “Wasp” και “Basically”; Ούτε ο ίδιος ο Iommi!!! Στο “Paranoid” είχαμε τα “Luke’s wall” και “Jack the stripper”. Στο “Master of reality” έχουμε τα “The elegy”, “The haunting”, “Step up” και “Deathmask”. Ψάχνοντας, λοιπόν, το λόγο πίσω από αυτό, φαίνεται ότι υπήρχε μία συμφωνία που είχε να κάνει με το publishing, όπου γκρουπ που έπαιζαν μεγαλύτερα σε διάρκεια τραγούδια, όπως οι BLACK SABBATH, έπρεπε να φαίνεται ότι έχουν τουλάχιστον 10 τραγούδια στο δίσκο και πολλές φορές, αυτοί οι επιπλέον τίτλοι έμπαιναν αργότερα, σε διάφορα μέρη των τραγουδιών, όπως συνέβαινε πολύ τακτικά στα prog rock συγκροτήματα του καιρού. Το “The elegy”, για παράδειγμα, ήταν το όνομα που δόθηκε στο intro του “After forever”. Κάπου εδώ, βέβαια, να πούμε ότι στην αρχική έκδοση του “Master of reality”, στην Αμερική, πέρα από τα “ghost titles”, ο τίτλος αναφερόταν ως “Masters of reality”. Μην τύχει και πετύχουν κάτι σωστό!
- Μιας και μιλάμε για το “After forever”, να πούμε πως πολύ πιθανόν να είναι και το πρώτο Christian metal τραγούδι, αφού οι BLACK SABBATH, προσπαθούσαν να απεμπλακούν από το σατανικό imageπου τους είχαν «φορτώσει» τα ΜΜΕ της εποχής, πολλές φορές μπερδεύοντάς τους με τους BLACK WIDOW!!! Παρά το γεγονός, όμως, ότι έγραψαν στίχους για τον Χριστιανισμό, αντιμετώπισαν προβλήματα με το συγκεκριμένο τραγούδι, κυρίως λόγω του στίχου: “Would you like to see the Pope at the end of the rope”, ο οποίος βγήκε εκτός context. Εκτός των άλλων, ένας serial killer, o David Berkowitz, ή πιο γνωστός ως Son of Sam, που είχε σκοτώσει μία σειρά από κοπέλες, είχε γραμμένους στον τοίχο του σπιτιού του στίχους του “After forever” αλλά και του “Children of the grave”. Να θέλεις να αγιάσεις και να μην μπορείς δηλαδή!!! Μέχρι και οι STRYPER διασκεύασαν αυτό το τραγούδι!
- Αφού περάσουμε το “Embryo”, που είναι ένα μικρό instrumental που απλά λειτουργεί ως intro, πάμε στο “Children of the grave”, ένα τραγούδι που ο Ozzy Osbourne έχει δηλώσει ότι είναι το καλύτερο τραγούδι που έχουν ηχογραφήσει οι BLACK SABBATH και δεν είναι τυχαίο πως όλα τα τελευταία χρόνια, έκλεινε το κανονικό live set των SABS, πριν βγουν για encore με το απαραίτητο “Paranoid”. Στιχουργικά είναι ένας ακόμα αντιπολεμικός ύμνος, μετά το “War pigs”. Αρχικός του τίτλος, ήταν το “Live in the graveyard” και ήταν ένα από τα τραγούδια που επωφελήθηκαν από τη 16κάναλη κονσόλα του στούντιο, επειδή δόθηκε η ευκαιρία στον Bill Ward να κάνει κάποια overdubs την ώρα που ακούγεται το βασικό riff και να πάρει ένα διαφορετικό χρώμα το τραγούδι. Θυμάστε που λέγαμε και πριν για “ghost titles”; Το outroτου κομματιού, είχε ονομαστεί “The haunting”. Ως επιρροή, θα μπορούσε να είναι και πάλι, μετά το “Black Sabbath”, το “Mars, the bringer of war”, του Gustav Holst, αγαπημένου συνθέτη και του Iommi αλλά και του Butler. Ακούστε το κομμάτι ιδιαίτερα μετά το 4.20 όπου κλιμακώνεται…
- Το “Orchid” (ουπς! Ποιους OPETH μου θυμίζει ο τίτλος;) είναι κι αυτό ένα μικρό instrumental, πιο ουσιώδες όμως από το “Embryo” και πιο …αναγεννησιακό. Θα λέγαμε ότι κάπου φαίνεται να «φρενάρει» ο Iommi, κρατώντας το μικρό σε διάρκεια, με πιθανή εξήγηση είτε ότι δεν αισθανόταν αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του, επειδή έπαιζε με ακουστική κιθάρα, είτε επειδή μπορεί να το έκοψε ο παραγωγός. Ουδείς μπορεί να επιβεβαιώσει, πόσο μάλλον το ίδιο το συγκρότημα που από τα ναρκωτικά που έπαιρναν, με όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει, είναι δύσκολο να θυμηθούν λεπτομέρειες τέτοιου είδους. Οπότε πάμε στο “Lord of this world”, ένα τραγούδι που παίζει να είναι από τα πιο βαριά τραγούδια των BLACK SABBATH ever. Ρίχνοντας άλλη μία κλεφτή ματιά στα “ghost titles”, η εισαγωγή του, στην αρχική, αμερικάνικη έκδοση, είναι “Step up”. Το τραγούδι αυτό, παρότι μιλά για τον Ωξαποδώ, έχει σαφές Χριστιανικό υπόβαθρο, όπως το “After forever”. Όπως λέει και ο Butler, «ο Θεός και ο Διάβολος υπάρχουν και αν δεν επιλέξεις το Θεό, παίρνεις τον Διάβολο by default».
- Πολλές φορές, ο Tony Iommi και στην αυτοβιογραφία του κιόλας, φρόντιζε να επισημαίνει ότι ήθελε στους δίσκους των BLACK SABBATH να συνυπάρχει το φως και η σκιά. Έχοντας βάλει στον προηγούμενο δίσκο, το “Planet caravan” πριν από το “Iron man”, δεν του ήταν δύσκολο να βάλει το “Solitude” πριν από το “Into the void”. Το “Solitude” είναι ένα τραγούδι σχεδόν ψυχεδελικού prog rock, που ήταν βασισμένο στους στίχους του “Changing phrases”, ενός τραγουδιού των EARTH, δηλαδή των BLACK SABBATH πριν από τους BLACK SABBATH! Πέρα από την ακουστική κιθάρα, ακούγεται και φλάουτο, το οποίο παίζει ο ίδιος ο Iommi. Πως προέκυψε αυτό; Ο Iommi, στην αυτοβιογραφία του, μας πληροφορεί ότι αυτό είχε να κάνει με την πολύ μικρή περίοδο που είχε παίξει με τους JETHRO TULL του Ian Anderson. Βέβαια ο ίδιος θεωρεί ότι το παίξιμό του είναι ερασιτεχνικό, αλλά έχει ακουστεί αρκετά καλύτερο από αυτό το επίπεδο…
- Το τελευταίο “ghost title” του δίσκου, το “Death mask”, έρχεται και στο τελευταίο τραγούδι του “Master of reality”, το μυθικό “Into the void”. Το τραγούδι που είχε τη μεγαλύτερη δυσκολία να ηχογραφηθεί και σε ότι αφορά στα τύμπανα, αφού άλλαξαν δύο-τρία στούντιο μέχρι να μπορέσει ο Ward να παίξει το συγκεκριμένο τραγούδι. Αλλά και ο Ozzy είχε δυσκολία στο να το τραγουδήσει, όχι επειδή έφτανε ιδιαίτερα ψηλά, αλλά επειδή ο Butler είχε γράψει πολλούς στίχους, που δεν μπορούσε να τους τραγουδήσει με ευκολία. Ο κιθαρίστας του σχήματος, ακόμα γελάει με την απέλπιδα προσπάθεια του Prince of Darkness να τραγουδήσει το σημείο: «Rocket engines burning fuel so fast, up into the night sky they blast”…
- Το εξώφυλλό του, προσωπικά το θεωρώ κλασικό. Με το μαύρο και το μωβ χρώμα να υπερισχύουν γράφει απλά το όνομα του γκρουπ και τον τίτλο του δίσκου. Η αλήθεια είναι πως ψάχνοντας στο discogs, πρέπει να υπάρχουν πάνω από 200 παραλλαγές του εξωφύλλου, κυρίως με διαφορετικά χρώματα. Ο Iommi, το περιγράφει ως “Spinal Tap πριν τους Spinal Tap”, εγώ θα προσέθετα και ως το “Black album πριν το “Black album”, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι τύπωσαν τους στίχους στο οπισθόφυλλο, σε μία ολοφάνερη προσπάθεια να αποδείξουν ότι κακώς τους είχαν φορτώσει το σατανιστικό image, το οποίο τους κυνηγούσε σε κάθε τους κίνηση.
- Μία εξαιρετική ιδέα που έπεσε στο τραπέζι για το promotionτου άλμπουμ, είχε τη βάση του στην ταινία “Willy Wonka and the chocolate factory”, που είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία εκείνη τη χρονιά. Οι BLACK SABBATH είχαν βάλει 500 “golden tickets” σε αντίτυπα του “Master of reality” και ζητούσαν απ’ όσους τα είχαν βρει, να περιγράψουν με λιγότερες από 10 λέξεις τον λόγο που τους αρέσουν οι BLACK SABBATH. Νικητής ήταν ο Metal Mike Saunders, ο οποίος έγραψε ότι «οι BLACK SABBATH ανακάλυψαν το μυστικό του ήχου» και κέρδισε ένα picnic με το συγκρότημα!!! Αναλυτικά την εμπειρία του, μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.
- Ο δίσκος πήγε στο #5 στα βρετανικά charts και στο #8 στην Αμερική, όπου έγινε χρυσό μόνο και μόνο από τις προπαραγγελίες!!! Τελικά έφτασε να πουλήσει πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα, παρότι οι κριτικές που έλαβε από τους δημοσιογράφους του καιρού εκείνου, δεν ήταν και οι καλύτερες. Ο κόσμος τους λάτρευε και το 1971 ήταν η χρονιά που τους εκτόξευσε. Στο Top 10 της Αμερικής, θα έφταναν ξανά, 40 χρόνια αργότερα, με το “13”, το κύκνειο άσμα τους…Σάκης Φράγκος