THE INSIDER – 18 unknown stories from “Highway to hell” by AC/DC

0
1414












Μπορεί το “Back in black” του 1980 να έγινε η δεύτερη πιο επιτυχημένη εμπορικά μουσική κυκλοφορία όλων των εποχών – πλην του “Thriller” του Michael Jackson – όμως το άλμπουμ που πραγματικά καθιέρωσε τους AC/DC ήταν το “Highway to hell” της προηγούμενης χρονιάς. Ένα hard rock διαμάντι που, ακόμα κι αν δεν κυκλοφορούσαν τίποτα άλλο αργότερα, θα ήταν ικανό να χαράξει μία για πάντα το όνομα τους στο μυαλό και την καρδιά των απανταχού fans.

  1. Η άνοδος των AC/DC μετά το “Let there be rock” (1977) ήταν ασταμάτητη. Αφού περιόδευσαν αγόγγυστα σε Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο και έκαναν έδρα τους από το 1978), Ευρώπη και ΗΠΑ κυκλοφόρησαν το πέμπτο τους άλμπουμ “Powerage” (αγαπημένο του Keith Richards των ROLLING STONES), τον Απρίλιο του 1978, το οποίο ακολούθησε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς το εκρηκτικό live άλμπουμ “If you want blood, you’ve got it” (1978). Ένας τίτλος που ταίριαζε γάντι στην κατάσταση του frontman των AC/DC, Bon Scott. «Είμαι στον δρόμο 13 χρόνια τώρα…αεροπλάνα, ξενοδοχεία, groupies, αλκοόλ, άνθρωποι, πόλεις…όλα κάτι παίρνουν από εσένα». Σε εκείνη την φάση, ο Bon, για να ανταπεξέλθει στην τεράστια πίεση που ένιωθε, κατέβαζε ένα μπουκάλι ουίσκι την ημέρα. Όλοι περίμεναν μεγάλα πράγματα από το συγκρότημα και τον επόμενο δίσκο τους, που πωλήσεων επιτρεπόντων, θα τους έβαζε στην πλατινένια κατηγορία παγκοσμίως. Και ενώ στην δισκογραφική τους εταιρεία Atlantic Records, όλοι περίμεναν ένα live άλμπουμ όπως το “Alive!” των KISS που τους έβαλε για τα καλά στον παγκόσμιο rock χάρτη, οι πωλήσεις του “If you want blood, you’ve got it” δεν έδειχναν προς αυτή την κατεύθυνση.
  2. Οι Αμερικάνοι δεν φαίνονταν να υποκύπτουν εύκολα στα μαγικά των AC/DC, παρόλο που περιοδείες με τον Ted Nugent, τους RAINBOW και τους THIN LIZZY (ακούγεται σαν όνειρο) βοήθησαν αρκετά το συγκρότημα. Σε εκείνο το σημείο η Atlantic αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα για το μεγάλο break στις ΗΠΑ. Ζωντανά, οι AC/DC έχτιζαν την φήμη τους συναυλία με συναυλία, με τις μαρτυρίες των άλλων μουσικών να επιβεβαιώνουν την δυναμική τους. O Eddie Van Halen, αγχωμένος, αναρωτιόταν αν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τους AC/DC στην εμφάνισή τους που άνοιξε το φεστιβάλ “Day On The Green” στο Oakland της Καλιφόρνια, ενώ ο Gary Moore παραδέχτηκε ότι οι AC/DC είχαν πατήσει τους headliners THIN LIZZY στο Cleveland όταν έπαιξαν μαζί. Το να σε βλέπουν έτσι δύο από τα συναυλιακά δυνατότερα συγκροτήματα της εποχής λέει πολλά από μόνο του.
  3. Στην Atlantic ήθελαν διακαώς τον βετεράνο Άγγλο παραγωγό Eddie Kramer να αναλάβει το επόμενο άλμπουμ των AC/DC. Πρόκειται για τον άνθρωπο που είχε κάνει παραγωγή στους KISS (“Alive!”, “Rock and roll over”, “Love gun”, “Alive II”) αλλά είχε και βαριά credits ως μηχανικός ήχου ως συνεργάτης του Jimi Hendrix (“Are you experienced”, “Axis: Bold as love”, “Electric Ladyland”, “Band of gypsys”) και του Jimmy Page σε διάφορα άλμπουμ των LED ZEPPELIN (“Led Zeppelin II”, “Houses of the Holy”, “Physical graffiti”), αλλά και στο “Frampton Comes Alive!” του Peter Frampton, ένα από τα πιο επιτυχημένα live άλμπουμ όλων των εποχών.
  4. Κάπως έτσι φαντάζονταν στην Atlantic πως θα πάει η συνεργασία Kramer – AC/DC, ωστόσο συνεχείς διαφωνίες και αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών οδήγησαν σε πλήρη αποτυχία τις πρόβες των ηχογραφήσεων στα Criteria Studios του Μαϊάμι. «Πήγα εκεί», είπε ο Kramer, «έκανα παρέα μαζί τους, προσπάθησα να κάνω μερικά demo και συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μια προφανής δυσκολία και με τον τραγουδιστή. Είχε την πιο απίστευτη φωνή, αλλά η προσπάθεια να τον κρατήσω μακριά από το αλκοόλ ήταν άθλος για εμένα. Πάντως, νομίζω ότι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το συγκρότημα δυσανασχετούσε που με επέβαλλαν από πάνω». Η μεγάλη πρόταση του Kramer ήταν να … διασκευάσουν το “Gimme some lovin’” των SPENCER DAVIS GROUP, προκειμένου να ακουστούν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ. Αυτή ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το οποίο, εν πολλοίς είχε γεμίσει και από την αίσθηση αφοσίωσης προς τον μεγάλο αδελφό των κιθαριστών και ιδρυτών του συγκροτήματος Malcolm και Angus Young, George, που ήταν ο παραγωγός στις προηγούμενες δουλειές τους. Το έργο του παραγωγού υπονομεύτηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι οι Malcolm και Angus φέρεται να έστελναν κασέτες στον George στην Αυστραλία, πίσω από την πλάτη του Kramer. Μετά από μια σειρά ολοένα και πιο θυμωμένων τηλεφωνημάτων από τον Malcolm, ενδεχομένως και λόγω της πρότασης του Kramer να διώξουν τον Bon Scott (άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος εκτός μπάντας προσπαθούσε να κάνει τον Scott αποδιοπομπαίο τράγο για τις εμπορικές αστοχίες των AC/DC), στα οποία ο κιθαρίστας απειλούσε με αιματοχυσία (!) αν ο Kramer δεν απολυόταν, ο manager των AC/DC, Mike Browning συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα και γρήγορα. Ο Kramer πήρε τα δεδουλευμένα του και την πόρτα της εξόδου και το συγκρότημα επέστρεψε στο Λονδίνο.
  5. O Mike Browning είχε έναν άλλο παραγωγό στο μυαλό του, τον φιλόδοξο John “Mutt” Lange, συγκάτοικο του στη Νέα Υόρκη, ο οποίος είχε πρόσφατα κάνει την παραγωγή στη νo.1 επιτυχία των Ιρλανδών BOOMTOWN RATS του Bob Geldoff, το “I don’t like Mondays”. Ο Browning πλησίασε τον manager του, Clive Calder, για να ρωτήσει αν ο παραγωγός θα ενδιαφερόταν να συνεργαστεί με τους AC/DC, όπου έλαβε αρνητική απάντηση διότι «δεν είχαν αρκετά μεγάλη βάση οπαδών». O Browning δεν δέχτηκε την άρνηση και αφού έπρηξε τον Calder, τον έπεισε τηλεφωνώντας στον Malcolm την ίδια νύχτα για να του πει πως έκλεισε τον Lange. Η απάντηση: «Ποιος είναι ο Lange;».
  6. Όπως δήλωσε και ο Bon Scott σε συνέντευξη του το 1979, «τρεις εβδομάδες πέρασαν και δεν είχαμε γράψει τίποτα με τον Kramer. Έτσι μια μέρα του είπαμε ότι θα πάρουμε μια μέρα άδεια και να μην έρθει στο στούντιο. Ήταν Σάββατο και μπήκαμε κρυφά στο στούντιο και εκείνη την ημέρα αφήσαμε έξι τραγούδια, στείλαμε την κασέτα στον Lange και τον ρωτήσαμε αν θα συνεργαζόταν μαζί μας». Αν και τότε ούτε ο Browning ούτε οι αδελφοί Young ήταν σε θέση να το γνωρίζουν, αυτή θα ήταν μία κίνηση που θα άλλαζε το παιχνίδι για όλους τους εμπλεκόμενους. Γεννημένος στην Βόρεια Ροδεσία (τώρα Ζάμπια) ο Robert John Lange ήταν ένα παιδί της μεσαίας τάξης που έφτιαξε το όνομά του ως κιθαρίστας στη υποτυπώδη μουσική σκηνή της γειτονικής Νότιας Αφρικής, πριν βρεθεί πίσω από την κονσόλα ως παραγωγός. Στην δουλειά του ήταν τελειομανής, γνωστός για το ότι έκανε τους μουσικούς να παίζουν τα μέρη τους αμέτρητες φορές μέχρι να αγγίξουν το τέλειο στα δικά του αυτιά. Ήταν ένας κόσμος μακριά από την απρόσκοπτη προσέγγιση των AC/DC. Πάντως τον Μάρτιο του 1979, όταν το συγκρότημα συναντήθηκε με τον παραγωγό σε μια πρόβα στο Λονδίνο, και οι δύο πλευρές ήταν επιφυλακτικές. «Ο Mutt εμφανίστηκε με τα σγουρά του μαλλιά και πράσινες γαλότσες και όλοι αναρωτηθήκαμε ποιος στο διάολο είναι αυτός», θυμάται ο Ian Jeffery, tour manager των AC/DC εκείνη την εποχή. Το μόνο που είχαν κατά νου οι αδελφοί Young ήταν αυτό για το οποίο τους είχε διαβεβαιώσει ο Browning: πως ο Lange ήταν μία «ιδιοφυία». Αργότερα, ο Malcolm, αστειευόμενος, είπε ότι αν ήξερε ότι ο νέος τους παραγωγός απολάμβανε τότε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο βρετανικό chart με τους BOOMTOWN RATS, «δεν θα τον είχαμε αφήσει ποτέ να περάσει από την πόρτα του στούντιο!». Μετά τις αρχικές επιφυλάξεις, συγκρότημα και παραγωγός ξεκίνησαν την δουλειά. O Lange δεν είχε ποτέ συνεργαστεί με μία hard rock μπάντα μέχρι τότε, αλλά καθώς άρχισαν οι βασικές ηχογραφήσεις στα Roundhouse Studios, στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 1979, οι AC/DC παρασύρθηκαν από τον ενθουσιασμό του Lange και αγκάλιασαν τις ιδέες του. Μηχανικός ήχου στο πλευρό του Lange ήταν ο Tony Platt, που είχε πάρει μέρος στο “Aqualung” των JETHRO TULL, ενώ είχε συνεργαστεί και με πρώην μέλη των FREE. Πέρα από την μοναδική αίσθηση του για έναν πιο «ραδιοφωνικό» ήχο, η σημαντικότερη, ίσως συνεισφορά του Lange στην ηχογράφηση ήταν το πως τελειοποίησε το groove τους και πήρε το καλύτερο φωνητικά από τον Bon Scott και τους υπόλοιπους (στα δεύτερα), πιέζοντας τους αρκετά σε σημεία, αλλά όντας αρκετά έξυπνος να μην ανακατεύεται πέρα από εκεί που δεν τον έπαιρνε.
  7. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησαν ήταν και αυτό που βάφτισε τον δίσκο, με τίτλο “Highway to hell”. Ρεαλιστικά, μιλάμε για ένα τραγούδι που αν δεν ζεις στην Βόρεια Κορέα ή με κάποια απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο φυλή ιθαγενών, δεν παίζει να μην έχεις ακούσει. Ένα από τα κορυφαιότερα riff στην ιστορία της μουσικής (μαζί με τα ντραμς του Phil Rudd), που καταλαβαίνεις στα πρώτα δύο δευτερόλεπτα. Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα θα πήγαιναν στράφι, καθώς ένας μηχανικός που συμμετείχε στην ηχογράφηση πήρε τη μοναδική κασέτα με το τραγούδι σπίτι του, όπου ο μικρός γιος του την ξετύλιξε παίζοντας με αυτήν, αλλάζοντας της τον Αδόξαστο. Ευτυχώς, ο Bon, που πάντα φρόντιζε τις δικές του ξετυλιγμένες κασέτες, την έφτιαξε την επόμενη την επόμενη μέρα και η μελωδία που επρόκειτο να μεταμορφώσει όλη τους τη ζωή αποκαταστάθηκε με επιτυχία! Το γεγονός ότι η εισαγωγή ακούγεται κάπως στο στυλ του “All right now” των FREE δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Lange, ο οποίος ανέθεσε στον Tony Platt να τον βοηθήσει στην τελική μίξη. Το “Highway to Hell” λέγεται ότι μπορεί να αναφέρεται σε μία από τις εξής δύο περιπτώσεις: είτε από μια φράση που ο Angus Young χρησιμοποιούσε συχνά για να περιγράψει τις περιοδείες στην Αμερική, ή σε μία κυριολεκτική εξήγηση καθώς “Highway to hell” είναι το παρατσούκλι του αυτοκινητόδρομου Canning Highway στην Αυστραλία, που διασχίζει το Fremantle (η πόλη που ζούσε ο Bon Scott) και τελειώνει σε ένα μπαρ που ονομάζεται Raffles. Καθώς ο αυτοκινητόδρομος φτάνει στο τέλος του, αποκτά μία απότομη, κατηφορική κλίση, εξαιτίας της οποίας πολλοί οδηγοί έχουν σκοτωθεί οδηγώντας γρήγορα πάνω από αυτή τη διασταύρωση μετά από μια βραδινή έξοδο. Έτσι, όταν ο Scott τραγουδά για το ότι «βρίσκεται στον Highway to hell», σημαίνει ότι κάνει το ταξίδι μέχρι το Raffles, ελπίζοντας να μην καταλήξει ως ένας από τους πολλούς που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Αυτό το τραγούδι ήταν και το πρώτο τους single, το πρώτο που μπήκε στα αμερικανικά charts (συγκεκριμένα στο νο. 47) και ήταν πραγματικά αυτό που καθόρισε τον ήχο τους από εκεί και έπειτα, καθώς και αυτό που θα συνεισέφερε τα μέγιστα στην μεγάλη επιτυχία του άλμπουμ, το οποίο θα ήταν και το πρώτο που θα ηχογραφούσαν εκτός Αυστραλίας.
  8. Ο κολλητικός ρυθμός του “Girls got rhythm” ανοίγει ένα ακόμα παράθυρο στον ανυποψίαστο ακροατή του 1979 στις καυτές φαντασιώσεις του Bon Scott σχετικά με τα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου, στο δεύτερο single από το “Highway to hell”. Δεν έκανε κάποια ιδιαίτερη επιτυχία ως single, αλλά μικρή σημασία έχει. Το “Walk all over you” έχει μία δυναμική όπως τα παλιότερα τους τραγούδια, με τις εναλλαγές στην ταχύτητα. Ο ίδιος ο Mutt συμμετείχε στα δεύτερα φωνητικά και στην αρμονία του με τον μπασίστα Cliff Williams και τον Malcolm, βγαίνει εδώ στο προσκήνιο.
  9. Η επιρροή του Lange είναι προφανής και στο “Touch too much”, ένα τραγούδι για το οποίο οι αδελφοί Young είχαν ενδοιασμούς. Μάλιστα, είχαν ηχογραφήσει και παλιότερα (1977) ένα τραγούδι με τον ίδιο τίτλο και πολύ διαφορετικά λόγια και μουσική, αλλά αυτή η έκδοση δεν κυκλοφόρησε παρά μόνο κοντά δυο δεκαετίες αργότερα, στο box set “Bonfire” (1997). To “Touch too much”, ένα ακόμα τραγούδι σχετικά με τις πάσης φύσεως καταχρήσεις, έγινε το τρίτο single του “Highway to hell”, φτάνοντας στο νο. 29 των βρετανικών charts (το δεύτερο τραγούδι τους που πέτυχε κάτι τέτοιο μετά το “Rock n’ roll damnation” του “Powerage”), και σε κάποιες εκδόσεις κυκλοφόρησε με ανεστραμμένη την φωτογραφία της μπάντας στην σκηνή, κάνοντας κάποιους να πιστέψουν ότι οι κιθαρίστες και ο μπασίστας είναι αριστερόχειρες! Πρόσφατα, πριν αντικαταστήσει τον Brian Johnson στην παγκόσμια περιοδεία του “Rock or bust”, ο Axl Rose (που είδαμε πριν λίγες μέρες στο ΟΑΚΑ) είπε ότι αυτό ήταν το αγαπημένο του τραγούδι από τους AC/DC. Μάλιστα, ο Axl ήταν και ο πρώτος που το τραγούδησε ζωντανά μετά τον Bon Scott, μιας και ο Brian Johnson δεν το τραγούδησε ποτέ. Η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με το “Beating around the bush”, του οποίου το βασικό μουσικό θέμα φέρνει αρκετά στο “Oh well” των FLEETWOOD MAC, απλά δύο φορές πιο γρήγορο, παρμένο από τα ακυκλοφόρητα απομεινάρια του “Dirty deeds done dirt cheap” (1976) .
  10. Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το “Shot down in flames”, ένα τραγούδι είναι για έναν άντρα που βγαίνει για μια νύχτα στην πόλη, ελπίζοντας να γνωρίσει κάποια γυναίκα. Αν και προσπαθεί αμέτρητες φορές, αποτυγχάνει και έτσι «καταρρίπτεται φλεγόμενος», κοινώς τρώει απανωτές χυλόπιτες. Οι στίχοι του Bon Scott, έρχονται σε αντίθεση με αυτούς από άλλους frontmen, καθώς αυτοσαρκάζεται μέσω του ήρωα του για τα λάθος πεσίματα του, τα οποία θα μπορούσαν να είναι έχουν γραφτεί για τον οποιοδήποτε. Γενικά o Bon έγραφε τραγούδια για «την απόρριψη από γυναίκες, για την απώλεια της αγάπης ή για την έλλειψη χρημάτων», κατά τον Jesse Fink, συγγραφέα του βιβλίου “Bon: The last highway”. «Βασικά ανθρώπινα ζητήματα που όλοι αντιμετωπίζουμε κάποια στιγμή. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που οι ακροατές ταυτίζονται με αυτά τα τραγούδια». Σε παρόμοια θεματολογία, το “Get it hot” που ακολουθεί μοιάζει με κάτι που θα έγραφαν οι ROLLING STONES.
  11. “If you want blood (You’ve got it)” για την συνέχεια, του οποίου ο τίτλος προέκυψε από έναν διάλογο με κάποιον τηλεοπτικό ανταποκριτή που κάλυψε το προαναφερθέν φεστιβάλ Day On The Green του 1978. Σε ερώτηση του τι θα έπρεπε να περιμένει να δει ο κόσμος εκείνο το βράδυ από τους AC/DC, ο Bon απάντησε του είπε ότι θα κατέβουν όπως οι Χριστιανοί στην αρένα με τα λιοντάρια, με τους Angus να συμπληρώνει πως «αν θέλουν αίμα, θα το έχουν!». Από εκεί προέρχεται και ο τίτλος του live άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει το 1978. Προτελευταίο τραγούδι του δίσκου είναι το “Love Hungry Man”, δομικά κοντά στο “Highway to hell” αλλά παράλληλα το λιγότερο αγαπημένο του Angus, για το οποίο όταν ρωτήθηκε ποιο ήταν το χειρότερο τραγούδι του, δήλωσε ότι μάλλον έγραψε το “Love Hungry Man” μετά από μία βραδιά που έφαγε … κακή πίτσα! Εδώ ο Bon μιλάει για τις … σεξουαλικές του ορμές (διόλου περίεργο).
  12. Το άλμπουμ κλείνει με ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα τραγούδια των AC/DC (όπως και το “Highway to hell”), όχι τόσο όταν κυκλοφόρησε όσο για το τι έγινε μετά. Το υπνωτικό, σαγηνευτικό και βραδύκαυστο blues του “Night prowler”. Φαινομενικά, μιλάει για ένα αγόρι που έμπαινε κρυφά στο δωμάτιο της κοπέλας του τη νύχτα για να κάνουν τρελίτσες. Επίσης, το τραγούδι ήταν αγαπημένο του κατά συρροή δολοφόνου Richard Ramírez, ο οποίος είχε το παρατσούκλι «Midnight Stalker» ή «Night Stalker». Βέβαια, ο σύνδεσμος μεταξύ Ramirez και του τραγουδιού ήταν κυρίως μια δημιουργία των media. Το δολοφονικό του ξέσπασμα έλαβε χώρα το 1985 και το 1989 καταδικάστηκε για 13 φόνους. Δρώντας γύρω από την περιοχή του Λος Άντζελες, ο Ramirez συνήθως έμπαινε κρυφά σε σπίτια τη νύχτα και βίαζε ή δολοφονούσε τα θύματα του. Όταν, λοιπόν, τον συνέλαβαν το 1985, ο Ramirez φέρεται να είπε (σύμφωνα με πρωτοσέλιδο της εποχής) ότι «η μουσική των AC/DC με έκανε να σκοτώσω 16 άτομα». Μάλιστα, ο δολοφόνος δήλωνε fan των AC/DC, και ιδιαίτερα του “Night Prowler”, ενώ η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι άφησε ένα καπέλο AC/DC σε μια από τις σκηνές του εγκλήματος. Κατά τη διάρκεια της δίκης του το 1989, ο Ramírez φώναξε “Hail Satan” και έδειξε μία πεντάλφα σκαλισμένη στην παλάμη του με τον αριθμό 666. Αυτό έφερε εξαιρετικά κακή δημοσιότητα στο συγκρότημα, καθώς ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυριών έξω από συναυλίες τους στο Λος Άντζελες από εξοργισμένους γονείς. Για την ιστορία, ο Ramirez συνελήφθη τρεις μέρες πριν ξεκινήσει η περιοδεία των AC/DC το 1985, για τα Live των οποίων οι πωλήσεις εισιτηρίων ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες και προστέθηκαν νέες ημερομηνίες στις ήδη προγραμματισμένες. Το συγκρότημα έχει ως επί το πλείστο αποφύγει τη σύνδεση από τότε με τον δολοφόνο. Παρεμπιπτόντως, οι τελευταίες λέξεις που είπε ο Scott στο τραγούδι, και ως εκ τούτου στο άλμπουμ, είναι “Shazbot, na-nu na-nu”, φράσεις που έλεγε ο εξωγήινος Mork (που υποδυόταν ο μεγάλος Αμερικάνος ηθοποιός Robin Williams, που άρεσε πολύ στον Bon) στη δημοφιλή τηλεοπτική κωμική σειρά “Mork και Mindy”.
  13. Κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων έλαμψε το άστρο του John “Mutt” Lange, σε βαθμό που εντυπωσίασε ακόμα και τους ανυπάκουους αλητάμπουρες AC/DC. Μια μέρα έσκασε ο Bon με τους στίχους του “If you want blood (You’ve got it). Αρχίζει να τραγουδάει αλλά δυσκολεύεται αρκετά. Εκεί τον σταματάει ο Lange και του επισημαίνει ότι περισσότερο ανασαίνει παρά τραγουδάει, συμβουλεύοντας τον να συντονίσει την αναπνοή του, στο οποίο ο Bon απάντησε πως αν είναι τόσο μάγκας να το κάνει αυτός. Τότε ο παραγωγός κάθισε στη θέση του και το έκανε χωρίς να σηκωθεί, αφήνοντας τους υπόλοιπους άφωνους! O Lange βοήθησε και τον Angus, δίνοντας του κάποιες οδηγίες για τα σόλο του. «Κάτσε εδώ και θα σου πω τι θέλω να παίξεις», είπε ο παραγωγός. Παρόλο που ο Angus κλώτσησε στην αρχή, ο Lange τον κατάφερε δείχνοντας του ακριβώς που να πιάσει στην ταστιέρα τo σόλο, χωρίς όμως να τον ζορίσει. Κάπως έτσι προέκυψε το σόλο του “Highway to hell”! Ο παραγωγός δεν τους ζητούσε να κάνουν κάτι που δεν μπορούσε να κάνει μόνος του, ούτε έλεγε ότι έκαναν κάτι λάθος στο παρελθόν, απλά τους κατηύθυνε διακριτικά εκεί που ήθελε. Τόση ήταν η αφοσίωση του στην δουλειά που κοιμόταν στον καναπέ του στούντιο, δούλευε αφού όλοι οι άλλοι την είχαν κοπανήσει, άκουγε ξανά και ξανά τις ηχογραφήσεις της ημέρας κρατώντας ό,τι του άρεσε και απορρίπτοντας τα υπόλοιπα. Αυτή τη φορά δεν στάλθηκαν ύπουλα κασέτες στον πρεσβύτερο Young, o οποίος εξακολουθούσε να θυμώνει με την απομάκρυνσή του από το στούντιο. Παρόλαυτα, κανείς δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τα αποτελέσματα που έφερνε ο Lange. Όχι ότι το συγκρότημα είχε ξεχάσει την απόλυση του George Young. Απλά, θα ήταν ο manager τους, Michael Browning, που θα πλήρωνε το μάρμαρο.
  14. Η πρώτη φορά που ο Browning άκουσε το “Highway To hell” ήταν στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη, όπου ο Malcolm το έπαιξε γι’ αυτόν. «Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για κάτι το ιδιαίτερο … νόμιζα ότι ήταν το απόλυτο τραγούδι που θα μας έφερνε την επιτυχία στην Αμερική και μετά μπήκαμε στη διαδικασία να επεξεργαστούμε το εξώφυλλο και τέτοια πράγματα». Με τον Browning συμφώνησαν και τα στελέχη της Atlantic, που επαίνεσαν και το συγκρότημα και τον παραγωγό για το τελικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, υπήρχε ένα πρόβλημα με τον τίτλο του άλμπουμ, που ειδικά για την πουριτανική αμερικανική κοινωνία θα αποτελούσε κόκκινο πανί, με τις φανατικές χριστιανικές οργανώσεις να τους περιμένουν στην γωνία. Φρικαρισμένοι στην Atlantic, προσπάθησαν να το αλλάξουν, αλλά μάταια. Σε αυτό που συμβιβάστηκαν τελικά ήταν το εξίσου «προκλητικό» εξώφυλλο. Μια επιλογή είχε τον Angus μόνο του στο εξώφυλλο, με κερατάκια στο κεφάλι του και μια μικρή διχαλωτή ουρά, αλλά αυτό είχε απορριφθεί από το συγκρότημα. Το συγκρότημα ήθελε να πάει με την φωτογραφία του συγκροτήματος από την ίδια συνεδρία, μέσα σε φλόγες και μία ταστιέρα κιθάρας να αναπαριστά τον “Highway to hell”. Τελικά, έφυγαν οι φλόγες και η ταστιέρα (χρησιμοποιήθηκαν στο εξώφυλλο της αυστραλιανής έκδοσης) και παρέμεινε το συγκρότημα με τον Angus σαν διαβολάκο.
  15. Mετά από έναν «απίστευτο καυγά μεταξύ αυτού και του συγκροτήματος, έπειτα από μία εμφάνιση στην επερχόμενη περιοδεία, απολύθηκε. Κατά τον ίδιο, η απόλυση του ήταν ξεκάθαρα αποτέλεσμα του ότι δεν τον συγχώρεσαν ποτέ που βοήθησε να απομακρυνθεί ο George Young. Στην θέση του ήρθε ο δαιμόνιος Peter Mensch της εταιρείας Leber-Krebs που είχε στο δυναμικό της τον Ted Nugent και τους AEROSMITH, μεταξύ άλλων. O Mensch θα δημιουργούσε μελλοντικά την εταιρεία management Q-Prime με τον συνάδελφο του Cliff Burnstein, υπογράφοντας ως πρώτους πελάτες τους DEF LEPPARD (επίσης μαθητές του Lange) και στην συνέχεια συγκροτήματα όπως τους METALLICA, Scorpions, Dokken, Tesla, Queensrÿche και RED HOT CHILI PEPPERS.
  16. Όταν κυκλοφόρησε επιτέλους το “Highway to hell”, πριν 44 χρόνια, την 27η Ιουλίου του 1979, ο κόσμος άκουσε ένα συγκρότημα που ήταν ξεκάθαρο ότι θα έκανε τεράστια επιτυχία και είχε σαφώς αλλάξει επίπεδο. Οι υπεύθυνοι της Atlantic όντως έπεσαν μέσα στις ανησυχίες τους, καθώς χριστιανικές οργανώσεις από όλες τις ΗΠΑ ξεσηκώθηκαν λόγω του εξώφυλλου και του τίτλου του άλμπουμ. Ωστόσο, η εμπορική επιτυχία του άλμπουμ αντιστάθμισε όλη αυτή την κατάσταση. To “Highway to hell” ξεπέρασε γρήγορα οτιδήποτε είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε και έγινε το πρώτο τους πλατινένιο άλμπουμ στις ΗΠΑ, φτάνοντας μέχρι το νο. 17 του Billboard, από το 113 του προηγούμενου “If you want blood you’ve got it”. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπήκε άνετα στο top-10 (νο. 8). Μέχρι σήμερα, έχει πουλήσει πάνω από 7 εκατομμύρια στην Αμερική, καθιστώντας το δεύτερο πιο επιτυχημένο τους άλμπουμ μετά το άπιαστο από κάθε άποψη “Back in black”. Γυρίστηκαν video clip για 5 τραγούδια [“Highway to hell”, “Walk all over you”, “Touch too much”, “Shot down in flames” και “If you want blood (You’ve got it)”]. Συνολικά, οι πωλήσεις του ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια αντίτυπα.
  17. Ήδη από τον Μάϊο του 1979 οι AC/DC είχαν βγει σε περιοδεία στις ΗΠΑ με τους τρομερά ταλαντούχους αλλά και αυτοκαταστροφικούς UFO, όπου ο Bon βρήκε παρέα (που εξελίχθηκε σε φιλία), στις καταχρήσεις στο πρόσωπο του μπασίστα Pete Way, ενώ μετά συνέχισαν με τους Αμερικάνους CHEAP TRICK. Όταν επέστρεψαν στην Αγγλία, έπαιξαν στο Wembley ανοίγοντας για τους WHO και κλέβοντας εύκολα την παράσταση από τους headliners. «Πήγα να δω τους WHO και έφυγα fan των AC/DC» είχε δηλώσει ο Danny Bowes των THUNDER για εκείνη την εμφάνιση. Αφού είδαν τον δίσκο τους να γίνεται χρυσός στις ΗΠΑ τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του στις ΗΠΑ (πουλώντας πάνω από 500 χιλιάδες αντίτυπα), ξεκίνησαν μία περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, με ένα νέο, ανερχόμενο συγκρότημα από το Sheffield, τους DEF LEPPARD, ως support. Μία αξέχαστη εμπειρία για τον τραγουδιστή τους Joe Elliott, ο οποίος ένιωσε τον εξώστη του Apollo στην Γλασκόβη να ανεβοκατεβαίνει! Οι νεαροί LEPPARD παρακολουθούσαν κάθε βράδυ τους AC/DC, παίρνοντας μαθήματα και σχηματίζοντας φιλία με τον Bon Scott, ο οποίος τους κερνούσε μπύρες όταν τους πετύχαινε στα μπαρ, ενώ τραγούδησε και το “happy birthday” στον Βενιαμίν του συγκροτήματος, ντράμερ Rick Allen, προσφέροντας του ένα μπολ γεμάτο Smarties! Τον επόμενο μήνα, συνέχισαν στην Ευρώπη με τους JUDAS PRIEST, οπότε και επισκέφτηκαν το Παρίσι την 9η Δεκεμβρίου 1979. Εκεί μαγνητοσκοπήθηκε και το “AC/DC: Let there be rock”, μία μαρτυρία της φωτιάς και του ηλεκτρισμού που πετούσε το συγκρότημα επί σκηνής. Η μουσική της ταινίας κυκλοφόρησε στο box set “Bonfire”. Στο τέλος της εν λόγω ταινίας, στο “Let there be rock”, εμφανίζεται μία αφιέρωση με δύο μόνο λέξεις: “To Bon”.
  18. To “Highway to hell” έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ στο οποίο τραγούδησε ο Bon Scott και η τελευταία του εμφάνιση ήταν στο τέλος της περιοδείας τους, την 27η Ιανουαρίου 1980 στο Gaumont Theatre του Southampton. Είχε προηγηθεί μία επίσκεψη στην Αυστραλία για να δει την οικογένεια του. Ο περιπετειώδης bon-viveur, ο αλήτης με την ψυχή μικρού παιδιού, ο ορισμός του rocker (μαζί με τον Lemmy και τον Phil Lynott) είχε πλέον κατακτήσει μία κορυφή και διψούσε να πετάξει και ψηλότερα. Δυστυχώς δεν έζησε για να δει την κατάκτηση της απόλυτης κορυφής από τους φίλους του. Θα έφευγε άδοξα στα 33 του χρόνια, στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, δηλωμένος ως «δηλητηριασμένος από αλκοόλ» από τον ιατροδικαστή, αλλά ουσιαστικά πνιγμένος από τον εμετό του λόγω αναρρόφησης, αφού λιποθύμησε, ενώ εικάζεται ότι είχε λάβει υπερβολική δόση ηρωίνης. Οι DEF LEPPARD που λίγες εβδομάδες πριν έπαιζαν μαζί, εμφανίστηκαν στην πόλη τους, το Sheffield, μία βραδιά μετά τον θάνατο του και του αφιέρωσαν το “Whole lotta Rosie”. Η σωρός του Bon αποτεφρώθηκε στην ιδιαίτερη του πατρίδα, το Fremantle της Αυστραλίας και οι στάχτες του θάφτηκαν στο δημοτικό νεκροταφείο. Εκεί ο πατέρας του έδωσε την ευλογία στους υπόλοιπους AC/DC να συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησαν με το “Highway to hell”. Τόσο με το άλμπουμ, όσο και με τον ομώνυμο ύμνο, τα οποία έχουν αποκτήσει status θρύλου στον ευρύτερο χώρο του rock, και όχι μόνο.

(Η ιστορία συνεχίζεται στο “Insider” μας για το “Back in black”)

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here