THE INSIDER – 19 unknown stories about “For those about to rock (We salute you)” from AC/DC

0
886

Πριν από 42 χρόνια, οι AC/DC κυκλοφόρησαν το 8ο στούντιο άλμπουμ τους “For those about to rock (We salute you)”, τη συνέχεια του εξαιρετικά επιτυχημένου “Back in black” και διασφαλίζοντας, στην πορεία, το πρώτο νο. 1 άλμπουμ τους στις ΗΠΑ κι ένα συγκλονιστικό φινάλε για τις συναυλίες τους. Και αν η ιστορία του “Back in black” ήταν ένας θρίαμβος ενάντια στις αντιξοότητες, η περίοδος του “For those about to rock (We salute you)” ήταν ένα μωσαϊκό χαμένων ευκαιριών, κακών αποφάσεων και της παγίωσης της μοναδικής αλήθειας που χαρακτήριζε το συγκρότημα: ότι ήταν μία οικογενειακή επιχείρηση και οποιοσδήποτε έξω από την οικογένεια δεν είχε δικαίωμα στις αποφάσεις τους.

  1. H αναγέννηση των AC/DC μετά τον χαμό του εμβληματικού Bon Scott, και μνημειώδες “Highway to hell”, είχε ξεκινήσει ήδη από την κυκλοφορία του ίσως καλύτερου hard rock άλμπουμ όλων των εποχών (όπως θα έγραφε η ιστορία στο πέρασμα των χρόνων), του “Back in black”. Με νέο τραγουδιστή τον Brian Johnson, άρτι αφιχθέντα από τους Βρετανούς GEORDIE και το συνεργείο του στο Newcastle, το συγκρότημα βγήκε σε περιοδεία, παίζοντας τα πάντα στο μάξιμουμ. Η πρώτη εμφάνιση του Brian ήταν στην βελγική πόλη Namur, την 29η Ιουνίου 1980. Ο τραγουδιστής θυμάται ότι φοβόταν πως θα τον αποδεχόταν ο κόσμος ως αντικαταστάτη του Bon. Ευτυχώς, με το που βγήκε στην σκηνή διαπίστωσε ότι η στήριξη του κοινού ήταν εντυπωσιακή. Σε εκείνη την συναυλία, ο Brian έκανε μία γκάφα εξαιτίας του άγχους του. Μετά το “Hell’s bells”, ακολουθούσαν τα “Shot down in flames” και “Hell ain’t a bad place to be”. O Brian ξεκίνησε με το δεύτερο, ενώ οι υπόλοιποι έπαιζαν το πρώτο! Αυτό που τον έσωσε ήταν το ότι η μπάντα πίσω του έπαιζε εκκωφαντικά και κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει, εκτός από τους fans στις μπροστινές σειρές, που τον κοίταζαν εμβρόντητοι σαν να του λένε «τι στο διάολο κάνεις»!!! Λίγες μέρες μετά, η εμφάνιση της 6ης Ιουλίου στο Nijmegen της Ολλανδίας ακυρώθηκε, καθώς κόπηκαν μόλις … 120 εισιτήρια, ενώ τον Νοέμβριο ακυρώθηκε και το live στην Κοπεγχάγη, καθώς τα σκηνικά δεν χωρούσαν στην σκηνή!
  2. Στην Αυστραλία, παρουσιάστηκε μία τεράστια πρόκληση για τον Johnson, μιας και θα εμφανιζόταν μπροστά στους fans του Bon, που ακολουθούσαν τον μακαρίτη από την εποχή που αυτός ήταν στους VALENTINE και τους FRATERNITY. Η πρώτη συναυλία εκεί ήταν στο Perth, πολύ κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του Bon, το Freemantle, κάτι που ενέτεινε το άγχος του Johnson, ωστόσο εκείνη την ημέρα, η οικογένεια του μακαρίτη (η μητέρα του και τα αδέλφια του) τον προσκάλεσε σπίτι για να τον γνωρίσουν από κοντά, πίνοντας τσάι και με ιστορίες από τα παιδικά χρόνια του Bon.
  3. H περιοδεία του “Back in black”, όπου κατά τη διάρκεια των εμφανίσεων σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη τα support σχήματα ήταν οι Def Leppard, οι ZZ Top, οι Blackfoot και οι Whitesnake, τελείωσε την 28η Φεβρουαρίου 1981, στο Sidney Myer Music Bowl της Μελβούρνης. Για τον Johnson, το πιο ικανοποιητικό μέρος της επιτυχίας του “Back in black” και της νέας του δουλειάς, ήταν η δυνατότητα που του έδωσε να ανταποδώσει την στήριξη των ανθρώπων που ήταν κοντά του στο μουσικό του ταξίδι από την αρχή της καριέρας του. Αγόρασε, λοιπόν, στους γονείς του ένα σπίτι, με υπέροχη θέα πάνω από το Newcastle, ενώ βοήθησε και τον αδελφό του να βρει δουλειά ως σεφ.
  4. Οι AC/DC άρχισαν να κάνουν σχέδια για το επόμενο άλμπουμ τους έχοντας από πίσω τους μία φοβερά επιτυχημένη κυκλοφορία, μία εξαιρετική περιοδεία, ένα δυνατό management team (τον Peter Mensch και την Leber-Krebs), ένα δισκογραφικό κολοσσό (Atlantic Records) και ίσως τον καλύτερο rock παραγωγό εκείνη την εποχή, τον τεράστιο John “Mutt” Lange. Ωστόσο, όπως πολύ εύγλωττα το έθεσε ο τότε tour manager της μπάντας, Ian Jeffery «δεν το γνωρίζαμε τότε, αλλά το δύσκολο κομμάτι μόλις ξεκινούσε… όλα πήγαιναν φανταστικά, μέχρι που ανακατεύτηκε η Atlantic και τα γα**σε». Εκείνη την περίοδο, πρόεδρος της Atlantic έγινε κάποιος Doug Morris, o οποίος αναφορικά με τους AC/DC βιάστηκε πάρα πολύ να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία του “Back in black” και δίχως να χάσει χρόνο, αποφάσισε να κυκλοφορήσει στην Αμερική το “Dirty deeds done dirt cheap”, ένα άλμπουμ του συγκροτήματος από το 1976, το οποίο η τότε διοίκηση της Atlantic είχε αποφασίσει να μην κυκλοφορήσει διεθνώς, όντας μη ικανοποιημένοι και αποσύροντάς το από την διεθνή αγορά σύντομα μετά την κυκλοφορία του. Ο επικεφαλής της Atlantic εκτός ΗΠΑ, Phil Carson, είπε χαρακτηριστικά ότι η κυκλοφορία του “Dirty deeds done dirt cheap” ήταν «μια από τις πιο χαζές αποφάσεις που ελήφθη ποτέ από στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας», «δικάζοντας» τον Doug Morris και το επιτελείο του στη Νέα Υόρκη: «εκείνη την εποχή, το επιχείρημα του Doug ήταν καθαρά οικονομικό. Το “Back in black” είχε ήδη πουλήσει πάνω από 5 εκατομμύρια αντίτυπα και εξαιτίας αυτού ο Doug μου είπε ότι το “Dirty deeds done dirt cheap” θα πουλούσε τουλάχιστον 2 εκατομμύρια. Του είπα ότι είχε κάποιο δίκιο, αλλά παράλληλα θα δημιουργούσε ένα νέο πλατό πωλήσεων για τους AC/DC, ανακόπτοντας την δυναμική του επερχόμενου δίσκου τους…ένας Θεός ξέρει πόσα άλμπουμ θα είχε πουλήσει το “For those about to rock…” αν ο Doug περίμενε να κυκλοφορήσει!». Και έτσι έγινε. Το “Dirty deeds done dirt cheap” κυκλοφόρησε άσκοπα και πήγε στο νο. 3 των αμερικανικών charts, σταματώντας όμως στα 2 εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ το “Back in black” είχε ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια. Όχι, λοιπόν, για πρώτη φορά στην ιστορία της δισκογραφίας, η δισκογραφική εταιρεία, με την βραχυπρόθεσμη κι άπληστη οπτική της, ξεζούμισε την προοπτική ανάπτυξης της μπάντας. Μίας μπάντας, που εν προκειμένω αφού υπαναχώρησε σημαντικά στις αξίες της για να συνεργαστεί με την εταιρεία, ήταν εξοργισμένη με αυτήν την κοντόφθαλμη τρικλοποδιά, την οποία πάντως (προς τιμή της) αποφάσισε να καλύψει, ισχυριζόμενη ότι η κυκλοφορία του “Dirty deeds done dirt cheap” ήρθε για να χτυπήσει τα bootlegs που κυκλοφορούσαν στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή.
  5. Την 6η Ιουλίου 1981, η μπάντα μετέβη στο Παρίσι και στα στούντιο Pathé Marconi της EMI, για να ξεκινήσει να δουλεύει στο διάδοχο άλμπουμ του “Back in black”. Ορισμένοι από τους καλλιτέχνες που είχαν ηχογραφήσει εκεί ήταν οι BEATLES, οι ROLLING STONES και οι STRANGLERS. Είχε ήδη προηγηθεί ένα διάλειμμα στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, όπου ο Angus, o Malcolm και ο ντράμερ Phil Rudd απόλαυσαν τον έγγαμο βίο τους στο Amsterdam, το Λονδίνο και το Sydney, αντίστοιχα. O μπασίστας Cliff Williams άραξε στο νέο του σπίτι στην Χαβάη, ενώ από εκεί πέρασε για λίγο και τον συνάντησε ο Brian Johnson, στο δρόμο για την Φλόριντα των ΗΠΑ, όπου είχε αγοράσει κι αυτός σπίτι. Όταν, όμως, συναντήθηκαν για πρόβες στην Μονμάρτη του Παρισιού, η διάθεση δεν ήταν και πολύ καλή. «Την μισούσαν όλοι», όπως θυμάται ο Jeffery, καθώς δεν είχε καμία σχέση με τις Μπαχάμες όπου είχαν ηχογραφήσει το προηγούμενο άλμπουμ τους.
  6. Παραγωγός ήταν ο John “Mutt” Lange, στην τρίτη συνεχόμενη δουλειά του με την μπάντα. Ο απόλυτος, ψυχαναγκαστικός, τελειομανής επαγγελματίας, βοήθησε τους AC/DC να πάνε στο επόμενο επίπεδο. Ο Lange κρατούσε το στούντιο και τον κόσμο μέσα σε τάξη, κάτι που ξένιζε και εκνεύριζε τους AC/DC, που τον θεωρούσαν αργό, όπως είχε πει κάποια στιγμή ο Angus, διότι ο παραγωγός «καθυστερούσε χωρίς λόγο», ενώ αυτοί ήταν πάντα «καλά προετοιμασμένοι». Χαρακτηριστικά, αφού ξεκίνησαν τις πρόβες σε ένα πρώην εργοστάσιο, τις τρεις πρώτες μέρες ο Lange ασχολήθηκε με τα ντραμς, προσπαθώντας να πετύχει τον ιδανικό ήχο στο ταμπούρο! Κάποια στιγμή, μετά την δέκατη μέρα, αποφάσισε να διακόψει τα sessions και να μεταφερθούν σε άλλο στούντιο. Για δύο εβδομάδες αναζητούσαν τον ιδανικό χώρο, μέχρι που αποφάσισε ότι το καλύτερο που είχε στην διάθεση του ήταν ένας άλλος χώρος, στην περιοχή Quai de Bercy, όπου και ζήτησε να μεταβεί από το Λονδίνο η κινητή μονάδα ηχογραφήσεων Mobile One. Οι Malcolm, Angus και Brian περίμεναν υπομονετικά τον Lange να ολοκληρώσει την δουλειά του, περιμένοντας βαριεστημένοι σε έναν καναπέ, ενώ ταυτόχρονα στο μυαλό των αδελφών Young, ο παραγωγός αμφισβητούσε κάθε πτυχή της λειτουργίας της μπάντας, σκέψη που επιδείνωνε την σχέση τους.
  7. Στο στόχαστρο μπήκε και το management της μπάντας. Στο συγκρότημα ένιωθαν ότι πλέον οι συμβιβασμοί που είχαν κάνει υπερέβαιναν τις αντοχές τους. Στο Παρίσι ένιωθαν απομονωμένοι, έρχονταν σε κόντρα με τον Lange με αποτέλεσμα να μην ρέει ομαλά η δουλειά στο στούντιο, ενώ δεν μπορούσαν να γράψουν τραγούδια με τον τρόπο που το έκαναν στο παρελθόν. Την 22η Αυγούστου 1981, οι AC/DC θα εμφανίζονταν για πρώτη φορά, ως headliners, μπροστά σε 65.000 fans, την δεύτερη χρονιά του θρυλικού φεστιβάλ “Monsters of Rock” στο Doningtοn της Αγγλίας. Τα συγκροτήματα που προηγήθηκαν των AC/DC, ήταν οι Whitesnake, οι Blue Oyster Cult, οι Slade, οι Blackfoot και οι Οι AC/DC είχαν τρομερό άγχος για αυτή την εμφάνιση, λόγω έλλειψης προετοιμασίας και όχι μόνο. Τόσο ο καιρός όσο και ο ήχος τους πρόδωσε εκεί (κάποια αστοχία του BBC είχε επηρεάσει τον ήχο), αλλά και η απόδοσή τους ήταν ανεπαρκής, ενώ πριν την συναυλία, κάποιος σεκιουριτάς απαγόρευσε στον Malcolm να ανέβει στην σκηνή γιατί δεν έφερε τα κατάλληλα διαπιστευτήρια! Όλα αυτά παραήταν πολλά για τον βραχύσωμο κιθαρίστα και την επόμενη μέρα που γύρισαν στο Παρίσι, κάποιος έπρεπε να πληρώσει το μάρμαρο. Και αυτός ο κάποιος ήταν ο manager τους, ο Αμερικάνος Peter Mensch. ‘Ίσως άδικα, μιας και ο ίδιος ο Mensch είχε μετακομίσει στο Λονδίνο για να είναι μαζί τους και επί δύο χρόνια ήταν διαρκώς στην διάθεσή τους. Ο Malcolm θεωρούσε ότι ο manager τους είχε προσχωρήσει στους «απέναντι» και λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης της δισκογραφικής προς την μπάντα, παρά το ανάποδο. Τον ρόλο του manager ανέλαβε ο tour manager τους, Ian Jeffery.
  8. Επόμενος στην σειρά ήταν ο “Mutt” Lange. Μπορεί τώρα o Angus να επαινεί τον παραγωγό, όμως τότε, ο Malcolm τα είχε πάρει στο κρανίο μαζί του. Θεωρούσε ότι πετούσαν τα λεφτά τους με το να τον πληρώνουν για κάτι που θα μπορούσαν να κάνουν και μόνοι τους (όχι, δεν θα μπορούσαν), ένιωθαν ότι δεν τον χρειάζονταν αφού ήξεραν τα τραγούδια «καλύτερα από αυτόν» και πως δύο άλμπουμ μαζί ήταν υπέραρκετα. Ο παραγωγός, από την πλευρά του, ποτέ δεν ανοίχτηκε σχετικά με την φυγή του από τους AC/DC, παρά μόνο δήλωσε στο περιθώριο μιας συνέντευξης του ότι «ο Angus είχε ένα συγκεκριμένο όραμα για την μουσική του, το οποίο τον εξυπηρετεί». O δε Malcolm είχε πει ότι «δεν νομίζω κανείς, ούτε η μπάντα ούτε ο παραγωγός, μπορούσε στο τέλος των ηχογραφήσεων να πει αν το άλμπουμ ακουγόταν καλό ή όχι…όλοι είχαν βαρεθεί». Σημειώνεται ότι μετά τους AC/DC, τόσο ο manager Peter Mensch όσο και ο παραγωγός John “Mutt” Lange έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε ένα άλλο ανερχόμενο συγκρότημα από το Sheffield της Αγγλίας, που έπαιζε support στους AC/DC, κάποιους … DEF LEPPARD και οποιαδήποτε ομοιότητα στον ήχο των AC/DC και των DEF LEPPARD, μεταξύ 1981-1983, δεν είναι τυχαία.
  9. Ίσως κάποιος δίκαια να πει ότι τα τραγούδια στο νέο άλμπουμ δεν είναι όλα του επιπέδου του “Highway to hell” και του “Back in black”. Όντως, σε σημεία το άλμπουμ φαίνεται να κάνει κοιλιά. Όμως το τραγούδι που βάφτισε και το άλμπουμ, το επικών διαστάσεων «θηρίο» με τίτλο “For those about to rock (We salute you)”, δεν είναι ένα από αυτά. Ο τίτλος του τραγουδιού βασίζονται σε έναν αρχαίο χαιρετισμό που απηύθυναν οι μονομάχοι προς τον Καίσαρα, στην αρχαία Ρώμη, πριν αγωνιστούν στο Κολοσσαίο: “Ave, Caesar, morituri te salutant” («Χαίρε Καίσαρα, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν»). Ο Angus αποκάλυψε ότι εμπνευστήκαν από τον κορυφαίο Βρετανό ποιητή, μυθιστοριογράφο και κλασικιστή Robert Graves, εξηγώντας ότι ο τίτλος του τραγουδιού ήρθε από μια παραλλαγή σε ένα στίχο του Graves, απο το βιβλίο του “For Those About To Die We Salute You”, που του είχε χαρίσει ο Bon Scott. Για την σύνθεση του τραγουδιού, τα δύο αδέλφια συνεργάστηκαν για να βγάλουν μία αρχική έκδοση, όμως, καθώς έφτασαν στο ρεφρέν αναρωτήθηκαν τι θα τραγουδήσουν εκεί. Και τότε ο Angus θυμήθηκε τον προαιώνιο χαιρετισμό των μονομάχων από τον στίχο του Graves σκεπτόμενος ότι θα ταιριάζει περισσότερο το “For those about to rock” παρά το απαισιόδοξο “For those about to die”. Το περίεργο είναι πως ο Graves … δεν έγραψε ποτέ κάτι σχετικό με μονομάχους. Πιθανολογείται ότι το βιβλίο στο οποίο αναφέρεται ο Angus είναι από το “Those About to Die” του Daniel Mannix.
  10. Τα κανόνια, πάλι, ήρθαν από μία άλλη ιδέα που τους κατέβηκε, όταν, κατά τις πρώτες ηχογραφήσεις του τραγουδιού, έλαβε χώρα την ίδια μέρα, ο γάμος της πριγκίπισσας Νταϊάνα με τον πρίγκηπα Κάρολο. Όταν άρχισαν να ρίχνουν τα κανόνια σε ομοβροντίες χαιρετισμού του βασιλικού γάμου, σκέφτηκαν, βλέποντας την τηλεοπτική αναμετάδοση, ότι θα ήταν μία θεαματική προσθήκη στο τραγούδι τους, κάτι «δυνατό, αντρικό και rock n’ roll», όπως είπε ο Angus. Και δεν ενσωμάτωσαν τους κανονιοβολισμούς μόνο στο τραγούδι, αλλά ένα κανόνι πέρασε και στο εξώφυλλο του δίσκου, ενώ στις συναυλίες τους χρησιμοποιούσαν δύο κανόνια-ρέπλικες των Ναπολεόντειων χρόνων (αρχικά ήταν 21 μικρότερα κανόνια – κατά τον στρατιωτικό τιμητικό χαιρετισμό “21 gun salute”), σε φυσικό μέγεθος, που εκπυρσοκροτούσαν ταυτόχρονα με πυροτεχνήματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κανόνια εκπυρσοκροτούσαν σε rock συναυλία. Δέκα χρόνια πριν, στο φεστιβάλ Isle of Wight, οι EMERSON,LAKE & PALMER είχαν χρησιμοποιήσει δυο κανόνια στο τέλος του “Pictures at an exhibition”. O Brian Johnson αποκάλυψε ότι τα κανόνια συχνά τον καίνε κατά τη διάρκεια αυτού του τραγουδιού, καθώς καυτές σπίθες από πραγματική πυρίτιδα έπεφταν πάνω του! «Έχω δει τον Malcolm να χοροπηδά σαν να τον πυροβολούσαν με φλεγόμενο μπαρούτι στο πίσω μέρος της μπλούζας του», είπε ο Johnson, «αλλά δεν σταμάτησε να παίζει!».
  11. Το “For those about to rock (We salute you)” έγινε το μεγάλο και άκρως εντυπωσιακό φινάλε των συναυλιών των AC/DC. Θα κυκλοφορούσε ως το δεύτερο single του δίσκου, τον Ιούνιο του 1982 και θα έφτανε μέχρι το νο. 4 των αμερικανικών Mainstream Rock Charts και το νο. 15 των singles charts του Ηνωμένου Βασιλείου. Όσον αφορά το video clip του τραγουδιού, παρόλο που τα βίντεο από live συνήθως δεν έπαιζαν στο MTV, το συγκεκριμένο ήταν αρκετά θεαματικό για να ξεπεράσει οτιδήποτε έπαιζε τότε. Για πολλούς αυτή ήταν η πρώτη τους οπτική επαφή με τους AC/DC σε δράση, κάνοντας τόσο μεγάλη εντύπωση, που έκανε θραύση στο εφηβικό κοινό του MTV. Στην συνέχεια, ένα άλλο live βίντεο με καλύτερη παραγωγή, μαγνητοσκοπήθηκε στο Detroit, από μία συναυλία του 1983 και έγινε το επίσημο video clip του τραγουδιού.
  12. To “Put the finger on you” (ή “I Put the finger on you”, όπως αναγράφεται σε κάποιες εκδόσεις του άλμπουμ) σαν τίτλος έρχεται από μία γκανγκστερική ατάκα, σύμφωνα με τον Angus. Το “Let’s get it up”, που ακολουθεί ήταν το πρώτο single του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε τον Γενάρη του 1982 και περιγράφεται από τον Brian Johnson σαν «βρώμικο» όπως και η μπάντα τους! Στα charts του Ηνωμένου Βασιλείου έφτασε το νο. 13, ενώ διέγραψε και διακριτική πορεία αλλού, φτάνοντας μέχρι το νο. 73 στην Αυστραλία, το νο. 33 στην Γερμανία και το νο. 18 στην Σουηδία. Σκηνοθέτης του video clip (όπως και των δύο προαναφερθέντων τραγουδιών) ήταν ο Derek Burbidge, ο οποίος σκηνοθετούσε και τα video clip των POLICE. Τα πλάνα που χρησιμοποιήθηκαν για τα video clip των “Put the finger on you” και “Let’s get it up” (καθώς και για το πρώτο video του “For those about to rock”) προέρχονται από δυο βραδιές στο Capital Centre, στο Landover του Maryland, στις ΗΠΑ.
  13. Στο ελαφρώς Led-Zeppelinικό “Inject the venom”, ο Brian Johnson παροτρύνει τον ακροατή να κάνει ό,τι είναι να κάνει μία φορά και καλή για να τελειώνει την δουλειά αποφασιστικά, με την πρώτη πλευρά να κλείνει με το “Snowballed”, ένα τραγούδι για την εξαπάτηση. Το δυνατό “Evil walks”, από τα καλύτερα του άλμπουμ, ανοίγει την δεύτερη πλευρά, με έναν τίτλο που τον εμπνεύστηκαν περισσότερο από την «πονηρή» μελωδία του riff.
  14. Ο τίτλος “C.O.D.”, συνήθως σημαίνει “Cash on delivery”, αλλά οι παμπόνηροι AC/DC το άλλαξαν, κάπως παιχνιδιάρικα, σε “Care of the Devil”, ενισχύοντας το ανάλαφρο διαβολικό υφάκι τους που δούλευαν εδώ και καιρό. Ουσιαστικά, το “C.O.D.” ήταν ένα χιουμοριστικό υπονοούμενο με την φήμη ότι οι AC/DC ήταν επικίνδυνοι σατανιστές, μία εικόνα που κάθε άλλο παρά πραγματική είναι. Όπως και οι φήμες ότι AC/DC σημαίνει “Anti-Christ – Devil’s Children” (ή “Death to Christ”, κατά άλλους), με τον κεραυνό στο λογότυπο να είναι το “S” για τον … Σατανά. Ό,τι να ‘ναι!
  15. Προκαλώντας σκανδαλιάρικα την πουριτανική κοινωνία της εποχής, ακολουθούν τα “Breaking the rules” (μία διακριτική παραίνεση) και το “Night of the long knives”, με τον αρκετά σκανδαλώδη τίτλο, κινδυνεύοντας το συγκρότημα να ανοίξει παρτίδες με ακραία πολιτικά στοιχεία! Η «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» ήταν ουσιαστικά οι εκκαθαρίσεις που έφεραν τον Αδόλφο Χίτλερ σε θέση απόλυτης ισχύος στην Γερμανία, όπου όχι μόνο εξόντωσε τους ομόσταβλους πολιτικούς του αντιπάλους αλλά κατάφερε να καθιερωθεί στην γερμανική κοινή γνώμη. Ο Angus είχε πει πως ήθελαν να προσδώσουν μία εσάνς από ταινία τρόμου, όμως αυτό θα μπορούσε να πάει … πολύ χειρότερα! Το “Spellbound” που κλείνει το άλμπουμ, είναι ένα μήνυμα προς τους πάσης φύσεως φανατικούς και θρησκόληπτους που ενοχλούσαν το συγκρότημα, τόσο μέσω αλληλογραφίας όσο και έξω από τα live τους.
  16. Με τις ηχογραφήσεις να ολοκληρώνονται στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1981, η Atlantic έτρεξε βιαστικά για να κυκλοφορήσει το άλμπουμ πριν τα Χριστούγεννα. Όταν κυκλοφόρησε την 23η Νοέμβρη του 1981 στο Ηνωμένο Βασίλειο, το “For those about to rock (We salute you)” έγινε δεκτό με θέρμη από τους οπαδούς και τους κριτικούς (παραδόξως), αφού φωτιζόταν λίγο και από την τεράστια επιτυχία που γνώριζε το “Back in black”. Στα charts έφτασε μέχρι το νο. 3, κάτω από το “Dare” των HUMAN LEAGUE (νο. 1) και το “Greatest hits” των QUEEN (τότε νο.2, πλέον το πιο επιτυχημένο άλμπουμ όλων των εποχών στο Ηνωμένο Βασίλειο) και φυσικά, κάτω από το νο. 1 του προκατόχου του. Στις ΗΠΑ, ωστόσο, το “For those about to rock (We salute you)” έγινε το πρώτο νο. 1 της μπάντας, μία θέση που δεν θα ξανακατακτούσαν μέχρι το “Black ice” (2008). Δυστυχώς, οι πωλήσεις του, όπως προέβλεψε σαν άλλη Κασσάνδρα ο Phil Carson, σακατεύτηκαν από την άσκοπη και άκαιρη, ενδιάμεση κυκλοφορία του “Dirty deeds done dirt cheap”. Σκεφτείτε ότι το “Dirty deeds…”, «άντλησε» 2 εκατομμύρια τελείως αναίτια από τις προβλεπόμενες πωλήσεις του “For those about to rock”, με αποτέλεσμα το δεύτερο να πουλήσει λίγο πάνω από 4 εκατομμύρια αντίτυπα στις ΗΠΑ, πολλά λιγότερα από το “Back in black”. Συνολικά, μέχρι σήμερα, το “For those about to rock (We salute you)” έχει πουλήσει παγκοσμίως λίγο πάνω από 5,5 εκατομμύρια. Το δε “Dirty deeds done dirt cheap” έχει πουλήσει, μόνο στις ΗΠΑ, πάνω από 6 εκατομμύρια! Μία επίδοση που τονίζει όσο τίποτα άλλο την βλακώδη απόφαση του τότε προέδρου της Atlantic, Doug Morris.
  17. Βγαίνοντας σε περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ, μαζί με την 1,5 τόνου καμπάνα και τα κανόνια, άρχισαν να εμφανίζονται και οι σεξοβόμβες που μέχρι τότε κυκλοφορούσαν στα παρασκήνια συγκροτημάτων όπως οι LED ZEPPELIN, οι ROLLING STONES και οι VAN HALEN. Μολονότι οι πειρασμοί ήταν άπειροι, ειδικά στις ΗΠΑ, οι πλέον παντρεμένοι AC/DC προσπαθούσαν επιδέξια να αποφύγουν τις Σειρήνες, αφήνοντας τις groupies στο road crew και κρατώντας ένα μετριοπαθές δημόσιο προφίλ με τον Brian Johnson και τον Cliff Williams να πίνουν χαλαρά μία μπύρα στα πάρτι προς τιμήν τους. Οι άγριες μέρες είχαν παρέλθει και πλέον δεν έρχονταν σε επαφή και με τις μπάντες που τους συνόδευαν στις περιοδείες τους. Ειδικά, οι αδελφοί Young ήταν πολύ προστατευτικοί με την ιδιωτικότητα τους. “Κάποιος μας είπε ότι ο Malcolm είναι αρκετά δύσκολος και να μην του πούμε οτιδήποτε μπορεί να τον εκνευρίσει, ειδάλλως θα βρεθούμε εκτός περιοδείας εντός πενταλέπτου» είχε πει ο Dave Meniketti των Y & T, που άνοιγαν τις συναυλίες των AC/DC στο βρετανικό σκέλος της περιοδείας. Αυτό που τους ενοχλούσε ακόμα περισσότερο, ήταν οι κάθε λογής γραφικοί και θρησκό-πληκτοι τύποι που μαζεύονταν έξω από τις συναυλίες τους για να διαμαρτυρηθούν για την «διαβολική» επιρροή τους. Βέβαια, αυτά τα σκηνικά είχαν και τα καλά τους, διότι απροσδόκητα τους χάρισαν μία επιπλέον δημοσιότητα, που δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν με άλλο τρόπο.
  18. Στα τέλη του 1982, αφού έφτασαν στην Ευρώπη τα πράγματα είχαν μπει σε μία σειρά. Ο Bernie Marsden, τότε κιθαρίστας των WHITESNAKE, που άνοιγαν για τους AC/DC στο ευρωπαϊκό σκέλος θυμόταν ότι «εκτός από τον Brian Johnson, που μπορεί να τον πετύχαινες κάπου στο ξενοδοχείο, οι υπόλοιποι ήταν εξαφανισμένοι». Οι καλύτερες αναμνήσεις του από εκείνη την συνεργασία αφορούσαν την λεγόμενη “AC/DC pub”, την οποία έστηνε η ομάδα των AC/DC στα παρασκήνια κάθε βράδυ, προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω δημόσιες συναναστροφές. Αυτή η pub, στην οποία νομίζω όλοι θα θέλαμε να πάμε, ήταν πλήρως εξοπλισμένη, με βαρελίσια μπύρα, τραπέζι για μπιλιάρδο, βελάκια και ένα jukebox! Μάλιστα κολλούσαν τόσο πολύ εκεί, που αρκετή ώρα αργότερα ο Marsden τους έβρισκε ακόμα να παίζουν, με τον Angus να του προτείνει να γίνουν συμπαίκτες στα βελάκια και απ’ έξω να φωνάζουν ρυθμικά το όνομα του συγκροτήματος 15 χιλιάδες Γερμανοί fans!
  19. Μέχρι το τέλος της περιοδείας, στην Ζυρίχη του 1982, δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, οι AC/DC είχαν πλέον καθιερωθεί ως μία από τις μεγαλύτερες μπάντες παγκοσμίως. Αρκετά μεγάλη για να απορρίψουν την μάλλον … αλαζονική πρόταση των ROLLING STONES, που τους πρόσφεραν ένα εκατομμύριο δολάρια για να ανοίξουν μία συναυλία τους στις ΗΠΑ. O Malcolm είχε αποφασίσει ότι δεν θα άνοιγαν ποτέ ξανά για κανέναν.

Παρά, όμως, την επιτυχία της περιοδείας, η πορεία των AC/DC θα έπαιρνε την κάτω βόλτα για τα επόμενα τρία άλμπουμ, χωρίς την φωτισμένη καθοδήγηση του Peter Mensch και το μαγικό αυτί του “Mutt” Lange. H ίδια η απομόνωση που επέβαλλαν οι αδελφοί Young στο συγκρότημα για να προστατευτούν από έξωθεν επιβουλές, ήταν και η τροχοπέδη που τους στέρησε μία σαφώς καλύτερη προοπτική στην δεκαετία του ’80.

Κώστας Τσιρανίδης

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here