Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΔΙΣΚΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ! ΑΝΕΥ ΑΝΤΙΠΑΛΟΥ ΔΕΟΥΣ!
Bρισκόμαστε στο 1987 με τους METALLICA να έχουν κυκλοφορήσει το EP “Garage days re-revisited” ώστε να έχουν νέο υλικό δεδομένης και της επερχόμενης εμφάνισης τους στο Monsters Of Rock στο Castle Donnington. Το υλικό αυτό προέκυψε αφενός μεν από υπόδειξη της εταιρείας τους, αφετέρου δε από το γεγονός ότι δεν είχαν ιδιαίτερη όρεξη να συνθέσουν νέο υλικό. Θυμίζουμε το αυτονόητο ότι βρισκόμαστε χρονικά περίπου 10 μήνες (τον Ιούλιο του ’87) όταν ηχογραφήθηκε από τον άδικο χαμό του Cliff Burton που τους είχε συντρίψει ψυχολογικά (και που 35 χρόνια μετά, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν κατάλοιπα). Το ΕΡ κυκλοφορεί στις 21 Αυγούστου του 1987 και συστήνει επίσημα τον νέο τους μπασίστα Jason Newsted, ο οποίος και με τις ευλογίες των ίδιων των γονέων του Cliff, είχε πάρει την θέση του συγχωρεμένου. Στο συγκρότημα εκτός από τη θλίψη για τον χαμό του φίλου τους, κυριαρχεί πάνω απ’ όλα ο θυμός και θύμα αυτού από την μεριά των υπόλοιπων τριών μελών, θα πέσει άθελα του ο νεοφερμένος Jason Newsted, ο οποίος θα «υποφέρει» πολλά χάριν της ανάγκης των υπολοίπων να ξεσπάσουν για όσα τους περικύκλωναν. Το να τους αθωώσουμε επικαλούμενοι ότι το έκαναν για να τον προετοιμάσουν για τα δύσκολα που έρχονται δεν πρόκειται να συμβεί και παραμένει σε κάθε περίπτωση ασυγχώρητο.
Ο Newsted παρόλα αυτά κι επειδή αγαπούσε το συγκρότημα περισσότερο κι από τους ήδη υπάρχοντες, έκανε υπομονή και περίμενε καρτερικά την στιγμή που θα εδραιωνόταν ακόμα περισσότερο με την κυκλοφορία του νέου τους δίσκου, που θα αποτελούσε την πρώτη του full-length παρουσία μαζί τους. Η διαδικασία της σύνθεσης του νέου –και 4ου πλέον- δίσκου των METALLICA, λαμβάνει χώρο στο ίδιο μέρος που ηχογραφήθηκε το προαναφερθέν ΕΡ, δηλαδή στο ανανεωμένο γκαράζ του Lars Ulrich στο σπίτι του στο Carlson Boulevard του El Cerrito στην California. Βασισμένοι στις κασέτες με riff του James Hetfield, το δίδυμο Hetfield-Ulrich είναι το κύριο υπεύθυνο για την σύνθεση του δίσκου, με τον κιθαρίστα Kirk Hammett να συνεισφέρει σε 4 κομμάτια αφού αυτά είχαν ήδη πάρει την σχεδόν τελειωτική τους μορφή και τον Jason Newsted να καρπώνεται συνθετικό credit μόλις σε ένα κομμάτι του δίσκου (από τα τρία συνολικά στην καριέρα του στο συγκρότημα). Τιμής ένεκεν, χρησιμοποιήθηκαν και στίχοι του Cliff Burton στο ορχηστρικό “To live is to die”, καθώς το πνεύμα του ήταν ισχυρό κατά τις ηχογραφήσεις και μάλιστα ο κύριος λόγος που συνέχισαν σαν συγκρότημα και αποφάσισαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, είναι γιατί πίστευαν ότι θα το ήθελε και ο ίδιος.
Ας δούμε γνωστές και άγνωστες πτυχές του δίσκου, ο οποίος έχει πολύ παρασκήνιο και αξίζει να γίνει εκτενής αναφορά…
– Ο Δανός παραγωγός Flemming Rasmussen, ο οποίος είχε κάνει την παραγωγή στα δυο προηγούμενα άλμπουμ των METALLICA (“Ride the lightning”/”Master of puppets”), είχε δηλώσει στο συγκρότημα ότι δεν θα ήταν διαθέσιμος για την Πρωτοχρονιά του 1988, όπου το συγκρότημα σκόπευε να ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις. Με αυτό κατά νου, το κουαρτέτο αποφασίζει να στραφεί στον Mike Clink, ο οποίος είχε κάνει την παραγωγή στο –πρόσφατο τότε- αριστούργημα των GUNS ‘N’ ROSES, “Appetite for destruction”, με τον ήχο του οποίου ο Lars Ulrich –κι εκατομμύρια ανθρώπων- είχε εκστασιαστεί και ήθελε ένα ανάλογο καθαρό και σφιχτό αποτέλεσμα για το νέο άλμπουμ των METALLICA. Θέλετε να μάθετε το εκπληκτικό στην περίσταση; Πριν την ηχογράφηση του “Appetite for destruction”, o Axl Rose έδωσε στον Clink ως παράδειγμα του ήχου που ήθελαν να πετύχουν το “Ride the lightning” των METALLICA, το οποίο με τη σειρά του θεωρούσε ως άψογο δείγμα καθαρότητας και όγκου ήχου!
– Η ηχογράφηση θα γινόταν στα One On One Studios στο Los Angeles και ως πρώτο δείγμα της δουλειάς τους με τον Clink, οι METALLICA ηχογραφούν δυο διάσημες πλέον διασκευές στα “Breadfan” (BUDGIE) και “The prince” (DIAMOND HEAD), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην συνέχεια ως b-sides και τελικά έγιναν διαθέσιμα για όλους στην κυκλοφορία “Garage Inc.” 10 χρόνια μετά. Δυστυχώς η συνύπαρξη METALLICA-Mike Clink έμελλε να είναι άκρως βραχύβια, καθώς ο παραγωγός απολύθηκε σχετικά σύντομα καθώς δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό σημείο επαφής μεταξύ των δυο πλευρών. O Clink απολύθηκε αφού κατέφθασε στην Αμερική ως λύση ανάγκης ο Flemming Rasmussen, ο οποίος έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Ulrich τρεις εβδομάδες μετά την αρχική του άρνηση. Ο Rasmussen παρότι είχε υποχρεώσεις, τόνισε ότι αν πραγματικά τον ήθελαν, θα το έκανε για χάρη τους, απλά έπρεπε να το γνωρίζει άμεσα. Την επόμενη μέρα ο Lars τον πήρε ξανά τηλέφωνο λέγοντας του «πόσο γρήγορα μπορείς να έρθεις;», πράγμα που συνέβη μετά από δυο εβδομάδες και για τρίτη συνεχόμενη –και τελευταία- φορά, ο Δανός παραγωγός θα αναλάμβανε το τελικό αποτέλεσμα. Το συγκρότημα ανέφερε ότι ο Clink ήταν ωραίος τύπος, αλλά η χημεία μεταξύ τους ήταν ανύπαρκτη, ενώ δεν ήταν και ευχαριστημένοι με τον τρόπο που ήθελε να δουλέψουν. Ο Clink εν τέλει έλαβε credit για την ενορχήστρωση των τυμπάνων στα “The shortest straw” και “Harvester of sorrow”
– Υπήρχε αρκετή ένταση μεταξύ Hetfield-Ulrich στα αρχικά στάδια της ηχογράφησης, καθώς το όραμα του Lars για έναν δίσκο μεγάλης εμπορικής επιτυχίας και ανάλογου ηχητικού αποτελέσματος με τους GUNS ‘N’ ROSES, αντέκρουε η απέχθεια του James για την μπάντα του Axl και το προαναφερθέν αριστούργημα “Appetite for destruction” (ακόμα και οι καλύτεροι κάνουν λάθη)! Επίσης ο τόνος στην κιθάρα του James ήταν κάτι που τον έβρισκε αντίθετο με βάση το αποτέλεσμα που παρήγαγε ο Clink, έτσι ο Rasmussen έπρεπε όχι μόνο να αλλάξει τον κιθαριστικό τόνο, αλλά να χρησιμοποιηθεί και μετρονόμος για τα τύμπανα του Lars, ενώ χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές ταινίες, μια για τα τύμπανα, μια για τις κιθάρες και το μπάσο (το ποιο; Θα τα πούμε παρακάτω) και μια για τα υπόλοιπα μέρη.
– Οι στίχοι των κομματιών από πλευράς James γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, με τον Rasmussen να τονίζει ότι ο frontman του συγκροτήματος δεν ήθελε ιδιαίτερα να τραγουδήσει και να γράψει στίχους, αλλά εστίαζε στον όγκο και την σκληρότητα του υλικού και του συναισθήματος που τους διακατείχε εκείνη την εποχή. «Ήταν ένας πολύ θυμωμένος νεαρός εκείνη την εποχή» θα προσέθετε σε αρκετές συνεντεύξεις ο παραγωγός. Οι στίχοι γενικότερα εστίασαν ιδιαίτερα σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα, με τον Ulrich να περιγράφει εκείνη την περίοδο ως «H CNN εποχή μας», καθώς πολλάκις θα έβαζαν το εν λόγω κανάλι για να βρουν θέματα για στίχους. Η όλη στιχουργική προσέγγιση του δίσκου, θα ολοκλήρωνε μια άτυπη τριλογία δίσκων με κύριο υπόβαθρο και όλως τυχαίως έτυχε να είναι οι τρεις δίσκοι με τον Rasmussen στην καρέκλα του παραγωγού. Έτσι η τριλογία αυτή είναι γνωστή στους πολύ φανατικούς οπαδούς ως D-M-C, δηλαδή Death (για το “Ride the lightning”), Manipulation (για το “Master of puppets), Corruption (για το “…And justice for all”) ως κύριες θεματικές ενότητες στίχων.
– Ο δίσκος πήρε το όνομα του από την ομότιτλη ταινία του 1979, στην οποία λάμπει –όπως συνήθιζε- ο Al Pacino. Στη θέα του τίτλου, ο Lars σκέφτηκε «αυτός είναι εκπληκτικός τίτλος», ενώ αποτελεί και τον τελευταίο στίχο στην διακήρυξη της Αμερικάνικης ανεξαρτησίας, στο κομμάτι που αναφέρεται στην πίστη στην Αμερικάνικη σημαία (“I pledge allegiance to the Flag of the United States of America, and to the Republic for which it stands, one Nation under God, indivisible, with liberty and justice for all”). Ο τίτλος ήταν τόσο ιδανικός που τους έκανε να έχουν έμπνευση για θέματα στίχων πολύ πριν παρακολουθήσουν την ταινία τελικά, καθώς αποτέλεσε οδηγό που θα στηριχτεί το άλμπουμ στο μη μουσικό μέρος.
– Ο Jason Newsted ηχογράφησε τα μέρη του μόλις σε μια μέρα πολύ πριν το άλμπουμ αποκτήσει παραγωγό επίσημα, χωρίς να είναι κανείς άλλος παρόν από τα μέλη του συγκροτήματος, ενώ αντίστοιχα και ο ίδιος ο Jason δεν ήταν παρόν όταν οι υπόλοιποι ηχογράφησαν μετέπειτα τα μέρη τους. Για τον ίδιο, ήταν τρομερά διαφορετική η όλη διαδικασία, καθώς στους FLOTSAM & JETSAM έπαιζαν όλοι μαζί σαν ένα «ηχητικό τείχος» όπως το παρομοίαζε. Μοναδική παρέα του Jason κατά την ηχογράφηση του, ήταν ο μηχανικός ήχου Toby Wright. Σύμφωνα πάντα με τον Flemming Rasmussen, «τα μέρη του Jason ήταν τέλεια, και μπορώ να σας διαβεβαιώσω γι’ αυτό, καθώς είμαι ένας από τους ελάχιστους που τα έχουν ακούσει». Αυτό που θα ακολουθούσε όμως, δεν το φανταζόταν ο μπασίστας του συγκροτήματος ούτε στους πιο ζοφερούς εφιάλτες του.
– Ο μηχανικός ήχου Steve Thompson έχει φάει όλες τις κατάρες του κόσμου για την τελική απουσία του μπάσου από τον δίσκο. Ποια είναι όμως τελικά η αλήθεια από όλες τις πλευρές που έχουν διατυπωθεί γύρω από το μείζον θέμα το οποίο αποτελεί πάντα το πρώτο αντικείμενο συζήτησης; Ο Thompson ανέφερε πάντα ότι γούσταρε τρομερά το συγκρότημα και ήταν πολύ χαρούμενος που θα δούλευε μαζί τους. Ωστόσο η οπτική του για τον ήχο συγκρουόταν με αυτή του Lars Ulrich, ο οποίος δεν είναι κοινό μυστικό ότι ήθελε μια ιδιαίτερη αντιμετώπιση όσον αφορά τον ήχο των τυμπάνων του στον δίσκο. Που κολλάει αυτό με το μπάσο θα πείτε. Η μίξη έγινε στο Bearsville Studio στη Νέα Υόρκη, με τους METALLICA ενδιαμέσου της περιοδείας για το Monsters Of Rock, όπου θα έβρισκαν χρόνο όποτε επιτρεπόταν για να είναι παρόντες στο στούντιο, παίρνοντας συχνά οικονομικές πτήσεις και κάνοντας πολλά πήγαινε-έλα γενικότερα. Ο Lars ήταν τόσο πιεστικός στον ήχο που ήθελε για τα τύμπανα του, που ο Thompson απευθυνόμενος στον έτερο συνεργάτη για τη μίξη, Michael Barbiero, του είπε «Michael, γιατί δεν δουλεύεις με τον Lars στον ήχο που θέλει και να με φωνάξετε όταν θα είναι πραγματικά ευχαριστημένος;»… Όταν άκουσε την αρχική μίξη, ο Thompson φρίκαρε τελείως, σε βαθμό που να τονίσει παραπάνω τις κιθάρες και να ξανακατασκευάσει τον ήχο των τυμπάνων από την αρχή, με το μπάσο πάντα στο προσκήνιο. Μάλιστα για τον Newsted χρησιμοποιούσε την έκφραση “He killed it” για να τονίσει πόσο υπέροχα ήταν τα μέρη του και ότι το μπάσο έκανε τον τέλειο «γάμο» με την κιθάρα του James. O Hetfield όταν άκουσε τη διορθωμένη μίξη, έκανε το σήμα με τον αντίχειρα υψωμένο (thumbs up), ωστόσο όταν ήρθε ο Lars να ακούσει τη μίξη, μετά από ένα λεπτό φωνάζει «κλείστο» στον Thompson και τον ρωτάει «τι έγινε ο ήχος των τυμπάνων μου;». Ο Thompson αφού των ρωτάει «είσαι σοβαρός», προσαρμόζει τη συχνότητα στον ήχο των τυμπάνων πολλά επίπεδα πάνω, όπως ήθελε ο Lars, παρότι διαφωνούσε με το αποτέλεσμα. Εκεί ο Lars τον ρωτάει «βλέπεις το μπάσο εδώ;» με τον Thompson να απαντάει «ναι, υπέροχα μέρη, «σκότωσε» στην ηχογράφηση». Τότε ο Lars απαντάει ότι θέλει να ρίξει την συχνότητα του μπάσου τόσο που να ακούγεται οριακά στη μίξη με τον Thompson να απαντάει «Θα αστειεύεσαι»! Αφού το μπάσο πέφτει τρομερά σε συχνότητες, ο Lars δεν μένει εκεί, αλλά συνεχίζει, «τώρα θέλω να το ρίξεις άλλα 5 db»! Εκεί είναι το σημείο που ο Thompson γυρνάει στον Hetfield και τον ρωτάει «Είναι σοβαρός;», ενώ δε θα μείνει εκεί αλλά θα τηλεφωνήσει στους manager των METALLICA, Cliff Burnstein και Peter Mensch, λέγοντας τους «Αγαπώ τα παιδιά, πιστεύω ότι έχουν δημιουργήσει κάτι ολόδικό τους, αλλά είμαι κάθετα αντίθετος με το πώς θέλει ο Lars να ηχεί ο δίσκος, το όνομα μου θα μπει στο δίσκο και δεν θέλω να είμαι μέρος σε κάτι τέτοιο, γιατί δεν βρίσκετε κάποιον άλλο;»… Πραγματικά σκηνικά απείρου κάλους, που κορυφώνονται στη στιγμή που οι METALLICA μπαίνουν μετά από δυο και βάλε δεκαετίες στο Hall Of Fame και κάνουν τα έξοδα στον Thompson να παραστεί στην τελετή, όπου ο μηχανικός βρίσκεται τετ-α-τετ με τον Lars, ο οποίος τον ρωτάει (κι όμως) «Τι έγινε τελικά με το μπάσο στο “…Justice”; Eκεί ποιος είδε τον μηχανικό και δεν τον φοβήθηκε, «Πραγματικά μου το ρώτησε, ήθελα να τον πνίξω ζωντανό εκείνη την στιγμή, ήταν ντροπή γιατί τόσα χρόνια εγώ τρώω τα σκ@τ@ για τον ήχο του δίσκου».
– Από πλευράς James Hetfield, έρχεται η «δικαιολογία» (βάζω εισαγωγικά ουδόλως τυχαία) ότι το μπάσο ντούμπλαρε την ρυθμική κιθάρα και οι συχνότητες τους ήταν οι ίδιες, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο και να δημιουργείται ένας ενοχλητικός ήχος που ακουγόταν σαν κάτι να γδέρνει το ηχείο. Ο James ανέκαθεν υποστήριζε ότι το τελικό αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση δεν έγινε για να πικάρουν τον ήδη πικαρισμένο πανταχόθεν Jason Newsted, τον οποίο ναι μεν παραδέχονταν ότι δεν του φέρονται και με το γάντι (πολύ λάϊτ χαρακτηρισμός για όσα του κάνανε), αλλά επικαλέστηκε ότι είχαν «καεί» από τα πήγαινε-έλα ενδιαμέσου της περιοδείας και έχοντας σχεδόν χάσει την ακοή τους εκείνο τον καιρό, μια και έπαιζαν χωρίς ωτοασπίδες στο φουλ. Συνεπώς με την ακοή τους περιορισμένη και μη μπορώντας να ακούσουν υψηλές συχνότητες, ανέβαζαν παραπάνω κι ακόμα παραπάνω τις συχνότητες, μέχρι που οι χαμηλές συχνότητες (δηλαδή το μπάσο) εξαφανίστηκαν τελείως! Ο δε Jason Newsted όπως καταλαβαίνετε, δεν το πήρε και πολύ όμορφα, τονίζοντας επί σειρά ετών «Δε φαντάζεστε πόση θλίψη είχα και ακόμα κουβαλάω για αυτό το άλμπουμ. Απογοητεύτηκα τόσο όταν το άκουσα που το διέγραψα από το μυαλό μου, όπως κάνουν οι άνθρωποι με τα σκ@τ@». 33 χρόνια μετά, το τι έχει ακουστεί για τον ήχο αυτού του δίσκου δεν λέγεται, δεν είναι μάλιστα λίγοι αυτοί που έχουν φτιάξει δικές τους μίξεις με μπάσο και ανεβάζοντας τις στο Youtube ώστε να σβήσουν τον «καημό» της έλλειψης μπάσου, με μια από αυτές τις απόπειρες να τιτλοφορείται «…And justice for Jason”. Προσωπική άποψη; Δεν θα άλλαζα απολύτως τίποτα, δυστυχώς για τον Jason. Ο βασικός λόγος που μιλάμε για ΤΟ μνημείο των μνημείων, είναι και αυτός ο «δυσάρεστος» ήχος του, που δένει απόλυτα με την τότε κατάσταση μέσα στο συγκρότημα.
– Οι METALLICA και με την έλευση του Newsted στο συγκρότημα, ένιωθαν ότι βελτιώνονται παικτικά και συναυλιακά, στη δύσκολη περίοδο που ακολούθησε την απώλεια του Cliff Burton. Για την ακρίβεια μάζεψαν τόσο γρήγορα τα συντρίμμια γύρω τους, που άφησαν να περάσουν μόλις δυο εβδομάδες πριν επιστρέψουν δριμύτεροι, φοβούμενοι ότι με πιο μακρά απουσία θα έχαναν το momentum της ολοένα και αυξανόμενης ανόδου τους εκείνη την εποχή, συνεπώς έπρεπε να πάρουν όλη αυτή την αρνητικότητα και να την μεταδώσουν στη μουσική τους. Αναπτύχθηκε λοιπόν η ανάγκη να δείξουν πόσο έχουν βελτιωθεί, αλλά και το να κάνουν ένα πιο in your face άλμπουμ από τα προηγούμενα, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες δομών στα κομμάτια. Έτσι όταν κατέληγαν σε κομμάτι με 5-6 διαφορετικά riffs, έλεγαν όλοι με ένα στόμα «Έχουμε 6; Κάντα 8, ας το τραβήξουμε στα άκρα, ας τρελαθούμε τελείως», με τον Hetfield πολλάκις να τονίζει ότι «ήταν μια προσπάθεια επίδειξης από τη μεριά μας, είχαμε πάει στο στυλ των “Ride the lightning”/”Master of puppets” όσο πιο μακριά μπορούσαμε, έτσι αυτό το άλμπουμ έπρεπε να είναι διαφορετικό.
– Οι METALLICA άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι τα δεδομένα γύρω τους αλλάζουν κι ότι ήταν ευκαιρία να γίνουν ακόμα μεγαλύτερο όνομα, όταν στην περιοδεία Monsters Of Rock το 1988 ελάχιστα πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, έπαιζαν δεύτεροι κατά σειρά μετά τους KINGDOM COME, και γινόταν Ο κακός χαμός με την πάρτη τους, παρότι συνοδεύονταν από τους DOKKEN, SCORPIONS και VAN HALEN. O Don Dokken, προς τιμήν του, θυμούμενος την εποχή, δεν δίστασε να ζητήσει αρχικά από το management των METALLICA να παίζουν μετά τους DOKKEN, με την πρόφαση ότι «μας διέλυαν κάθε βράδυ, πραγματικά το έκαναν και θα είμαι ειλικρινής απόλυτα, είναι το μόνο που δεν μου άρεσε από αυτήν την περιοδεία, ήταν πολύ σκληρό να βγαίνουμε μετά από αυτούς με το κοινό να έχει διαλύσει τα πάντα, ήταν βαρύτεροι, ήταν κ@υλωμένοι και παρότι βγάζαμε 2 φορές περισσότερα λεφτά από αυτούς αν όχι παραπάνω, ήταν ορατό το πόσο μεγάλοι θα γίνουν στη συνέχεια». Το management αρνήθηκε για τον λόγο που αναφέραμε πιο πάνω, οι Hetfield/Ulrich έπρεπε να τελειώνουν νωρίς ώστε να βρίσκουν φθηνές απογευματινές πτήσεις και να είναι παρόντες κατά τη διαδικασία δημιουργίας/ηχογράφησης/μίξης του δίσκου. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι ωστόσο και τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει.
– Το εξώφυλλο του δίσκου απεικονίζει το άγαλμα της Δικαιοσύνης γυμνό και ραγισμένο, με σχοινιά να το τραβάνε και δολάρια να ρέουν από τους ζυγούς της. Βασισμένο σε μια ιδέα των Hetfield/Ulrich, βλέπουμε τον τίτλο να είναι γραμμένος σε στυλ γκράφιτι και γύρω από την ιδέα αυτή στήθηκε και η εξωπραγματική εμπειρία του να παίζουν το ομότιτλο κομμάτι και το άγαλμα της δικαιοσύνης που δέσποζε στα τότε σκηνικά τους (εντυπωσιακά όσο ποτέ, δείγμα του ότι η μπάντα μεγάλωνε σε πολλούς τομείς), να διαμελίζεται κατά τη διάρκεια του κομματιού και στο τέλος να αποκεφαλίζεται, ειδικά το πώς έχει απεικονιστεί στο βίντεο του “Live shit: Binge & Purge” από την εμφάνιση στο Seattle, είναι κατά την προσωπική άποψη του κάθε σώφρονα ανθρώπου εκεί έξω η καλύτερη βιντεοσκοπημένη συναυλία όλων των εποχών και η εκτέλεση του κομματιού αυτού είναι το αποκορύφωμα της πώρωσης της τότε εποχής.
– Η μεγαλύτερη αλλαγή όμως όλων ήταν η απόφαση του συγκροτήματος να γυρίσει για πρώτη φορά βίντεο κλιπ. Ο λόγος για το κορυφαίο κομμάτι στην ιστορία της μουσικής, δηλαδή το “One”, το οποίο ένιωθαν ότι είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο, χωρίς να ξέρουν αν είναι «μεγαλειώδες ή χάλι» όπως τόνιζαν, αλλά σήμαινε κάτι ιδιαίτερο. Η απόφαση αυτή δεν βρήκε ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στους οπαδούς του συγκροτήματος, που με καμάρι στήριζαν την απόφαση της μπάντας να μην μπλέξει με το MTV και γενικά εμπορικές λογικές, ωστόσο παρότι οι ίδιοι οι METALLICA το είχαν ξεγράψει τελείως σαν οπτική, προκειμένου να ανέβουν επίπεδο και να έρθουν προ των πυλών περισσότερων οπαδών μελλοντικά, πήραν την γενναία απόφαση να γυρίσουν ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο και πικρόχολο βίντεο, όπου ακόμα και ο πάντα αντίθετος –μέχρι σήμερα- James Hetfield, ο οποίος όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, τονίζει το πόσο μισεί να κάνει βίντεο κλιπ, τόνιζε πόσο πολύ του άρεσε η αίσθηση ότι το βίντεο ήταν τόσο σοκαριστικό που διασκέδαζε με το πόσο ανήμποροι να εκφραστούν ήταν οι περισσότεροι με την φλεγματική ατάκα «ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις όλους να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν βλέποντάς το».
– Σε αντίθεση με το ζοφερό σκηνικό των ηχογραφήσεων και του ήχου του δίσκου γενικότερα, η επιτυχία του ήταν άμεση και τεράστια για το συγκρότημα, σε βαθμό που κανείς δεν το περίμενε. Μάλιστα όταν ερωτήθηκε ο Kirk Hammett σχετικά, τόνιζε ότι σε συζήτηση του αναφέρθηκε ότι «σε 2 εβδομάδες θα έχει πουλήσει 1.000.000 αντίτυπα», με τον κιθαρίστα να αναφέρει «αποκλείεται να συμβεί αυτό, είναι πολύ βαρύ, προοδευτικό και δυσάρεστο για να προκαλέσει τέτοια αντίδραση». Κι όμως πολύ γρήγορα έγινε το πρώτο underground μεταλλικό άλμπουμ που μπήκε στα charts, με υψηλότερη την θέση 6 στο Billboard 200, όπου και παρέμεινε εκεί για 83 εβδομάδες! Είχε ήδη γίνει πλατινένιο στην Αμερική 9 εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του (!), έχοντας ξεπεράσει τις 1.000.000 πωλήσεις, ενώ μέχρι το τέλος του 1988 είχε φτάσει τα 1.700.000 αντίτυπα! Μάλιστα, στην Φινλανδία έφτασε στο νούμερο 1 των charts (η Σκανδιναβία γενικότερα πάντα ανέπνεε METALLICA), ενώ άλλες αξιομνημόνευτες διακρίσεις είναι οι εξής: Νούμερο 3 στη Γερμανία, 4 στην Μεγάλη Βρετανία, 5 στην Σουηδία, 7 στην Πολωνία, 8 σε Νορβηγία και Ισπανία, 12 στην Αυστρία, 13 στον Καναδά, 16 στην Αυστραλία, 19 στην Ολλανδία, 22 στην Ουγγαρία, 36 στη Νέα Ζηλανδία, 92 στο Μεξικό και 130 στη Γαλλία. Στο πως μεταφράστηκε αυτό περαιτέρω; 8 φορές πλατινένιο στην Αμερική με πωλήσεις άνω των 8.000.000 αντιτύπων μέχρι σήμερα, 3 φορές πλατινένιο στον Καναδά, 2 φορές πλατινένιο σε Αυστραλία και Γερμανία, απλά πλατινένιο σε Αργεντινή, Φινλανδία, Νέα Ζηλανδία, Πολωνία, Ελβετία και Μεγάλη Βρετανία και μόλις… χρυσό στην Νορβηγία (ντροπή)! Δεν παύει να θεωρείται ως η στιγμή που οι METALLICA γίνονται ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ από απλά μεγάλοι, και που θα ήταν η βάση για να μεγαλώσει πολύ η δημοτικότητα τους και να ξεπουλάνε τις αρένες σε όλη την Αμερικάνικη επικράτεια με χαρακτηριστική ευκολία.
– Το “Blackened” που ήταν η πρώτη ιδέα που αναπτύχθηκε για το άλμπουμ, βασίζεται σε ένα riff που έγραψε στο μπάσο του ο Jason Newsted. Όταν τα άκουσε ο Hetfield, του είπε «αυτό είναι ένα φοβερό riff για να ανοίξει το γ@μημένο άλμπουμ», με τον Newsted να τονίζει «Ήταν ένα συναίσθημα νίκης για μένα, όταν Ο Ένας (The Man όπως πάντα τον έλεγε) τον οποίο πάντα θαύμαζα και ακόμα θαυμάζω όσο κανέναν στο λέει αυτό, είναι απίστευτο συναίσθημα». Ο James γρήγορα μετέφερε το θέμα στην κιθάρα του πλήρως ενθουσιασμένος λέγοντας «ας το αναπτύξουμε πάνω σ’ αυτό, έτσι και έτσι» και με τον τρόπο αυτό, χτίστηκε το κομμάτι του το οποίο και αποφασίστηκε άμεσα να ανοίγει το άλμπουμ. Σε μια στιχουργική απόπειρα που δεν είχαν συνηθίσει τον κόσμο, οι METALLICA αναφέρονται σε ένα ζοφερό σκηνικό περιβαλλοντικής καταστροφής, με τους τότε κριτικούς να τους επαινούν για το θέμα που ανέπτυξαν, τονίζοντας ότι μόνο οι NUCLEAR ASSAULT ως τότε είχαν αναφέρει κάτι παρόμοιο. Το intro του κομματιού είναι αντεστραμμένο και από πολλούς παρομοιάζεται στιχουργικά ως η καταστροφή του κόσμου όπως περιγράφεται στην Βίβλο. O Newsted μέχρι σήμερα το αναφέρει ως στιγμή που «θα μπορούσα να σας το ζωγραφίσω, τόσο ακριβέστατα μπορώ να το περιγράψω, είχα μάλιστα ένα τεράστιο πόστερ της Damage Inc. Περιοδείας πάνω από το κεφάλι μου όταν το έγραφα, έχοντας μπει πρόσφατα στους METALLICA, και η πρώτη μου ιδέα έγινε αποδεκτή, δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω». Ούτε κι εμείς αγαπημένε. Αποτελεί την γνωριμία μου με τους METALLICA και την στιγμή που ήξερα ότι η ζωή μου άλλαξε προς το καλύτερο, συνεπώς κατανοείτε την σημασία του για μένα προσωπικά.
– Το ομότιτλο “…And justice for all” είναι επίσημα η πρώτη προσπάθεια των METALLICA να το πάνε μουσικά και στιχουργικά στα άκρα όσο ποτέ. Ένα κομμάτι που για διαφορά ελαχίστων δευτερολέπτων δεν έφτασε τα 10’ διάρκειας, είναι μύδρος στο δικαστικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών και στο πως όλοι διαφθείρονται και αλλάζουν αποφάσεις, βιάζοντας έτσι την δικαιοσύνη όπως αναφέρει ο Hetfield στο επίμαχο σημείο (Justice is lost, justice is raped, justice is gone). Τονίζοντας μάλιστα τον ρόλο που παίζει η χρηματική διαφθορά από την αρχή (Halls of justice painted green, money talking), μπήγουν το μαχαίρι αρκετά βαθιά σε ευαίσθητα θέματα. Το κομμάτι αυτό έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης για την περίφημη δήλωση δια στόματος Kirk Hammett: «Σε κάποιο σημείο της περιοδείας παρατηρήσαμε ότι η διάρκεια των κομματιών δεν λειτουργούσε ζωντανά, καθώς βλέπαμε μέχρι και άτομα να χασμουριούνται, έτσι μια φορά χωρίς να θυμάμαι ποιος από όλους μας το είπε, όταν παίχτηκε το κομμάτι αυτό, ειπώθηκε το «Φτάνει με αυτή τη μ@λ@κί@, δεν θα ξαναπαίξουμε αυτό το γ@μημένο κομμάτι, ποτέ ξανά». Για την ιστορία, το άγαλμα της Δικαιοσύνης που προαναφέραμε ότι χρησιμοποιήθηκε στα σκηνικά της περιοδείας, ονομάστηκε Doris, ή όπως συνηθίζουν να λένε οι φανατικοί της μπάντας και του δίσκου, Our beloved Doris! O Flemming Rasmussen, εκφράζοντας το δέος του για το κομμάτι πάντως, είπε κάποτε ότι «πρόκειται για 4 κομμάτια μέσα σε ένα, ακόμα απορώ πως ολοκληρώθηκε ως ένα κομμάτι, ακόμα δεν το πιστεύω όταν το ακούω».
– To “Eye of the beholder” είναι κατά την προσωπική μου ταπεινή άποψη το κορυφαίο στιχουργικό κομμάτι που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Προέρχεται από την κλασική έκφραση “Beauty is in the eye of the beholder”, το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει ότι ο καθένας μας βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Κατακεραυνώνει ξεκάθαρα την απουσία ελευθερίας του λόγου, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο προς το «θύμα» στο οποίο επιβάλλεται η άρνηση αυτής, ενώ το φλεγματικό σημείο “You can do it your own way, if it’s done just how I say” πιστεύω ότι δεν έχει αντίπαλο παραστατικότητας και εικονοποίησης μιας κατάστασης. Για λόγους που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτοί από άνθρωπο με στοιχειώδη ποσότητα εγκεφάλου στο κρανίο του, αποτελεί το μοναδικό κομμάτι για το οποίο έχει εκφραστεί ελεύθερα ο Lars Ulrich ότι δεν θέλει να ξανακούσει, τονίζοντας ότι είναι σαν δυο διαφορετικοί κόσμοι να μάχονται μεταξύ τους και ότι το νιώθει πολύ πιεσμένο σαν κομμάτι κι ότι δεν είναι μεγάλος οπαδός του (αν δε σε αγαπούσα ρε κοντέ, ένας Θεός ξέρει τι κατάρες θα σου είχα ρίξει μόνο που το σκέφτηκες, πόσο μάλλον να το πεις). Στον αντίποδα αποτελεί το αγαπημένο κομμάτι του φίλου μου του Τσουρέα, ο οποίος ναι μεν αρνείται την παραδοχή του απόλυτου αριστουργήματος όλων των εποχών για τον δίσκο, αλλά τουλάχιστον τον σώζει η αουτσάϊντερ επιλογή. Ήταν το δεύτερο single του δίσκου που κυκλοφόρησε στις 30 Οκτωβρίου του 1988 με b-side το “Breadfan”. Απουσιάζει σφοδρά από το σετ των συναυλιών του από το 1989. Ντροπή και όνειδος!
– Το “One” βασίστηκε σε ένα concept που υπήρχε στο μυαλό του James Hetfield από την εποχή ακόμα του “Master of puppets”, όπου το μόνο ενεργό μέρος ενός ανθρώπου είναι ένα μυαλό, χωρίς χέρια, πόδια, μάτια και σώμα. Η νουβέλα του Dalton Trumbo, “Johnny got his gun” το 1939, έγινε ταινία το 1971 και περιγράφει απόλυτα το σκηνικό που οραματίστηκε ο Hetfield και θεωρείται ως η κεντρική ιδέα για το κομμάτι. Οι METALLICA προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε γραφειοκρατία για την χρήση πλάνων της ταινίας, αγόρασαν τα δικαιώματα της ταινίας (!) και έτσι στο ηγεμονικό και παρθενικό τους βίντεο, το οποίο υπάρχει σε τρεις, παρακαλώ, εκδόσεις, έχουν χρησιμοποιήσει πλάνα από την ταινία κατά τη διάρκεια που παίζουν σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη. Μάλιστα το στήσιμο είναι συμμετρικό με τους Hetfield/Hammett/Newsted να παίζουν αντικριστά από τον Ulrich και με την κάμερα να εστιάζει αρκετά στα χέρια τους και το πώς παίζουν τα όργανα τους, χωρίς να δίνει έμφαση στα πρόσωπα τους. Ρίγη προκαλεί το σημείο της ταινίας που απεικονίζεται στο βίντεο όπου ο κύριος πρωταγωνιστής, έχει καταφέρει να επικοινωνήσει με σήματα μορς προς το προσωπικό του νοσοκομείου που κρατείται, λέγοντας τους «σας παρακαλώ, σκοτώστε με», για να μην υποφέρει περισσότερο στην τραγική κατάσταση του, αποτέλεσμα μιας νάρκης που του στέρησε όλα τα ζωτικά όργανα του κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας πλήρως αντιπολεμικός ύμνος, για τον οποίο αρκετοί εξήραν την στάση των METALLICA και το πώς τοποθετήθηκαν γύρω από αυτό, ενώ σεβαστά μεγάλη ποσότητα συνανθρώπων μας εκεί έξω, ενστερνίζεται την άποψη ότι δεν πρόκειται απλά για το κορυφαίο κομμάτι των METALLICA μόνο, αλλά και της μουσικής στο σύνολο της γενικότερα. Τα εφέ του στα πρώτα 20 δευτερόλεπτα με τους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις, αποτέλεσαν ατραξιόν των συναυλιών τους, όπου έχουν αυξηθεί στα σχεδόν 2 λεπτά, με συνδυασμό εκρήξεων και πολεμικών ήχων πριν η μπάντα βγει και αποδώσει το κομμάτι. Άλλο να σας το λέω, άλλο να το βλέπετε ζωντανά. Κι όπως πάντα λέω για το άλμπουμ, το συγκρότημα και ειδικά αυτό το κομμάτι, “In the end there can be only… ONE”!
– To “The shortest straw” είναι ένα κομμάτι που αναφέρεται στην μεροληψία και τις μαύρες λίστες που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί κατά κόρον για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα. Όπως και το “Eye of the beholder”, έτσι κι αυτό χώνει βαθιά το μαχαίρι σε καθημερινές πτυχές της διαφθοράς στην Αμερική, ενώ σχετίζεται και με τον κομμουνισμό και τις τακτικές του ειδικά στην αποφράδα περίοδο του 1950 περίπου. Ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου ιδιαίτερα γκαζάτα και αποτελεί ένα από τα τεχνικότερα κομμάτια που έγραψαν ποτέ. Η απόδοση του Hetfield στάζει θυμό και πικρία όσο ελάχιστες φορές, ενώ αρκετοί οπαδοί το μεταφράζουν αυτό ως και αναφορά στον θάνατο του Cliff Burton, ο οποίος άλλαξε κρεβάτι με τον Kirk Hammett το μοιραίο βράδυ πριν το ατύχημα στις 27 Σεπτεμβρίου του 1986 στη Σουηδία, διαλέγοντας με ξυλαράκια ποιος θα κοιμηθεί που. Απίστευτο πραγματικά πως μέσα από ένα «παιχνίδι» άλλαξε η μοίρα του συγκροτήματος και τέλειωσε απότομα η ζωή του εμβληματικού μπασίστα (το ίδιο θα ίσχυε προφανώς αν στη θέση του ήταν ο Kirk). Και μια που μου δίνεται το βήμα, όποιος έχει σκεφτεί έστω μια φορά το περίφημο “It should have been Lars”, ξεκάθαρα δεν μπορεί να λογίζεται ως άνθρωπος στο δικό μου μυαλό. Sorry, not sorry at all!
– To “Harvester of sorrow” αποτελεί για πολλούς το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι του δίσκου, ακόμα περισσότερο κι από όλα τα προαναφερθέντα. Ήταν το εναρκτήριο single του δίσκου στις 28 Αυγούστου του 1988 με b-sides τα “Breadfan” και “The prince”. Στιχουργικά αναφέρεται σε έναν άνθρωπο με σταθερό ωράριο δουλειάς (το λεγόμενο 9-5 που έλεγε ο Lars) και που ζει μια ήσυχη ζωή, ωστόσο μια μέρα τρελαίνεται τόσο που βγάζει όλο τον θυμό του στην οικογένεια του και στο τέλος τους δολοφονεί. Μια άλλη οπτική είναι ότι βρίσκεται σε ανοιχτό χώρο και αρχίζει και σκοτώνει όποιον βρίσκεται μπροστά του, έχοντας σκορπίσει τον τρόπο και στερήσει δεκάδες ζωές. Η έννοια του Θεριστή (Harvester) έχει χρησιμοποιηθεί για να τονίσει ότι κάποιος προκαλεί υπέρμετρο πόνο. Το τέμπο του έχει πολλά κοινά με το αντίστοιχο DNA του “Leper messiah”, επίσης 6ο κομμάτι (και 2ο της 2ης πλευράς) στο “Master of puppets”. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο στα άλμπουμ τους, ούτε καν η σειρά των κομματιών τους. Συναυλιακά αποτελεί το δεύτερο κομμάτι του δίσκου (μετά το “One”) σε σειρά εμφανίσεων, με συχνά πήγαινε-έλα στο σετ τους, αλλά παραμένει ένα από τα υπεραγαπημένα κομμάτια τους και συνήθιζε να παίζεται σχετικά νωρίς στο σετ, (2ο ή 3ο κομμάτι, ανάλογα με ποιο άνοιγαν) με τον Hetfield πάντα να λέει στο κοινό “Jason’s gonna show you what to do” και τον Newsted να παίρνει το κοινό με το μέρος του με τα χέρια όλων σε πρόταση και τα παλαμάκια κατά τη διάρκεια του να πληθαίνουν συνεχώς.
– Στο πιο φιλόδοξο κομμάτι του δίσκου, το “The frayed ends of sanity” δηλαδή, συναντάμε την επιτομή της προοδευτικής πλευράς των METALLICA όσο ποτέ. Οι αλλαγές είναι τόσες που χάνεται η μπάλα στην κυριολεξία, όπως χάνει το μυαλό του ο τραγουδιστής που είναι πρωταγωνιστής στο κομμάτι αυτό στιχουργικά, έχοντας παραισθήσεις ότι μέχρι και ο ίδιος του ο εαυτός τον κυνηγάει στο τέλος. Το κομμάτι ξεκινάει με έναν ήχο παρόμοιο με αυτόν που ακούμε στο “The wizard of Oz”, το λεγόμενο Monkeys chant. Επίσης αποτελεί τόσο αγαπημένο κομμάτι των οπαδών, και έφτασε να παιχτεί ζωντανά για πρώτη φορά (!) το 2014 στην Φινλανδία (συγκεκριμένα στο Helsinki). Ο Hetfield κατά την τελευταία δεκαετία συνηθίζει να παίζει το αρχικό του riff ως «ζέσταμα» πριν παιχτεί το πρώτο κομμάτι στο encore, ή πριν το ενώσουν με το βασικό riff στο τέλος του “Seek & destroy”. Πραγματικά υπάρχουν σημεία επίδειξης ικανοτήτων όλων μέσα στο κομμάτι και το μόνο κομμάτι που μπορώ να παρομοιάσω το «χάσιμο» που ένιωσα όταν το πρωτοάκουσα, ήταν το ακόμα πιο απαιτητικό “Metropolis part I: The miracle and the sleeper” των DREAM THEATER (με τους Petrucci/Portnoy ουκ ολίγες φορές να έχουν εκφράσει την υπέρμετρη αγάπη τους για τους METALLICA και τον δίσκο γενικότερα).
– Στην πιο συναισθηματική στιγμή του δίσκου, συναντάμε το instrumental “To live is to die”, το οποίο περιέχει και το τελευταίο συνθετικό δείγμα πριν αφήσει τον κόσμο μας ο ασύγκριτος Cliff Burton, στον οποίο και «ανήκει» το βασικό riff του κομματιού. Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί πιστεύουν, δεν είναι όλοι οι στίχοι του συγχωρεμένου, καθώς το αρχικό σημείο (When a man lies, he murders some part of the world) είναι του Γερμανού ποιητή Paul Gerhardt, ενώ το σημείο που ακολουθεί (These are the pale deaths which men miscall their lives) ανήκει στον Αμερικάνο συγγραφέα Stephen R. Donaldson, μέσα από την νουβέλα φαντασίας του, “Lord Foul’s Bane”. To υπόλοιπο στιχουργικό μέρος (“All this I cannot bear to witness any longer. Cannot the kingdom of salvation take me home?”) ανήκει όντως στον Cliff, με τον τελευταίο στίχο να έχει γραφτεί και στο μνήμα του. Οριακά αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου και για χρόνια αποτέλεσε το τελευταίο τους ορχηστρικό κομμάτι, όπως υπήρχε κατά παράδοση στα πρώτα 4 άλμπουμ τους. Όπως και στο “Orion”, έτσι και εδώ, ένα από τα solo παίζει ο ίδιος ο Hetfield.
– Ο δίσκος τελειώνει όπως αρχίζει, σε πλήρη ταχύτητα και οργασμό της τότε απόδοσης τους, με ένα άκρως βιωματικό κομμάτι για τον Hetfield. Το “Dyers eve” είναι το δριμύ κατηγορώ του τραγουδιστή προς τους γονείς του. Ως γνωστόν μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που οι γονείς του ήταν υπέρμαχοι της Christian Science λογικής και που εξαιτίας αυτού, μόλις στα 16 του, έχασε τη μητέρα του Cynthia, αρνούμενη να δεχτεί φαρμακευτική βοήθεια, με τη λογική ότι ο Θεός θεραπεύει τα πάντα. Ο Hetfield απευθύνει το κομμάτι αυτό ως ένα γράμμα στους γονείς του (Dear mother, dear father) εξαπολύοντας πυρά για το γεγονός ότι τον απέκρυψαν από το τι πραγματικά είναι ο κόσμος, προσπαθώντας να τον προστατεύσουν, πράγματα που ο James βρήκε στην πορεία μπροστά του, όντας μη έτοιμος να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα συμβάντα στο βαθμό του επιτρεπτού. Στην ουσία μιλάμε για το τέλος της thrash εποχής τους κι επίσημα, καθώς κανένα μετέπειτα κομμάτι τους δεν ακούστηκε έτσι. Επίσης μιλάμε για κομμάτι που δεν είχε παιχτεί ζωντανά μέχρι το 2004 (!) στην Μadly in anger with the world tour για το “St. Anger”. Όλα λάθος!
Το “…And justice for all” άλλαξε για πάντα όχι μόνο την μοίρα των METALLICA, βάζοντας τη σπίθα που έγινε μετά φωτιά για την παγκόσμια αναγνώριση τους στο “Metallica” (a.k.a. “The black album), αλλά και όλου του μεταλλικού ήχου γενικότερα. Οι METALLICA είχαν γίνει πλέον μια υπερδύναμη και αρκετές μπάντες προσπάθησαν να παίξουν σε τέτοιο στυλ και να βαρύνουν ακόμα περισσότερο τον ήχο τους, αφήνοντας τις ταχύτητες κατά μέρος. Χαρακτηριστικά τα παραδείγματα δίσκων που βασίστηκαν στη λογική του “…And justice for all” είναι τα άλμπουμ “In search of sanity” (ONSLAUGHT), “Persistence of time” (ANTHRAX) και “Victims of deception” (HEATHEN), με το στυλ των μεγάλων κομματιών και πολλών αλλαγών ευδιάκριτο στον ήχο τους, ενώ αυτοί που τελειοποίησαν τον ήχο αυτό χωρίς τόσο μεγάλα κομμάτια, δεν ήταν άλλοι από τους PANTERA, που συνέχισαν την κυριαρχία του βαρύ ήχου αντί της ταχύτητας που βασίλευε μέχρι και το 1990. Για πολλούς είναι σημείο που καθορίζει την μετέπειτα ύπαρξη τους, καθώς αν δεν ξεπερνούσαν τον σκόπελο της απώλειας του Cliff Burton βγάζοντας τα σώψυχά τους σε αυτό το άλμπουμ, δε θα ήταν ποτέ πια οι ίδιοι. Φυσικά οι ίδιοι οι METALLICA αγαπούν να μισούν πράγματα σε αυτόν το δίσκο, ή να έχουν γενικότερες ενστάσεις, όπως οι διάρκειες, η παραγωγή, το παίξιμο στις συναυλίες (δηλαδή πράγματα που ΟΙ ΙΔΙΟΙ επιχείρησαν, ω, της κωλοτούμπας!) και η εν γένει αύρα του, αλλά παραδέχονται ότι όλα θα ήταν διαφορετικά χωρίς την κυκλοφορία του, με τον Hetfield να τονίζει «αν ρωτήσω κάποιον για το αγαπημένο του άλμπουμ, περιμένω την στιγμή που θα πει το “…Justice” χωρίς να εκπλαγώ».
Αυτό που μπορώ να σας πω με μεγάλη σιγουριά είναι ότι αποτελεί πάντα πρόκληση για κάποιον να γράφει για το αγαπημένο άλμπουμ όλης του της ζωής, με την διαφορά ότι δεν θεωρώ το AJFA το αγαπημένο μου άλμπουμ αλλά ΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟ που έχω ακούσει ποτέ, έχει διαφορά η γνώμη από την πραγματικότητα και δεν πρέπει ποτέ να τα συγχέουμε. Αλλά όπως και να ’χει, πρέπει πάλι να ευχαριστήσω τον καλό μας αρχισυντάκτη Σάκη Φράγκο, όχι απλά διότι σε διάστημα δυο εβδομάδων γράφω για τα δυο σημαντικότερα άλμπουμ για την εξέλιξη της κορυφαίας μπάντας όλων των εποχών (και όχι, το “Master of puppets” δεν ανήκει σε αυτά, άλλο μεγαλείο, άλλο το σημαντικότερο), αλλά γιατί δοκίμασα πολύ την αντοχή μου να μην υπερβάλλω (ναι, αυτό που διαβάσατε ως τώρα είναι η λάϊτ βερσιόν, το 2028 στα 40 χρόνια θα σκρολάρετε κάνα μήνα μέχρι να τελειώσετε) (σ. Σάκη Φράγκου: ωχ, ωχ, ωχ και πάλι ωχ!!!) και γιατί πλέον στα όσα έχουν ακολουθήσει τα τελευταία 3 χρόνια παρουσίας μου στο Rock Hard, έρχεται η στιγμή που ακόμα και τίποτα άλλο να μη γράψω (κούνια που σας κούναγε αν χαρήκατε, ξέρετε τι σας περιμένει μελλοντικά), νιώθω πλέον απόλυτη πληρότητα και ευτυχία. Και ακόμα μεγαλύτερη πληρότητα με γεμίζει η αδράνεια όλων στην απάντηση της ερώτησης «Γιατί θεωρείς αυτό το άλμπουμ το κορυφαίο όλων των εποχών και όχι κάποιο άλλο;» με την απάντηση να είναι απλούστατη και μη διαπραγματεύσιμη.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΑΝΑΝΕ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ CLIFF ΠΟΥ ΗΤΑΝ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΠΙΟ ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΕΝΟΣ ΟΛΩΝ! ΣΥΝΕΠΩΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΝ Ε-Τ-Σ-Ι! ΚΙ ΟΜΩΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ!
Άγγελος Κατσούρας