THE INSIDER – 22 unknown stories about “Stormbringer” by DEEP PURPLE

0
642












Το “Stormbringer” (1974) είναι το συνολικά ένατο και τελευταίο άλμπουμ των DEEP PURPLE με την σύνθεση Mark III και τον Ritchie Blackmore, πριν διαλυθούν για πρώτη φορά το 1976. Με την ολοκλήρωση της περιοδείας και την ώθηση από την επιτυχία του “Burn”, η αυτοπεποίθηση των Coverdale και Hughes είχε εκτιναχτεί στα ύψη. Ως αποτέλεσμα, άρχισαν να προωθούν την soul και funk μουσική πλευρά τους, κόντρα στο hard rock και τις Αναγεννησιακές κλίμακες που αγαπούσε ο Ritchie Blackmore. Η ένταση αυτής της διαμάχης είναι απτή σε όλη την διάρκεια του άλμπουμ. Έτσι προέκυψε ένα μείγμα από το γνωστό rock των PURPLE, μπαλάντες και αρκετό … funk! Το αποτέλεσμα ήταν ο Blackmore να αποκηρύξει το “Stormbringer” και να επικεντρωθεί στις δικές του αναζητήσεις, που τον οδήγησαν στην δημιουργία των RAINBOW το 1975.
• Για πρώτη φορά οι DEEP PURPLE πήραν δίμηνη άδεια μετά την ολοκλήρωση των υποχρεώσεων τους για το “Burn”. Οι δύο φορές που πήραν αναγκαστική άδεια παλιότερα ήταν τo 1971 και το 1972, όταν ο Ian Gillan και ο Ritchie Blackmore, αντίστοιχα, προσβλήθηκαν από ηπατίτιδα, σε αμερικάνικη περιοδεία και στις δύο περιπτώσεις. Ο Jon Lord χρησιμοποίησε αυτό το δίμηνο για να δουλέψει πάνω σε ένα studio άλμπουμ με τον Tony Ashton, το “First of the big bands” (1974) (όπου συμμετείχε και ο Ian Paice) και μία προσωπική του δουλειά με τίτλο “Windows” (1974) που είχε ηχογραφηθεί ζωντανά στο Μόναχο και κινούνταν ανάμεσα στο progressive rock και την ορχηστρική μουσική. Ο Ritchie Blackmore συμμετείχε στο τραγούδι “I Survived” του τραγουδιστή και ηθοποιού Adam Faith. παίζοντας την εισαγωγή του. Παράλληλα, οι Coverdale και Hughes συμμετείχαν στο “The butterfly ball and the grasshopper’s feast” (1974) του πρώην μπασίστα των PURPLE, Roger Glover, ο οποίος εξακολουθούσε να δουλεύει ως παραγωγός και υπεύθυνος ρεπερτορίου της Purple Records, παρά το γεγονός ότι είχε απομακρυνθεί από το συγκρότημα ένα χρόνο πριν.
• Το συγκρότημα πήγε στο Clearwell Castle, ένα νεογοτθικό κάστρο στην ύπαιθρο κοντά στα σύνορα Αγγλίας-Ουαλίας, για να γράψουν νέα τραγούδια. Δεν έγραψαν σχεδόν τίποτα. Τη δεκαετία του 1970 λειτουργούσε στο υπόγειο του Clearwell στούντιο για πρόβες και ηχογραφήσεις, που φιλοξένησε αρκετές μεγάλες μπάντες, όπως οι LED ZEPPELIN, οι BLACK SABBATH, οι QUEEN και (αργότερα) οι WHITESNAKE.
• Για την ηχογράφηση του “Stormbringer”, οι DEEP PURPLE μετέβησαν στο Μόναχο για να ηχογραφήσουν στο Musicland Studio του Ιταλού παραγωγού και συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής Giorgio Moroder. Το είχε χρησιμοποιήσει ο Jon Lord για να μιξάρει το “Windows” και ο παραγωγός τους Martin Birch θεωρούσε πως ήταν ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα στούντιο. Έκτοτε, εκεί θα ηχογραφούσαν και οι RAINBOW (“Ritchie Blackmore’s Rainbow” και “Rising”) καθώς και οι WHITESNAKE (“Slide it in”), μεταξύ πολλών άλλων.
• Την εποχή που ο Lord δούλευε στο “Windows”, o Blackmore άρχισε να δουλεύει κάποιο δικό του υλικό, το οποίο όλοι πλέον γνωρίζουμε που κατέληξε! Για να αντισταθμίσει το δημιουργικό του τέλμα λόγω προσωπικών προβλημάτων, άρχισε να μαθαίνει cello από τον Hugh McDowell των ELO και να ασχολείται περισσότερο με την κλασική μουσική, σε αντίθεση με τους Coverdale και Hughes που είχαν απορροφηθεί σε soul και funk ακούσματα.
• Η αρχική προσέγγιση τους ήταν να γράψουν ισότιμα στο άλμπουμ. Ωστόσο, ο Blackmore δεν έφερε και πολλά στο τραπέζι διότι εκείνη την εποχή ήταν στα χωρίσματα με την δεύτερη Γερμανίδα σύζυγο του, Bärbel Hardie. To “Stormbringer” είναι το πρώτο άλμπουμ τους μετά το “Deep purple” (1969) όπου ο Blackmore δεν πήρε συνθετικά credits σε τραγούδια, συγκεκριμένα στα “Holy man” και “Hold on”. Και ενώ οι «καλλιτεχνικές διαφορές» χρησιμοποιούνται σχεδόν πάντα για να κουκουλώσουν άλλα προβλήματα, εδώ στην περίπτωση των PURPLE, ήταν ακριβώς αυτό.
• Αρχικά, η ιδέα για τον τίτλο του άλμπουμ ήταν το “Silence”, από μία ταμπέλα στο control room του Musicland. Το εξώφυλλο θα ήταν η φωτογραφία μιας κοπέλας με το δάχτυλο στα χείλη, σε ένδειξη σιωπής. Ο Blackmore είχε δηλώσει ότι ήθελε μία κοπέλα στο εξώφυλλο γιατί είχαν βαρεθεί να βλέπουν τις φάτσες τους. Πράγματι, είναι το πρώτο άλμπουμ τους, από το 1969, που στο εξώφυλλο δεν έχει τα πρόσωπά τους. Το “Silence” δεν προχώρησε και μετά σκέφτηκαν το “Stormbringer”, με υποψήφιο εξώφυλλο πάλι μία φωτογραφία από τις τελευταίες τους εμφανίσεις στην Ιαπωνία, στην περιοδεία του “Who do we think we are”. Τότε ήταν που ο Gillan ανακοίνωσε στους (κατά τ’ άλλα φιλήσυχους) Ιάπωνες fans ότι θα αποχωρήσει από το συγκρότημα. Αφιονισμένοι, οι Ιάπωνες έκαναν την αρένα λαμπόγυαλο από τα νεύρα τους, κάτι το οποίο φαίνεται στην εν λόγω φωτογραφία. Το συγκρότημα αποφάσισε να μην βάλει αυτό το στιγμιότυπο για να μην ενθαρρύνουν ταραχές στις συναυλίες τους.
• Τελικά επιλέχθηκε η φωτογραφία ενός ανεμοστρόβιλου που είχε τραβηχτεί το 1927 από την Lucille Handberg. Η φωτογραφία δόθηκε στον σχεδιαστή Joe Garnett, ο οποίος ουσιαστικά την μετέφερε σε ελαιογραφία, με την προσθήκη ενός φτερωτού αλόγου και μιας αστραπής στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Άλλωστε, στο ομώνυμο τραγούδι ακούμε “…Ride the rainbow, crack the sky…”, στίχοι που έγραψε ο Coverdale κατά παραγγελία του Blackmore. Και ενώ η επίσημη εκδοχή είναι ότι οι RAINBOW πήραν το όνομα τους από το διάσημο “Rainbow bar and grill” στο Hollywood, ο Coverdale ισχυρίστηκε ότι αυτός ευθύνεται για την ονοματοδοσία του μελλοντικού σχήματος του Blackmore, με τους στίχους του στο ρεφρέν του “Stormbringer”. Αν το εξώφυλλο σας θυμίζει και σκηνικό από την ταινία «Ο Μάγος του Οζ» (1939), απλά θυμηθείτε και το intro στις συναυλίες των RAINBOW! Η ίδια φωτογραφία είχε χρησιμοποιηθεί για το εξώφυλλο του “Bitches brew” (1970) του τζαζίστα Miles Davis, ενώ θα χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο σκοπό και για το “Tinderbox” (1986) των SIOUXSIE AND THE BANSHEES. Ο Joe Garnett, είχε κάνει εξώφυλλα και για άλμπουμ των CAPTAIN BEYOND, JETHRO TULL και REO SPEEDWAGON.
• Εκείνη την εποχή, ο Coverdale ερωτήθηκε σχετικά με πιθανή σχέση ανάμεσα στον τίτλο του άλμπουμ και στο ομώνυμο βιβλίο ηρωικής φαντασίας του Michael Moorcock. Το συγκεκριμένο (έκτο στη σειρά)  βιβλίο είναι ουσιαστικά τέσσερεις ιστορίες με τον αντιήρωα αλμπίνο πρίγκιπα Έλρικ. Ο Έλρικ περιπλανιέται στον χωροχρόνο ως ο «Αιώνιος Πρόμαχος», με την καταραμένη Καταιγίδα (Stormbringer), που είναι Δαίμονας σε μορφή σπαθιού και ρουφάει τις ψυχές όσων σκοτώνει. O Coverdale δήλωσε άγνοια, λέγοντας ότι δεν είχε ιδέα για τον Moorcock και απέδωσε την έμπνευση του στην μυθολογία. Για την ιστορία, o Moorcock, πέρα από το συγγραφικό του έργο, έχει συνεργαστεί με τους HAWKWIND, γράφοντας θέματα και στίχους για διάφορα άλμπουμ (“Warrior on the edge of time”, “The chronicle of the Black Sword”) και με τους BLUE OYSTER CULT στα τραγούδια “Black Blade”, “Veteran of the psychic wars” και “The great sun jester”.
• To “Stormbringer” ανοίγει το άλμπουμ με κλασικό DEEP PURPLE στυλ. Είναι ένα από τα δύο τραγούδια του Coverdale με στίχους φαντασίας (το άλλο ήταν το “Burn”), που μιλούσε για ένα μυθικό πλάσμα που έσπερνε την καταστροφή. Έχει μία υποχθόνια φράση στην αρχή, που πάρθηκε από το θρίλερ «Ο Εξορκιστής» (1973). Αυτά τα φαινομενικά ακατανόητα λόγια είναι “C**ksucker, Motherf**ker, Stormbringer” και “Your mother sucks c**ks in hell” που γρυλίζει το κοριτσάκι Regan MacNeil, (την υποδύεται η 14χρονη, τότε, Linda Blair), όταν oι ιερείς Damien Karras (Jason Miller) και Lankester Merrin (Max von Sydow)  προσπαθούν να εξορκίσουν τους δαίμονες που την έχουν καταλάβει. O Coverdale αρχικά σκόπευε να κάνει κάτι σαν αλύχτισμα, αλλά ο Birch τον παρακίνησε να πει τα μπινελίκια και τα ηχογράφησε ανάστροφα. Τα επιβεβαιώνει και ο Glenn Hughes, που τρία χρόνια αργότερα θα τα έφτιαχνε με την παιχνιδιάρα Linda Blair!

• Όταν το συγκρότημα ήταν στο Σικάγο, πλησίασε τον Blackmore ένας μαύρος μουσικός του δρόμου και του είπε ότι έχει ένα τραγούδι που θα του αρέσει. Αρχικά ο Ritchie τον απομάκρυνε, αλλά ο πλανόδιος μουσικός επέμενε και τότε ο κιθαρίστας του ζήτησε να του το τραγουδήσει. Καθώς ο μουσικός το τραγουδούσε, ο Blackmore άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον, σε βαθμό που σκέφτηκε πως αν είναι τόσο καλό με αυτή την πρόχειρη εκτέλεση, θα ήταν φοβερό για το άλμπουμ τους. Κατευθείαν τον πήγε στο ιδιωτικό τους αεροπλάνο, όπου κάθισαν μαζί με τους Hughes και Coverdale, έκαναν μία πρόβα, έγραψαν στίχους και με την βοήθεια του τύπου έβγαλαν την πρώτη έκδοση του “Love don’t mean a thing”. Αφού ευχαρίστησαν τον μουσικό και του έδωσαν και κάποια χρήματα, αυτός έφυγε και δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Δεν θυμόντουσαν καν το όνομα του.
• Το “Holy man” ήταν μία ιδέα του Coverdale πριν από τους DEEP PURPLE. Ο Lord τον προειδοποίησε πως ο Blackmore δεν θα έπαιζε με τίποτα κιθάρα σε αυτό το τραγούδι. Πάντως ο Blackmore το έκανε, παίζοντας μπόλικο slide, με ένα κατσαβίδι που βρήκε στο δωμάτιο που ηχογραφούσε! Ο Hughes επιμελήθηκε τους στίχους, οι οποίοι μιλούν για την πνευματική δύναμη που έπρεπε να δείξουν για να ανταπεξέρχονται στις περιοδείες τους και όχι στην κοκαΐνη όπως (όχι τελείως αδικαιολόγητα) το ερμήνευσαν κάποιοι.
• Το “Hold on” ξεκίνησε από μία ιδέα του Lord στα πλήκτρα, φλέρταρε επικίνδυνα με την disco και ο Blackmore δεν ήθελε καν να το αγγίξει. Επιδεικτικά προχώρησε σε κιθαριστική επίθεση μόνο με τον αντίχειρά του (!), περισσότερο για να μην το αφήσει έρμαιο στις funk ορέξεις των υπόλοιπων. Δεν παίχτηκε ποτέ ζωντανά, αλλά άρεσε στον David Bowie, που έκανε παρέα με τον Hughes εκείνη την εποχή και σκεφτόταν να το διασκευάσει σε δικό του άλμπουμ. Διασκέδασε τόσο πολύ με το “Hold on”, που όταν ο Hughes ηχογραφούσε τα φωνητικά του, ήταν δίπλα του και χόρευε!
• Η δεύτερη πλευρά ανοίγει εξίσου δυνατά με το “Lady double dealer”, πάλι με riff που έφερε την σφραγίδα του Blackmore. Όσο χαρά, όμως, πήρε εδώ, άλλο τόσο εκνευρίστηκε με το “High ball shooter”, σε σημείο που το αγνοούσε επιδεικτικά. Με στίχους από τον Coverdale, το τραγούδι θα ήταν τροχιοδεικτικό για αυτά που θα ακούγαμε στους WHITESNAKE λίγα χρόνια αργότερα. “High ball shooter, you sure ripped the low ones off me…”; Κλασικός David!
• Το “You Can’t Do It Right (With the One You Love)”, που βρίσκεται ανάμεσα στο “Lady double dealer” και το “High ball shooter”, είναι ένας φόρος τιμής του Glenn Hughes στον μουσικό του ήρωα Stevie Wonder. Όταν ο Hughes ηχογραφούσε τα μέρη του στα “High ball shooter” και “The gypsy” χρειάστηκε να πάει στην τουαλέτα. Εκεί έπεσε πάνω στον Stevie Wonder και γεμάτος δέος του συστήθηκε. Αφού μίλησαν για ώρα, πήγαν να συναντήσουν τον Coverdale, ο οποίος ήταν επίσης μεγάλος fan του. Έχοντας απαιτήσει κατηγορηματικά να μην τον ενοχλήσει κανείς κατά την δική του ηχογράφηση στο “Hold on”, ο Coverdale τα πήρε μόλις είδε τον Hughes αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι τον συνόδευε ο Stevie Wonder ενθουσιάστηκε και πέρασαν όλο εκείνο το βράδυ παρέα, παίζοντας μουσική και τραγουδώντας. Παρεμπιπτόντως, αν ακούσετε προσεκτικά το “Life in the fast lane” των EAGLES (που κυκλοφόρησε το 1976 στο “Hotel California”) ίσως αντιληφθείτε κάποιο «δάνειο» από τους PURPLE και το “You can’t do it right (With the one you love)”.
• Το προτελευταίο τραγούδι είναι το “Gypsy”, αφηγηματικό και με φοβερό groove από τους Blackmore και Paice. Μόνο που ο Hughes αποκάλυψε αργότερα ότι αυτό ήταν ένα εκ των δύο filler του άλμπουμ (το άλλο ήταν το “High ball shooter”)! Για το τέλος, κράτησαν το “Soldier of fortune”. Πιθανότατα, ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του ελληνικού κοινού και όχι μόνο. Ο Blackmore δήλωσε ότι κάποια μέλη της μπάντας μισούσαν το τραγούδι και ήταν δύσκολο να τους πείσει να παίξουν σε αυτό, μάλλον υπονοώντας τους Hughes και Paice. Οι Blackmore και Coverdale που γούσταραν τους πρώιμους JETHRO TULL και την μεσαιωνική folk μουσική, δεν άργησαν να ηχογραφήσουν ένα demo στο Clearwell, με τον Blackmore να παίζει μπάσο. Είναι ένα από τα αγαπημένα κομμάτια και των δύο και συνέχισαν να το παίζουν ζωντανά και μετά τους PURPLE. O Blackmore το στήριζε τόσο πολύ που προσφέρθηκε να παίξει σε κάποια από τις πιο funk συνθέσεις, αν δεχόντουσαν να το εκτελέσουν. Δυστυχώς, αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που οι Coverdale και Blackmore θα έγραφαν μαζί.
• Το “Stormbringer” απέτυχε να αξιοποιήσει την δυναμική του “Burn”, αλλά πάλι έφτασε στο βρετανικό νο. 6 ενώ μπήκε στα top-10 των περισσότερων ευρωπαϊκών charts. Στην Αμερική πήγε χειρότερα από το “Burn” (νο. 20) αλλά σύντομα έγινε χρυσό, ενώ στην Ιαπωνία, που ήταν παραδοσιακά προπύργιο του συγκροτήματος, έφτασε μόλις στο νο. 22. Ο Lord είπε αργότερα πως ενώ με το “Burn” οι DEEP PURPLE ξεκίνησαν δυναμικά με τη νέα σύνθεση, στο “Stormbringer” που ακολούθησε μπέρδεψαν τον κόσμο. Για τον Blackmore, το άλμπουμ ήταν απλώς χάλια. Η προσοχή του ήταν στραμμένη στην προσωπική του συναισθηματική κατάσταση και δεν μπορούσε να αφοσιωθεί στο γράψιμο, γι’ αυτό και οι Hughes και Coverdale ανέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεων. Nα πούμε ότι και ο μουσικός τύπος της εποχής περιέγραψε το “Stormbringer” ως μπερδεμένο. Ένα άλμπουμ μεταβατικό και πολυποίκιλο, αλλά χωρίς επίκεντρο και κάπως αποπροσανατολισμένο.
• Ο Blackmore είχε εμμονή με το “Black sheep of the family” των QUATERMASS από τότε που κυκλοφόρησε. Πίεζε έντονα να συμπεριληφθεί στο νέο άλμπουμ μία διασκευή στο τραγούδι, αλλά το συγκρότημα αρνήθηκε. Στον Blackmore δεν άρεσε να μη χρησιμοποιούνται οι ιδέες του και ήταν απόλυτος στο τι ήθελε ο ίδιος να παίζει και τι όχι. Ισχυρίστηκε ότι οι υπόλοιποι (κυρίως ο Lord και ο Paice) δεν είχαν κίνητρα να το παίξουν επειδή δεν θα λάμβαναν credits. Αυτή η διαφωνία ήταν και μία αφορμή για να καταρρεύσει το Mark III των DEEP PURPLE.
• Αρχικά, ο Blackmore πλησίασε τον Coverdale, προσπαθώντας να τον πείσει να φύγουν μαζί από το συγκρότημα και να φτιάξουν ένα δικό τους. Ο Coverdale αρνήθηκε. Η επόμενη του κίνηση ήταν να προσεγγίσει τον τραγουδιστή των ELF, Ronnie James Dio, με τον ίδιο σκοπό. Ένα βράδυ, λοιπόν, κάπου στην αμερικανική περιοδεία τους, έπεισε τον Dio να τον ακολουθήσει στο στούντιο που είχε κλείσει για να ηχογραφήσει ένα solo single και να ηχογραφήσουν επιτέλους το ρημαδιασμένο το “Black sheep of the family”, που το είχε άχτι από την εποχή του “In rock”! Αφού δοκίμασαν και αυτό που αργότερα έγινε “Sixteenth century greensleeves”, άρχισαν να συζητούν μήπως ηχογραφούσαν μαζί ένα άλμπουμ. Μετά, δε, την ηχογράφηση του “Trying to Burn the Sun” των ELF, ο πληκτράς Mickey Lee Soule, ο μπασίστας Craig Gruber και ο ντράμερ Gary Driscoll ταξίδεψαν στο Μόναχο για να ηχογραφήσουν το ιστορικό ντεμπούτο των RAINBOW, που αρχικά προοριζόταν να γίνει solo άλμπουμ του Blackmore, αλλά η ιστορία εξελίχθηκε διαφορετικά. Για τον σκοπό αυτό, ο Blackmore έφερε μαζί και την τότε σύντροφό του, τραγουδίστρια όπερας Shoshana Feinstein, για να κάνει δεύτερα φωνητικά στα “Catch the rainbow” και “Still I’m sad”.
• Οι ηχογραφήσεις για το “Ritchie Blackmore’s Rainbow” ολοκληρώθηκαν δύο μόλις μέρες πριν την έναρξη της ευρωπαϊκής περιοδείας των PURPLE, χωρίς οι υπόλοιποι να έχουν την παραμικρή ιδέα. Βέβαια ο Lord τα θυμόταν λίγο διαφορετικά, λέγοντας πως ο Blackmore έπαιζε διάφορες ιδέες του και όταν αυτοί έλεγαν να το προχωρήσουν σε τραγούδι, ο κιθαρίστας αρνούνταν ισχυριζόμενος ότι τις κρατάει για το σόλο άλμπουμ του. Εδώ να πούμε ότι ο, γνωστός για την κυκλοθυμία του, Blackmore φέρθηκε άδικα απέναντι στον Hughes, προσπαθώντας μάλλον να τον «εκδικηθεί» για τις πρωτοβουλίες του στο “Stormbringer”, καθώς του απαγόρευσε ρητά να παίξει μπάσο στο “Young Americans” (1975) του David Bowie.
• Πλέον ο Blackmore περιόδευε προωθώντας ένα άλμπουμ που δεν του άρεσε. Υποστήριζε ότι δεν ήθελε να παίζει σε ένα συγκρότημα που έβγαζε μουσική για γυάλισμα παπουτσιών (“shoeshine music”, για να περιγράψει το μείγμα soul, funk και blues). Επί σκηνής ήταν φοβερός αλλά φαινόταν ότι είχε χάσει το ενδιαφέρον του. Στη μέση της περιοδείας ο Blackmore ενημέρωσε το management ότι θα εγκατέλειπε το συγκρότημα. Προσπάθησαν να το κρατήσουν μυστικό, αλλά οι υπόλοιποι ήδη είχαν καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
• Ξεκίνησαν τις ευρωπαϊκές τους εμφανίσεις από την (τότε) Γιουγκοσλαβία, οι πρώτες τους εντός Ανατολικού Μπλοκ. Στο Ζάγκρεμπ, μία κοπέλα προσπάθησε να περάσει ένα σημείωμα στον Blackmore. O σεκιουριτάς μπροστά από την σκηνή της έσκασε μπουκέτο στο πρόσωπο! Βλέποντας αυτό, ο Ritchie έγινε έξαλλος και κλώτσησε τον σεκιουριτά στο κεφάλι, οπότε ο δεύτερος αντέδρασε και πήγε να τραβήξει όπλο! Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων.
• Τον Απρίλιο του ‘75 έδωσαν τις τρεις τελευταίες συναυλίες τους, η πρώτη από τις οποίες ήταν στο Gratz της Αυστρίας (3 Απριλίου) και ακολούθησε το Saarbrücken στη Γερμανία (5 Απριλίου). Τέλος, στις 7 Απριλίου, στο Palais De Sports του Παρισιού, η αυλαία έπεσε για το Mark III. Οι συγκεκριμένες συναυλίες ηχογραφήθηκαν και κυκλοφορήσαν, αρχικά σαν “Made in Europe” (ενάμισι χρόνο αργότερα) και σαν “Mk III: The Final Concerts” (1996), ενώ έχουν κυκλοφορήσει και ξεχωριστά τα live από το Graz και το Παρίσι. Ο Blackmore αποχώρησε από το συγκρότημα μετά το πέρας των συναυλιών και οι Lord, Paice και Hughes σκέφτηκαν να το λήξουν. Όμως ο Coverdale το πίστευε και έτσι έφεραν στο συγκρότημα τον Αμερικάνο κιθαρίστα Tommy Bolin, με τον οποίο θα κυκλοφορούσαν το “Come taste the band” (1975), που θα αποτελούσε και το κύκνειο άσμα τους για την δεκαετία του ’70.
Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here