Το κύκνειο άσμα των πατέρων του heavy metal με τον λιτό τίτλο “13” κυκλοφόρησε ακριβώς πριν 9 χρόνια, την 10η Ιουνίου 2013. Αν και διίστανται οι απόψεις για την ποιότητά του, η συμβολική του σημασία ξεπερνάει κατά πολύ το περιεχόμενο. Παρακάτω θα δούμε κάποια από τα γεγονότα και τις ιστορίες που οδήγησαν στην ηχογράφηση της τελικής πράξης στο έργο των SABBATH.
- Τελευταία στούντιο κυκλοφορία για το συγκρότημα υπό το όνομα BLACK SABBATH ήταν το (όνομα και πράγμα) “Forbidden” (1995). Τον καιρό εκείνο το συγκρότημα (ξανα)έχει στην σύνθεση του τους Tony Iommi (κιθάρα), Tony Martin (φωνητικά), Cozy Powell (drums) Neil Murray (μπάσο) και Geoff Nicholls (πλήκτρα). Mε άλλα λόγια, την ομάδα του ανυπέρβλητου “Tyr” (1990). Η ιδέα της ανανέωσης στον χαρακτήρα και τον ήχο των SABBATH με τις ευλογίες των managers και της δισκογραφικής τους εταιρείας, έφερε στην παραγωγή τον κιθαρίστα Ernie C και στις συνθέσεις τον frontman Ice-T, αμφότεροι μέλη των rap metallers BODY COUNT.
- Οι SABBATH πειραματίστηκαν με κάτι ξένο προς αυτούς και δεν τους βγήκε. Οι Ice-T και Ernie C χειρίστηκαν αποτυχημένα τον ήχο, σε βαθμό που το “Forbidden” παρέπαιε χωρίς προσανατολισμό. H μπάντα ήταν ασύνδετη και η διαδικασία της ηχογράφησης ήταν σπασμένη και εκτός τόπου και χρόνου. Οι Murray και Powell έτρεχαν παράλληλα και άλλα projects, και ο δε Iommi, ίσως υποσυνείδητα να ήθελε να βγει από την υποχρέωση του συμβολαίου και της εταιρείας του. Το δήλωσε και ο ίδιος, άλλωστε, λέγοντας ότι δεν ήταν χαρούμενος με το αποτέλεσμα, και η φιλοδοξία (των managers και των παραγωγών περισσότερο) να ακούγεται το “Forbidden” κάπως σαν επανάληψη της επιτυχίας που είχαν οι AEROSMITH με τους RUN-DMC στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, κατέληξε σε Βατερλό. O χαμένος της υπόθεσης, πάντως, ήταν ξεκάθαρα ο Tony Martin, που ψιλοχάθηκε μετά το “Forbidden” και η περίοδος του με το συγκρότημα καταχωνιάστηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας των BLACK SABBATH, κάτι που σαφώς τον αδικεί, δεδομένης της δουλειάς που κυκλοφόρησε με το συγκρότημα στα τέλη της δεκαετίας του μεταξύ 1987-1993. Όσο για τον Iommi, απαλλαγμένος πλέον από τον βραχνά του συμβολαίου με την I.R.S. Records, επανασυνδέθηκε με τους Ozzy Osbourne (φωνητικά), Geezer Butler (μπάσο) και Bill Ward (ντραμς) για να κυκλοφορήσουν το διπλό live album “Reunion” (1998) και να ξαναμπούν στην ελίτ του metal.
- Από την άλλη, o τραγουδιστής Ozzy Osbourne βρισκόταν στην καλύτερη θέση από όλους τους άλλους, έχοντας κυκλοφορήσει με μεγάλη επιτυχία το έβδομο του άλμπουμ “Ozzmosis” (1995), με τον Geezer Butler στο μπάσο και έχοντας επιζήσει από το κύμα του grunge στις αρχές των 90s, που είχε στείλει πολύ κόσμο του hard rock και metal χώρου…αδιάβαστο. O αειθαλής Ozzy θα ενίσχυε έτι περαιτέρω την θέση του, προχωρώντας στην δημιουργία του Ozzfest το 1996, ένα ετήσιο μουσικό φεστιβάλ με ανερχόμενα αλλά και ήδη καθιερωμένα hard rock και metal συγκροτήματα. Τον σχεδιασμό και την οργάνωση του φεστιβάλ ανέλαβε η δαιμόνια manager του και σύζυγος του, Sharon Osbourne. Αυτή ήταν και η πιο επιτυχημένη οικονομικά επένδυση του, αποφέροντας του εκατομμύρια δολάρια και κρατώντας το όνομα του Ozzy επίκαιρο στον metal χώρο. Οι ίδιοι οι SABBATH εμφανίστηκαν κάμποσες φορές στο πλαίσιο (αλλά όχι μόνο εκεί) του Ozzfest μεταξύ 1997 και 1999, με την κλασική τους σύνθεση από τα ‘70s. Λίγο πριν από μια ευρωπαϊκή περιοδεία το καλοκαίρι του 1998, ο Ward υπέστη καρδιακή προσβολή και αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον πρώην-SABBATH/DIO ντράμερ Vinnie Appice.
- Η επόμενη κίνηση ήταν να αρχίσουν ηχογραφήσεις για ένα ολοκαίνουριο άλμπουμ, με παραγωγό τον ταλαντούχο Rick Rubin, γνωστό για τις συνεργασίες του με καλλιτέχνες όπως οι SLAYER (αρχίζοντας με το κατά πολλούς καλύτερο thrash metal άλμπουμ όλων των εποχών “Reign in blood” το 1986), οι CULT (“Electric”, 1987), οι BEASTIE BOYS (“Licence to ill”, 1986), οι Red Hot Chili Peppers (“Blood sugar sex magick”, 1991 και έκτοτε), AC/DC (“Ballbreaker”, 1995), αλλά και οι SYSTEM OF A DOWN, DANZIG, TROUBLE και άλλοι. Ο Rubin, που ξεκίνησε από την δεκαετία του ’80 με hip hop καλλιτέχνες όπως οι RUN-DMC, οι PUBLIC ENEMY και ο LL Cool J, εξελίχθηκε στην δεκαετία του ’90 σε έναν από τους πιο περιζήτητους παραγωγούς ΚΑΙ στον χώρο του σκληρού ήχου. Κατάφερε να αναβιώσει για ένα μικρό διάστημα την καριέρα του θρυλικού Αμερικάνου τραγουδιστή και τραγουδοποιού Johnny Cash και μέσα από το “Unchained” (1998) κέρδισε το πρώτο του βραβείο Grammy, έχοντας μέχρι τότε μία διπλή υποψηφιότητα με το “Wildflowers” (1996) του Tom Petty (ενός άλλου μεγάλου ονόματος που ανέλαβε). Μέχρι και πέρυσι μετρά συνολικά οχτώ κατακτήσεις βραβείων Grammy, με τελευταία την παραγωγή του “The new abnormal” (2021) των Αμερικανών STROKES.
- Δυστυχώς, μετά από παρέμβαση της δισκογραφικής του Ozzy εκείνη την εποχή, της Epic Records, o frontman αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τις πρόβες με τους παλιούς του συμπαίχτες για να παραδώσει το όγδοο του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2001 και είχε τίτλο “Down to Earth”. Όλη η δραστηριότητα των SABBATH σταμάτησε, με τον Iommi να το αποδίδει στις έξωθεν παρεμβάσεις ενώ ο ίδιος ο Ozzy είπε πως πρακτικά το κλίμα της συνεργασίας τους δεν ήταν όπως παλιά. Ήδη από την προηγούμενη χρονιά, ο Iommi είχε κυκλοφορήσει το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο απλά … “Iommi” (2000).
- Μετά από μια ακόμη περιοδεία επανασύνδεσης στα μέσα του 2001, οι Sabbath έπαυσαν κάθε δραστηριότητα. Ήταν προφανές ότι το team του Ozzy κρατούσε τα κλειδιά στο συγκρότημα. Αυτό φάνηκε και τον Μάρτιο του 2002, οπότε ο Ozzy και η οικογένεια του πρωταγωνίστησαν στο αμφιλεγόμενης σημασίας reality για τον ίδιο με τίτλο “The Osbournes”. To σόου έκανε πρεμιέρα στο MTV και γρήγορα έγινε παγκόσμια επιτυχία, κερδίζοντας και βραβείο EMMY στην πορεία (2002). Οι SABBATH μπήκαν στον πάγο μέχρι τα μέσα του 2004. Μάλιστα, την 25η Ιουνίου 2005 έλαβε χώρα στην Μαλακάσα μία κοσμογονική εμφάνιση (η αγαπημένη συναυλία του συναδέλφου Θοδωρή Μηνιάτη κατά την καταγεγραμμένη δήλωσή του εδώ στο Rock Hard!) με την πρώτη εμφάνιση της κλασικής σύνθεσης των BLACK SABBATH στην χώρα μας και σε κλίμα απόλυτης έκστασης. Έως και το Νοέμβριο του 2005, οπότε μπήκαν και στο UK Music Hall of Fame, έπαιξαν άλλες δύο φορές στο Ozzfest. Τον Μάρτιο του 2006, και μετά από έντεκα χρόνια με δικαίωμα υποψηφιότητας, οι SABBATH έγραψαν ιστορία για μία ακόμη φορά, μπαίνοντας στο Αμερικανικό Rock and Roll Hall of Fame, με τους James Hetfield και Lars Ulrich των METALLICA (οι οποίοι μπήκαν στην ίδια επίλεκτη λίστα τρία χρόνια αργότερα, με παρουσιαστή τον Flea των RED HOT CHILLI PEPPERS) να προλογίζουν την ένταξη του πρώτου επίσημου heavy metal συγκροτήματος. Μάλιστα προς τιμή των SABBATH και ως είθισται να κάνουν οι παρουσιαστές, οι METALLICA έπαιξαν τα “Hole in the sky” και “Iron Man”.
- Κάπου εκεί λοιπόν, ο Ozzy ξεκίνησε δουλειά για το νέο προσωπικό του άλμπουμ. Ωστόσο, αυτή την φορά, οι υπόλοιποι SABBATH δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια (sic). Στο τέλος του 2006 και εντός του 2007, οι Iommi, Butler και Ward συνεργάστηκαν με τον θεϊκό Ronnie James Dio για πρώτη φορά μετά από τις διαβόητες εμφανίσεις στην Costa Mesa το 1992, όπου ο τραγουδιστής αποχώρησε, αρνούμενος να παίξει δεύτερο βιολί στο προσωπικό σχήμα του Ozzy και εκτάκτως αντικαταστάθηκε από τον “Metal God” Rob Halford. Τον Απρίλιο του 2007 κυκλοφόρησε η συλλογή “Black Sabbath: The Dio Years”, με τρία νέα τραγούδια γραμμένα από το δίδυμο Dio-Iommi. H σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του Ozzy και των τριών υπόλοιπων μελών των BLACK SABBATH, της τετράδας που «επίσημα» ονομαζόταν έτσι, οδήγησε το νεοσύστατο σχήμα με frontman τον Dio να ονομαστεί ΗΕΑVEN AND HELL, από τον τίτλο της πρώτης θρυλικής τους συνεργασίας το 1980. Σύντομα ο Ward αποχώρησε λόγω μουσικών διαφορών με «δύο μέλη του συγκροτήματος» που δεν κατονόμασε, καθώς και θέματα με το συμβόλαιο του. Στην θέση του ντράμερ τον διαδέχτηκε ο βετεράνος Vinnie Appice, με αποτέλεσμα να προκύψει η σύνθεση του επίσης θρυλικού “Mob rules”. Μετά από δηλώσεις του Ozzy ότι η κλασικοί SABBATH θα ξανασυνεργαστούν και μετά από μία παγκόσμια περιοδεία, όπου πέρασαν από και από την χώρα μας το καλοκαίρι του 2007, σε εκείνη την ονειρεμένη εμφάνιση στην Μαλακάσα, κυκλοφόρησαν το “The Devil You Know” (2009), με αρκετά μεγάλη επιτυχία. Δυστυχώς αυτή θα ήταν και η τελευταία στούντιο δουλειά του Dio και των HEAVEN AND HELL, που μετά από ακόμη μία περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ το 2009 (όπου ξαναήρθαν στην Αθήνα την 27η Ιουλίου), ο τεράστιος Ronnie έχασε την μάχη με το καρκίνο και πέθανε την 16η Μαΐου 2010, σε μία από τις πιο μαύρες μέρες στην ιστορία του metal.
- Από τον Μάϊο του 2009, εκκρεμούσε απόφαση σε μήνυση που είχε κάνει η πλευρά του Ozzy στον Iommi. Ο τραγουδιστής μήνυσε τον Iommi για παραβίαση εμπορικού σήματος (trademark infringement) στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ. Προφανώς, το 2000, ο Iommi υπέβαλε αίτηση εμπορικού σήματος στην υπηρεσία United States Patent and Trademark Office, για να καταχωρίσει το εμπορικό σήμα των BLACK SABBATH αποκλειστικά στο όνομά του. Οι δικηγόροι του Ozzy κατέθεσαν μήνυση αφού αντιλήφθηκαν αυτή την κίνηση. Σύμφωνα με το κείμενο της αναφοράς, ο Ozzy ήταν «η κινητήρια δύναμη πίσω από το συγκρότημα των Black Sabbath». Από την άλλη, ο Iommi αναφέρθηκε σε μια συμφωνία του 1980 (όταν ο Ozzy αποχώρησε από το συγκρότημα) στην οποία ο frontman είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα του στο όνομα του συγκροτήματος, συν το γεγονός ότι αυτός ήταν το μοναδικό μόνιμο μέλος του συγκροτήματος από την αρχή του συγκροτήματος μέχρι και εκείνη την στιγμή. Ο Ozzy ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία τους που οδήγησε στην επανασύνδεση των SABBATH το 1997, ως μέρος του Ozzfest, αντικατέστησε την παλιότερη συμφωνία του 1980 και ζήτησε το 50% των εσόδων των SABBATH από την αποχώρησή του και μετά! Τελικά, η υπόθεση διευθετήθηκε το 2010 σε καλό κλίμα και με αμοιβαία συναίνεση. Παρόλο που τα αποτελέσματα που προέκυψαν δεν ανακοινώθηκαν άμεσα, αφέθηκε να εννοηθεί ότι, στη νέα συμφωνία, και τα τέσσερα αρχικά μέλη του συγκροτήματος θα μοιράζονταν εξίσου το εμπορικό σήμα των SABBATH. Ωστόσο, μετά από χρόνια αποκαλύφθηκε από την ίδια την Sharon Osbourne ότι μοναδικοί δικαιούχοι του ονόματος ήταν οι Ozzy και Iommi και οι Ward και Butler θα λειτουργούσαν με άλλη σχέση, μεταξύ της εμπορικής οντότητας BLACK SABBATH και μουσικών. Εδώ να πούμε ότι ο Ozzy επισκέφτηκε την χώρα μας για πρώτη φορά με το προσωπικό του σχήμα την 25η Σεπτεμβρίου του 2010. Θρυλική νύχτα.
- Οι δηλώσεις του Ozzy στην αυτοβιογραφία του “I Am Ozzy” (2010) δεν άφησαν και πολλές ελπίδες στους fans για επανασύνδεση των BLACK SABBATH. Πάνω-κάτω τα ίδια υποστήριζε και ο Butler μέχρι το καλοκαίρι του 2011. Την 11η Νοεμβρίου 2011, η κλασική σύνθεση των Ozzy, Iommi, Butler και Ward, ανακοίνωσε την άμεση επανένωση της σε ένα ιδιωτικό event στο γνωστό “Whisky a Go-Go”, στο Hollywood της Καλιφόρνια, με οικοδεσπότη τον πρώην τραγουδιστή των Black Flag, Henry Rollins, μετά από μήνες φημών. Επρόκειτο να εμφανιστούν στο Download Festival του 2012, ενώ στα τέλη της χρονιάς θα ακολουθούσε και νέο στούντιο άλμπουμ με παραγωγό τον Rick Rubin. Μία εβδομάδα αργότερα, το συγκρότημα ανακοίνωσε μία ευρωπαϊκή περιοδεία για τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012.
- Δυστυχώς λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ο 63χρονος, τότε, Tony Iommi, διαγνώστηκε με λέμφωμα (μορφή καρκίνου) και προγραμματίστηκε να υποβληθεί σε θεραπεία, έχοντας διαγνωστεί στα πρώιμα στάδια της νόσου. Συνεπώς, και αφού ζητήθηκε κατανόηση από fans και δημοσιογράφους, το συγκρότημα μετέφερε την βάση των επιχειρήσεων του από το Los Angeles στην Αγγλία και στο Λονδίνο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί και το πρόγραμμα των θεραπειών του Iommi. Η αισιοδοξία και η αγωνιστική διάθεση του κιθαρίστα δεν επισκιάστηκε (τουλάχιστον αυτό φάνηκε δημόσια) ακόμα και υπό τους ακούσιους παραλληλισμούς με την περίπτωση του Dio, που είχε πεθάνει από καρκίνο του στομάχου δύο χρόνια πριν.
- Σαν να μην έφτανε αυτό, ο ντράμερ Bill Ward δήλωσε δημόσια ότι θα αποσυρόταν από τους SABBATH εκτός και αν είχε στα χέρια του «ένα υπογεγραμμένο συμβόλαιο». Μάλλον υπερτίμησε την μόχλευση που πίστευε ότι είχε, αφού την επόμενη κιόλας μέρα, οι υπόλοιποι ανακοίνωσαν ότι «δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν την ηχογράφηση χωρίς αυτόν», αλλά είπαν επίσης ότι «η πόρτα μας είναι πάντα ανοιχτή» για να επιστρέψει. Παρόλο που και ο ντράμερ δεν είχε πρόθεση να εγκαταλείψει τελείως το project, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε και οι φωτογραφίες του αφαιρέθηκαν από το επίσημο site των SABBATH. Ο μπασίστας Geezer Butler δήλωσε την απογοήτευση για την στάση του Ward και παράλληλα αποκάλυψε περαιτέρω ότι ο ντράμερ Tommy Clufetos έκανε πρόβες μαζί τους στην Αγγλία. O Ozzy είπε μια διαφορετική ιστορία, αποδίδοντας την ανεπάρκεια του Ward σε επερχόμενο…Alzheimer, μιας και υποστήριξε ότι ο ντράμερ δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να θυμηθεί τι έπρεπε να παίξει και είχε γεμίσει τα τύμπανα του με … post-it!
- Μέχρι τον Ιούνιο είχαν ήδη γράψει αρκετό υλικό και μάλιστα ο τραγουδιστής αποκάλυψε ότι το έτος 2013 θα είχε κάποια σχέση με τον τίτλο του άλμπουμ. Από 15 τραγούδια που ήταν έτοιμα, τα 12 θα κατέληγαν στον καινούριο δίσκο.
- Αργότερα ανακοινώθηκε ότι δεν θα συνέχιζαν με την περιοδεία τους, όμως θα έπαιζαν στο βρετανικό Download του 2012 και στο αμερικάνικο Lollapalooza την ίδια χρονιά. Αντί για τους SABBATH, η αρχικά προγραμματισμένη περιοδεία θα περιλάμβανε τον Ozzy και διάφορους guest, με την ονομασία “Ozzy and friends”. Αυτή την εμφάνιση του (για δεύτερη φορά στην Ελλάδα) απολαύσαμε την 1η Ιουλίου 2012, με τον «δικό μας» βιρτουόζο κιθαρίστα Gus G. ως μέλος της προσωπικής του μπάντας και καλεσμένους τους τεράστιους Slash και Zakk Wylde. Μεγάλη βραδιά, δυνατές στιγμές!
- Με τον Iommi να ανακάμπτει ικανοποιητικά από την θεραπεία του και με την διάθεση του να βελτιώνεται καθημερινά, οι ηχογραφήσεις προχώρησαν ικανοποιητικά. Τον Γενάρη του 2013 ανακοινώθηκε ότι ο Αμερικάνος Brad Wilk (πρώην RAGE AGAINST THE MACHINE και AUDIOSLAVE) ήταν ο ντράμερ τους για τους σκοπούς του νέου άλμπουμ, ενώ παραγωγός θα ήταν – ποιος άλλος;- ο Rick Rubin. Ο παραγωγός πρότεινε τον ντράμερ ως αντικαταστάτη του Ward. Μέρος του άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα στούντιο Shangri-La του ίδιου του παραγωγού στο Malibu και η δουλειά ολοκληρώθηκε στο Tone Hall, στο ήρεμο χωριό Lapworth στην Αγγλία.
- Τον ίδιο μήνα, αποκαλύφθηκε ότι ο τελικός τίτλος του άλμπουμ θα ήταν “13”. Αυτό θα ήταν το πρώτο στούντιο άλμπουμ τους από το “Forbidden” (1995) και το πρώτο με την κλασική σύνθεση του συγκροτήματος από το “Never say die!” (1978) ή, αν προτιμάτε, το πρώτο με παραπάνω από την μισή γνήσια σύνθεση τους μετά το “Born again” (1983). Πλάνα από τα sessions των ηχογραφήσεων κυκλοφόρησαν από το επίσημο κανάλι του συγκροτήματος στο YouTube. O παραγωγός Rick Rubin προσπάθησε ηχητικά να αποτυπώσει τα τραγούδια με την original αισθητική των πρώτων άλμπουμ τους από τα 70s, αλλά με ένα πιο μοντέρνο feeling και όχι με ρετρό-λαγνεία. Ο δε Geezer Butler αποκάλυψε ότι, στο στούντιο, ο Rubin τους έπαιξε το ομώνυμο ντεμπούτο τους από το 1970 και ανακοίνωσε στο συγκρότημα ότι θα έπρεπε να «ξεμάθει τα πάντα» ζητώντας τους να προσποιηθούν (!) ότι αυτό είναι το δεύτερο άλμπουμ τους! Μαθήματα coaching από τον γκουρού Rubin. Μαθήματα πολύτιμα, αν λάβει κανείς την μιζέρια που θα υπήρχε κατά τη διάρκεια της σύνθεσης και την ηχογράφησης με την ανακοίνωση του Iommi ότι είχε διαγνωστεί με λέμφωμα, την αποχώρηση του Ward, τα προβλήματα υγείας στην οικογένεια Osbourne (η Sharon είχε θέματα με καρκίνο από το 2002, ενώ το 2012 έκανε προληπτική μαστεκτομή) και την πολύμηνη υποτροπή του Ozzy στον αλκοολισμό και τη χρήση ναρκωτικών.
- Παρόλο που οι SABBATH μιλούσαν με διθυραμβικά σχόλια για τον Rick Rubin στο επίσημο YouTube βίντεο τους, σε άλλες συνεντεύξεις τους δεν ήταν τόσο … κολακευτικοί. Ο Geezer Butler εξακολουθούσε να δηλώνει … μπερδεμένος με τις μεθόδους του Rubin. «Μερικά από αυτά μου άρεσαν, άλλα δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα», είπε ο μπασίστας. Ομολογουμένως, φαίνεται πως ο καταξιωμένος παραγωγός, γνωστός για την προσέγγισή του στο στούντιο, άσκησε ίσως υπερβολική επιρροή στους SABBATH. Ο Butler ανακάλεσε ένα περιστατικό που αφορούσε τον Ozzy Osbourne, όπου ο Rubin του ζητούσε να επαναλαμβάνει τα φωνητικά χωρίς φαινομενικά κανένα λόγο. Επίσης, ο Iommi δεν ήταν ευχαριστημένος με μερικά από τα πράγματα που ο Rubin προσπαθούσε να τον κάνει να παίξει. Τον ανάγκασε να παίζει με παλιούς ενισχυτές από το 1968. Καλό για τη δημοσιότητα, ίσως, όμως όχι τόσο καλό για τους ίδιους του μουσικούς. Όταν ο Iommi ρωτήθηκε αν έμαθε κάτι από τη συνεργασία του με τον Rubin, εκείνος απάντησε, «Ναι, έμαθα πώς να ξαπλώνω στον καναπέ με ένα μικρόφωνο στο χέρι και να λέω «Επόμενο!»..
- Ο Butler αποκάλυψε στην New Musical Express την έμπνευση για τον τίτλο “13”. «Αρχικά η δισκογραφική εταιρεία ήθελε να κάνουμε 13 τραγούδια για να έχουμε μια επιλογή. Φτάναμε στα δέκα και λέγαμε «Εντάξει, αυτό είναι, δεν γράφουμε άλλο». Έλεγαν «όχι, θέλουμε 13». Έτσι συμφωνήσαμε μεταξύ μας να ονομάσουμε το άλμπουμ ”13” για να τους την σπάσουμε … και τελικά καταλήξαμε με 16!». Σημειώνεται ότι τελικά στο άλμπουμ κατέληξαν ούτε 13 ούτε 16 αλλά … 8 τραγούδια. Σε άλλη συνέντευξη, ο Ozzy είπε πως σκέφτηκε το “13” μιας και το άλμπουμ θα κυκλοφορούσε το 2013. Μάλλον ενδόμυχα προσπαθούσε να εξορκίσει την όποια κακοτυχία που τους είχε οδηγήσει σε συνεχείς αναβολές του νέου δίσκου.
- Για το χαρακτηριστικό εξώφυλλο, που γραπώνει το βλέμμα του υποψήφιου ακροατή, επιστρατεύτηκαν οι Nick Dart και Neil Bowen της Zip Design από το Λονδίνο. Αφού συνέλαβαν το concept, ανέθεσαν στον γλύπτη Spencer Jenkins να φτιάξει μία κατασκευή από λυγαριά (wicker, όπως λέμε …. “wicker man”), ύψους περίπου 2,5 μέτρων, η οποία παραδόθηκε στις φλόγες, με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, στην εξοχή του Buckinghamshire. Ο φωτογράφος Jonathan Knowles φωτογράφησε το φλεγόμενο «13», το οποίο φαινόταν από μεγάλη απόσταση καθόταν καιγόταν μες τη νύχτα.
- Τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο single από το “13”. Ο τίτλος του ήταν “God Is Dead?”, Ο Ozzy εξήγησε πώς βρήκε τον τίτλο του τραγουδιού: «Ήμουν στο γραφείο κάποιου και υπήρχε ένα περιοδικό στο τραπέζι και έλεγε απλώς τις λέξεις «Ο Θεός είναι νεκρός». Και ξαφνικά σκέφτηκα, με την 11η Σεπτεμβρίου και όλα αυτά τα τρομοκρατικά πράγματα στο όνομα της θρησκείας και πόσοι άνθρωποι έχουν πεθάνει λόγω της θρησκείας, όταν σκέφτεσαι την τραγωδία που συνέβη διαχρονικά, μου ήρθε στο κεφάλι. θα πίστευαν ότι μέχρι τώρα ο Θεός τους θα εμπόδιζε τους ανθρώπους από το να πεθάνουν στο όνομα του. Έτσι απλά σκέφτηκα ότι οι άνθρωποι πρέπει να πιστεύουν ότι δεν υπάρχει Θεός, ο Θεός είναι νεκρός». Ο Butler που έγραψε τους στίχους πρόσθεσε στο τέλος μία μικρή υποψία ελπίδας λέγοντας ότι «Δεν πιστεύω ότι ο Θεός είναι νεκρός». To artwork του single έχει μια εικόνα του Friedrich Nietzsche μπροστά από μια ατομική έκρηξη. Ο Γερμανός φιλόσοφος (1844-1900) σκέφτηκε για πρώτη φορά τη φράση «Ο Θεός είναι νεκρός» στο βιβλίο του “Η χαρούμενη επιστήμη” (1882) και την επανέλαβε στο διάσημο έργο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα». Ο Νίτσε δεν μιλούσε για τον θάνατο του Θεού με την κυριολεκτική έννοια, αλλά ως κάποιος που δεν πίστευε πλέον σε μια τέτοια κοσμική τάξη. Πίστευε ότι ο χριστιανικός Θεός δεν ήταν πλέον βιώσιμη πηγή οποιωνδήποτε απόλυτων ηθικών αρχών. Το single έφτασε μέχρι το νο. 6 των βρετανικών Rock & Metal singles και στο νο. 26 των Hot Rock & Alternative Songs στο αμερικάνικο Billboard (υποκατηγορίες των γενικών charts). Ακόμα καλύτερα, όμως, το “God is dead?” κέρδισε το βραβείο Grammy το 2014 για την καλύτερη metal ερμηνεία, το πρώτο βραβείο Grammy του συγκροτήματος μετά από 14 χρόνια.
- Το video clip του τραγουδιού επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης και κοινωνικός ακτιβιστής Peter Joseph, γνωστός για τη σειρά ταινιών για την αντικουλτούρα/κοινωνική επανάσταση με τον τίτλο “Zeitgeist”. Το βίντεο αποτελείται από συμβολολογία που εξάγεται από το εν λόγω ντοκιμαντέρ, σε συνδυασμό με αρχειακές εικόνες των SABBATH. «Μετά από έναν αρχικό δισταγμό για την σκηνοθεσία που προτείνεται χρησιμοποιώντας απλώς υπάρχοντα πλάνα από τις ταινίες μου, γρήγορα συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο να είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη έκφραση», δήλωσε ο σκηνοθέτης.
- Μάιος 2013 και κυκλοφορεί το δεύτερο single, με τίτλο “End of the Beginning”. Το τραγούδι έκανε πρεμιέρα στο φινάλε της 13ης σεζόν της τηλεοπτικής σειράς “CSI: Crime Scene Investigation”. Το συγκρότημα έπαιζε ζωντανά το τραγούδι όταν οι ηθοποιοί που υποδύονταν τους ντετέκτιβ πήγαν σε μια συναυλία των BLACK SABBATH για να ερευνήσουν κάποιες δολοφονίες που σχετίζονταν με την ιστορία της «Κόλασης» του Δάντη. «Δεν είμαι ηθοποιός», είπε ο πιο έμπειρος τηλεοπτικά Ozzy Osbourne. Στιχουργικά ο Butler εικάζει το πως η τεχνολογία πρόκειται να κυριεύσει πλήρως την ανθρώπινη φυλή, με ιδιαίτερη έμφαση στην κλωνοποίηση. Ηχητικά ίσως να παραπέμπει στην “Master of reality” εποχή. Στα αμερικάνικα charts έφτασε στο νο. 38 του Mainstream Rock chart.
- Το τρίτο single “Loner” έχει αρκετές ομοιότητες στο riff με το “N.I.B.” από το πρώτο τους άλμπουμ και στην μελωδία με το “Air dance” από το “Never say die!”. Συνέχεια με το εξαιρετικά χαλαρό “Zeitgeist”, το οποίο αντηχεί αρκετά το “Planet Caravan”. Το “Age of Reason” που ακολουθεί έχει κοινά μουσικά χαρακτηριστικά με το “Supertzar” (από το “Sabotage” του 1975) ή ακόμα και το “ Seventh Star” από το 1987!
- Με το “Live forever” μπαίνουμε στην τελική ευθεία, με το καλπάζον riff του (τύπου “Children of the grave”) να μας οδηγεί στο προτελευταίο “Damaged soul” με τον πρωτόγονο ήχο SABBATH και την blues αισθητική από τα δύο πρώτα χρόνια τους, που ήθελε να καταγράψει ο Rubin. Το “13” κλείνει με το “Dear Father”, μια έκφραση θυμού και αηδίας κόντρα στην κακοποίηση παιδιών εντός της Καθολικής Εκκλησίας. Ο τρόπος που τελειώνει το τραγούδι, που στο άλμπουμ μπήκε τελευταίο στην λίστα, έχει συμβολική σημασία, ειδικά με τον τρόπο που τελειώνει, με καμπάνες και βροχή να πέφτει, όπως στο ομώνυμο “Black Sabbath” που ανοίγει το πρώτο τους άλμπουμ. Ο Butler είπε ότι αυτή ήταν ιδέα του Rubin. Και αυτό το τραγούδι ακούστηκε στο επεισόδιο “Passed Pawns” του “CSI: Crime Scene Investigation”.
- To “13”, αυτό το πολύπαθο άλμπουμ που εκκρεμούσε από την εποχή του “Reunion”, κυκλοφόρησε την 10η Ιουνίου 2013 και γνώρισε άμεση επιτυχία. Πήγε στο νο. 1 Ηνωμένου Βασιλείου, ΗΠΑ, Καναδά, Γερμανίας και Δανίας, μπήκε στο top-10 των περισσότερων ευρωπαϊκών charts, ενώ έφτασε στο top-15 Σουηδίας, Ελβετίας και Γαλλίας. Στην χώρα μας έφτασε στο εξαιρετικό νο. 3. Έγινε πλατινένιο σε Γερμανία, Καναδά, Βραζιλία και Πολωνία, ενώ έγινε χρυσό σε Αυστρία και Ηνωμένο Βασίλειο. Ειδικά για τις ΗΠΑ, πούλησε πάνω από 150.000 αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του, που το έστειλε στην κορυφή των charts και έγινε ο πρώτος δίσκος των SABBATH που πέτυχε αυτή την διάκριση και ο δεύτερος που μπήκε στο top-10, μετά το “Master Of Reality” (1971, νο. 8). Παρά τις μοιρασμένες κριτικές, το γενικότερο πρόσημο ήταν καλό και αυτό φάνηκε στην εμπορική απόδοση του “13”.
- Η κυκλοφορία του “13” στην πλατφόρμα του Spotify περιλαμβάνει άλλα 4 bonus τραγούδια. Αυτά είναι τα “Methademic”, “Peace of mind”, “Pariah” και μία live εκτέλεση του “Dirty women” από την μίνι περιοδεία σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία που προηγήθηκε της κυκλοφορίας του άλμπουμ, η πρώτη μετά το 1974! Το “Methademic” μιλάει για τον εθισμό στην ναρκωτική ουσία μεθαμφεταμίνη (γνωστή και από την υπερ-επιτυχημένη σειρά “Breaking bad”), με στίχους από τον Ozzy, ο οποίος πολλάκις παραδέχτηκε ότι δεν έπαιρνε μόνο μεθαμφεταμίνη, αλλά και ιλιγγιώδεις ποσότητες κοκαΐνης, αλκοόλ, συνταγογραφούμενων φαρμάκων, ακόμη και σιρόπι για τον βήχα (μερικές φορές την ίδια στιγμή). Σημειώνεται ότι νωρίτερα τον Απρίλιο, ο Ozzy παραδέχτηκε ότι είχε υποτροπιάσει και κατανάλωνε ναρκωτικά και αλκοόλ τον προηγούμενο ενάμιση χρόνο. Επίσης, η ειδική έκδοση του “13” για την γερμανική εμπορική αλυσίδα “Saturn” περιέχει το γρήγορο και αρκετά κοντά στο ύφος των προσωπικών του Ozzy, “ Naïveté in black”.
- Για την προώθηση του άλμπουμ το συγκρότημα είχε ξεκινήσει συναυλίες πριν ακόμα την κυκλοφορία του “13”. Oι SABBATH ξεκίνησαν στη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία όπως προαναφέρθηκε, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2013. Έπαιξαν στο Ozzfest Japan στις 12 Μαΐου 2013. Γνώμονας για τις ημερομηνίες ήταν οι εκάστοτε ανάγκες του Iommi να επιστρέφει στην Αγγλία για θεραπεία του λεμφώματος μία φορά κάθε έξι εβδομάδες. Από τα τέλη Ιουλίου έως τις αρχές Σεπτεμβρίου 2013, οι SABBATH ξεκίνησαν την πρώτη τους βορειοαμερικανική περιοδεία μετά από οκτώ χρόνια. Ακολούθησε η Λατινική Αμερική τον Οκτώβριο και έπειτα η Ευρώπη, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο.
- Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2014, ο Ozzy σε συνέντευξη του δήλωσε ότι το συγκρότημα θα ξεκινούσε να δουλεύει πάνω στο εικοστό στούντιο άλμπουμ τους στις αρχές του 2015, ξανά με τον Rick Rubin, ακολουθούμενη από μια τελευταία περιοδεία το 2016. Μετά από λίγους μήνες, ωστόσο, ο Ozzy είπε ότι αυτά τα σχέδια «θα μπορούσαν να αλλάξουν» και πρόσθεσε ότι μία εκ νέου στούντιο συνεργασία ίσως να μην ήταν και τόσο εύκολη τελικά, αφού όλοι ζούσαν σε διαφορετικές χώρες και δεν είχαν όλοι την ίδια διάθεση για δουλειά. Το σίγουρο πάντως ήταν πως θα έκαναν μία τελευταία περιοδεία μαζί.
- Τον Σεπτέμβρη του 2015, ανακοινώθηκε ότι οι Black Sabbath θα ξεκινούσαν την τελευταία τους περιοδεία, με τίτλο “The End”, από τον Ιανουάριο του 2016 έως τον Φεβρουάριο του 2017. Ανακοινώθηκαν πολυάριθμες ημερομηνίες και τοποθεσίες σε ΗΠΑ, Καναδά, Ευρώπη, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Έπαιξαν με τον ντράμερ Tommy Clufetos από την προσωπική μπάντα του Ozzy, μαζί με τον πληκτρά και κιθαρίστα Adam Wakeman, γιο του μεγάλου Rick Wakeman. Η περιοδεία ήταν το κλείσιμο της πάνω από τέσσερις δεκαετίες καριέρας τους και συνοδεύτηκε από την κυκλοφορία ενός αποκλειστικού EP (“The End”), το οποίο περιέχει κομμάτια που είχαν ξεμείνει από τα sessions του “13”, καθώς και live από τις συναυλίες μεταξύ 2012-2014. H περιοδεία “The End” περιλάμβανε 81 συναυλίες σε όλη τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, την Ωκεανία και τη Νότια Αμερική και απέφερε συνολικά 84,8 εκατομμύρια δολάρια, με πάνω από 1.000.000 εισιτήρια! Η θρυλική και συγκινητική τελευταία συναυλία έλαβε χώρα στις 4 Φεβρουαρίου 2017, στην πατρίδα του συγκροτήματος, το Birmingham στην Αγγλία (είχε προηγηθεί μία ακόμη στις 2 του μηνός). Αυτή η εμφάνιση αποτυπώθηκε και στη βιντεοσκοπημένο live “Black Sabbath: The End of the End”, ενώ τα τραγούδια κυκλοφόρησαν ως ένα ακόμη live άλμπουμ με τίτλο “The End: Live in Birmingham”. Δυστυχώς δεν είχαμε την μοναδική ευκαιρία να τους δούμε στην Ελλάδα. Νομίζω ότι η κοντινότερη εμφάνιση που πέρασε ήταν αυτή στην Βερόνα της Ιταλίας, ενώ διοργανώθηκε και εκδρομή από Θεσσαλονίκη για Ουγγαρία και Βουδαπέστη, όπου εμφανίστηκαν στην László Papp Budapest Sports Arena, με support τους RIVAL SONS (που τους συνόδευσαν στο μεγαλύτερο μέρος της περιοδείας).
Κώστας Τσιρανίδης