Γράψαμε πολλά και διάφορα για το ιδιαίτερο “III” των LED ZEPPELIN, γράψαμε πολλές και ωραίες ιστορίες πίσω από το ντεμπούτο των LED ZEPPELIN, το “I”… θεωρώ ότι ο αρχισυντάκτης μας δεν το σκέφτηκε και πάρα πολύ για να μου δώσει την ευκαιρία να συμπληρώσω το κενό και να σας πω τις ιστορίες πίσω από ένα hard rock άλμπουμ που για το εν λόγω μουσικό είδος ήταν ότι το “Big Bang” για την δημιουργία του Σύμπαντος. Του θρυλικού “II”.
Οι LED ZEPPELIN έκαναν μία πρώτη απόπειρα να ηχογραφήσουν νέο υλικό από τον Απρίλιο του 1969, στα Olympic Studios, όπου είχαν ολοκληρώσει και το πρώτο άλμπουμ τους, σε μόλις 30 ώρες. Όμως τα sessions για την επόμενη δουλειά τους δεν επρόκειτο να είναι τόσο σύντομα. Έχοντας δύο κομμάτια στην διάθεση τους, σύντομα ξαναμπήκαν στο μικρό Mystic Sound Studio στο Los Angeles και ολοκλήρωσαν την δουλειά για ακόμα δύο κομμάτια. Ο Bonham, παράλληλα, ήδη έπαιζε live ένα drum solo, με τίτλο “Pat’s delight” (από το μικρό όνομα της γυναίκας του). Την ίδια περίοδο, ο Page έκανε την μετάβαση από την Fender Telecaster που χρησιμοποιούσε σχεδόν αποκλειστικά μέχρι τότε, στην κιθάρα που έκανε διάσημη, την Gibson Les Paul, σε συνδυασμό με Marshall ενισχυτές. Την πρώτη του Gibson την αγόρασε από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή των JAMES GANG (και μετέπειτα των EAGLES), Joe Walsh, για 500 δολάρια.
Τον Μάιο του 1969, ο νεαρός (τότε) μηχανικός ήχου και παραγωγός Eddie Kramer, που γνώριζε τον μπασίστα των LED ZEPPELIN, John Paul Jones, ήταν προσκεκλημένος στην συναυλία τους στο Fillmore East. Εκεί του πρότειναν να βοηθήσει στο μιξάρισμα του δεύτερου άλμπουμ τους. Αυτή η συνεργασία θα ήταν η πρώτη από πέντε άλμπουμ, όπου θα συνεργαζόταν με τους ZEPPELIN ως μηχανικός ήχου, υπό τις οδηγίες του κιθαρίστα και παραγωγού του συγκροτήματος, Jimmy Page. Ο Kramer είχε συνεργαστεί παλιότερα με τον Jimi Hendrix στο “Electric Ladyland” (1968).
Τον Ιούνιο, οι ZEPPELIN ξαναβρέθηκαν στο στούντιο, για να ηχογραφήσουν ακόμα 3 κομμάτια, εκ των οποίων το ένα, με τίτλο “We’re gonna groove” (μία διασκευή σε ένα τραγούδι των B.B. King και J. Bethea) δεν συμπεριλήφθηκε στο τελικό άλμπουμ, παρά μόνο εμφανίστηκε χρόνια αργότερα στην συλλογή με ακυκλοφόρητα τραγούδια “Coda” (1982). Τα άλλα δύο ήταν τα “Thank you” και “Livin’ Lovin’ Maid (She’s just a woman)”. Ένα τέταρτο up-tempo κομμάτι, το “Sugar mama” απορρίφθηκε. Τον ίδιο μήνα, έχοντας ισχυρή πίστη στο υλικό τους, έδωσαν στους fans μία πρώτη γεύση μέσω εκπομπών του BBC με δύο τραγούδια. Τα δύο πρώτα που είχαν ετοιμάσει, με τίτλο “What is and what should never be” και “Whole lotta love”, το οποίο ήδη είχαν παίξει ζωντανά κάποιες φορές. Σε μία από αυτές τις εκπομπές, ο Page αποκάλυψε πως ο τίτλος του δεύτερου άλμπουμ τους θα ήταν απλά “Led Zeppelin II”.
Τον Ιούλιο του 1969, οι LED ZEPPELIN έπαιξαν με πολλά άλλα συγκροτήματα στο Atlanta Pop Festival, κάτι παραπάνω από ένα μήνα πριν από το κοσμοϊστορικό Woodstock Festival. Εκεί, μεταξύ άλλων, έπαιξαν οι SPIRIT και οι GRAND FUNK RAILROAD. Με τους εκπρόσωπους των SPIRIT, δεκαετίες αργότερα, οι επιζώντες LED ZEPPELIN θα κατέληγαν στα δικαστήρια, προκειμένου να διευθετηθεί το θέμα της πατρότητας του “Stairway to heaven”. Οι SPIRIT υποστήριζαν ότι οι ZEPPELIN είχαν κλέψει την εισαγωγή του τραγουδιού τους από το δικό τους “Taurus”. Για την ιστορία, το δικαστήριο τελικά δικαίωσε τους ZEPPELIN.
Οι GRAND FUNK RAILROAD, όντας κλεισμένοι από την Premier Talent, την εταιρεία που κανόνιζε τις εμφανίσεις των ZEPPELIN στις ΗΠΑ (η οποία θεωρητικά είχε την Μαφία της Νέας Υόρκης από πίσω), θα έδιναν μία σειρά από συναυλίες ως support στο αγγλικό κουαρτέτο. Σύμφωνα με τον Don Brewer, ντράμερ και τραγουδιστή των GRAND FUNK RAILROAD, στην πρώτη τους εμφάνιση στο Detroit, στην πολιτεία καταγωγής τους, βγήκαν στην σκηνή και έκαναν τόση αίσθηση σε βαθμό που ο θηριώδης manager των ZEPPELIN, Peter Grant, έγινε έξαλλος. Αμέσως πήγε στον manager των GRAND FUNK RAILROAD, Terry Knight και απαίτησε να κατέβουν από την σκηνή. Ο Knight αρνήθηκε, λέγοντας πως είχαν άλλα δύο τραγούδια. Το στρατόπεδο των ZEPPELIN πήρε την κατάσταση στα χέρια του και έκλεισαν το ρεύμα, τελειώνοντας το set των GRAND FUNK RAILROAD επί τόπου και πετώντας τους με συνοπτικές διαδικασίες εκτός περιοδείας.
Μιλώντας για το Woodstock, είχε γίνει πρόταση στους LED ZEPPELIN να εμφανιστούν στο φεστιβάλ. O Peter Grant απέρριψε την πρόταση, διότι θεώρησε πως οι ZEPPELIN θα ήταν απλά ένα ακόμη συγκρότημα στην λίστα των συμμετεχόντων και όχι κάτι το μοναδικό. Εμφανίστηκαν, ωστόσο, σε άλλα μεγάλα φεστιβάλ όπως το Newport Jazz Festival και το Dallas International Festival.
Ο Ric Lee, ντράμερ των TEN YEARS AFTER, θυμήθηκε ένα σκηνικό με τους LED ZEPPELIN στο Singer Bowl Music Festival, στη Νέα Υόρκη, τον Ιούλιο του 1969. Headliners ήταν οι VANILLA FUDGE με κύριο support σχήμα τους JEFF BECK GROUP με τον Rod Stewart στα φωνητικά. Στο encore της συναυλίας, ο ντράμερ των ZEPPELIN John Bonham ήρθε τρέχοντας στα παρασκήνια και φώναξε τον Lee να ανέβει στην σκηνή. Εκεί ήταν οι Rod Stewart και ο τραγουδιστής των ZEPPELIN Robert Plant, ο Jimmy Page και ο Jeff Beck, καθώς και ο John Paul Jones με άλλους δύο μπασίστες. Ο Bonham ξεκίνησε να παίζει ένα ρυθμό στα drums και ο Lee τον ακολούθησε παίζοντας σε ένα άλλο τύμπανο. Παρέσυραν τους υπόλοιπους σε μία εκτέλεση ενός κλασικού blues τραγουδιού, το οποίο πήγε τόσο καλά με το πλήθος, που συνέχισαν και με ένα δεύτερο. O Bonham, που ήταν ήδη πιωμένος, είχε βγάλει τα ρούχα του από την μέση και πάνω, αφαιρώντας και τα υπόλοιπα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Παίζοντας ολόγυμνος, δεν πήρε πρέφα ότι τον είδαν οι αστυνομικοί, κάτι που κατάλαβαν οι manager των ZEPPELIN, Peter Grant και Richard Cole. Μόλις το τραγούδι τελείωσε, έτρεξαν στην σκηνή και πήραν τον ντράμερ σηκωτό, με τον γυμνό πισινό του σε κοινή θέα, προλαβαίνοντας ευτυχώς να του φορέσουν το παντελόνι του πριν τον συλλάβει τσίτσιδο η αστυνομία.
Ο Richard Cole ήταν ο tour manager των ZEPPELIN και μαζί με τον Peter Grant προσπαθούσε να τρέξει τις περιοδείες ομαλά. Λέω «προσπαθούσε», γιατί όσο δυναμικά έτρεχε το συναυλιακό κομμάτι, άλλο τόσο επεισοδιακό ήταν όλο το υπόλοιπο. Στην δεύτερη (ή τρίτη) αμερικάνικη περιοδεία του 1969, το συγκρότημα φιλοξενήθηκε στο ξενοδοχείο Villa Roma, στο San Fransisco. Το ξενοδοχείο ήταν χτισμένο σε κύκλο, με τα δωμάτια να είναι περιμετρικά, δυο-τρεις ορόφους ψηλά και στην μέση υπήρχε ένας καταρράκτης. Ο διάσημος διοργανωτής συναυλιών Bill Graham έκανε ένα πάρτι για το συγκρότημα. Και σε κάποια φάση, ο διευθυντής του ξενοδοχείου άρχισε να ουρλιάζει. Αυτό που συνέβη ήταν ότι σ’ αυτό το πάρτι, έφερναν στο συγκρότημα ένα σωρό περίεργα πράγματα. Όπως για παράδειγμα … πάπιες. Μια από αυτές τις πάπιες ρουφήχτηκε και σφήνωσε στον κεντρικό σωλήνα της αποχέτευσης, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το σημείο και στην συνέχεια όλο το ξενοδοχείο να ξεχειλίσει περιμετρικά από τις σωληνώσεις των δωματίων, πέφτοντας κάτω σαν καταρράκτης σε όλο το ξενοδοχείο. Ως εκ τούτου, δεν τους επετράπη να ξαναμείνουν εκεί. Λογικό, νομίζω.
Σε μία άλλη περίπτωση, το συγκρότημα κατέλυσε στο Edgewater Inn του Seattle. Ήρθε η ώρα της πληρωμής και ο διευθυντής του ξενοδοχείου είναι με τους Grant και Cole, εξετάζοντας τον λογαριασμό. Ο διευθυντής τους εξηγεί ότι έγιναν κάποιοι βανδαλισμοί, με αντικείμενα που έφυγαν μέσα από παράθυρα και άλλα παρόμοια. Οι δύο manager δεν το αρνήθηκαν και μην έχοντας χρόνο του ζήτησαν (όχι ευγενικά) να τους πει πόσα οφείλουν να τελειώνουν. Όμως ακόμα και μετά την πληρωμή, ο τύπος τους κοιτούσε περίεργα και αυτοί άρχισαν να εκνευρίζονται. Τελικά τους εξομολογήθηκε ότι είχε άχτι να διαλύσει ένα δωμάτιο, όπως έκαναν και αυτοί. Τότε ο Grant, αφού γέλασε, του είπε να πάει να διαλύσει ένα δωμάτιο της αρεσκείας του και να τους φέρει τον λογαριασμό. Θα ήταν εκεί για τα επόμενα 15 λεπτά. Ο τύπος έσπασε το δωμάτιο της επιλογής του, επέστρεψε, τους έδωσε τον λογαριασμό, τον ξαναπλήρωσαν και έφυγαν.
Εκτός από τις πάπιες που αναφέρθηκαν παραπάνω, υπάρχει και ένα άλλο εξαιρετικά αμφιλεγόμενο περιστατικό που ακούστηκε για την ακραία ζωή των LED ZEPPELIN επί αμερικανικού εδάφους εκείνη την περίοδο και αφορούσε ένα ζωντανό .. ένα ψάρι που λέγεται λότα ή φλασκόψαρο (αγγλιστί: mud shark). Τα κοινά στοιχεία σε όλες τις απερίγραπτες εκδοχές της ιστορίας, περιλαμβάνουν τα μέλη των LED ZEPPELIN, τα μέλη των VANILLA FUDGE, τον road manager των ZEPPELIN Richard Cole, μία παραπάνω από πρόθυμη groupie ονόματι Jackie, διάφορα υδρόβια πλάσματα, μία πράξη εισαγωγής των πλασμάτων στην groupie και μία 8 mm βιντεοκάμερα, την οποία χειριζόταν ο πληκτράς των VANILLA FUDGE, Mark Stein. Το περιστατικό έλαβε χώρα ξανά στο (άντρο της ακολασίας) Edgewater Inn στο Seattle, όπου οι ένοικοι μπορούσαν να ψαρέψουν από το μπαλκόνι τους στον κολπίσκο κάτω από το ξενοδοχείο. Σύμφωνα με τον Carmine Appice, τότε drummer των VANILLA FUDGE, η εν λόγω κοπέλα ήταν δική του συνοδός και ήθελε να μαγνητοσκοπήσει τις ώρες της με το συγκρότημα. Έκαναν σεξ με την πόρτα του δωματίου ανοιχτή, οπότε όταν τους πήρε χαμπάρι ο διευθυντής του ξενοδοχείου, φρίκαρε και αυτοί σταμάτησαν. Η κοπέλα κατέληξε να κάνει μπάνιο στο δωμάτιο του John Paul Jones. Φορώντας την ρόμπα του τελευταίου, πήγε στο προηγούμενο δωμάτιο, την ώρα που οι Jones, Appice και Bogert (ο μπασίστας των VANILLA FUDGE) έπιναν το τσάι τους. Αυτό που ακολούθησε ήταν αρκετά αηδιαστικό, σύμφωνα με τον Appice. Την επόμενη μέρα, σε αεροδρόμιο του Chicago, έπεσε τυχαία πάνω στον Frank Zappa, στον οποίο και εξιστόρησε όλα τα τραγικά που συνέβησαν στο Seattle. Ο Zappa, γνωστός για το εκκεντρικό χιούμορ του, δεν έχασε χρόνο και έγραψε το τραγούδι “Mud shark” το οποίο ακούγεται στο άλμπουμ του “Live at Fillmore East – June 1971”. Όσο για το επίμαχο φιλμ όπου κατεγράφη το περιστατικό, ο Appice δήλωσε ότι πλέον είναι τόσο παλιό που δεν μπορεί να παιχτεί (και καλά). Παρεμπιπτόντως, ο αργκό χαρακτηρισμός “mud shark” πλέον θεωρείται ρατσιστικός, επειδή αναφέρεται σε λευκές γυναίκες οι οποίες αναζητούν έγχρωμους συντρόφους. Όσο για τις ιστορίες με τις groupies από τα 70s, πολλά περιστατικά θα σήκωναν αυτεπάγγελτη παρέμβαση της δικαιοσύνης σήμερα.
Όταν οι ZEPPELIN εμφανίστηκαν τον Ιούνιο του ’69 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, η τιμή του ακριβότερου εισιτηρίου ήταν 20 σελίνια (περίπου 1 Λίρα).
Σε κάποιο από τα αεροπορικά ταξίδια τους, οι ZEPPELIN είχαν συνεπιβάτη τον μπασίστα των ROLLING STONES, Bill Wyman, που τον συνόδευε η τότε σύντροφος του, Astrid. Η κοπέλα μιλούσε με τον Bonham για ώρες. Όταν προσγειώθηκαν, η Astrid πήρε παράμερα τον Cole και τον ρώτησε γιατί κουβαλούσαν μαζί τους στην περιοδεία έναν κτηνοτρόφο! Δεν είχε καταλάβει ότι ο Bonham ήταν ο ντράμερ των ZEPPELIN ενώ αυτός της μιλούσε αποκλειστικά για τις αγελάδες, τα πρόβατα και τις κατσίκες του!
Στην καλοκαιρινή αμερικάνικη περιοδεία τους, το 1969, οι ZEPPELIN είχαν ως support τους JETHRO TULL. O frontman των TULL, Ian Anderson, θυμόταν ότι έβγαινε με το συγκρότημα του στη σκηνή και προσπαθούσαν στο μικρό τους set των 35 λεπτών να εντυπωσιάσουν τον κόσμο. Αν οι ZEPPELIN δεν τα πήγαιναν καλά, υπήρχε η πιθανότητα κάποιος να συγκρατούσε και την εμφάνιση των TULL. Αυτό γινόταν συνήθως όταν υπήρχαν προβλήματα στον ήχο, που επηρέαζε πάρα πολύ την απόδοση του Page. Παραδεχόταν, ωστόσο, πως τις περισσότερες βραδιές οι ZEPPELIN ήταν ασταμάτητοι. Από τότε είχαν την λάμψη των rock θεών, ενώ οι TULL ήταν πιο ταπεινοί. Με τα χρόνια, μάλιστα, αναπτύχθηκε η παραφιλολογία ότι οι Plant και Anderson ήταν σε κόντρα. Το θέμα ξεκαθάρισε ο αρχηγός των TULL, εξηγώντας ότι απλά δεν μιλούσαν και πολύ μεταξύ τους. Κατά τον Anderson, ο Page ήταν πιο προσιτός, ενώ ο Bonham έμοιαζε κάπως .. επικίνδυνος! Μετά από χρόνια o Plant του ζήτησε απλά να δώσουν τέλος στις φήμες. Σημειώνεται ότι ο Ian Anderson υποστήριξε πως υπάρχουν τερατώδεις υπερβολές στις ιστορίες που ακούγονταν κατά καιρούς για τους ZEPPELIN και τις περιπέτειές τους στην Αμερική.
Τον Αύγουστο του ’69 μπήκαν ξανά στο στούντιο (αυτή την φορά στα A & R Studios στη Νέα Υόρκη) και με την βοήθεια του Kramer δούλεψαν ακόμα δύο τραγούδια, τα “Heartbreaker” και “Bring it on home”. Στη Νέα Υόρκη, ηχογραφήθηκε και το “Ramble on”. Ανάμεσα και κατά την διάρκεια όλων αυτών των τεσσάρων ευρωπαϊκών και πέντε αμερικάνικων περιοδειών, οι LED ZEPPELIN κατάφεραν με κάποιο μαγικό τρόπο να γράψουν και να προβάρουν τραγούδια σε δωμάτια ξενοδοχείων και σε soundchecks, ενώ, όταν έβρισκαν χρόνο, ηχογραφούσαν σε στούντιο στο Λονδίνο, την Νέα Υόρκη και το Los Angeles. Δεκατρία στούντιο πρόσφεραν τις εγκαταστάσεις τους για τις ηχογραφήσεις. Σκόπευαν να κυκλοφορήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους στα τέλη του καλοκαιριού, όμως ο Peter Grant και η Atlantic τους πήγαιναν από συναυλία σε συναυλία, θέλοντας να εκμεταλλευτούν την φαινομενική πορεία-τραίνο, κατά την οποία πλέον συναγωνιζόντουσαν ευθέως τους BEATLES και τους ROLLING STONES σε εισιτήρια συναυλιών και πωλήσεις δίσκων. Η δε Atlantic επιθυμούσε να κυκλοφορήσει το άλμπουμ τον Ιούλιο (!) και εκεί πάτησε πόδι ο Grant, κερδίζοντας επιπλέον χρόνο για το αγαπημένο του συγκρότημα.
Η προσμονή για το δεύτερο άλμπουμ των ZEPPELIN είχε χτυπήσει κόκκινο. Από την προπώληση κιόλας έγινε χρυσό, με ζήτηση άνω των 500.000 δίσκων στις ΗΠΑ μόνο. Νιώθοντας πως ήταν ώρα να οριστικοποιηθεί το πολυαναμενόμενο άλμπουμ, ο Jimmy Page κλείστηκε τα A & R Studios με τον Eddie Kramer, προκειμένου να τελειώσουν την δουλειά, σε μία μαραθώνια διήμερη συνεδρία τελικού μιξαρίσματος. Ο Kramer θα δήλωνε πως ο Page έμοιαζε ως προς τις blues επιρροές και την ικανότητα να εναλλάσσουν το παίξιμο από το πιο ήρεμο στο πιο δυνατό, αλλά ο Page αναζητούσε ένα πιο λεπτεπίλεπτο αποτέλεσμα, σε αντίθεση με τον Hendrix που επιθυμούσε μία “wall of sound” προσέγγιση.
Την 12η Οκτωβρίου, οι LED ZEPPELIN εμφανίζονται στο Lyceum του Λονδίνου. Σύμφωνα με τον αγγλικό τύπο, γίνονται το συγκρότημα που παίρνει την μεγαλύτερη αμοιβή που δόθηκε ποτέ σε βρετανικό συγκρότημα για μία βραδιά. Υπήρχε η σκέψη να παίξουν ζωντανά το δεύτερο άλμπουμ τους, όμως η έλλειψη προετοιμασίας έπεισε το συγκρότημα πως ίσως δεν ήταν ακόμα η κατάλληλη στιγμή. Έπαιξαν μόνο τα “What is and what should never be” και “Heartbreaker”.
Το τραγούδι που ανοίγει το “Led Zeppelin II” δεν έχει το πρώτο μεγάλο rock riff ούτε καν το πρώτο μεγάλο riff των LED ZEPPELIN. Όμως η έναρξη του σηματοδοτεί μία αλλαγή σελίδας στην σελίδα του rock και αντηχεί στην αιωνιότητα. Το “Whole lotta love” τροφοδοτείται από το κολλητικό riff του, πριν πάρει μία αναπάντεχη ψυχεδελική στροφή , ώσπου τελικά κλιμακώνεται σε ένα εκστατικό ξέσπασμα. Ο Page σκαρφίστηκε αυτό το riff στο πλωτό σπίτι του, στον Τάμεση. Η πρώτη του εκδοχή ηχογραφήθηκε στα Olympic Studios, με τον μηχανικό ήχου George Chkiantz, ο οποίος έβαλε μικρόφωνα σε καίρια σημεία στα drums του Bonham μετά από επίμονες επισημάνσεις του κιθαρίστα. Σε δεύτερη φάση, ο Page έφερε μία περίεργη συσκευή στο studio, το Theremin (θερεμίνη ή αιθερόφωνο), που έδωσε την αφορμή για το ατμοσφαιρικό κομμάτι στην μέση (το οποίο δυστυχώς πολλοί DJs επιλέγουν να μην παίζουν!) και με ήχους που ο Page παρήγαγε με την κιθάρα του και την εν λόγω συσκευή. Σημειώνεται ότι ο Page άκουσε τους SPIRIT να χρησιμοποιούν ένα τέτοιο (πέρα από την χρήση του στο κλασικό “Good vibrations” των BEACH BOYS) και από τότε βάλθηκε να ασχολείται με αυτό. Ο Robert Plant πίεζε τον εαυτό του για να φτάσει στα όρια του, θέλοντας να δει μέχρι που μπορούσε να πάει χωρίς να «σπάσει».
Όμως, ενώ οι φωνητικές του αναζητήσεις είχαν κάτι το πρωτόγνωρο, οι στίχοι που έγραψε δεν ήταν και τόσο γνήσιοι. Κυριολεκτικά, παράφρασε ελαφρώς τους στίχους του “You need love” (1962) του blues μουσικού και συνθέτη Willie Dixon, εκτελεσμένο από τον Muddy Waters, χωρίς καν να τον αναφέρει στα credits. Μετά από επιτυχή μήνυση του Dixon στους ZEPPELIN το 1985, αυτή η αδικία αποκαταστάθηκε, ο συνθέτης έλαβε αμοιβή και το όνομα του εμφανίστηκε στα credits του άλμπουμ. Βέβαια, να πούμε ότι και οι SMALL FACES είχαν χρησιμοποιήσει το τραγούδι του Dixon, στο δικό τους “You need loving” (1966), του οποίου οι στίχοι μοιάζουν περισσότερο με αυτούς του “Whole lotta love”. O τραγουδιστής και κιθαρίστας τους Steve Marriott είχε δηλώσει ότι οι Page και Plant είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για το τραγούδι, έχοντας δει live τους SMALL FACES κάμποσες φορές. Και όχι μόνο αυτό αλλά ο Plant το ερμήνευσε παρόμοια με αυτόν. Επίσης, η κλισέ φράση των blues “back door man” ακούγεται και εδώ, υπονοώντας ότι ο πρωταγωνιστής μπαινοβγαίνει στο σπίτι της δεσμευμένης γυναίκας από την πίσω πόρτα, για να αποφύγει τον εντοπισμό. Ίσως να υπάρχουν και άλλες … προεκτάσεις του θέματος!
Τα credits του τραγουδιού έχουν αλλάξει από το 1985 και μετά, αλλά στα αρχεία της “American Society of Composers, Authors and Publishers” (ASCAP) συχνά ως συντελεστές εμφανίζονται οι John Bonham, John Paul Jones, Jimmy Page και κάποιοι … Sharon Plant και Pete Moore! Το “Sharon” θα έπρεπε να είναι “Robert”, όσο για τον Pete Moore, ένα sample από το τραγούδι του “Asteroid” χρησιμοποιήθηκε από τους Βρετανούς GOLDBUG στην διασκευή του “Whole lotta love” που κυκλοφόρησαν το 1996 και πήγε στο νο. 3 των charts στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το όνομα του Dixon δεν υπήρχε καν στους καταλόγους σε κάποια φάση.
Στην μήνυση που έκαναν οι SPIRIT εναντίον των ZEPPELIN το 2014, αναφορικά με την προέλευση του “Stairway to heaven”, το “Whole lotta love” είχε την τιμητική του. Συγκεκριμένα, οι κληρονόμοι του κιθαρίστα Randy California δήλωσαν ότι
«η χρήση του αιθερόφωνου-θερεμίνης από τον Jimmy Page και άλλα ηχητικά εφέ ψυχεδελικού τύπου που βοήθησαν να αποκτήσουν οι LED ZEPPELIN τον χαρακτηριστικό ήχο τους -ιδιαίτερα διακριτό στο “Whole Lotta Love”- προήλθε από το παίξιμο του California που χρησιμοποιούσε αποτελεσματικά αυτούς τους τύπους ηχητικών εφέ στις ζωντανές εμφανίσεις τους». Τραβηγμένο … από τα μαλλιά, θα πω εγώ, αν και όταν έχεις την ρετσινιά, δύσκολα αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ελέφαντας!
Κατά την διάρκεια του «φρικαρίσματος» στο μέσο του τραγουδιού, ο Page χρησιμοποιεί ένα μεταλλικό slide πάνω στις χορδές του για να «απαντήσει» στον Plant, τις τραβάει και ξεκουρδίζει την κιθάρα, ενώ με το χέρι του στην κεραία της θερεμίνης δημιουργεί το εφέ εναλλαγής του ήχου από ηχείο σε ηχείο (όπως το ακούμε εμείς). Το ταλέντο του ως παραγωγού όμως φαίνεται στην ιδιοφυή τοποθέτηση των μικροφώνων στον χώρο καθώς και σε μία από τις πρώτες χρήσεις του εφέ “backwards echo”, κατά τύχη μεν, εντυπωσιακή δε. Έχοντας γράψει κατά λάθος άλλα φωνητικά του Plant στο τελικό προϊόν, οι Page και Kramer δεν μπορούσαν να το ξεφορτωθούν, οπότε του έδωσαν έμφαση (και καλά ότι το έκαναν επίτηδες) και πρόσθεσαν αντήχηση (reverb), με αποτέλεσμα να ακούγεται σαν ο Plant να «προμηνύει» τα λόγια από μακριά. Διάφορες πρώιμες εκδόσεις (όπως και για άλλα τραγούδια των ZEPPELIN) μπορεί να ακούσει κάποιος στην ανεπίσημη κυκλοφορία “Studio Magik – sessions 1968-1980”.
Ο τεράστιος Leslie West των MOUNTAIN έλεγε ότι αυτό ήταν ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια όλων των εποχών, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι μέρος της μεγάλης τους επιτυχίας “Mississippi Queen” την έκλεψε από το “Whole lotta love”. Ο Ian Gillan πάλι, δήλωσε ότι όλοι πάντα είχαν ανοιχτά τα αυτιά τους για τους ZEPPELIN και μόλις άκουσε το “Whole lotta love” κατάλαβε πως κάπου το είχε ξανακούσει το θέμα αυτό, συγκεκριμένα στο τραγούδι “Kiddio” (1960) του Brook Benton.
Οι ZEPPELIN ήταν απόλυτοι σχετικά με την (μη) κυκλοφορία singles, θεωρώντας ότι εάν το τραγούδι άρεσε στους fans, θα έπρεπε να αγοράζουν ολόκληρο το άλμπουμ. Στην περίπτωση του “Whole lotta love” έκαναν μία εξαίρεση, κυκλοφορώντας το στις ΗΠΑ, όπου έγινε η μεγαλύτερη τους single επιτυχία εκεί, φτάνοντας στο νο. 4 και πουλώντας πάνω από 1.000.000 αντίτυπα. Οπουδήποτε αλλού κυκλοφόρησε, ήταν στο top-10. Όταν το τραγούδι έγινε επιτυχία στις ΗΠΑ, ο υπεύθυνος της Atlantic Records στην Βρετανία, Phil Carson, υποστήριξε πως κάποιο single έπρεπε να κυκλοφορήσει και εκεί. Προτάθηκε μία συντομότερη εκδοχή του τραγουδιού, την οποία ο Page άκουσε και μίσησε ακαριαία. Ο Carson είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Peter Grant όταν ο manager τον κάλεσε στο γραφείο του γι’ αυτό ακριβώς το θέμα. Η πρώτη παρτίδα singles ήταν έτοιμη να βγει στην αγορά, όμως ο Grant τον ενημέρωσε ότι δεν θα το προχωρήσει. Όταν ο Carson άρχισε να διαμαρτύρεται, λέγοντας πως αυτός τρέχει την εταιρία εκεί, ο Grant κάλεσε τον πρόεδρο της Atlantic στις ΗΠΑ, Ahmet Ertegun, ο οποίος διέταξε τον Carson να σταματήσει επί τόπου όλες τις ενέργειες κυκλοφορίας. Παρόλα αυτά, 1.200 αντίτυπα του single διέρρευσαν από το εργοστάσιο του Manchester στην αγορά, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πλέον ένα από τα απόλυτα συλλεκτικά αντικείμενα για τους fans του συγκροτήματος.
Μία ορχηστρική διασκευή του τραγουδιού από τον Alexis Korner και τους CCS, έγινε το μακροβιότερο τραγούδι τίτλων του διάσημου show του BBC “Top of the Pops” (μεταξύ 1970-1977 και 1998-2003), διασφαλίζοντας ότι όλοι στην Βρετανία θα το μάθαιναν. Οι LED ZEPPELIN πάντως δεν εμφανίστηκαν ποτέ στο show, μιας και δεν ήθελαν να τραγουδάνε “playback”, χώρια ότι το στυλ τους δεν ταίριαζε με την αισθητική της εκπομπής.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο κυκλοφόρησε τελικά το 1997, για την επέτειο 30 χρόνων του συγκροτήματος και έγινε χρυσό, αν και έφτασε μέχρι το πενιχρό νο. 21. Πιο πριν οι επιζώντες ZEPPELIN το είχαν παίξει στο Live Aid με τον Phil Collins στα drums (ο Page δήλωσε απογοητευμένος από την απόδοση του drummer), το 1988 στα 40α γενέθλια της Atlantic Records με τον γιο του John Bonham, Jason, στα drums, ενώ ο Jimmy Page το έπαιξε και στην τελετή λήξης και παράδοσης της Ολυμπιακής Φλόγας το 2008, από το Πεκίνο στο Λονδίνο. Στην τελευταία περίπτωση, η Leona Lewis που τραγούδησε το “Whole lotta love”, άλλαξε τους στίχους από “every inch of my love” σε “every bit of my love”, για να γίνει λίγο πιο «φιλικό» προς τις οικογένειες. Τέλος, έχει διακριθεί ως το καλύτερο riff όλων των εποχών, πάνω από τραγούδια όπως το “Sweet child o’ mine” των GUNS ‘N’ ROSES, το “Crazy train” του OZZY OSBOURNE και το “Back in black” των AC/DC.
Το “What is and what should never be” έχει μία αμφιλεγόμενη ιστορία από πίσω. Φήμες λένε ότι ο Plant το έγραψε για τα απαγορευμένα αισθήματα (ή και σχέση;) που είχε για την κουνιάδα του. Ήταν επίσης ένα από τα πρώτα του τραγούδια για το συγκρότημα, λίγο διαφορετικό από τα κλασικά blues που έπαιζαν μέχρι εκείνο το σημείο. Σε αυτό το άλμπουμ, ο τραγουδιστής πήρε για πρώτη φορά credits για τα τραγούδια του, μιας και δεν μπορούσε στο ντεμπούτο τους, λόγω προηγούμενων δεσμεύσεων προς την CBS. Εδώ έχουμε και την πρώτη εμφάνιση του χαρακτηριστικού gong του John Bonham. To 1997, o Αμερικάνος σουπερσταρ Billy Joel είπε σε συνέντευξή του ότι χρησιμοποίησε το τραγούδι για την εισαγωγή στη δική του τεράστια επιτυχία “We didn’t start the fire”.
To τρίτο τραγούδι του άλμπουμ “Lemon song” ξεκίνησε την ζωή του ως μία ελεύθερη διασκευή στο “Killing floor” του μπλουζίστα Howlin’ Wolf, με στοιχεία από το “Crosscut saw” του Albert King και άφθονο sampling, πολύ πριν το εισάγουν σαν τεχνική οι hip hop DJs της Νέας Υόρκης. Η στιχουργική αναφορά στο κίτρινο εσπεριδοειδές γίνεται πονηρή σε μία κλασική blues φρασεολογία: “Squeeze me, babe, ’till the juice runs down my leg”. Προέρχεται κατευθείαν από την πηγή, το “Traveling Riverside Blues” του διαβόητου Robert Johnson, o οποίος με την σειρά του το «δανείστηκε» από το “Squeeze my lemon” (1939) του Arthur McKay. Όλα αυτά έγιναν μερικώς γνωστά όταν οι ZEPPELIN αναγνώρισαν στα credits (και αποζημίωσαν με το σεβαστό για την εποχή ποσό των 45.000 δολαρίων περίπου) τον Chester Burnett (το πραγματικό όνομα του Howlin’ Wolf) αφού πρώτα τον «ξέχασαν» στις πρώτες-πρώτες εκδόσεις. Υπερβολικά προκλητικό για τα δεδομένα της εποχής το θυμάται η Ann Wilson των Heart, όπου παρατηρούσε τις αντιδράσεις των νεαρών κοριτσιών που χάζευαν τους ZEPPELIN στο Seattle που τους πρωτοείδε, ενώ ο Michael Anthony (μπασίστας των VAN HALEN) εκτιμούσε ότι αυτό το τραγούδι είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα γραφής του John Paul Jones. Και η ηχώ που ακούγεται από την φωνή του Plant είναι δίχως κάποιο εφέ, παρά μόνο από την φυσική ακουστική του στούντιο.
Η πρώτη πλευρά κλείνει με το “Thank you”, ένα πραγματικά ρομαντικό τραγούδι σε ένα άλμπουμ γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα! Μία γλυκιά ερωτική μπαλάντα, αποκλειστικά έργο του Plant, που ο τραγουδιστής έγραψε για την γυναίκα του Maureen (η σύζυγος του μεταξύ 1968-1983). Η μουσική συνοδεία έρχεται με την δωδεκάχορδη Vox του Page και το Hammond του John Paul Jones. Με το τραγούδι αυτό ο Plant έπεισε τον Page ότι μπορούσε να αναλάβει τους στίχους των τραγουδιών σχεδόν αποκλειστικά, ενώ ο τραγουδιστής δέχτηκε μετά από επιμονή του Page, να γράψει τους τρυφερούς στίχους που είχε κατά νου ως μία αφιέρωση προς την σύζυγο του. Μάλιστα, ο Page κάνει και δεύτερα φωνητικά κάπου εκεί στο “little drops of rain”.Βέβαια, υπάρχει πάλι ένα «δάνειο» εδώ, πάλι στιχουργικό, με τους στίχους “if the sun refuse to shine” και “when mountains crumble to the sea” να προέρχονται από το “If 6 was 9” του Jimi Hendrix. Έχει διασκευαστεί από διάφορους καλλιτέχνες, όπως οι DURAN DURAN, η Tori Amos και οι Fred Durst (Limp Bizkit) με τον Wes Scantlin (Puddle of Mud).
H δεύτερη πλευρά ξεκινάει με ένα ακόμη μεγάλο riff για τους ZEPPELIN, το “Heartbreaker”. Mε ένα από τα πιο θυελλώδη και ηλεκτρισμένα σόλο του Jimmy Page, το τραγούδι χρησιμοποιούνταν από το συγκρότημα για να ανοίγει τις συναυλίες του, εναλλάξ με το “Immigrant song” μεταξύ 1971-1972. Ζωντανά, το κομμάτι αυτό ήταν μία παιδική χαρά για τον Page, μιας και έπαιζε ένα εκτεταμένο σόλο, διανθίζοντας το πολλές φορές με μουσική από το παραδοσιακό “Greensleeves”, το “Bouree in C minor” του J.S. Bach και το “The 59th Street Bridge song (Feelin’ groovy)” των SIMON & GARFUNKEL. Όταν ο νεαρός Eddie Van Halen είδε τον Jimmy Page να σολάρει στο “Heartbreaker” το 1972, στην διάσημη Long Beach Arena του Los Angeles (όπως ακούγεται στο “ How the West was won”), πήρε ιδέες για να δημιουργήσει το δικό του διάσημο “tapping”. Το περίεργο με αυτό το σόλο είναι ότι ηχογραφήθηκε μετά από το υπόλοιπο τραγούδι, ξεχωριστά σε άλλο στούντιο, καθώς αυτή η προσθήκη ήρθε αργότερα σαν σκέψη! Αν ακούσετε το κομμάτι που παίζει μόνος του ο Page είναι σε ελαφρώς υψηλότερο τόνο, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επίσης παίχτηκε στο δεύτερο reunion των ZEPPELIN, το 1988 στα 40α γενέθλια της Atlantic Records με τον γιο του John Bonham, Jason, στα drums.
Ακολουθεί ένα το λιγότερο αγαπημένο τραγούδι του Page, το “Livin’ lovin’ maid (She’s just a woman)”, που χρησιμοποιήθηκε και ως b-side στο single του “Whole lotta love”. Δεν παίχτηκε ποτέ ζωντανά, εξαιτίας του ότι ο Page το μισούσε. Μιλάει για μία groupie (η οποία παραμένει ανώνυμη) η οποία ακολουθούσε το συγκρότημα παντού στις πρώτες τους μέρες, παρενοχλώντας τους. Το αμερικάνικο ακροατήριο πάντως διαφώνησε με τον δημιουργό Page και το “Livin’ lovin’ maid (She’s just a woman)” κυκλοφόρησε ως αυτόνομο single στις ΗΠΑ την επόμενη χρονιά. Επίσης, μια λανθασμένη εκτύπωση της Atlantic Records είχε ως αποτέλεσμα τα πρωτότυπα βρετανικά αντίτυπα να έχουν τον τίτλο “Livin ‘lovin’ wreck (She’s a woman)”, με το “wreck” να διορθώνεται σε “maid” και ο τίτλος να αλλάζει στις ΗΠΑ και σε μεταγενέστερες κυκλοφορίες.
Μία σύνθεση που αποκαλύπτει την αγάπη του Plant για τον κόσμο του J. R. R. Tolkien είναι το επόμενο τραγούδι με τίτλο “Ramble on”. Ουσιαστικά, είναι η μελοποιημένη φαντασίωση του Plant, που αυτοσυστήνεται ως κάτι ανάμεσα στον Frodo Baggins και περιπλανώμενος βάρδος, με άμεσες αναφορές στην Mordor και το Gollum, που αναζητεί την «βασίλισσα των ονείρων του». Εικάζεται ότι ο Bonham παίζει bongos, αλλά έχει ειπωθεί ότι απλά μπορεί να έπαιζε σε έναν πλαστικό κουβά ή σε μία σκληρή θήκη κιθάρας. Ξεκινώντας με την αιθέρια μουσική συνοδεία των υπόλοιπων ZEPPELIN, με μπόλικα folk στοιχεία, το “Ramble on” ανεβάζει ένταση στο ρεφραίν, ενώ παράλληλα δίνει κι ένα στοιχείο για το τι θα ακολουθούσε στην επόμενη κυκλοφορία τους. Αργότερα ο Plant δήλωσε ότι ντρεπόταν λίγο για τους στίχους του “Ramble on”, αφού δεν έβγαζαν και πολύ νόημα. Μία όμορφη δεσποσύνη δεν θα ήταν δυνατό να βρίσκεται στα βάθη της Mordor ούτε το Gollum θα ενδιαφερόταν για αυτή, μιας και η μοναδική του εμμονή είχε να κάνει με το Ένα Δαχτυλίδι. Είναι ένα από τα τραγούδια του “Led Zeppelin II” που ακούγεται συχνά στους classic rock σταθμούς ανά τον κόσμο. Δεν έχει παιχτεί ποτέ ολόκληρο ζωντανά.
Η επίδειξη δύναμης από τον John Bonham που συνεχίζει την δεύτερη πλευρά του άλμπουμ είναι το καταιγιστικό instrumental “Moby Dick”, που καθόρισε το πρότυπο του star drummer, περισσότερο από όσο συνέβη με τον Ginger Baker των CREAM και το δικό του instrumental “Toad” (1966). Ξεκίνησε ως ένας αυτοσχεδιασμός στα live που ο Bonham χαϊδευτικά αποκαλούσε “Pat’s delight”, από το όνομα της συζύγου του. Ο Page πρόσθεσε ένα εισαγωγικό riff, από το τραγούδι “The girl I love she got long black wavy hair”, που ίσως εμπνεύστηκε από το “Watch your step” (1961) του Bobby Parker. Έκτοτε, έγινε το κεντρικό σημείο αναφοράς του Bonham επί σκηνής. To “Moby Dick” προέκυψε από το γιγαντιαίο κήτος που πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Herman Melville και ο Bonham έδωσε αυτό τον τίτλο επειδή ο γιος του Jason του ζήτησε μια φορά να παίξει το «μεγάλο» τραγούδι, που ήταν «μεγάλο σαν τον Moby». O Page πετύχαινε πολλές φορές τον Bonham να παίζει ελεύθερα στο στούντιο και τον ηχογραφούσε. Ενώνοντας τα διάφορα ηχογραφημένα κομμάτια προέκυψε η ηχογραφημένη έκδοση που ακούμε στο “Led Zeppelin II”. Ζωντανά, όμως, ήταν η περίσταση που ο ντράμερ πραγματικά έλαμπε. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις του Plant, έπαιζε ένα σόλο περίπου 20 λεπτών (κάποιες φορές και 30 λεπτών) όπου σε κάποια φάση ο Bonham πετούσε τις μπαγκέτες του και έπαιζε με τα γυμνά του χέρια, τα οποία μάτωναν πολλές φορές! Πέρα από το αιματοβαμμένο σόλο, χτυπούσε το μεγάλο φλεγόμενο gong, με τον κόσμο να παραληρεί από κάτω. Μόλις τελείωνε το σόλο του και οι υπόλοιποι επέστρεφαν από το διάλλειμα τους (έκαναν τσιγαράκι και έπιναν μερικές γουλιές), ο Plant αντάμειβε ευγενικά τον Bonham με μία μπανάνα! O Bonham άλλαξε το σόλο του το 1977, παίζοντας το “Over the top”.
Το άλμπουμ κλείνει με το “Bring it on home”, μία ακόμη blues διασκευή στο τραγούδι του Willie Dixon, που έπαιξε ο Sonny Boy Williamson το 1963. Εκτός από τους Zeppelin, το συγκεκριμένο τραγούδι έχουν διασκευάσει και άλλοι, όπως οι HAWKWIND, οι CANNED HEAT και ο Ace Frehley. H live εκτέλεση του περιείχε μία εντυπωσιακή «μονομαχία» μεταξύ Page, Jones και Bonham, που σε κάποιες περιπτώσεις είχε ξεχωριστό τίτλο, “Bring it on back”. Και πάλι η απουσία του Dixon από τα αρχικά credits, οδήγησε το συγκρότημα στα δικαστήρια το 1972, όπου επετεύχθη διακανονισμός για τα έσοδα και τα credits μεταξύ των δύο πλευρών. Όπως είπε και ο ίδιος ο Plant «σε πιάνουν μόνο όταν είσαι επιτυχημένος».
Μία εβδομάδα πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ οι ZEPPELIN έπαιξαν στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, το πρώτο rock συγκρότημα που έπαιξε εκεί μετά τους ROLLING STONES το 1965. Λίγες μέρες πριν, φωτογραφήθηκαν στο αεροδρόμιο της Χαβάης, κουβαλώντας τα master tapes του άλμπουμ τους, τα οποία μετέφεραν παντού μαζί τους σε ειδικά μπαούλα. Όπως είπε και ο Jimmy Page, ποτέ πριν ή έκτοτε δεν κουβάλησε master tapes άλμπουμ τους στα χέρια του. Τόσο πολύτιμο θεωρούσε το περιεχόμενο τους.
Πριν 52 ολόκληρα χρόνια, κυκλοφόρησε το “Led Zeppelin ΙΙ”, το άλμπουμ που κατά γενική ομολογία καθόρισε την ταυτότητα του συγκροτήματος και μαζί τον ήχο μίας ολόκληρης γενιάς ακροατών και μουσικών. Το ανυποψίαστο βρετανικό κοινό συγκλονίστηκε από το μεγαθήριο των ZEPPELIN με αποτέλεσμα να το στείλουν κατευθείαν στην κορυφή των charts, στα οποία παρέμεινε για 138 εβδομάδες. Στις ΗΠΑ έκανε τόση μεγάλη αίσθηση, που σκαρφάλωσε σύντομα στο νο.1 του Billboard (όπου παρέμεινε επί 7 εβδομάδες), από το ταπεινό νο. 199 (!) και με την ραγδαία του άνοδο στο νο. 25 την δεύτερη εβδομάδα, εκτοπίζοντας όχι μία αλλά δύο (!) φορές το θρυλικό “Abbey road” του απόλυτου συγκροτήματος της εποχής, των BEATLES. Επίσης, μέχρι και σήμερα έχει γίνει 12 φορές πλατινένιο (ήτοι πωλήσεις άνω των 12 εκ. αντιτύπων, εκ των οποίων τα 3 εκ. εντός του πρώτου εξαμήνου), Πλέον, ήταν φανερό ποιος θα γινόταν το αφεντικό στην αυγή της δεκαετίας του ’70, μουσικά και εμπορικά. Πράγματι, από το “Led Zeppelin II” και μετά, όλες οι στούντιο κυκλοφορίες των LED ZEPPELIN, μέχρι την διάλυσή τους το 1980, θα πήγαιναν στο νο. 1 τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και μιλώντας για αυτό το αρχέτυπο hard rock άλμπουμ, που άλλαξε την ροή της σκληρής μουσικής για πάντα, σκεφτείτε ότι όταν οι BLACK SABBATH κυκλοφόρησαν το ομώνυμο τους, πρώτο «επίσημο» heavy metal άλμπουμ τον Φεβρουάριο του 1970, οι ZEPPELIN δύο μήνες αργότερα είχαν πουλήσει, μόνο στις ΗΠΑ, 3 εκ. δίσκους. Το άλμπουμ ήταν ένας διεθνές hit, πηγαίνοντας στο νο. 1 χωρών όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Δανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Ισπανία και η Δ. Γερμανία. Μέχρι σήμερα, διεθνώς, οι πωλήσεις του άλμπουμ έχουν ξεπεράσει τα 15,2 εκ. αντίτυπα.
Μεταξύ των Αμερικανών fans, το άλμπουμ αποκαλείται και “The Brown Bomber”, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου εξώφυλλου και των χρωμάτων του. Ένα εξώφυλλο για το οποίο ο σχεδιαστής του, David Juniper, είχε μόνο λίγες μέρες στην διάθεση του για να το ολοκληρώσει. Η μόνη κατεύθυνση που του δόθηκε από το συγκρότημα ήταν να κάνει κάτι «ενδιαφέρον». Θέλοντας να προφέρει μία εικόνα που θα «έβαζε τον αγοραστή του άλμπουμ σε σκέψεις», επέλεξε να δουλέψει σε μία παλιά φωτογραφία της Μοίρας Jasta της Luftwaffe, η οποία ήταν μία μοίρα Zeppelin που βομβάρδιζε βρετανικές θέσεις στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άλλαξε τα πρόσωπα τεσσάρων πιλότων με τα πρόσωπα των LED ZEPPELIN, με τρία επιπλέον πρόσωπα να αντικαθίστανται κατά παραγγελία του Page, με τις μορφές των Peter Grant, Richard Cole και του blues κιθαρίστα Blind Willie Johnson. H ξανθιά γυναίκα που επίσης έδωσε το πρόσωπο της σε έναν από τους πιλότους ήταν της ηθοποιού Glynis Johns (της Γαλλίδας ηθοποιού Delphine Seyrig κατά άλλους), «προδίδοντας» μία ακόμα συσχέτιση με έναν άλλο συντελεστή του άλμπουμ τον μηχανικό ήχου Glyn Johns! Φημολογείται ότι η τελευταία μορφή είναι κάποιος ανώνυμος roadie του συγκροτήματος. Και όλα αυτά με το λευκό περίγραμμα ενός Zeppelin στο background. Στο εσωτερικό, τονίζοντας το ομαδικό «εγώ» του συγκροτήματος, ένα χρυσό αερόπλοιο που φωτίζεται από προβολείς πετάει πάνω από έναν αρχαίο ναό, όπου μαρμάρινες στήλες αναγράφουν το όνομα του κάθε μέλους των ZEPPELIN. Το εξώφυλλο ήταν υποψήφιο για «Best Recording Package» στα Grammy του 1970.
To “Led Zeppelin II” πέρασε στην αιωνιότητα ως ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών και ως το πλέον επιδραστικό άλμπουμ στην ιστορία της σκληρής μουσικής. Οι LED ZEPPELIN, που πλέον ήταν καθ’ οδόν στο να γίνουν το μεγαλύτερο rock συγκρότημα στον κόσμο, θα μπέρδευαν λίγο τους fans τους με το τρίτο άλμπουμ τους, μέχρι να επανέλθουν με την τέταρτη κυκλοφορία τους και να εδραιωθούν στον θρόνο του rock Ολύμπου τον Νοέμβριο του 1971. Και όπως είπε ο Robert Plant, «οι ζωές μας άλλαξαν τελείως και τόσο ξαφνικά που δεν ήμασταν σίγουροι πως να το διαχειριστούμε».
Κώστας Τσιρανίδης