THE LORD WEIRD SLOUGH FEG – The Foundations, the Legacy and the New Era
Περίεργη και ιδιάζουσα προσωπικότητα ο Mike Scalzi. Μουσικός και οπαδός ταυτόχρονα, αλλά και ένας μορφωμένος άνθρωπος, με πολλές πνευματικές ανησυχίες και καθηγητής φιλοσοφίας στο Diablo Valley College. Ο ιδρυτής των THE LORD WEIRD SLOUGH FEG, με τους οποίους έχει χαράξει τον δικό του, ιδιαίτερο, δυσκολοδιάβατο δρόμο, με σταθερά ποιοτικές κυκλοφορίες και αξιοζήλευτη συνέπεια, εδώ και χρόνια. Συνεχώς στο δισκογραφικό μετερίζι, για σχεδόν 25 χρόνια, ο Mike Scalzi και η (εκάστοτε) παρέα του, δε συμβιβάζονται με κάθε είδους μόδες και δεν τις ακολουθούν, καθώς έχουν τη δική τους έντονη και το κυριότερο αυτόφωτη, προσωπικότητα. Αυτό λοιπόν το μοναδικό συγκρότημα, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε παρακάτω. Τις ρίζες του, την κληρονομιά του και το στίγμα του στη νεότερη εποχή, είτε ως THE LORD WEIRD SLOUGH FEG, είτε ως SLOUGH FEG.
Πριν από όλα, θα πρέπει να ξέρουμε ποιος ήταν ο Lord Weird Slough Feg. Τον γνωρίσαμε μέσω του περιοδικού “Αγόρι” και της εξαίσιας σειράς comics “2000 AD” (σας είδα εσάς τις «γεροντάρες» πως συγκινηθήκατε). Ο Slough Feg, είναι ένας σκοτεινός άρχοντας-μάγος, τον οποίον και συναντάμε στο σύμπαν του Sláine MacRoth, ενός Κέλτη ήρωα, στο στυλ του Conan, για όσους αναρωτιούνται. Ένας από τους Drune Lords (οι κακοί της υπόθεσης), οι οποίοι θέλουν να καταστρέψουν τις κέλτικες φυλές της αρχαίας γης Tir Na Nοg, εκεί όπου σήμερα υποτίθεται βρίσκεται η Μ. Βρετανία και τμήμα της Β. Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, δηλαδή στους μύθους των Ιρλανδών, η Tir Na Nοg, είναι ένα βασίλειο, όπου υπάρχει αθανασία, αιώνια ομορφιά και ο χρόνος δεν κυλά. Ο Slough Feg, θρεφόταν με μικρά παιδιά, τα οποία έπιαναν ως ομήρους οι Skull Swords, οι πιστοί στρατιώτες του, ενώ στα πιο ρωμαλέα, ικανά και γενναία εξ αυτών, χάριζε τη ζωή και τα εκπαίδευε για να γίνουν με την σειρά τους Drunes ή Drunesses. Παροιμιώδης η αντιπαλότητά του με τον Sláine και ο τρόπος με τον οποίο ο Κέλτης πολέμαρχος στην ουσία προκάλεσε το θάνατό του, αλλά αυτά μπορείτε να τα διαβάσετε αναλυτικά στο “2000 AD”. Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν, «βάπτισε» τη μπάντα του Mike Scalzi και «γεννήθηκε» έτσι ένα από τα πιο trademark ονόματα όλων των εποχών στο χώρο του heavy metal. Τώρα λοιπόν που μάθαμε το who is who, ας αφήσουμε το «εγκυκλοπαιδικό» μέρος στην άκρη και ας ασχοληθούμε με το μουσικό.
Κάθε group, έχει τις μουσικές του «ρίζες» και αναφορές. Σε αυτές θα αναφερθούμε πρωτίστως, έτσι ώστε να κατανοήσουμε αυτόν το νεωτεριστικό και μοναδικό ήχο των SLOUGH FEG, ανοίγοντας εδώ μία χρησιμότατη παρένθεση. Καταρχάς, πρέπει να γίνει γνωστό, πως ο Scalzi ήταν και είναι μέγας οπαδός του ευρύτερου punk/hardcore/crossover ήχου και δηλώνει ευθαρσώς πως αυτός ο ήχος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού του χαρακτήρα. Μνημονεύει τους BLACK FLAG, MINOR THREAT, DR. KNOW, BAD BRAINS, C.O.C., και MISFITS, μεταξύ άλλων, ενώ και ο ίδιος, στο παρελθόν, ήταν μέλος των HEART OF DARKNESS. Εμείς όμως θα επικεντρωθούμε στις rock/metal επιρροές του και θα ξεκινήσουμε φυσικά από τους IRON MAIDEN, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που έδωσαν τις στέρεες βάσεις τους, ώστε να χτιστεί επάνω τους το «Slough Feg οικοδόμημα». Ο τραχύς ήχος του “Iron Maiden”, ο μελωδικός, αλλά συνάμα επιθετικός του “Killers” και η διπλή κιθαριστική επίθεση των Murray – Stratton αρχικά και Murray – Smith στη συνέχεια, είναι στοιχεία που αντικατοπτρίζονται αυτούσια σχεδόν στον ήχο της μπάντας από την Pennsylvania. Συνεχίζουμε, με τους cult ήρωες BROCAS HELM. Από τον τρόπο που τραγουδά, μέχρι τα riffs και τις εναλλαγές στους ρυθμούς στα κομμάτια που συνθέτει, ο Scalzi «φωνάζει» σχεδόν πως λατρεύει τούτη τη μπάντα από το San Francisco. Θα μπορούσε κάποιος πολύ εύστοχα να πει πως οι FEG είναι μία απόλυτα εξελιγμένη και αναβαθμισμένη έκδοση των HELM, με την προϋπόθεση πως θα λάβει υπόψη του ότι οι μεν, είναι κατά βάση MAIDEN-oriented, οι δε, αντλούν τις επιρροές τους ως μεγαλύτεροι ηλικιακά metalheads των τελών της δεκαετίας του ’70 και των αρχών αυτής του ‘80, από τους JUDAS PRIEST.
Επόμενοι στην σειρά, οι THIN LIZZY, οι οποίοι βρίσκονται εδώ, για να χαρίσουν απλόχερα τις δισολίες και τις κέλτικες μελωδίες τους. Όχι όμως στα ξεκινήματα. «Όταν είχα ακούσει το “The boys are back in town”, την πρώτη φορά μου φάνηκε σκατά», είχε πει σε αόριστο χρόνο ο καθηγητής. Νιότη οργισμένη τότε, δικαιολογείται. «Ουσιαστικά άκουσα THIN LIZZY και συγκεκριμένα το “Black rose”, αφού είχα ξεκινήσει τη μπάντα», συμπληρώνει. Μιας που αναφέρθηκε σε αυτό, η ομώνυμη σύνθεση τoυ “Black rose”μ θα μπορούσε εύκολα να ανήκει στους FEG και όντως, οι πολλές LIZZY αναφορές έρχονται από το τρίτο άλμπουμ και μετά. Όπως και να έχει, ο ισχυρότατος αυτός σύνδεσμος υπάρχει. Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε εδώ μία ακόμη βρετανική περίπτωση και μιλάμε φυσικά για τους μεγάλους SKYCLAD. Πραγματικά, ακούγοντας τα άλμπουμ των ξωτικών του Martin Walkyier της περιόδου 1991-1994, οι ομοιότητες με τον ήχο της πρώτης περίοδου των SLOUGH FEG, «βγάζουν μάτι». Το σύγχρονο, όμως, των κυκλοφοριών αυτών με τα πέντε (!) demos που έβγαλε τότε ο Scalzi, με κρατά από το να πω «ελαφρά την καρδία» πως ναι, έχουμε όντως επιρροή εδώ. Από την άλλη, πάντα ένα full length έχει σαφέστατα μεγαλύτερο αντίκτυπο από ένα demo, οπότε γιατί να μην έχει επηρεαστεί ο mastermind των Αμερικανών από τους Βρετανούς καθώς δημιουργούσε το δικό του υλικό; Ίσως πάλι, οι κοινές επιρροές να έδωσαν και συγγενικό ήχο, αφού, έτσι και αλλιώς, ο Walkyier θεωρεί τους THIN LIZZY τη μεγαλύτερη μπάντα που έβγαλε ποτέ το Νησί. Κρατήστε όποια εκδοχή σας αρέσει, εμένα θα μου άρεσε να συνδέσω τους SKYCLAD στην ιστορία μας. Άσε που το κάδρο με τους τέσσερεις είναι τέλειο, δεν είναι;
Ας ξεκινήσουμε την παρουσίαση της δισκογραφίας των SLOUGH FEG. “The Lord Weird Slough Feg”, ή αλλιώς, η αρχή των πάντων. Το ομότιτλο ντεμπούτο, είδε το φως το Μάιο του 1996 και το (αρχικό) εξώφυλλο του ζωγράφου Louis le Brocquy, το οποίο αντικαταστάθηκε στην επανέκδοση του 2002 και επανήλθε σε αυτήν του 2013, δεν προδιαθέτει τον ακροατή για το τι θα ακούσει. Το σοκ είναι μεγάλο, καθώς ακούς μία αλλόκοτη, απόκοσμη εκδοχή της ένωσης του βέρου αμερικανικού μετάλλου με το αντίστοιχο βρετανικό, σε ένα έντονο φολκλορικό ύφος και με τραγούδια εκτός συμβατικών ορίων. Το “The red branch” δεσπόζει μέσα στα άλλα, με τον καταπληκτικό γαελικό ρυθμό του, ενώ ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή και με το – χωρισμένο σε πέντε μέρη – “High season”, με έναν… εκκεντρικό τρόπο, καθώς εδώ ακούμε πρώτα το τρίτο και το τέταρτο μέρος! Είπαμε, άγνωστο τι υπήρχε και τι υπάρχει στο μυαλό του mastermind Scalzi. Πού και με ποιον τρόπο να τον καταλάβεις. Το πρώτο αυτό άλμπουμ, έβαλε γερές βάσεις και ταρακούνησε για τα καλά τον underground χώρο, ένα χώρο τον οποίο αναγνωρίζει ο Scalzi και θεωρεί εαυτόν και μπάντα μέρος του. Το “Twilight of the idols” (1999), που ακολούθησε, έκανε αυτό που πρέπει να κάνει κάθε μα κάθε δεύτερο άλμπουμ: πήρε τα καλύτερα στοιχεία του προκατόχου του και τα έφερε ένα βήμα μπροστά. Οι folk επιρροές είναι πλέον Ηλίου φαεινότερες (όχι, δεν ευθύνεται μόνο η γκάιντα του μπασίστα Scott Beach για αυτό), οι συνθέσεις είναι πιο grande, το “High season II” είναι έπος, στο “The great ice wars”, ο Mark Shelton των MANILLA ROAD έβαλε το χέρι του με κάποιον μαγικό τρόπο και η διασκευή στο “The wizard’s vengence”, από το “From the fjords” των LEGEND (μπορείτε να διαβάσετε για αυτούς εδώ), φανερώνει μία ακόμη πτυχή του ηγέτη των SLOUGH FEG, αυτή του βαθύ γνώστη της μουσικής μας. Θυμάσαι πιο πάνω που μιλήσαμε για τους SKYCLAD, ναι; Ωραία! Βάλε βιολί στα “The wickerman” και “Slough Feg” και «πέταξέ» τα για παράδειγμα στο “A burnt offering for the bone idol”. Ε, νομίζω πως κάπου οδηγούμαστε!
Αλλαγή στη σύνθεση της μπάντας και έλευση των John Cobbett και Jon Torres, σε κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, ώστε να πλαισιωθούν οι Scalzi και Haa για το τρίτο και κρισιμότερο άλμπουμ των SLOUGH FEG. Αποτέλεσμα; Εκτόξευση! Το “Down among the deadmen” (2000), είναι ένα καταπληκτικό άλμπουμ, άκρως τεχνικού, αρκούντως εκκεντρικού και σχεδόν «σπαστικού» heavy metal, γεμάτο εξαίσιες MAIDEN-ικές και LIZZY-κές μελωδίες και πραγματικά προοδευτικό χαρακτήρα. Ο πρωτόγονος ήχος των δύο πρώτων δίσκων, αλλάζει και «στολίζεται» από τις πανέμορφες εμπνεύσεις ενός καταπληκτικού κιθαριστικού διδύμου, το ηρωικό πνεύμα του group εξυψώνεται ακόμα περισσότερο και το κυριότερο, αυτό το άλμπουμ είναι που καθιερώνει τον απόλυτα προσωπικό ήχο της μπάντας. Πλέον, οι επιρροές έχουν αφομοιωθεί στον υπέρτατο βαθμό και το απόσταγμα αυτής της αφομοίωσης, είναι κάτι νέο, καινοτόμο, το οποίο με τη σειρά του (θα δούμε πως στη συνέχεια), θα δώσει τα δικά του «φώτα» και θα αποτελέσει ξεχωριστό σημείο αναφοράς. Μην ψάχνεις για τραγούδια που να ξεχωρίζουν. Το “Down among the deadmen”, ακούγεται «απνευστί» (σε αυτό βοηθά, ή σωστότερα αυτό επιβάλλει, πρώτιστα η δομή του) και αποτελεί άπιαστο «δεκάρι» και όνειρο απατηλό για πολύ κόσμο εκεί έξω. Εδώ, θαυμάζουμε για δεύτερη και τελευταία φορά την εικαστική άποψη του Erol Otus, ζωγράφου του χώρου του φανταστικού και των RPG games, στο θεϊκό εξώφυλλο.
2003. Η προηγούμενη εκτόξευση ήταν τόσο ισχυρή, που έστειλε τη μπάντα στα άστρα. Κυριολεκτώ, αφού εδώ το concept αλλάζει και η κέλτικη θεματολογία δίνει τη θέση της στο σύμπαν του διαστημικού RPG “Traveller”. Το ομώνυμό του μουσικό αντίστοιχο πάλι, συνεχίζει μεν από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχός του, αναβαθμισμένο όμως και χωρίς να αποτελεί μία απλή «ρεπετισιόν» του. Ναι, από τέτοιες λεπτομέρειες κρίνονται οι, σωστές και μη, κινήσεις ενός καλλιτέχνη. Ντεμπούτο αυτή τη φορά για τον, ως τώρα πιστό στρατιώτη, Adrian Maestas στο μπάσο και επίσημη «πρώτη», για τον Martin Hanford, που επιμελήθηκε το artwork. Ο Scalzi, αν και υπογράφει όλες τις συνθέσεις του δίσκου, πλην μιας (“Addendum Galactus” – © John Cobbett), φαίνεται ξεκάθαρα πως έχει δώσει χώρο στο νέο του axeman και έτσι ο χαρισματικός αυτός μουσικός, του ανταποδίδει την εμπιστοσύνη με εκπληκτικά «θέματα». Οι δύο κιθάρες είναι πια «σαν μία» και οι THIN LIZZY μελωδίες μπαίνουν σε ειδική κάψουλα, ώστε να σταλθούν στο αχανές σύμπαν. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις τα γραφόμενα; Δώσε προσοχή στο ασύλληπτο κρεσέντο των τελευταίων 100 περίπου δευτερολέπτων του “High passage-low passage”. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο αυτά «back to back» αριστουργήματα προτιμά ο οπαδός και προσωπικά δε μπορώ να πάρω θέση, καθώς τα θεωρώ ισάξια, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως η Γηραιά Αλβιώνα φεγγοβολά και εδώ απαστράπτουσα και το «αρχαίο» της μέταλλο δείχνει το δρόμο.
Περίεργος δίσκος το “Atavism” (2005). Σαν να συμβαδίζει με το «πρωτόγονο» εξώφυλλό του. O (βιολογικός) αταβισμός, ως γνωστόν, είναι η επανεμφάνιση κληρονομικών χαρακτηριστικών προγόνου, μετά από απουσία αρκετών γενεών. Σε λόγια/μεταφορική απόδοση, είναι η επανεμφάνιση ιδεών, συμπεριφορών, μεθόδων κλπ, που είχαν ξεχαστεί και θεωρούσαμε ότι ανήκουν στο παρελθόν. Η πρώτη εκδοχή, θα μπορούσε να συνδέεται με τη μουσική, αφού η μπάντα κοιτά το 90s παρελθόν της. Η δεύτερη, θα αφορούσε ίσως τους στίχους, οι οποίοι καταπιάνονται, ξανά, με γήινα θέματα, μέσα από μυθολογικό ή ιστορικό πρίσμα. Ακριβώς για αυτό δεχόμαστε αναντίρρητα και τις δύο αυτές εκδοχές. Σταθεροί στις αξίες τους οι SLOUGH FEG, εξακολουθούν να στοχεύουν σε αυτήν τη μικρή, πλην αφοσιωμένη κάστα οπαδών, που αρέσκεται σε… αντισυμβατικά ακούσματα, ακολουθώντας τους πιστά και δίνουν ένα άλμπουμ, που μπορεί να μη φτάνει σε αξία τα δύο που προηγήθηκαν, αλλά αξίζει και με το παραπάνω τη θέση που έχει δίπλα τους. Γιατί, στο κάτω-κάτω, τα “I will kill, you will die”, “Atavism”, “Eumaeus the swineherd” και “Curse of Athena”, είναι κομματάρες.
Το 2007, κυκλοφορεί το εξαίσιο “Hardworlder” και η μπάντα επανέρχεται στα μονοπάτια του “Traveller”. Ο Angelo Tringali, έχει πάρει τη θέση του John Cobbett, ο οποίος θα αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στους HAMMERS OF MISFORTUNE, στα τύμπανα θα καθίσει ο Antoine Rueben, αλλά, παρά τις αλλαγές, όσο ο mastermind είναι σε φόρμα, δε φοβόμαστε τίποτα. Το περίπου διαστημικό θέμα που πραγματεύεται, με αναφορές όμως και στον William Blake, οι διασκευές σε HORSLIPS (folk μπάντα από την Ιρλανδία) και MANILLA ROAD και τα μικρά αριστουργήματα “Tiger! Tiger!”, “The sea wolf”, “The spoils” και το ομώνυμο κομμάτι, είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του “Hardworlder”. Η δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες είναι πραγματικά απίστευτη (μπορεί εδώ να ακούγονται οι καλύτερες και πλέον ευφάνταστες στην ιστορία της μπάντας, χωρίς υπερβολή), riffs και solos είναι σχεδόν μαγικά «δεμένα» μεταξύ τους και οι late 70s – early 80s αναφορές μέσω αυτών, είναι περισσότερες από κάθε άλλη φορά. Album πιασάρικο, άμεσο μα και λεπτομερέστατο συνάμα, το “Hardworlder” δεν είναι στην πρώτη γραμμή της δισκογραφίας των Αμερικανών, αλλά δεν το λες και εφεδρεία. Είναι στη δεύτερη γραμμή, αυτή που επωμίζεται το ρόλο της υποστήριξης της πρώτης, ώστε να μείνει το μέτωπο αρραγές. Προσωπικά, όσο περνά ο καιρός, τόσο το «αγκαλιάζω».
Με την φόρα λοιπόν του “Hardworlder”, κυκλοφορεί δύο χρόνια μετά, το 2009, το “Ape uprising”. Με τούτο το άλμπουμ, η μέχρι τώρα ξέφρενη ποιοτικά πορεία του group, φρενάρει απότομα. Όχι, δεν είναι κακό, κάθε άλλο. Δυστυχώς όμως, είχε και αυτό, όπως και πλείστα άλλα πριν και μετά από αυτό, την «ατυχία» να έχει πίσω του μία ζηλευτή, ως τότε, δισκογραφία. Οι συγκρίσεις έγιναν και σε όλες έχασε. Κάπου φαίνεται να επικρατεί μία κόπωση, κάπου η μπάντα δείχνει να έχει «βαλτώσει». Και να πεις πως τα πρώτα σημάδια το έδειχναν, να σου πω ναι. Αλλά το “The Hunchback of Notre Doom”, είναι ένα θεσπέσιο doom έπος, το “Overborn” «καλπάζει» σε γνώριμους ρυθμούς και το 10λεπτο ομότιτλο και αναφορά στον Πλανήτη των Πιθήκων, είναι μεγάλη σύνθεση. Η συνέχεια είναι που μας τα «χαλάει», διότι εκτός των προαναφερθέντων, τα υπόλοιπα τραγούδια δε στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Ο νεοφερμένος Harry Cantwell στα τύμπανα, είναι μεν πολύ καλός σε μία θέση που έχει αποδειχθεί «καταραμένη», μετά τη φυγή του Haa, αλλά δε μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω και έτσι, το άλμπουμ δεν αποκτά “must have” status. Ευτυχώς, το “The animal spirits”, που βγήκε την αμέσως επόμενη χρονιά, έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο μυστηριώδης αυτός τίτλος, δεν έχει να κάνει με πνεύματα ζώων, αλλά αναφέρεται στη θεωρία του Αριστοτέλη περί αντίληψης, όπως διαβάζουμε στο έργο του «Περί Ψυχής» (λόγω χώρου δε θα την αναφέρουμε εδώ). Με αυτή την αριστοτελική θεωρία, ενώνονται ο Καθολικισμός του Μεσαίωνα, ιστορίες τρόμου και αναφορές σε ψυχικές διαταραχές του ανθρώπου, για να συμπληρώσουν το στιχουργικό περιεχόμενο του δίσκου. Μουσικά, επικραττεί μία επιστροφή στις μέρες του “Traveller”, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε παραγωγή, σύνθεση, ιδέες και ύφος. Το “The 95 Thesis”, το “Free market barbarian” και η καταπληκτική τριπλέτα “Lycanthropic fantasies”, “Ask the casket” και “Heavyworlder”, είναι super. Ο Mike Scalzi, θυμάται/διατηρεί τις συνθετικές εμμονές του, τα «κολλήματά» του, δεν κάνει πίσω με τίποτα και ναι, για αυτό εξακολουθούμε και τον λατρεύουμε.
Εκτός όμως από ξεροκέφαλος, έχει αποδείξει πως είναι αυθεντικός, πηγαίος, εμπνευσμένος μα και απρόσμενος. Ώρα λοιπόν για ακόμη μία στροφή προς το σήμερα, αλλά και το κοντινό μας μέλλον. Το “Digital resistance” (2014), αφιερώνεται στην ψηφιακή τεχνολογία και στο πώς αυτή έχει επηρεάσει, αρνητικά εν προκειμένω, τις ζωές των ανθρώπων. Ως καθηγητής μάλιστα, o Mike διακρίνει πως η νέα γενιά, αντί να χρησιμοποιεί την τεχνολογία ως όπλο ώστε να βελτιώσει τις νοητικές επιδόσεις της, γίνεται ολοένα και πιο «κουτή» λόγω αυτής. Αυτές του τις σκέψεις, «ντύνει» με υπέροχο κέλτικο MAIDEN-ικό μέταλλο, το οποίο όμως έχει μπολιάσει μαεστρικά με στοιχεία που ξεκινούν από το prog rock των 70s και φτάνουν μέχρι το punk/rock των NEW MODEL ARMY, όπως πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει στην τότε κριτική του (διαβάστε την εδώ), ο φίλος μου ο Μπαξεβανίδης, για το κομμάτι “Habeas corpsus”. Το “Magic hooligan” και το “Laser enforcer”, είναι κορυφαίες στιγμές, ενώ το επικότατο “Warrior’s dusk”, μοιάζει να έρχεται από το τιτάνιο “Down among the deadmen”. Το “Digital resistance”, είναι από τα δυσκολότερα άλμπουμ των SLOUGH FEG, αλλά αν/όταν το «πιάσεις», θα δεις πως πρόκειται για ποιοτικότατη δουλειά. Άλλωστε, για τους THE LORD WEIRD SLOUGH FEG μιλάμε. Δε γίνεται αυτή η μπάντα να βγάλει κακό δίσκο. Αριστουργηματικό εξώφυλλο γεμάτο νοήματα επίσης, από τον Martin Hanford, με τη λύκαινα να εξακολουθεί να βυζαίνει τον Ρώμο και τον Ρωμύλο, εν τω μέσω των ερειπίων της Ρώμης και ναι, σωστά κατάλαβες, εν τω μέσω της κατάπτωσης του Δυτικού πολιτισμού.
Και φτάνουμε στο 2019 και το “New Organon”. Ο Scalzi, ήθελε να θυμηθεί ο κόσμος τη μπάντα του “Down among the deadmen” και αυτό ακριβώς του έδωσε. Κλασσικό, επικό heavy metal, από τη «μήτρα» των IRON MAIDEN και THIN LIZZY, με κραυγαλέες αναφορές και προς τις δύο αυτές μπάντες. Στιχουργικά, είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον άλμπουμ του ως τώρα, αφού εδώ ο ακροατής συναντά μερικούς από τους πιο πεφωτισμένους διανοούμενους στην ιστορία της Ανθρωπότητας. Ο Scalzi, λόγω ιδιότητας, είναι από τους ελάχιστους metal μουσικούς που μπορούν να ασχοληθούν σε βάθος με τον Machiavelli (“Sword of Machiavelli”), τον Jean-Jacques Rousseau και το έργο του «Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων» (“Discourse On Inequality”), τον Σωκράτη (“The Apology”) και τον Jean-Paul Sartre («Το είναι και το μηδέν» στο “Being and Nothingness” – μια αναφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη). To ομώνυμο κομμάτι, είναι επηρεασμένο από το “Novum Organum” του Francis Bacon, ενός Αριστοτελικού φιλόσοφου, ο οποίος θίγει την έννοια των ανθρώπινων αντιλήψεων. Στο “Coming of age in the milky way”, μαθαίνουμε για το σημαίνοντα αστροφυσικό των ημερών μας Neil deGrasse Tyson, στο “The Cinyc” για τους Κυνικούς και ιδιαίτερα για τον Διογένη και τέλος, το “Headhunter” μιλά για τις ημέρες και την πορεία του Ανθρώπου, δια μέσω των αιώνων, από τον πρωτόγονο τρόπο διαβίωσης πριν εκπολιτιστεί και γνωρίσει τη Φιλοσοφία, ως τη σύγχρονη, «πρωτόγονη» συμπεριφορά λαών και κρατών, δένοντας έτσι όλο αυτό το «φιλοσοφικό concept». Ένα ακόμη κομμάτι που αξίζει ξεχωριστής μνείας, είναι το “Exegesis – The tragic hooligan”, το οποίο είναι η συνέχεια του “Magic hooligan” από το “Digital resistance”. Όποιος αισθάνεται «έφηβος σε σώμα μεσήλικα», τότε σίγουρα θα ταυτιστεί με τους στίχους του.
Εδώ τελείωσε η αναφορά στη studio δισκογραφία των THE LORD WEIRD SLOUGH FEG. Ελπίζω να ήταν καθοδηγητική, ως προς το να «πιάσετε» το νόημα, έστω, του group. Το έχω γράψει και το ξαναγράφω. Όχι, δεν είναι μπάντα των «πολλών». Είναι μία μπάντα ιδιαίτερη, ρηξικέλευθη, δύσκολη θα έλεγε κανείς. Λίγοι μπορούν να βαδίσουν στο πλάι τους, είτε λέγονται «μουσικοί», είτε λέγονται «ακροατές». Ας πάρουμε την τελευταία πρόταση ως αφορμή για μία παραπάνω «μελέτη» του φαινομένου THE LORD WEIRD SLOUGH FEG και ας δούμε μεταγενέστερες, τη φορά αυτή, μπάντες, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συνδέονται μαζί τους ή έχουν επηρεαστεί από αυτούς. Τις πιο «χτυπητές» τουλάχιστον περιπτώσεις, αφού ψήγματα, έστω, της αισθητικής του group, μπορούμε να βρούμε σε αρκετές, στον ευρύτερο underground heavy metal χώρο.
Εννοείται πως η ενότητα αυτή θα ξεκινούσε με τους HAMMERS OF MISFORTUNE, αυτό το εξίσου υπέροχο, όσο και περίεργο συγκρότημα, καθώς για κάτι περισσότερο από δέκα χρόνια, ο Mike Scalzi τους έδινε κομμάτι της έμπνευσης και του ταλέντου του. «Μα είναι τόσο ίδιοι;» θα αναρωτηθεί κάποιος. «Ναι, είναι, και ταυτόχρονα δεν είναι», θα λάβει ως απάντηση. Στην πρώτη τους μορφή, ως UNHOLY CADAVER, «έμπλεξαν» το heavy των SLOUGH FEG με το doom και το black, σε ένα άλμπουμ δύσκολο, «στριφνό», αλλά πραγματικά καινοτόμο. Ως HAMMERS OF MISFORTUNE, αρχικά οι ομοιότητες με το «μητρικό» σχήμα ήταν μεγάλες. Ειδικά τα “The Bastard” και “The August engine”, θα μπορούσαν άνετα να αποτελούν κορυφές στη δισκογραφία των SLOUGH FEG. Όταν όμως ο καθηγητής έφυγε, μετά το επίσης εξαιρετικό “The locust years”, για να αφοσιωθεί στην κύρια μπάντα του και ανέλαβε τα ηνία ο, μέχρι τότε, «Διόσκουρός» του, John Cobbett, η κατάσταση ξέφυγε και πλέον οι θεότρελοι τούτοι μουσικοί, λογίζονται ως ένα καθαρό progressive metal σχήμα. Καμία νόρμα, καμία ενοχή, καμία σταθερότητα και σαν κερασάκι στην τούρτα, ένα προσωπικό μου «κόλλημα»: Άκου πως αλλάζουν στον τελευταίο τους δίσκο, “Dead revolution”, το “Days of ‘49” και από ένα παραδοσιακό αμερικανικό country τραγούδι το μετατρέπουν σε ένα τεράστιο doom metal ΕΠΟΣ και θα καταλάβεις, πρώτον, τι σημαίνει ΔΙΑΣΚΕΥΗ και όχι επανεκτέλεση και δεύτερον, τι σημαίνει μεγάλος καλλιτέχνης.
Ο Chris Black, των DAWNBRINGER, την έχει και αυτός τη… «λόξα» του. Κινούμενος εκτός μουσικών ορίων, ξεκίνησε με τρεις δίσκους (“Unbleed”, “Catharsis instinct” και “In sickness and in dreams”) στο προαναφερθέν heavy/black/doom/«κανείς δεν ξέρει» ύφος των UNHOLY CADAVER και από το “Nucleus” και έπειτα, ακολούθησε τις SLOUGH FEG επιταγές, με το “Into the lair of the Sun God” να θεωρείται, δικαίως, ό,τι πιο συγγενικό έχει να επιδείξει αυτός ο πολυπράγμων μουσικός (ο οποίος ασχολείται επίσης μεταξύ άλλων με τους HIGH SPIRITS, AKTOR και PROFESSOR BLACK) με τα Scalzi πεπραγμένα. Δώσε προσοχή και στο “Night of the hammer”. Στα ίδια μονοπάτια κινούνται και οι COLOSSUS (MEGA COLOSSUS θα τους βρεις πια), με το sci-fi heavy metal τους και έναν ήχο που λατρεύει το κέλτικο μέταλλο και τις MAIDEN-ικές μελωδίες του Άρχοντα Παράξενου, σε δύο δίσκους και τρία EPs. Τους είδαμε πέρυσι στο warm-up show του Up the Hammers, σε ένα γεμάτο ενέργεια live, που άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων και καταλάβαμε πως τούτα τα παιδιά, μπορούν να δώσουν πολλά. Θα τους έχουμε από κοντά.
Από το Austin του Texas, μας συστήθηκαν ως BLACKHOLICUS οι Margaret Myrick στο μπάσο και τη φωνή, ο Spencer Scott Swietek στα τύμπανα, ο Domenic Moon Schiera στην κιθάρα και τις καστανιέτες (!) και ο άνθρωπος-ορχήστρα, Michael Nelsen, σε ηλεκτρική και κλασσική κιθάρα, glockenspiel (ένα είδος μεταλλόφωνου), εκκλησιαστικό όργανο, ηλεκτρικό πιάνο και ταμπουρίνο! Ιδιάζουσα περίπτωση. Γράφει το βιογραφικό τους: “Blackholicus combined elements of punk, prog rock and baroque with a foundation of heavy/speed metal”. Δυστυχώς, μας «άφησαν» μετά από δύο άκρως ενδιαφέροντες δίσκους, τα “Variations in Death Minor” και “Megaforte”. O Fenriz ενθουσιάστηκε κάποτε, ο Scazli τους ακούει φανατικά, άρα δώσε τους και εσύ, με τη σειρά σου, χρόνο και προσοχή. «Μετράνε»! Όπως «μετράνε» επίσης οι ICE SWORD, νέο αίμα από το Flagstaff της Arizona. Πέρυσι, έκαναν το ντεμπούτο τους στη σκηνή με το “Dragon magic” και οι ομοιότητες/επιρροές/λατρεία από και προς τη μουσική κληρονομιά του καθηγητή, είναι πασιφανέστατες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το ηρωικό μέταλλο της μπάντας, διανθίζεται σε σημεία και με καθαρά majestic black metal πλήκτρα (!), στο στυλ των BAL SAGOTH, κάνοντας το αποτέλεσμα ιδιαίτερο και χαρίζοντάς του έναν διαφορετικό και προσωπικό τόνο.
Οι ILLEGAL BODIES, στο φοβερό και τρομερό “Mindflayers”, κάνουν πράξη ακόμη και τις πιο κρυφές φαντασιώσεις ενός οπαδού του ατόφιου αμερικανικού ατσαλιού, με βρετανικές πάντα ρίζες. Ο πολυοργανίστας Mark Nicholson και ο τραγουδιστής Matthew Higgerty, μπλέκουν SLOUGH FEG, BROCAS HELM και MANILLA ROAD και «κόβουν κεφάλια», σε ένα απίστευτο κρεσέντο βαρβαρικού μετάλλου. Αναφορές σε εξωγήινους πολιτισμούς, ερασιτεχνικά αριστουργηματικό (ή μήπως αριστουργηματικά ερασιτεχνικό;) εξώφυλλο, καταπληκτική διασκευή στο κλασσικότερο των κλασσικών “Necropolis”… έπος! Το ίδιο διαστημικοί ακούγονται και οι HOUNSKULL, στο άλμπουμ τους “Galactilord”. Εννοείται πως μπάντα από τον Καναδά αποκλείεται να είναι έστω μέτρια, οπότε καταλαβαίνουμε όλοι, πως το space heavy metal τούτης εδώ της τριάδας, με μπροστάρηδες ύμνους σαν το “Scrapyard mongrel”, το “The stars my destination…” ή το “Secrets of the crown”, θα ακουστεί πολλές φορές από τα ηχεία κάθε ορκισμένου FEG οπαδού και είναι ένα πρώτης τάξεως placebo. Από κοντά και οι δύο περίεργοι τύποι (Steven Craig Zahler και Jeff Herriott), που ονομάζονται REALMBUILDER, από τους οποίους καλό είναι να τσεκάρετε πρώτα το “Blue flame cavalry” και μετά να προχωρήσετε στα ενδότερα. SLOUGH FEG, MANILLA ROAD, λίγο CIRITH UNGOL, αλλά στο τέλος δικό τους το αποτέλεσμα. Οι ορκισμένοι cult-άδες το μνημονεύουν συχνά.
Εδώ φτάσαμε στο τέλος. Στο Up the Hammers Festival, στις 14 Μαρτίου, ο Άρχων Παράξενος θα εμφανιστεί για μία ακόμη φορά προ του κοινού του και είναι σίγουρο πως θα εντυπωσιάσει και πάλι. Αν δεν τον έχεις δει ποτέ εν δράσει, να είσαι βέβαιος πως αυτό που θα παρακολουθήσεις, θα είναι τουλάχιστον εξώκοσμο και θα έχεις να το λες για πολύ καιρό. Aν δεν τον γνωρίζεις και το κείμενο αυτό σου κίνησε την περιέργεια, μην ξεχνάς τον απαράβατο κανόνα, που θέλει κάθε δισκογραφική ακρόαση να ξεκινά, όχι από τον καλύτερο, αλλά από τον πρώτο δίσκο. Μόνο έτσι θα καταλάβεις πλήρως αυτό που ακούς. Εμείς που τον αγαπάμε, περιμένουμε με ανυπομονησία την άφιξή του, ακούγοντας την μουσική του ξανά και ξανά.
We are the red men, feathers-in-our-head men, down among the deadmen… UM-POW-WOW!